Μεταξύ των πληρωμάτων των πρώτων θαλασσοπόρων που διέσχισαν τον Ατλαντικό υπήρχαν αρκετοί Έλληνες.
Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Αυτή την εποχή οι Έλληνες προτιμούν την Νότιο Αμερική επειδή η μεσογειακή τους νοοτροπία βρίσκεται πιο κοντά στο Λατινικό από το Αγγλοσαξονικό περιβάλλον. Αργότερα, Έλληνες καραβοκύρηδες με ιστιοφόρα περνούσαν τον Ατλαντικό.
Ξεκινούσαν από το Αιγαίο και το Ιόνιο, διέσχιζαν την Μεσόγειο και από το Γιβραλτάρ ακολουθούσαν τη Δυτική ακτή της Αφρικής και όταν έφταναν στο πιο στενό σημείο του Ατλαντικού περνούσαν τον ωκεανό μέχρι να φτάσουν στην Βραζιλία. Απ’ εκεί, συνέχιζαν κατά μήκος της ανατολικής ακτής της Νοτιοαμερικανικής Ηπείρου, μέχρι να φτάσουν στον προορισμό τους.
Ο πρώτος γνωστός Δωδεκανήσιος καραβοκύρης που με το ιστιοφόρο του διέσχισε τον Ατλαντικό ήτο ο Μανώλης Χατζηδάκης από την Κάσο που έφτασε στην Νότιο Αμερική γύρω στο 1870 και αργότερα το 1878.
Ό δεύτερος γνωστός Δωδεκανήσιος καραβοκύρης που διέσχισε τον Ατλαντικό ήταν ο Σάββας Νικολάου Σάββας από το Καστελλόριζο που έφτασε στην Βραζιλία το 1883 και το 1889.
Από την Τυνησία το «Ελλάς» τράβηξε προς την Αλγερία, όπου σταμάτησε στην Bone (σήμερα Annaba), στην Philippeville (σήμερα Skikda) και στο Algiers και απ’ εκεί συνέχισε για τον Γιβραλτάρ. Από τον Γιβραλτάρ το «Ελλάς» βγήκε στο Ατλαντικό και πλέοντας κατά μήκος της παραλίας του Μαρόκου έφτασε στην Mogator. From Tunisia “Hellas” continued to Algeria, and stopped at Bone (today Annaba), Philippeville (today Skikda) and Algiers and from there to Gibraltar. From Gibraltar “Hellas” went out into the Atlantic and sailing along the coast of Morocco arrived at Mogator.
Άλλος Δωδεκανήσιος καραβοκύρης ήταν ο καπετάν Νικολής του Γιάννουκα από τη Χάλκη που το 1896 πέρασε τον Ατλαντικό με ένα τρικάταρτο ιστιοφόρο μήκους 40 μέτρων. Αυτός πέρασε από τα νησιά της Καραϊβικής και κατέληξε στο Tarpon Springs της Φλώριδας.
Ο Μανώλης Χατζηδάκης
Ο Μανώλης Χατζηδάκης γεννήθηκε στην Κάσο γύρω στο 1840 και μόλις τελείωσε το Δημοτικό πήγε στην Σύρο και συνέχισε στο εκεί Γυμνάσιο. Από την Σύρο πήγε στον Πειραιά όπου φοίτησε στην εκεί ναυτική σχολή και μετά την αποπεράτωση της πρακτικής εξάσκησης πήρε το δίπλωμα του καπετάνιου σε ηλικία 22 ετών και τον επόμενο χρόνο απέκτησε ιστιοφόρο.
Στην αρχή ταξίδευε στην Ανατολική Μεσόγειο και γύρω στο 1870 έκαμε το πρώτο του ταξίδι στην Νότιο Αμερική μεταφέροντας φωσφορούχα λιπάσματα. Σ’ αυτό το ταξίδι πήρε μαζί του τον αδελφό του Νικόλα. Ενώ το ιστιοφόρο βρισκόταν στο Montevideo της Ουρουγουάης και περίμενε να ξεφορτώσει, το λίπασμα πήρε φωτιά και κάηκε το καΐκι. Ο Μανώλης επέστρεψε στην Σύρο, αλλά ο Νικόλας έμεινε στο Montevideo όπου έπιασε δουλειά ως πιλότος.
Ο Μανώλης δεν έχασε το θάρρος του, απέκτησε καινούργιο ιστιοφόρο, το 75 τόνων «Ελλάς», με το οποίο έκανε ταξίδια στην Μεσόγειο ενώ ο νους ήταν στην Νότιο Αμερική, αλλά δεν ήταν εύκολο να βρει πλήρωμα. Τελικά βρήκε πέντε θαλασσόλυκους που αψηφούσαν τους κινδύνους και ήταν έτοιμοι να τον ακολουθήσουν: οι Κασιώτες Φίλιππος Χατζηγεωργίου, Σκουλούδης Β. Ρεθυμιάς, οι αδελφοί Μιχάλης και Σκουλούδης Παπαγεωργίου και ο Χαλκίτης Πέτρος Μελαχρινός.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1877, μετά από τον καθιερωμένο αγιασμό, το «Ελλάς» ξεκίνησε από την Ερμούπολη για το υπερπόντιο ταξίδι του, όπως περιγράφει αυτόπτης μάρτυρας: «Κόσμος πολύς μαζεύτηκε στην προκυμαία. Οι συγγενείς φίλησαν το πλήρωμα κλαίοντες. Ενώ ακουγόταν η ομοβροντία των ‘γκρα’ των πέντε ναυτικών, ο ναυτόπαις ύψωνε την σημαία επί του κεντρικού ιστού.
Όλα τα πλοία μέσα στο λιμάνι είχαν σημαιοστολιστεί, ακόμα και τα ξένα ατμόπλοια πήραν μέρος στο πανηγύρι, υψώνοντας τις σημαίες τους αντιχαιρετώντας την Ελληνική του «Ελλάς», την οποίαν ανεβοκατέβαζε ο ναυτόπαις με μεγάλη χαρά».
Από το Mogator το «Ελλάς» πήγε στις Καναρίους νήσους και απ’ εκεί στο Cape Verde, απ’ όπου συνέχισε δυτικά και διασχίζοντας τον Ατλαντικό έφτασε στην Βραζιλία, και πλέοντας κατά μήκος της δυτικής ακτής της Νοτίου Αμερικής έφτασε στο Montevideo της Ουρουγουάης.
Το «Ελλάς», φεύγοντας από την Ερμούπολη, πέρασε από τα Κυκλαδονήσια, δίπλα από την Κρήτη και μπήκε στο Λιβυκό πέλαγος. Με άσχημο καιρό πέρασε τον κόλπο της Μεγάλης Σίρτης και μπήκε στη μικρή Σίρτη κοντά στην πόλη Γκαβές της Τυνησίας.
Δεν μπήκε μέσα στο λιμάνι, υπήρχε ο φόβος των πειρατών και άλλων κακοποιών στοιχείων. Μετά από επτά μέρες, μόλις κόπασε η τρικυμία, φάνηκε να έρχεται από το λιμάνι μια βάρκα με τέσσερις οπλισμένους. Ο καπετάν Μανώλης, προειδοποιώντας τους, πυροβόλησε και σκότωσε ένα γλάρο που πετούσε ψηλά πάνω από το καΐκι.
Οι κωπηλάτες πήραν το μήνυμα και άλλαξαν πορεία προς την ακτή. Το «Ελλάς» σήκωσε άγκυρα και την επομένη, ακολουθώντας την ακτή της Τυνησίας, έφθασε απέναντι της πόλης Σφαξ, για λόγους ασφαλείας δεν πλησίασε.
Στην Τύνιδα
Την Κυριακή στις 2 Οκτωβρίου, μετά από δυο ημερών ήσυχο ταξίδι, το «Ελλάς» μπήκε στο λιμάνι της Τύνιδας και έριξε άγκυρα μεταξύ Δωδεκανησιακών σπογγαλιευτικών. Ήταν ακόμη πρωί και ο καπετάν Μανώλης με τους αδελφούς Παπαγεωργίου πήγαν στην Ελληνική εκκλησία.
Ακολούθησε γεύμα στο οποίο παρευρέθηκαν άλλοι δέκα πλοίαρχοι και αρκετοί Έλληνες έμποροι και πρόκριτοι της Τύνιδας. Στην Τύνιδα έμειναν δέκα μέρες περιμένοντας να φυσήξει ευνοϊκός άνεμος.
Στις 12 Οκτωβρίου, το «Ελλάς» βγήκε από το κόλπο της Τύνιδας και μετά από δυο μέρες έφτασε στην Bone της Αλγερίας όπου έκατσαν δυο μέρες.
Συνέχισαν προς τα δυτικά και με ενδιάμεσο σταθμό στην Philippeville, έφτασαν στο Αλγέρι στις 20 Οκτωβρίου. Στο λιμάνι έτυχε να βρίσκεται Κεφαλλονίτικο πλοίο, του οποίου ο καπετάνιος κάλεσε το πλήρωμα του «Ελλάς» και με τη λύρα του Φίλιππα Χατζηγεωργίου διασκέδασαν μέχρι το ξημέρωμα.
Στον Γιβραλτάρ
Την 1η Νοεμβρίου αναχώρησαν από το Αλγέρι και στις 5 Νοεμβρίου έφτασαν στον Γιβραλτάρ, και μετά από δυο μέρες ξεκίνησαν προς τον Ατλαντικό. Μπαίνοντας στον Ωκεανό ο άνεμος εξακολουθούσε να είναι ευνοϊκός, αλλά, στις 11 Νοεμβρίου, ο καιρός χάλασε, μαύρα σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και η θάλασσα άλλαξε χρώμα.
Έρχεται κακοκαιρία
Ο καπετάν Μανώλης κατάλαβε ότι ερχόταν κακοκαιρία και διέταξε: «μαζέψετε τα πανιά, κρατήσετε μόνο το μικρό φλόκο». Το πλοίο παλεύει με τα μανιασμένα κύματα, ο καπετάν Μανώλης, στο πηδάλιο, προσπαθεί αλλά δεν μπορεί να το κουμαντάρει, το «Ελλάς» είναι έρμαιο της τρικυμίας.
Τα κύματα φέρνουν το πλοίο κοντά στην Αφρικανική ακτή, η παλίρροια κινδυνεύει να το ρίξει πάνω στα βράχια, σωτηρία δεν υπάρχει.
Ξαφνικά ακούγεται παράξενος θόρυβος σαν να ’ρχεται από τα βάθη του Ωκεανού ορμητικό ποτάμι, είναι η άμπωτις που απομακρύνει το πλοίο από την ακτή, η κακοκαιρία όμως συνεχίζεται.
Ο καπετάν Μανώλης διατάσσει: «περιτυλίξτε και δέστε σφικτά όλα τα πανιά, αφήστε τον φλόκο και δεθείτε», ο ίδιος δέθηκε δίπλα στο τιμόνι και οι ναύτες στην θέση τους. Τα κύματα μπαίναν από την πλώρη και βγαίναν από την πρύμη. Για μερικά λεπτά το «Ελλάς» έπλεε υποβρυχίως.
Ξαφνικά η τρικυμία μετατράπηκε σε καταιγίδα. Τα κατάρτια τρίζουν, η θάλασσα “βογγά”, τα κύματα χοχλάζουν, κεραυνοί σκίζουν τους ουρανούς και φωτίζουν τα πέλαγα.
Τα κύματα θεόρατα “αγγίζουν” τα σύννεφα. Την μια στιγμή ο ιερός θυμός της στέλνει το «Ελλάς» να μετεωρίζεται στην κορφή πελώριου κύματος και την άλλη το γκρεμίζει στο βάραθρο που αυτό το ίδιο κύμα άνοιξε, καθώς υψώθηκε μεσούρανα. Φρίκη καταλαμβάνει το πλήρωμα που γίνεται ανυπόφορη όταν πλακώνει η νύχτα. Πέντε ολόκληρα μερόνυχτα μένουν πάνω στην κουβέρτα, βρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι κοντά στα όρια της ψυχικής και σωματικής τους αντοχής.
«Πότζι – αλά – μπάντα!».
Κάποτε ο καιρός καταλαγιάζει. «Άνοιξε ο ουρανός» κι ο καπετάν Μανώλης, από τις θέσεις των άστρων, υπολόγισε και προσδιόρισε το στίγμα του πλοίου.
«Ο αέρας, τα ρεύματα και τα κύματα μας έφεραν απέναντι στη πόλη Mogador στην δυτική ακτή του Μαρόκο, κατοικία αγρίων Μαροκινών. Αν κάποιος ναυαγήσει στα αφιλόξενα αυτά παράλια και κατά κακή του τύχη σωθεί, συλλαμβάνεται και θανατώνεται βασανιζόμενος, προ πάντων υπό των γυναικών», είπε ο καπετάν Μανώλης και διάταξε: «Πότζι – αλά – μπάντα!».
Είναι η κατά πρύμνη αναστροφή του πλοίου και ο χειρισμός λέγεται «όρσα λαμπάντα», επειδή το πλοίο δέχεται τον άνεμο από εμπρός.
Για να βεβαιωθεί για την θέση του πλοίου διατάζει: «Ένας στο άλμπουρο». Σαν αίλουρος ανέβηκε ο Φίλιππος στο μεγάλο κατάρτι και μετά από μισή ώρα φωνάζει: «Βουνό!». «Έχει χιόνι;», ρωτά ο καπετάνιος. «Ναι», απαντά ο ναύτης.
Ήταν ο χιονοσκέπαστος Άτλας, που φαίνεται από μακριά όταν βρίσκεσαι κοντά στην Mogador. Είχε δίκιο ο καπετάν Μανώλης.
Μετά από μια ώρα ακούγεται η φωνή του Φίλιππα: «Καπνός!». «Βλέπεις κανένα πύργο;», ρωτά ο καπετάνιος. Μετά από μια ώρα ξανακούστηκε η φωνή του Φίλιππα: «Πύργος!». Ικανοποιημένος ο καπετάνιος έγνεψε στον Φίλιππα να κατέβει και διέταξε: «Μολάρετε την μαΐστρα», δηλαδή να ανοίξουν το μεγάλο πανί, για να μπορέσει το «Ελλάς» να υπερνικήσει την δύναμη των κυμάτων και να υπακούσει στο πηδάλιο του πλοίου.
Αλλά και τα τρία πανιά δεν μπορούν να εξουδετερώσουν την δύναμη των κυμάτων. Πάλι ο καπετάν Μανώλης διατάσσει: «Μολάρετε όλες τις μούδες». Τώρα το «Ελλάς» πλησίστιο υπακούει στο πηδάλιο, όπως το γυμνασμένο άλογο υπακούει στην πιο μικρή πίεση των γονάτων του καβαλάρη.
Στο λιμάνι
Στις 17 Νοεμβρίου, μετά από δέκα μέρες στον ωκεανό, το «Ελλάς» μπήκε στο λιμάνι της Mogador.
Στην είσοδο του λιμανιού υπάρχουν μερικά νησάκια και ύφαλοι που το προστατεύουν από τα κύματα του Ατλαντικού, αλλά χρειάζεται μεγάλη τέχνη για να μπεις στο λιμάνι, χωρίς την βοήθεια πλοηγού. Μόλις το «Ελλάς» αγκυροβόλησε, κοντά σ’ ένα απ’ αυτά τα νησιά, αισθάνθηκαν, ξαφνικά, ότι πεινούσαν.
Δεν είχαν φάγει μαγειρεμένο φαγητό, αφ’ ότου ξεκίνησαν από τον Γιβραλτάρ. Ετοίμαζαν τα μαγειρικά τους σκεύη, όταν πλησίασε το «Ελλάς» μια βάρκα από ένα αγγλικό ατμόπλοιο (είχε καταφύγει κι αυτό στο λιμάνι για να προφυλαχτεί από την κακοκαιρία) με ένα μεγάλο τσουκάλι γεμάτο ζωμό και πάνω από δυο οκάδες βοδινό κρέας.
Ο καπετάν Μανώλης ανταπέδωσε τη χάρη προσφέροντας ένα πακέτο καπνό για το πλήρωμα και ένα κουτί Συριανά λουκούμια για τον καπετάνιο.
Τρεις μέρες πέρασαν μέχρι να κοπάσει η κακοκαιρία, αλλά το «Ελλάς» έμεινε άλλες επτά μέρες στην Mogador για να ξεκουραστεί το πλήρωμα, και στις 25 Νοεμβρίου το «Ελλάς» ξανανοίχτηκε στον Ωκεανό.
Στις Καναρίους νήσους
Μετά από τρεις μέρες, με ευνοϊκό άνεμο, έπιασαν τις Καναρίους νήσους. Ο λιμενάρχης στην Santa Cruz θαύμασε όταν έμαθε τον προορισμό ενός τόσου μικρού πλοίου.
Μεταξύ των άλλων τους επισκέφθηκαν ο αρχιεπίσκοπος Don Pablo Lasorda με την ανεψιά του Dona Isabella Lasorda, τελευταία απόγονο της βασίλισσας Isabella της Καστίλης.
Από τις Καναρίους νήσους ταξιδεύοντας νοτιοανατολικά, στις 3 Δεκεμβρίου, το «Ελλάς» έφτασε στο αρχιπέλαγος Cape Verde, δυτικά της Senegal, απ’ όπου αναχώρησαν στις 7 Δεκεμβρίου.
Ο αέρας ήταν βόρειος, αρκετά ισχυρός, μέχρι στις 7 Δεκεμβρίου, οπότε το γύρισε βορειοανατολικός που κράτησε μέχρι τα Χριστούγεννα.
Μόλις πέρασαν τον Ισημερινό, ο αέρας σταμάτησε ξαφνικά και άρχισε να πέφτει δυνατή βροχή, σαν να άνοιξαν οι ποταμοί του Ουρανού.
Η νηνεμία και οι δυνατές βροχές συνεχίστηκαν για δυο τρεις εβδομάδες ώστε ο πλοίαρχος αναγκάστηκε να περιορίσει την κατανάλωση της γαλέτας, υπήρχαν όμως ψάρια που ψάρευαν, αρκετές οκάδες την ημέρα.
Στις 6 Ιανουαρίου φάνηκε στον ορίζοντα μεγάλο ατμόπλοιο, που όταν πλησίασε το «Ελλάς» σταμάτησε, νόμισε ότι επρόκειτο για ναυαγούς.
Ο καπετάν Μανώλης καθησύχασε τους Αμερικάνους, τους έδωσε εκατό οκάδες φρέσκα ψάρια και ζήτησε λίγο αλεύρι. Ο πλοίαρχος τους έδωσε ολόκληρο τσουβάλι. Για μερικές ώρες την ημέρα ο καιρός συνέχισε να είναι άστατος με δυνατές οι βροχές.
Στις 17 Ιανουαρίου, το “Ελλάς” πλέοντας προς την Νοτιοαμερικανική ήπειρο, φάνηκε ένα υπερωκεάνιο που πήγαινε για το Montevideo και, όταν έφτασε πιο κοντά, έστειλε βάρκα για να περισυλλέξει τους «ναυαγούς».
Ο καπετάν Μανώλης τους καθησύχασε και τους πρόσφερε πάνω από εκατό οκάδες φρέσκα ψάρια και τους παρακάλεσε να μεταφέρουν ένα γράμμα στον αδελφό του Νικόλα στο Montevideo.
Ο πλοίαρχος κάλεσε τον καπετάν Μανώλη να επισκεφτεί το υπερωκεάνιο όπου του πρόσφεραν ένα ολόκληρο αρνί και δεκάδες μπουκάλια κρασί. Την επομένη φύσηξε ευνοϊκός άνεμος που κράτησε για 19 μέρες.
«Καπετάν Μανώλη!!!».
Το πρωί στις 5 Φεβρουαρίου, ενώ το «Ελλάς» έπλεε με ευνοϊκό άνεμο, φάνηκε στο ορίζοντα να έρχεται πλοηγίδα, από την οποία, μόλις πλησίασε, ακούστηκε φωνή: «Καπετάν Μανώλη!!!».
Το Ιταλικό υπερωκεάνιο, μόλις έφτασε στο Montevideo, ενημέρωσε το λιμεναρχείο για το «Ελλάς» και έδωσε το γράμμα του Καπετάν Μανώλη στον αδελφό του.
Η είδηση γέμισε χαρά τους Έλληνες, αλλά όταν πέρασε μια εβδομάδα χωρίς να φανεί το «Ελλάς», ο καπετάν Νικόλας άρχισε να ανησυχεί. Υπέθεσε ότι, λόγω της νηνεμίας, υπήρχε κίνδυνος να τους λείψουν τα τρόφιμα.
Οι Έλληνες πλοηγοί παρακάλεσαν το λιμεναρχείο να στείλει πλοηγίδα προς συνάντηση τους με δώδεκα Έλληνες ναύτες. Οι δυο αδελφοί έπλεαν σε πελάγη ευτυχίας. Ο Νικόλας έφερε μαζί του τα γράμματα που έστειλαν στο πλήρωμα οι συγγενείς τους από την Ελλάδα.
Στις 8 Φεβρουαρίου το «Ελλάς» έφτασε στον προορισμό του. Όλα τα πλοία που βρισκόντουσαν στο λιμάνι είχαν σημαιοστολιστεί και πολύς κόσμος κατέβηκε στην παραλία για να τους υποδεχθεί.
Από το Buenos Aires της Αργεντινής ήρθε ο Έλληνας πρόξενος και άλλοι ομογενείς, οι εφημερίδες του Montevideo έγραψαν μακροσκελή άρθρα.
Κι ενώ βρίσκονταν σε γεύμα προς τιμή του καπετάν Μανώλη, έφεραν τηλεγράφημα στο Έλληνα πρόξενο που ανέφερε: «η Αργεντινή προσφέρει στον πλοίαρχο του ‘Ελλάς’ τον βαθμό του πλοιάρχου του Πολεμικού Ναυτικού, ενεργήσετε να γίνει η προσφορά μας δεχτή».
Μόλις ο πρόξενος το ανακοίνωσε η Ουρουγουάη αντέδρασε:
«Αν ο πλοίαρχος πρόκειται να δεχθεί ξένη υπηρεσία, η Ουρουγουάη προτίθεται να αγοράσει το ‘Ελλάς’ και να ονομάσει τον Μανώλη Χατζηδάκη υποναύαρχο του Πολεμικού Ναυτικού».
Αλλά, επανήλθε η Κυβέρνηση της Αργεντινής: «Σε περίπτωση που ο πλοίαρχος του ‘Ελλάς’ δεχθεί τη θέση του πλοιάρχου, η Κυβέρνηση θα του δωρίσει 5.000 στρέμματα καλής γης στην Παταγονίας». Ο καπετάν Μανώλης ζήτησε χρόνο για να απαντήσει.
Στην Αργεντινή
Τελικά, αφού πούλησε τα εμπορεύματα του, ο καπετάν Μανώλης αποδέχθηκε την πρόταση της Αργεντινής.
Διορίστηκε πλοίαρχος πολεμικού ακταιωρού, με στόχο την πάταξη του λαθρεμπορίου που διεξαγόταν από το Buenos Aires μέχρι το ακρωτήριο Cabo de Hornos της Tierra del Fuego.
Ο καπετάν Μανώλης προσέλαβε τους τέσσερις ναύτες του πληρώματος του, με βοηθό τον αδελφό του Νικόλαο, και 50 άλλους Έλληνες ναυτικούς από τη Νότιο Αμερική (Κασιώτες, Κεφαλλονίτες, Κρητικούς). Τον Σκουλούδη τον πήρε μαζί του, του έμαθε την ναυτική τέχνη και έγινε πλοηγός.
Αυτός με δέκα άλλους Έλληνες αγόρασαν πλοηγίδα με την οποία έβγαιναν στο πέλαγος και όταν ερχόταν πλοίο το οδηγούσαν στο Buenos Aires.
Επί οκτώ χρόνια, ο καπετάν Μανώλης καταδίωκε τους λαθρέμπορους δεκαπλασιάζοντας τα έσοδα του τελωνείου των ειδών λαθρεμπορίου.
Η Αργεντινή, τον παρασημοφόρησε και τον διόρισε λιμενάρχη του Buenos Aires. Πέντε χρόνια αργότερα έφερε την οικογένεια του κοντά του.
Το ίδιο έκαμαν και οι άλλοι ναύτες του «Ελλάς» εκτός του Σκουλούδη Παπαγεωργίου που επέστρεψε στην Κάσο. Αυτός διέσωσε τις πληροφορίες για το υπερπόντιο ταξίδι του «Ελλάς».
Όταν πέθανε ο καπετάν Μανώλης, η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη την οποία παρακολούθησε ο Υπουργός Ναυτικών. Άγημα του πολεμικού ναυτικού ακολούθησε το φέρετρο του και τα ελληνικά καταστήματα του Buenos Aires έκλεισαν.
Μανώλης Κασσώτης.
29.11.2022
Πηγή: anamniseis.net