του Μανώλη Δημελλά
Το φαγητό ήταν απαίσιο και συχνά μέσα στη σούπα που μας έφεραν είχε και κάτι κατσαρίδες τόσες μεγάλες. Εγώ λοιπόν το άφηνα στην πάντα. Ο Αλβανός, ήτανε κομμουνιστής βλέπεις, μου είπε: Βγάλε τις κατσαρίδες στην άκρη και φάε τη σούπα σου. Εμείς πρέπει να ζήσουμε για να διώξουμε αυτά τα γουρούνια.
Ο ναυτικός Παναγής Σκευοφύλακας είναι από τους ελάχιστους, αν όχι ο μοναδικός Καρπάθιος που έζησε τον εμφύλιο της Ισπανίας! Τον Δεκέμβριο του 1986, εκείνος ήταν 86 ετών, έδωσε συνέντευξη στο περιοδικό ΤΕΤΑΡΤΟ, (εμπνευστής και πρώτος διευθυντής του περιοδικού ιδιοκτησίας Κοσκωτά, ήταν ο συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις) και μίλησε για τον εμφύλιο και για τους συντρόφους του που πολέμησαν εκεί, μάλιστα ανέφερε ότι είναι από τα Πηγάδια Καρπάθου.
Δακρύζει όταν αναφέρεται στον Δημήτρη Ραπίτη και το Νίκο Αβραμίδη, συντρόφους του, που πολέμησαν στον ισπανικό εμφύλιο πόλεμο.
(Ο Δημήτρης Ραπίτης, απ’ τη Χίο, σκοτώθηκε στην Κεντρική Ισπανία, ο δε Νίκος Αβραμίδης άφησε την τελευταία του πνοή στην Τασκένδη της Σοβιετικής Ένωσης).
Η μαρτυρία του ευτυχώς καταγράφηκε, έτσι σήμερα όταν μιλάμε για τη βιαιότητα του πολέμου και των όπλων έχουμε και τα γράμματα και τις αναφορές του.
Η ιστορία εκτυλίσσεται την άνοιξη του 1937, με το άτυχο 40χρονο φορτηγό ΠΟΛΙ και το 20μελές πλήρωμα του. Το πλοίο ήταν ιδιοκτησίας του Κασιώτη Μανώλη Βιντιάδη.
Το ΠΟΛΙ είχε αποπλεύσει από το Μπανιόλι της Νάπολης και είχε προορισμό τη Μελίγια. Ένα λιμάνι στα παράλια της βόρειας ακτής της Αφρικής, το οποίο αποτελεί έδαφος της Ισπανίας.
Σχεδόν έναν χρόνο νωρίτερα, στις 20 Ιουλίου 1936, είχε ξεσπάσει ο εμφύλιος. Ένας πόλεμος πολύ διαφορετικός από τα δεδομένα της εποχής, αφού το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια του λαού και στα συνασπισμένα κόμματα της αριστεράς, ήταν τελικά το μεγάλο πρόβλημα του κεφαλαίου και των συντηρητικών, που έβλεπαν να χάνουν μαζί με την εξουσία και όλη τη γη κάτω από τα πόδια τους.
Μέσα από τη νόμιμη διαδικασία των εκλογών, οι κάλπες της 16ης του Φλεβάρη 1936, έδωσαν στο Λαϊκό Μέτωπο την πλειοψηφία, κερδίζοντας 268 έδρες έναντι 205 που κέρδισαν τα δεξιά και κεντρώα κόμματα.
Από την αρχή του εμφυλίου έπρεπε να βρεθεί τρόπος ώστε να εφοδιάζεται με όπλα, καύσιμα και υλικά για κάθε είδους ανάγκες, κυρίως από τη θάλασσα, τόσο ο Δημοκρατικός στρατός όσο και οι φασίστες.
Όμως ο επίσημος στρατός, κυρίως το Πολεμικό Ναυτικό, του Φράνκο, πάλευαν λυσσαλέα για να αποφύγουν την παράδοση εφοδίων στους αντάρτες.
Για τα θαρραλέα πληρώματα των πλοίων που αποφάσιζαν να σπάσουν τον αποκλεισμό δεν υπήρχε ουσιαστική και κλειστή συμφωνία. Η υποχρέωση του πωλητή έφτανε μέχρι τη φόρτωση των καυσίμων και του φορτίου από το κατονομαζόμενο λιμάνι φόρτωσης. Αυτό σημαίνει ότι ο αγοραστής (Ισπανικός νόμιμος Δημοκρατικός στρατός ή οι φασίστες του Φράνκο) αναλάμβαναν όλα τα έξοδα, κυρίως τους κινδύνους απώλειας ή ζημίας των εμπορευμάτων στο δρόμο. Η συμφωνία για τέτοια εμπορεύματα λέγεται “Ελεύθερο επί του πλοίου” (fab).
Ας διαβάσουμε τον Καρπάθιο ναυτικό Παναγιώτη Σκευοφύλακα, όπως ο ίδιος περιγράφει την ιστορία του:
“Το 1936 μπαρκάραμε με το ατμόπλοιο ΠΟΛΙ και ταξιδεύαμε στη Μεσόγειο.
Ο Φράνκο είχε γραμμένο το πλοίο στο μαύρο του κατάλογο. Για αυτό και το παρακολουθούσε με πολεμικά νύχτα-μέρα.
Ένα πρωί εμφανίστηκε μπροστά στην πλώρη μας το φασιστικό ισπανικό πολεμικό πλοίο ΜΠΑΛΕΑΡΕΣ. Μας έκανε σήμα να σταματήσουμε. Μας πλησίασε μια βενζινάκατος. Ένας αξιωματικός και δύο ναύτες με τα όπλα τους ανέβηκαν στο κατάστρωμα και μίλησαν με τον πλοίαρχο και έφυγαν. Ύστερα από 15 λεπτά της ώρας μας χτύπησαν με τα κανόνια τους. Αμέσως άρχισαν να μπαίνουν το πλοίο νερά. Ανεβήκαμε στη ναυαγοσωστική λέμβο όλο το πλήρωμα – 19 Έλληνες κι ένας Αλβανός- και απομακρυνθήκαμε από το ΠΟΛΙ.
Οι Ισπανοί μας πήραν στο πολεμικό και μας έβαλαν σε μια μεγάλη δεξαμενή νερού άδεια, που δεν είχε καθαρό αέρα και με τα κανόνια τους βούλιαξαν έπειτα το πλοίο μας.
Ένα πρωί μας κουβάλησαν στο λιμάνι Σούτα κι από εκεί με λεωφορείο μας ανέβασαν στα γύρω βουνά και μας έκλεισαν σ’ ένα στρατόπεδο που κρατούσαν πολλούς δημοκράτες. Δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα κουβαλούσαν χαράματα δημοκράτες και τους τουφέκιζαν.
Εμάς, χάρη στις ενέργειες που έγιναν από τους Ιταλούς δημοκράτες μας μετέφεραν στη Γένουα και από εκεί πήγαμε στην Ελλάδα.”
Μια αντίστοιχη περίπτωση, όμως με τραγικό τέλος, ήταν εκείνη του φορτηγού ατμόπλοιου ΛΟΥΚΙΑ, ιδιοκτησίας των αδελφών Νικολάου και Γιάννη Μαυρή.
Μόλις δυο μήνες νωρίτερα από το ΠΟΛΙ, το ατμόπλοιο ΛΟΥΚΙΑ χτυπήθηκε και χάθηκε έξω από τη Βαρκελώνη.
Είχε πλήρωμα 24 ναυτικούς, καπετάνιος και πλοιοκτήτης, ο Γιάννης Μαυρής. Μαζί του είχε τη σύζυγο του Άννα κι ένα από τα πέντε παιδιά τους. Μετά από μια πρώτη στάση για ανεφοδιασμό στη Κωνσταντινούπολη έπειτα διέσχισαν το Αιγαίο, πέρασαν κάτω από τη Σικελία και έφτασαν δίπλα από τη Μάλτα. Όλα πήγαιναν καλά, κανείς δεν ασχολήθηκε με το μικρό πετρελεοφόρο και το φορτίο του.
Τελευταία στάση το Πορτ-Βάντρ στη Γαλλία, είχαν πια καταπιεί τόσα μίλια, βιάζονταν να παραδώσουν και να ολοκληρώσουν την αποστολή τους.
Νύχτα, λίγο πριν το χάραμα, 4 Μάρτη 1937, μάζεψαν τους κάβους και τράβηξαν αθόρυβα προς τα κάτω, έμπαιναν μέσα στη φωτιά, έπρεπε να αποφύγουν τα Γερμανικά καταδιωκτικά σκάφη που περιπολούσαν, και να ξεφορτώσουν στη Βαρκελώνη το εμπόρευμα, τους 3μιση χιλιάδες τόνους βενζίνης για αεροπλάνα.
Είχαν προσεγγίσει 6 μίλια έξω από το λιμάνι της Βαρκελώνης, όταν από το μπροστινό τμήμα του πλοίου ακούστηκε ένας δυνατός υπόκωφος θόρυβος που συνοδεύτηκε με ένα γερό τράνταγμα. Οι 24 ναυτικοί ξεπετάχτηκαν, αστραπιαία η ΛΟΥΚΙΑ άρπαξε φωτιά, βογκούσε και πύρινες φλόγες έβγαιναν από μικρά και μεγάλα ανοίγματα του καταστρώματος. Ακολούθησαν τρεις τρομερές εκρήξεις, που έσπασαν το πλοίο σε κομμάτια, ενώ οι ναυτικοί δεν προλάβαιναν ούτε να φορέσουν σωσίβιο, έπεφταν στη πύρινη θάλασσα για να σωθούν.
Μόνο ένας ναύτης κατάφερε να γλυτώσει από τη μανία ετούτης της καυτής μίξης, θάλασσας και βενζίνης.
Ο Γιάννης Κανελίτσας, που μέσα στον πανικό διάλεξε να κάνει μια βουτιά από την αντίθετη πλευρά των ανέμων, έτσι δεν κυκλώθηκε από τη φωτιά, πάλεψε με τα κύματα, ξέφυγε και τραυματισμένος γλύτωσε τη ζωή του.
Σύμφωνα με τη δική του, μοναδική μαρτυρία, ο πλοίαρχος Γιάννης Μαυρής, δεν πρόλαβε να βγει από τη καμπίνα του, ο Συριανός Θωμάς Μπέσης (υποπλοίαχος), και ο Κασιώτης Δημήτρης Μελέτης (ανθυποπλοίαρχος), δεν έφυγαν από τη γέφυρα του πλοίου, προτίμησαν να μείνουν πάνω και να χαθούν μαζί με τη “Λουκία”.
Αρκετοί Έλληνες αγωνιστές, αλλά και ναυτικοί, είχαν πιαστεί αιχμάλωτοι από τους φασίστες του Φράνκο. Λίγοι σώθηκαν, οι περισσότεροι είχαν την τύχη όλων των αιχμαλώτων: άμεση εκτέλεση. Ο Φράνκο κι ο στρατός του παρουσίασε ελάχιστους αιχμαλώτους.
Πηγές http://kokkinosfakelos.blogspot.com
https://regimientocinqo.wordpress.com