γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Το καλύτερο, διαρκές μάθημα, για τον φασισμό και τις μεθόδους του δεν μπορεί να μην είναι η υπόθεση της δικιάς μας χούντας.
Πενήντα χρόνια από τότε παραμένουν ολοζώντανοι μάρτυρες οι ασπρόμαυρες πουσαρισμένες εικόνες. Τα καρέ από τα ενσταντανέ των λιγοστών φωτογράφων, όπως του Τέλη Σαρρηκώστα και το μοναδικό 35″ κινηματογραφικό φίλμ, του μακαρίτη πια, Ολλανδού δημοσιογράφου Άλμπερτ Κουράντ, τραβηγμένο από το ξενοδοχείο “Ακροπόλ”.
Δεν ήταν όμως η μοναδική κάμερα που έκανε εγγραφή.
Στην απέναντι γωνία από το Πολυτεχνείο, ένα κινηματογραφικό συνεργείο κατέγραφε καρέ-καρέ όλη τη δραματική νύχτα, μα και τις δραματικές εξελίξεις όλων των επόμενων ωρών.
“Κάποια στιγμή είδαμε άντρες με πολιτικά να πετούν σαν βροχή τα δακρυγόνα μέσα στο πολυτεχνείο… ακούγαμε συνεχώς και τις ριπές των όπλων…αργότερα ακούσαμε, νιώσαμε τις ερπύστριες από τα τάνκ, είναι τρομακτικό να ακούς πάνω στην άσφαλτο το τρέκλισμα των αρμάτων. Εκείνη τη στιγμή σήκωσα την κάμερα με κίνδυνο μάλιστα να καρφωθώ και το καρέ ήταν γεμάτο, πνιγμένο από τα τάνκς που ρόλαραν και κατέβαιναν…”
Συνήθως οι εικονολήπτες επικαίρων δεν μιλούν, αντίθετα το μάτι γίνεται ένα με το οφθαλμοσκόπιο, μετατρέπουν τη κάμερα σε φωνή ή το όπλο, έχουν την αδιάψευστη κινούμενη εικόνα που κατέγραψαν, αιώνιο μάρτυρα, να αποδεικνύει την παρουσία τους στις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας.
Κάπως έτσι κι ο εικονολήπτης επικαίρων Πωλ Βιττωρούλης, αν και παρών τη βραδιά του πολυτεχνείου, ποτέ μέχρι σήμερα δεν είχε ανοιχτεί για τα δραματικά ιστορικά γεγονότα.
Εργαζόμενος από το 1970 για το Αμερικάνικο δίκτυο CBS, κατέγραφε στην κινηματογραφική του μηχανή τις ιστορικές στιγμές της “αρρωστημένης” και χωμένης στο “γύψο” Ελλάδας.
Οι Αμερικάνοι ζητούσαν, διψούσαν για εικόνες από την Ελλάδα.
Όλες τις εποχές στην τηλεόραση “πουλάει” η εικόνα από τις δικτατορίες, τις καταστροφές, πάνω από όλα όμως οι πόλεμοι και οι καπνισμένες στρατιωτικές στολές είναι το κυρίως “μενού”. Ειδικά στους δικτάτορες είχαν πάντα μια αδυναμία.
Με ειλικρίνεια και μακριά από κάθε είδους εμμονές, ο Πωλ κάνει τη ματιά του λόγο, αλλά ποτέ δεν ξεχνά ότι ένας οπερατέρ καταγράφει την εικόνα από την χωροχρονική του θέση, έτσι δεν αμφισβητεί, έρχεται απλά να προσθέσει ένα ακόμη παζλ, στο τσακισμένο παρελθόν μας.
Δύο μέρες πίσω
“Ήταν 15 Νοέμβρη όταν συνέλλαβαν τον ρεπόρτερ μου (μακαρίτης σήμερα), ο Ντίμ Βρέλλης ίσα που πρόλαβε και έκρυψε την κασέτα του μαγνητοφώνου του στη κάλτσα του, έτσι την έσωσε. Τον μετέφεραν στα κεντρικά της ασφάλειας. Εγώ πήγα γραμμή στην προεδρία που είμασταν διαπιστευμένοι, μήπως καταφέρω να τον βγάλω. Τελικά τα κατάφερα, όταν βγήκε σοκαρισμένος περιέγραφε τα ουρλιαχτά από τα βασανιστήρια στα διπλανά κελιά, και σκεφτόταν τρομαγμένος πως πλησίαζε η δικιά του ώρα. Για εκείνον η εμπειρία έγινε μόνο το ρεπορτάζ, που έστειλε εκείνη τη μέρα στην Αμερική. Όμως βλέπαμε ότι η κατάσταση αγριεύει έτσι τριγυρνούσα στο Πολυτεχνείο και αναζητούσα μια γωνιά σε ένα μπαλκόνι, κάπου να κρυφτούμε και να καταγράψουμε στην κάμερα τις εξελίξεις.”
Το συνεργείο ήταν τριμελές, ο Πώλ Βιττωρούλης με μια κινηματογραφική μηχανή Arriflex BL 16mm, ο Μάρκος Δαλέζιος ηχολήπτης και ο Ηλίας Χριστοδούλου, σε ρόλο βοηθού εικονολήπτη, και με μια ακόμη, μικρή κινηματογραφική μηχανή.
Ο Πώλ επέλεξε το ξενοδοχείο “Ατλάντικ”, που βρισκόταν στη γωνία Στουρνάρα και Πατησίων, ο κύριος λόγος ήταν τα μπαλκόνια. Το ξενοδοχείο “Ακροπόλ” παρότι απέναντι από την είσοδο του Πολυτεχνείου, είχε μόνο παράθυρα και φοβόταν ότι δεν θα είχε μια πληρέστερη οπτική γωνία.
Στο “Ατλάντικ” δεν έδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, μόλις βγήκε ένα εκατοδόλαρο από το πορτοφόλι, βρέθηκε δωμάτιο στον πρώτο όροφο και μάλιστα στους απανωτούς ελέγχους που ακολούθησαν από διάφορους ένστολους και μη,
οι εργαζόμενοι στο ξενοδοχείο, κάλυψαν το συνεργείο, επαναλάμβαναν πως ο πρώτος όροφος είναι άδειος και δεν είχε ενοίκους.
17η Νοέμβρη 1973
“Το πρωί της 17ης Νοέμβρη 1973, ανεβήκαμε στο δωμάτιο και ξεκινήσαμε τις ετοιμασίες, νιώθαμε πως κάτι θα συμβεί, ήταν τόσο τεταμένη η ατμόσφαιρα, και σε αυτή τη δουλειά μετρά κάθε στιγμή, μια να χάσεις φτάνει, μπορεί να πάνε όλα χαμένα. Όλα γύρω από το Πολυτεχνείο “έβραζαν”, ήταν και τόσο διαπεραστική η φωνή της Δαμανάκη, σε συντάραζε, ένιωθες πως είσαι στο κέντρο, στην καρδιά της ιστορίας.
Την μέρα λοιπόν, σηκωνόμασταν όρθιοι και “κλέβαμε” κάποιο πλάνο, μόλις νύχτωσε είμασταν ξαπλωμένοι στις απλωμένες κουβέρτες, με το μάτι καρφωμένο στο οφθαλμοσκόπιο και το φακό να “ψαρεύει”. Έτσι καταγράφαμε και περιμέναμε. Κάποια στιγμή ξεκίνησαν να πετούν στοίβες καπνογόνα μέσα στο πολυτεχνείο, ακούγαμε και πυροβολισμούς, ο φόβος μας γράπωνε γερά και από την άλλη, είναι τέτοια η φόρτιση που δεν λογαριάζεις απολύτως τίποτα. Σε αυτή τη δουλειά παλεύεις για το καλύτερο, μα και για την μοναδικότητα ενός αποκλειστικού πλάνου”.
Τα τάνκς
” …τα άρματα ήρθαν και πήραν θέση μπροστά από την πύλη, εμείς παραμέναμε στο μπαλκόνι τυλιγμένοι με βρεμένες πετσέτες, ήταν τόσα τα δακρυγόνα που δεν έβλεπες παρά ένα πούσι, όλα ήταν τυλιγμένα μέσα σε στην ομίχλη. Δεν σταματούσαν να πετούν δακρυγόνα και να πυροβολούν, δεν ξέρω που σημάδευαν, δεν καταλάβαινα εάν έριχναν στο ψαχνό ή τρομοκρατούσαν. Μια φιγούρα που εμφανίστηκε στη απέναντι γωνία μου έκανε εντύπωση, ένας άντρας, με σκούρο κουστούμι και πούρο στο χέρι, παρατηρούσε τις εξελίξεις, ακόμη σήμερα αναρωτιέμαι, ήταν τελικά ο Ιωαννίδης;
Ο Αξιωματικός μπροστά στο πρώτο άρμα κρατούσε έναν τηλεβόα και φώναζε στο κόσμο να κατέβει από τα σιδερένια κάγκελα, να φύγει από την είσοδο του Πολυτεχνείου. Μάλιστα έστειλα τον βοηθό μου, τον Ηλία Χριστοδούλου, αλλά δεν μπόρεσε να το κάνει εικόνα, όσο και να πουσάρεις ένα φίλμ, δεν μπορείς να ξεπεράσεις την καταχνιά, το πούσι, από τα ατέλειωτα δακρυγόνα.
Κάποια στιγμή, το τανκ γύρισε τον πυργίσκο προς τα πίσω, ακούσαμε το έντονο μαρσάρισμα, έκανε αργά μπροστά και έπεσε πάνω στην πόρτα, πάτησε το αυτοκίνητο, που ήταν ακριβώς μετά τα κάγκελα και εκεί παρέμεινε, έβλεπα τους αστυνομικούς που μπούκαραν μέσα και κυνηγούσαν τα παιδιά που έτρεχαν στους δρόμους, γινόταν ένας χαμός, όλα ήταν σκέτη τρέλα… “.
Τα πρώτα πρωϊνά πλάνα
Τα χαράματα ο Πώλ Βιττωρούλης πακετάρει τρία τραβηγμένα ημίωρα κουτιά φίλμ και τα δίνει στον βοηθό του. Η αποστολή του Ηλία Χριστοδούλου, είναι να τα μεταφέρει με ασφάλεια στο αεροδρόμιο και στα γραφεία της TWA. Λογοκρισία στο τραβηγμένο, αλλά ανεμφάνιστο υλικό δεν υπήρχε, μονάχα ο Έλληνας πρέσβης στη Νέα Υόρκη, έκανε αρκετές φορές παράπονα στην προεδρία, αλλά δεν είχε δημιουργηθεί σοβαρό ζήτημα.
Ένα ελικόπτερο αναστατώνει την περιοχή, κατεβαίνει πολύ χαμηλά, τόσο που οι φοίνικες του Πολυτεχνείου χορεύουν σαν τρελοί.
Δεν αντέχει ο Πωλ θέλει να δει, να καταγράψει τι έχει συμβεί. Φορτώνει την κάμερα με παρθένο φίλμ και με τον ηχολήπτη Μάρκο Δαλέζιο κατεβαίνουν. Άδειοι οι δρόμοι, και οι άγρυπνοι στρατιώτες δεν πολυδίνουν σημασία, είχε ήδη ξεκινήσει ένα όχημα της πυροσβεστικής να καθαρίζει τους δρόμους, με τα πρώτα πλάνα στην φρουρούμενη είσοδο συλλαμβάνονται.
Η ΕΣΑ τους στριμώχνει και παρότι δείχνουν ταυτότητες και διαπιστεύσεις, τους κρατούν μέσα από την πόρτα του Πολυτεχνείου.
Ο Πώλ περιγράφει την στιγμή:
“ Είχαμε αρχίσει να απογοητευόμαστε, ούτε και οι ίδιοι, οι ΕΣΑτζίδες, ήξεραν τι να μας κάνουν.
Στα ξαφνικά ήρθε ένα μικρό λεωφορείο με διαπιστευμένους, ξένους δημοσιογράφους, συνοδευόμενους από τον υπουργό πληροφοριών, τον Μπαλτατζή, που του φώναξα, του έδειξα τις ταυτότητες. Έτσι πήρε και εμάς, μέσα στο Πολυτεχνείο. Φτάσαμε μέχρι τον πρόχειρο ραδιοφωνικό σταθμό. Δεν υπήρχε κάτι που να προδίδει φρικαλεότητες και φόνους, ακόμη κι αν είχε συμβεί είχαν τον χρόνο για να το συμμαζέψουν.
Ήταν περίπου εννιά, όταν ξεκινήσαμε, με τα πόδια, για τα γραφεία μας στην Κάνιγγος. Ήταν απίστευτο αυτό που γινόταν στην Αθήνα, τάνκς έριχναν για εκφοβισμό και δημιουργούσαν ένα απίστευτα εκρηκτικό κλίμα. Αυτές οι εικόνες δυστυχώς κάηκαν, αφού ένας αξιωματικός όρμησε και με την κάνη του περιστρόφου πάνω στο πρόσωπο μου, ζητούσε επίμονα τα φίλμ. Μάλιστα έκανα να τον ξεγελάσω, αλλά δεν άφησε περιθώριο. Βλέπεις δούλευε στην ΥΕΝΕΔ και γνώριζε για τη διαδικασία των τραβηγμένων φίλμ…Στην λεωφ. Ακαδημίας τρία άρματα πηγαινοέρχονται και έριχναν για εκφοβισμό…Καταλήξαμε, τελικά, στο δωμάτιο που είχε κλείσει ο δημοσιογράφος (Ντίμ Βρέλλης) στο ξενοδοχείο Μεγάλη Βρεττανία… Λίγο πριν τα μεσάνυχτα της 18ης Νοέμβρη ΄73, έκανα τις τελευταίες εικόνες από τα τάνκς που αποσύρθηκαν και από το Σύνταγμα”.
Δε θα μάθουμε ποτέ τι είδαν τον Νοέμβρη του ’73 οι Αμερικάνοι στις ειδήσεις του CBS που παρουσίασε ο διάσημος Walter Cronkite. O Πωλ Βιττωρούλης, όσο κι αν αναζήτησε τα φιλμ, δεν κατάφερε να τα ανακαλύψει και να τα φέρει στην Ελλάδα. Ωστόσο η κάμερα του Πωλ δεν έγραψε στο φιλμ ψεύτικες εικόνες, μπορεί τα γράμματα στις λέξεις να αλλάζουν σειρές και νοήματα, αλλά τα παρθένα πλάνα στέκουν ζωντανοί μάρτυρες σε μια κορυφαία στιγμή της ιστορίας μας. Όσο ξεχνάμε εκείνη τη βραδιά, όσο απομακρυνόμαστε από την ιστορία, τόσο πιο εύκολα η δημοκρατία θα γίνεται λογοπαίγνιο και οι άνθρωποι, όλοι εμείς, βασανισμένες μαριονέτες.
Από όποια πλευρά και να την δεις, ακόμη και χωρίς τις καταγεγραμμένες εικόνες, ο φασισμός δεν μπορεί να κρυφτεί, ούτε να σε ξεγελάσουν οι ψευτοσωτήρες με αλεύρι, ζάχαρη ή γκασμάδες και μυστριά στα χέρια.