Ο Προστάτης και πολιούχος της Ρόδου. Ο Άγιος νεομάρτυς Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14/11/1800)

Ο Προστάτης και πολιούχος της Ρόδου. Ο Άγιος νεομάρτυς Κωνσταντίνος ο Υδραίος (14/11/1800)

Του Κωνσταντίνου Αθ. Οικονόμου, δασκάλου στο 16ο Δ. Σχ. Λάρισας στο larissanet.gr

Ο Υδραίος Κωνσταντίνος, δεκαοκταετής βρέθηκε στη Ρόδο. Εκεί συναναστρεφόταν τον εξομώτη πασά της Ρόδου, Χασάν. Ο πασάς με κολακείες και δώρα κατάφερε να τον εξισλαμίσει, ονομάζοντάς τον Χασάν.

Τρία χρόνια έμεινε στο Ισλάμ, όμως δοκίμασε την απόρριψη της μητέρας του, η οποία, όταν ο Κωνσταντίνος την επισκέφτηκε, δεν του άνοιξε, φωνάζοντας ότι δεν τον αναγνωρίζει. Άρχισε, έτσι, η συνείδησή του να τον ελέγχει. Αφού εξομολογήθηκε ζητώντας να ομολογήσει, κατόπιν συμβουλής του πνευματικού του, μετέβη στην Κων/λη, όπου και πάλι εξομολογήθηκε σε έμπειρο πνευματικό. Εκείνος τον παρουσίασε στον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε1, που τον νουθέτησε πατρικά και τον έστειλε στη Μονή Ιβήρων να δυναμώσει πνευματικά.

 

Παρά τις προσπάθειες των εκεί πατέρων να τον εμποδίσουν, εκείνος φλεγόμενος από πόθο για μαρτύριο, εξασφάλισε τις ευχές τους και σύντομα αναχώρησε για τη Ρόδο. Έτσι, παρουσιάστηκε στον πασά.

Ο πασάς δεν τον γνώρισε. Όταν ο Κωνσταντίνος του εξήγησε ποιος ήταν, εκείνος απάντησε: “Εγώ δεν σε γνωρίζω. Γιατί φοράς μαύρα (καλογερίστικα); Ο νόμος λέει να φοράμε άσπρα, λαμπρά, για να ξεχωρίζουμε. Βγάλτα. Θα σε ντύσω με λαμπρά και θα σου δώσω όσα χρειάζεσαι για να χαίρεσαι μαζί μου.” Ο Άγιος θαρρετά αποκρίθηκε: “Έλα κι εσύ, πασά, να πιστέψεις και να ομολογήσεις τον Χριστό Θεό αληθινό, να σε φωτίσει, να κερδίσεις την Βασιλεία των Ουρανών.

Ο πασάς αγριεμένος διέταξε τη φυλάκισή του. Τρεις ημέρες μετά, και πάλι ο Άγιος αρνήθηκε να αλλαξοπιστήσει και φουρκισμένος ο πασάς, διέταξε να να του ξεριζώσουν τις τρίχες της κεφαλής, να του ξεσκίσουν τις σάρκες και να του σπάσουν τα σαγόνια με πέτρες. Οι στρατιώτες εκτελούσαν την εντολή, φτύνοντας και βρίζοντάς τον, ενώ συγχρόνως ειρωνεύονταν: “Ας έλθει ο Χριστός, να σε σώσει.” Ο άγιος τα υπέμεινε λέγοντας: “Μνήσθητί μου, Κύριε, εν τη Βασιλεία Σου”.

 

Την επομένη, με διαταγή του πασά, του έδωσαν πεντακόσιους ραβδισμούς σε πλάτη και πόδια, τόσο που έπεσαν τα νύχια των ποδιών και το αίμα έτρεχε ποτάμι. Έπειτα ρίχτηκε μισοπεθαμένο στη φυλακή. Εκεί ο ίδιος ο Χριστός παρουσιάστηκε, θεραπεύοντάς του τις πληγές. Τρεις ημέρες αργότερα τον ρώτησε ο πασάς: “Σου άρεσε αυτό που σου έκανα; Έλα στην πίστη μας, να σου χαρίσω όσα σου έταξα.” Κι εκείνος του απάντησε: “Ξέρεις πασά, τι βασανιστήρια μου έκανες. Βλέπεις σημάδια; Λείπει κανένα νύχι; Ο Χριστός με θεράπευσε ως αληθινός Θεός. Αυτόν προσκυνώ και λατρεύω, τον δικό σας Μωάμεθ αποστρέφομαι. Πίστεψε λοιπόν στον Χριστό, όπως πιστεύουν μέχρι τώρα και οι γονείς σου.” Ο πασάς, αγριεμένος, διέταξε να τον βάλουν πάλι στη φυλακή στο τιμωρητικό ξύλο. Μια νύχτα, ο Άγιος, αφού λύθηκε θαυματουργικά από το “τουμπρούκι”, στάθηκε και προσευχόταν.

Το ίδιο έκαναν και άλλοι φυλακισμένοι, ακόμη και οι Τούρκοι φώναζαν αλλάχ, διότι όλοι έβλεπαν ένα εξαίσιο φως. Οι φρουροί νομίζοντας πως έπιασε φωτιά, το ανέφεραν στον πασά κι εκείνος είπε να μη το πουν πουθενά, ενώ το ίδιο είπε φοβερίζοντας και τους φυλακισμένους. Από τότε δεν τον ξαναφώναξε ο πασάς, αλλά τον βασάνιζαν στρατιώτες του καθημερινά. Έμεινε στη φυλακή πέντε μήνες ταλαιπωρούμενος. Μόνο ένας Χριστιανός του έφερνε τη Θεία Κοινωνία. Μια μέρα τον έβγαλαν από τη φυλακή να μεταφέρει πέτρες. Ο Άγιος προσποιήθηκε πως δραπετεύει για να αναγκαστούν να τον θανατώσουν. Ένας Τούρκος τον έπιασε και τον μαχαίρωσε.

Έπειτα τον ξαναπέταξαν στο μπουντρούμι. Αφού κουράστηκε ο πασάς να τυρανά τον Κωνσταντίνο, τον φώναξε τελευταία φορά ρωτώντας τον αν αρνείται τον Χριστό. Ο Άγιος του απάντησε: “Το Χριστό μου δεν τον αρνούμαι ακόμη κι αν με κατακόψεις σε μύρια κομμάτια. Κάμε ό,τι θέλεις, ο Κύριος με προσμένει.” Προγνωρίζοντας ο Άγιος τον θάνατό του ζήτησε να του φέρουν τα Άχραντα Μυστήρια. Χαράματα Τετάρτης, 14 Νοεμβρίου, τον στραγγάλισαν στη φυλακή. Το πρωί έδωσε την άδεια ο πασάς στους Χριστιανούς να τον θάψουν. Το άγιο λείψανό ενταφιάστηκε στον ναό της Θεοτόκου στο Βαρούσι. Η μητέρα του, που έμαθε για το μαρτύριο του γιου της, πήγε στη Ρόδο, έκανε την ανακομιδή των λειψάνων του, και τα μετέφερε στην Ύδρα.