Δεν κρατούσε λύρα ο φετινός Άη Γιάννης

Δεν κρατούσε λύρα ο φετινός Άη Γιάννης

  του Μανώλη Δημελλά, φωτογραφία: Μανώλης Κοντονικόλας (Βύζαντας)

Είμαι σίγουρος πια, η Κάρπαθος, έχει διαλέξει τρόπο να σε σαγηνέψει. Να σε τραβήξει πάνω στις πέτρες της και να σε δέσει, έτσι απλά, μια για πάντα, να σε φυλακίσει μέσα της. Και δεν είναι άλλος από τη μουσική και τις μαντινάδες της.

Όμως εφέτος δεν θα ακουστεί ο ήχος της λύρας, του λαούτου και της τσαμπούνας στον Άη Γιάννη.

Στη Βρουκούντα της Ολύμπου, στο Σπόα, που θαρρώ πως  κι εκεί γίνεται ένα από τα πιο σπουδαία πανηγύρια της Καρπάθου, αν και δεν είναι πολύ γνωστό, αλλά και στο Λακί, στις Μενετές, φέτος οι προσκυνητές δε γλέντισαν. Κι είναι κάπως στενάχωρο, ακόμη κι όταν το σώμα ξορίζει, ο νους να ταξιδεύει με αυθάδεια σε κείνους τους τόπους και να μη νιώθει, να μην αισθάνεται τη μαγεία του καρπάθικου γλεντιού.

Στους πίσω καιρούς, σε εποχές που επιτρεπόταν να μυρίσουμε, να νιώσουμε ο ένας τον άλλον, τότε λοιπόν, μυημένοι και αμύητοι, μια φορά είχαμε ζέψει τα κουράγια πάνω στις επιθυμίες μας και σχεδόν ανίδεοι σκαρφαλώσαμε στο Βόρειο άκρο της Καρπάθου.

Είχαμε βάλει στόχο να βρεθούμε σε ένα μυστικό-φανερό γλέντι, μια ξακουστή στα πέρατα του κόσμου, τριήμερη γιορτή, από κείνες που συναντάς σε βιβλία γεμάτα σύμβολα, φορτωμένα από άγνωστες λατρείες παλιών Θεών.

Σαν τις Μυστηριακές τελετές, που δεν έχουν αρχή, ούτε γνωρίζουν τέλος. Μονάχα μέση, κι αυτή γραμμένη από ανίδεους όπως εμείς που σχεδόν άνιωθοι, βλέπουμε, ανοιγοκλείνουμε τα μάτια καταγράφουμε και συμφωνούμε, αλλά στα βήματα και τους χορούς κουτλούμε σα τα βούδια και μισούμε το ζευγά μας.

Το πανηγύρι του Άη-Γιάννη, στις 28 Αυγούστου, στη Βρουκούντα της Καρπάθου δεν είναι ένα συνηθισμένο κάθισμα της ιστορίας.

Δεν υπάρχει ούτε δρόμος για να φτάσεις, και από την αρχή πρέπει να διαλέξεις, το τρόπο της προσωπικής εξάγνισης, του καθαρμού, που ξεκινά από τη ταλαιπωρία του μικρού ταξιδιού.

Μυημένοι φαμελίτες, σαν από πάντα ξεκινούσαν από την Όλυμπο της Καρπάθου, έτσι και σήμερα, σαμαρώνουν γαϊδούρια και φορτώνουν το νοικοκυριό τους, έπειτα περπατούν μέσα σε δύσβατα μονοπάτια που μοιάζουν με γυαλιστερούς αρούς της θάλασσας, μέχρι να φτάσουν στην άκρη της γης των ματιών τους και εκεί πια στρατοπεδεύσουν.

Οι υπόλοιποι, έτσι αμύητοι, υποπτευόμαστε την ενέργεια, σα να μυρίζουμε ετούτο το παράξενα σταυρωτό δέσιμο κόμπων-ψυχών του πάνω κόσμου, όμως ασυνήθιστοι από τέτοιες, αναίτιες για εμάς ταλαιπωρίες, ψάχνουμε δύσπιστοι όπως πάντα, τους βατούς δρόμους, μέσα από μαλακά θαλασσινά κύματα, μακριά από άσπρα φίδια. Εξευμενίζουμε ανέμους, μήπως μας χαϊδέψουν τρυφερά, για να λύσουμε τις βάρκες, να πιάσουμε τα σκάφη. Να δέσουμε τα πλαστικά σκοινιά μας πάνω στα κοφτερά βράχια της πιο παράξενης γιορτής.

Η νεκρική ακαμψία των χρόνων έκαμε σι(δ)ερένιους τους κανόνες του πανηγυριού, έτσι με τη δύση του ήλιου άνθρωποι και ζώα είχαν ήδη βρει το γιατάκι τους πάνω στο ξερό βουνό. Η καμπάνα κάλεσε τους πιστούς στη σπηλιά με τη θαυματουργή εικόνα, και όσο η λειτουργία έστελνε προσευχές που πνίγονταν μέσα στο ανοιχτό πέλαγος, οι μαγείροι είχαν σιγοβράσει τα σφαχτά και είχαν μεταγυρίσει το ρύζι και τα σαλατικά. Τα φαγητά περιμέναν μέχρι να πωμάνουν.

Στρώθηκαν τραπέζια, με τους ξένους, δηλαδή τους αμύητους, να έχουν πρώτη θέση στο κάλεσμα.

Οι υπόλοιποι, εκείνοι που γνώριζαν , είχαν ήδη αποφάει, είχαν ξεντυθεί και ξαπόσταιναν μέχρι τα λυροτσάμπουνα να πάρουν φόρα, να τους γνέψουν, και να έρθει η δική τους σειρά στον εξαγνισμό της τρανής νύχτας.

Στη συνέχεια και με αυτοσχέδιες μαντινάδες, τίμησαν όλους εκείνους, γνωστούς και άγνωστους, που βοήθησαν, ο κάθε ένας για τους δικούς του λόγους, να κρατιέται η συνέχεια του πανάρχαιου εθίμου.

Μόλις η νύχτα έπιασε την κατηφόρα, τότε ξεκίνησε ο αργός, πάνω χορός, ένα μοτίβο που είναι ίδιο με τα πατήματα της ζωής μας. Και εδώ αρχίζει πια το γλέντι, ένα γλέντι που ο κάθε ένας από τους παρευρισκόμενους έχει τη δική του θέση, το ρόλο και τις επιλογές, ανάλογα με το βαθμό κατανόησης των αιώνιων δρώμενων.

Δυο βήματα μπροστά και ένα πίσω, ολόκληρη η πρώτη νύχτα, γιατί θα ακολουθήσουν ακόμη δύο μερόνυχτα, με το χορό να σφίγγει χέρια, να ορθώνει κορμιά και συνεχίζει αδιάκοπα, ασταμάτητος, σα καθαρό, κρύο νερό, που κυλά κυκλικά μέσα σε αυλάκια και τελικά χύνεται με ορμή στη θάλασσα, γίνεται ένα με το κόσμο.

Το λιγοστό φως της γεννήτριας εξοικειώνει τα μάτια στο σκοτάδι, πεφταστέρια, αδιάφοροι γαλαξίες και μια μάνα, μικρή Θεά, που ντύνει τις κόρες της με τη παραδοσιακή φορεσιά, το γεμάτο από χρώματα, μαύρο καβάϊ.

Πρέπει να περιμένουν τη σειρά τους και να χορέψουν στα χέρια του αδελφού ή του πατέρα, μπροστά, πάνω στο κάβο, να φέρουν μια ολόκληρη περιστροφή και να οδηγήσουν με μαεστρία όλους τους χορευτές μέσα από τις δοξαριές της λύρας.

Όλοι κρίνονται, και όλοι αναγνωρίζουν τους μυημένους, εκείνους που γνωρίζουν και ξεχωρίζουν τους άσχετους, τους περαστικούς, που βρέθηκαν από λάθος ή από υπέρμετρη εμπιστοσύνη στη διαίσθηση τους. Όμως τελικά ούτε και αυτοί δεν λάθεψαν.

Αν βγάλεις το μπλε δεν πομένει Ελλάδα, λέει ο ανυπόμονος ποιητής, που δεν πέρασε από τη Βρουκούντα και το πανηγύρι του Άη-Γιάννη.

Εδώ, μέσα στις φρέσκες γαουρές από τα ζώα, τους ψημένους, πάνω στην ανθρώπινη ελπίδα βράχους, και την υγρασία που ξερνά η αδιάντροπη κάψα του γιαλού, είναι η πατρίδα που ξαναγεννιέται και όποιος Θεός ή δαίμονας κι αν τριγυρνά, μάς ευλογά ή καταριέται, πάνω στο κατόπι μας.