Για το κλείσιμο ενός χρόνου, από την απώλεια του πολυαγαπημένου μου αδελφού
Ιωάννη Ν. Κρητικού
Λόγια του πόνου που να βρω,
δάκρυα φαρμακωμένα
που χρόνισες μέσα στη γη,
κι εγώ πονώ για σένα.
Σε πήρε ο χάρος ο άπονος,
κι έκαψε τη καρδιά μου
και σύμπαλλε μου τη φωτιά,
που ´χα στα σωθικά μου.
Και κουρασμένος έφυγες,
και βαριαρρωστημμένος
κι απ´ τις χαρές που ´χει η ζωή,
μόνος και ξεχασμένος.
Το τυχερό σου στη ζωή,
μ ‘αλλονού δεν μοιάζει
κι εσύ ‘σαι μες στα χώματα,
κι εμένα κομματιάζει.
Κουραστείς κι αγωνίστηκες,
κι έφυγες λυπημένος
και θάφτηκες τ’αδέρφι μου,
μέσα στους ξένους, ξένος.
Η ανήψια μας βρέθηκε,
στο ύστατο αντίο
και πήρε το κορμάκι σου,
‘που το νεκροτομείο.
Της μάνας μας το όνομα,
έχει και σ’αγαπούσε
και σαν και το πατέρα της,
και ‘σαι θεωρούσε.
Πάρε με ένα τηλέφωνο,
λίγο να μου μιλήσεις
και πες μου πως είστε όλοι μαζί,
να με παρηγορήσεις.
Τέσσερις είχα αδελφούς,
και φύγαν ένας ένας
στο τελευταίο ασπασμό,
δεν με είδε κανένας.
Με της καρδιάς μου τους καημούς, φωτιά μπορώ να ανάψω
το Χάροντα τον άπονο,
μια μέρα θα τον κάψω.
Της θάλασσας τα κύματα,
άσπρα και γαλανά ‘ναι
των αδελφών ο χωρισμός,
μαχαίρια που πονάνε.
Τους δρόμους της Αμερικής,
δάκρυα τους ποτίζω,
και μοναχή μου απορώ,
πως δεν παραλογίζω.
Τα δάκρυα μου τα καυτά,
μαραίνουσι τα χόρτα
Γιάννη μας δε θα ξανά πας,
στον Αη Νικόλα βόρτα.
Να βγεις εις στο μπαλκόνι σου,
με το καφέ να κάτσεις
Του ηλίου την Ανατολή,
να ξανά απολαύσεις.
Έφυγες από τη ζωή,
Γιάννη μας άψε σβήσε
Μα στη δίκη μου τη καρδιά,
ήσουν κι εκεί θα είσαι.
Γονείς κι αδέλφια επιζητώ,
να ‘στε μαζί στο χώμα
για να απαλύνουν οι πληγές,
που ‘χω ανοιχτές στο σώμα.
Κι ο άνδρας μου που ξέχασε,
τα πάθη τα δικά μου
που σαν τα μαύρα ρούχα μου,
μαύρη ‘ναι κι η καρδιά μου.
Έμεινα μισοκούζουλη
και πολύ πικραμένη
εγώ ‘μαι απού θα πρέπε,
να ‘μαι απόθαμμένη.
Πρώτης και δεύτερης γενιάς,
οι Κρητικοί εφύα
και έμαθα φτιάξανε χωριό,
στον Άδη απου πήα.
Μαστόρους όλων των λογίων,
χτίστες και παπουτσίες
δασκάλους, αξιακουστούς
και πρώτομερακλίες.
Κι εύχομαι στο παράδεισο,
όμορφα να περνάτε
κι εμείς που πίσω έμειναμε,
να ‘ρθειτε μη ξεχνάτε.
Τούτη ζωή είναι ψεύτικη,
και δεν το λησμονούμε
μα στην αιώνια ζωή,
εκεί ν’ανταμωθούμε.
Εσύ ‘σουν ο Βενιάμην,
στην οικογένεια μας
τώρα φύες και σφάλισες,
τη πόρτα της καρδιάς μας.
Ήσουνα ο μικρότερος,
τ’αέρφι μου απομένα
καημούς και βάσανα,
είχαμε περασμένα.
Τους μεγαλύτερους τους τρεις,
θα βρεις και τους γονείς μας
τις νύφες και τον άνδρα μου
κι όλους τους συγγενείς μας.
Στου παραδείσου τις δροσιές,
πούπουλο να το χώμα
που σκέπασε όλους εσάς
και τ’άρρωστο σου σώμα.
Η Αύρα το’ Αη Νικόλα,
λέει να φτάνει Γιάννη
το πονεμένο σου κορμί,
λίγο να το γλυκάνει.
Και τα δικά μου δάκρυα,
βάλσαμο στη ψυχή σου
θα τρεχου σα ψηλή βροχή,
να ρένουν τη ψυχή σου.
Τ’ ανήψια σου κι οι αδελφές,
πάντα θα καρτερούμε
εις του σπιτιού σου την αυλή,
μια ώρα να σε δούμε.
Με βαθύ πόνο καρδιάς η
απαρηγόρητη αδελφή σου
Σοφία Β. Λιγνού