Ο Ευάγγελος Ρουσσάκης και το βιβλίο του "Το σχοινί"

Ο Ευάγγελος Ρουσσάκης και το βιβλίο του "Το σχοινί"

Ο Αλέξανδρος Ακριτίδης συζητά με τον Ευάγγελο Ρουσσάκη, με αφορμή το βιβλίο του «Το σχοινί» (Εκδόσεις Φεγγίτης)

«Το σχοινί»
Ευάγγελος Ρουσσάκης
Εκδόσεις Φεγγίτης

Κύριε Ρουσσάκη σας καλωσορίζουμε στο Αποστακτήριο και ξεκινάμε αυτήν την συζήτηση ρωτώντας σας, γιατί επιλέξατε το λογοτεχνικό είδος της Νουβέλας γι’ αυτό το δύσκολο θέμα που πραγματεύεστε; Θεωρούμε ότι «Το σχοινί» θα μπορούσε να παρουσιαστεί ακόμα και με ποιητική μορφή… Πείτε μας την άποψή σας; 

Έχετε δίκιο στο ότι θα μπορούσε να παρουσιαστεί και σε ποιητική μορφή, λόγω του ότι έχει ένα ποιητικό ρυθμό και μια λυρικότητα που θα μπορούσε να μετασχηματιστεί a priori σε ποιητική φόρμα. Ωστόσο, η φόρμα της νουβέλας, μού έδωσε τη δυνατότητα να μεταχειριστώ, με έναν τρόπο πιο κοντινό σε αυτό που ήθελα, τον κεντρικό άξονα της αρχικής ιδέας, τον υπαρξιακό· κι αυτό γιατί μου επέτρεψε να σκιαγραφήσω ένα αφηρημένο πλαίσιο, με συγκεκριμένο τρόπο. Άλλωστε, τα σημεία που επικράτησε η ποιητικότητα παρέμειναν δίχως την εναλλαγή τους σε πεζό. Ο ίδιος ο συνδυασμός των δύο ειδών θεωρώ πως αναδεικνύει την διάσταση των διαφορετικών περιβάλλοντων μέσα στη νουβέλα, στο ένα και ενιαίο πλαίσιο, που στο τέλος αντιλαμβάνεται κανείς, πως δεν είναι τελικά τόσο ενιαίο. 

 

«Το σχοινί» είναι ένα έργο υπαρξιακό, φιλοσοφικό, αυτογνωσίας και αρκετά υπερρεαλιστικό. Τελικά τι δεν είναι «Το σχοινί»; 

«Το σχοινί» δεν είναι ένα πόνημα για να σκοτώσει κανείς μερικές ώρες από τον χρόνο του. Αξιώνει την αποκρυπτογράφηση των δομικών στοιχείων του, την δημιουργία στοχασμού και αναθεώρησης βασικών αξόνων του όντος και του μη όντος. Η νουβέλα αυτή, δεν είναι μια απόπειρα στη νηνεμία μιας ήρεμης θάλασσας, αλλά περισσότερο μιας θάλασσας εν ώρα τρικυμίας. 

Θα μπορούσατε να εκφράσετε πιο εύκολα τις πεποιθήσεις σας ή τα μηνύματά σας. Επιλέξατε όμως μια dark μορφή αφήγησης που για τον μη εξοικειωμένο αναγνώστη, ενδεχομένως δημιουργούνται προβλήματα κατανόησης. Γιατί επιλέξατε αυτόν τον “δύσκολο” δρόμο και σε ποιο κοινό απευθύνεστε;

Πιστεύω ακράδαντα πως η τέχνη πρέπει να ψάχνει στοιχεία ανοικείωσης μεταξύ εκείνης και του δέκτη της, προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο κόσμο για όλα τα συμβαλλόμενα μέρη, αλλά με τη μορφή μιας επώδυνης γέννας. Δεν υπήρχε άλλος δρόμος για το σχοινί από την ίδια την έκφραση και την μορφή που τελικώς πήρε. Μια πορεία σκοτεινή και ξένη από τον υπαρκτό κόσμο, προκειμένου να ταράξει τον αναγνώστη της· και να προκαλέσει μια σωρεία από στοχασμούς, κυματισμούς και ανατάραξη του στέρεου οικοδομήματος στον ενδόκοσμο του αναγνώστη, που θα έλθει σε επαφή με αυτόν τον σκοτεινό κόσμο. Θεωρώ πως «το σχοινί» απευθύνεται σε εκείνον τον αναγνώστη που αξιώνει να καταδυθεί σ’ ένα απείρως βαθύ και ερεβώδη βυθό, στη μικρή πιθανότητα να βρει ένα κλειδί, που θα ανοίξει την πόρτα μιας καθαρά προσωπικής κάθαρσης. Αυτή η διαδικασία δεν μπορεί να επέλθει ποτέ από ασφαλή χώρο, αλλά από τον δρόμο του κινδύνου και του ανοίκειου, δίχως εγγυήσεις. 

Ποια είναι τα βαθύτερα μηνύματα που θέλετε να περάσετε μέσω της Νουβέλας σας εκτός από τη μάχη συνειδητού με υποσυνείδητο; 

«Το σχοινί», θέλει να καταδείξει τη λεπτή γραμμή μεταξύ πραγματικού και μη πραγματικού στους ίδιους τους βίους που διάγουμε οι άνθρωποι. Πόσα από τα κομμάτια αλήθεια, που θέτουμε ως δεδομένα και ως κράματα δεδομένων στις ζωές μας, είναι όντως αδιάσειστα και αληθή; Ακόμη, η νουβέλα αυτή θέλει να δείξει τον κατακερματισμό της σύγχρονης εποχής, ανάμεσα σε πλαίσια όπου επικρατεί το σκοτάδι και όπου το φως δεν είναι παρά ελάχιστα σημεία, σε κομμάτια του δρόμου· τα οποία όμως ο άνθρωπος πρέπει να εστιάσει για να τα δει, και ακόμα περισσότερο για να τα θέσει ως οδηγούς σε αυτήν την πορεία – την πορεία της ίδιας της ζωής. Το πόνημα αυτό θέλει να θέσει τον σπόρο στον ενδόκοσμο του πιθανού αναγνώστη του, πως ίσως όλα όσα θεωρούμε ως σταθερά τεκμήρια μπορεί και να μην είναι τέτοια· και όλος ο ρεαλιστικός κόσμος, τον οποίο έχουμε αποδεχθεί και πασχίζουμε να διατηρήσουμε αμετάβλητο, μέσα από τις φούσκες των μικροκόσμων μας, μπορεί τελικά και να μην είναι τόσο σταθερός· και πιθανόν να είναι αναγκαίο να γκρεμίσουμε αυτές τις φούσκες, για να φτιάξουμε έναν άλλον, καλύτερο κόσμο. 

Πολλά λογοτεχνικά έργα είναι βαθιά επηρεασμένα από το γενικότερο αστικό τοπίο, με ότι αυτό συνεπάγεται. Τελικά, το περιβάλλον που ζει ένας λογοτέχνης επηρεάζει τη γραφή του και τι πιστεύετε εσείς που ζείτε συχνά στη νησιωτική Ελλάδα; 

Θεωρώ την τέχνη, όπως κάθε μορφή δημιουργίας, ευμετάβλητη σε σχέση με το εξωτερικό περιβάλλον, στο οποίο δημιουργείται· σαν ένα επίπλαστο υλικό, που έρχεται σε επαφή με την θερμοκρασία και τον αέρα του χώρου, μέσα στον οποίο ενυπάρχει. Άλλωστε, η τέχνη είναι ένα κομμάτι της ίδιας της ζωής και δεν θα μπορούσε να μείνει ποτέ ανεπηρέαστη από κάτι που αφορά την ίδια τη ζωή, ανεξάρτητα από το ποιο προηγείται ποιου. Τη δική μου δημιουργικότητα έχει επηρεάσει σίγουρα το ακριτικό περιβάλλον και το θαλασσινό τοπίο. Η φυσιοκρατία των τόπων που μεγάλωσα, γενικότερα. Σε πολλά σημεία των προσπαθειών μου ξεπετάγεται η φύση, το υδάτινο στοιχείο, και όπως πάντα, αυτό συμβαίνει αθρόα και υποσυνείδητα. Αν είχα ζήσει αλλού τη ζωή μου, είμαι πεπεισμένος πως οι  καλλιτεχνικές εκφάνσεις μου θα ήταν άλλες, εάν βέβαια υπήρχαν, υπό άλλες συνθήκες. Γενικώς, οι βίοι που διάγουμε είναι εκείνοι που δίνουν τη πρώτη ύλη για την τέχνη μας. Κι αυτό, εύκολα μπορεί να το πιστοποιήσει κανείς. Δεν θα υπήρχε Κέρουακ, δίχως το αστικό περιβάλλον της Αμερικής.

Μπορεί να γίνει ο νους η μεγαλύτερη φυλακή μας ή για όλα φταίνε οι εξωγενείς παράγοντες που ζούμε; 

Είναι σίγουρα ένας συνδυασμός. Πολλοί από τους δαίμονές μας είναι δημιουργήματα του ενδόκοσμού μας, που όμως επαυξήθηκαν και διογκώθηκαν λόγω των εξωτερικών συνθηκών και των δεδομένων των ζωών μας. Ο κόσμος έχει σίγουρα πολλές πλευρές που προσομοιάζουν φυλακή, αλλά έχει και ωραιότητα. Είναι μάλλον το πού επιλέγει και πού μπορεί να επιλέξει να εστιάσει κανείς, στη φυλακή ή τις ελεύθερες ωραίες γωνίες, αυτής της πλάσης. Δεν είναι ούτε εύκολο, ούτε ανώδυνο και δίχως προσπάθεια, το να μπορεί να επικεντρώνει κανείς στις καλές πλευρές αυτής της ζωής και του κόσμου και να αντιμάχεται τις κακές. Η αιώνια πάλη απέναντι στο παράλογο, που προτείνει ο Καμί, προϋποθέτει την αποδοχή ακριβώς αυτού, του παραλόγου, αλλά όχι με μια παθητική έννοια.  Οι καιροί και οι εποχές σκοτεινιάζουν ολοένα, και κάθε μέρα, καλούμαστε να κάνουμε μια επιλογή. Είθε να επιλέγουμε την πάλη ενάντια στο παράλογο, σε όλες τις αμέτρητες μορφές που μπορεί να πάρει. Κανείς δεν είναι πραγματικά φυλακισμένος, αν δεν το επιτρέψει· ακόμα και στη στενότερη φυλακή. Αξίζει πιστεύω, να μη το λησμονούμε. 

Οι ήρωές σας δοκιμάζονται σε έναν εγκλεισμό. Σε μια παράξενη πραγματικότητα που θυμίζει τον «Μεγάλο Αδερφό». Τελικά στα χέρια ποιανού γίνεται παιχνίδι η ανθρώπινη ύπαρξη; Του Θεού η του κακού μας εαυτού; 

Η ανθρώπινη ύπαρξη, θεωρώ πως μαστίζεται από την κακοδαιμονία που η ίδια έχει δημιουργήσει.  Έχουμε φτιάξει κόσμους, επιφανειακά πλημμυρισμένους από πρόοδο, αλλά έχουμε γίνει έρμαια των αναγκών και της ίδιας της προόδου μας. Έχουμε χάσει, εν πολλοίς την ουσία και τις πραγματικά σημαντικές αξίες που οδηγούν τον κόσμο μας. Η ελευθερία μας έγινε φυλακή. Η ευζωία μας έγινε ένας βραχνάς τον λαιμό όλων μας· μάλιστα με τόσες διαφορετικές μορφές και εκφάνσεις. Βαδίζουμε προς την καταστροφή μας και την έχουμε βαφτίσει ολοκλήρωση. Πρέπει πρωτίστως, ως άνθρωποι και ως κοινωνίες, να κοιτάξουμε κατάματα τον καθρέφτη και να τον σπάσουμε. Η ίδια η προσήλωσή μας στον καθρέφτη αυτό και η αυταρέσκεια που ο ίδιος μας δίνει, είναι η πρώτη και μεγαλύτερη φυλακή μας. Κάναμε το τεράστιο λάθος να μας θέσουμε, ως ανθρωπότητα, θεούς  στο κέντρο των συμπάντων που μας περιβάλλουν. Και αυτό ήταν και είναι, το μεγαλύτερο μας αμάρτημα και η αρχή των δεινών μας. Είναι ανάγκη να δούμε, όσο είναι καιρός, αυτήν την αλήθεια. Είναι ανάγκη μια ριζική αναθεώρηση της θέσης μας στον φυσικό κόσμο. 

Ποια είναι η θεματική που προτιμάτε περισσότερο στη λογοτεχνία και γιατί; 

Από το πρώτο γραπτό που έγραψα, η ενασχόληση μου αυτή ήταν το όχημα στην ανάγκη μου να βρω απαντήσεις για την ίδια μου την ύπαρξη και τον περιβάλλοντα κόσμο. Ήταν, με άλλα λόγια, ο τρόπος μου να θέτω ερωτήματα στην πιθανότητα μιας απάντησης, ιδανικά σταθερής και αμετάβλητης. Με τα χρόνια κατάλαβα πως δεν είχαν το σπουδαιότερο νόημα οι απαντήσεις, αλλά το να συνεχίζω να θέτω ερωτήματα. Κατ’ επέκταση, οι απόπειρές μου έχουν το πιο συχνά υπαρξιακή θεματική και χροιά, μια συνεχή πορεία να θέτω ερωτήματα, που δεν θα απαντήσω μάλλον ποτέ. Το ζήτημα, όπως το αντιλαμβάνομαι, μετά από τόσο καιρό, είναι να μην επαναπαυόμαστε. Η υπαρξιακή αυτή θεματική, που διαπνέει τις απόπειρες μου, διανθίζεται, όπως είναι φυσικό, απ’ ότι αποτελεί την ίδια την ύπαρξη και τη μη ύπαρξη, τη μεταφυσική, τη ζωή, τον θάνατο, τον έρωτα. 

Θεωρείτε ότι γενικότερα η λογοτεχνία αντικατοπτρίζει το γενικότερο κοινωνικό γίγνεσθαι της εποχής της ή κλείνει τα μάτια μπροστά σε κάθε τι που θεωρείται αποκρουστικό και ανάρμοστο; 

Κατά την άποψη μου, η λογοτεχνία, όπως κάθε φυσικός οργανισμός, μπορεί να πάρει άπειρες μορφές· αλλάζει και μεταλλάσσεται μέσα στον χωροχρόνο. Υπάρχουν, θεωρώ,  και οι δύο μορφές λογοτεχνίας, η μεν που αντικατοπτρίζει το γίγνεσθαι και η δε που κλείνει το βλέμμα, ή που δημιουργείται σε ένα κουκούλι ανεπηρέαστο από τις υπαρκτές συνθήκες. Πιστεύω βαθιά και ακράδαντα σε μια μαχητική λογοτεχνία, που όχι μόνο δεν κλείνει το βλέμμα, μπροστά σε οτιδήποτε, που όχι μόνο αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα, σε ωραιότητα και ασχήμια, αλλά και που προτείνει μια άλλη πραγματικότητα, μια άλλη ζωή, έναν άλλο κόσμο. Δεν μπορεί να ελπίζουμε και να αναμένουμε μια αλλαγή για ένα καλύτερο μέλλον, για ένα φωτεινότερο μέλλον, αν μια τόσο ζωτική και μονοσήμαντη φλέβα, όπως η λογοτεχνία, και όλη η τέχνη εν γένει, δεν είναι ο υψηλότερος φάρος, για αυτό το μέλλον. 

Ποιοι μεγάλοι συγγραφείς έχουν αγγίξει την ψυχή σας ή αν υπάρχει κάποιος της σύγχρονης εποχής που θεωρείτε ότι αξίζει να αναφέρετε.  

O συγγραφέας που με έχει αγγίξει το περισσότερο, μέχρι αυτή τη στιγμή, είναι ο Franz Kafka, με αυτόν τον τόσο ξεχωριστό κόσμο του παραλόγου, τον οποίο έπλασε μέσα από την γραφή του, αλλά μόνο με τα υλικά του ίδιου του υπαρκτού κόσμου (κι αυτό βεβαίως κάτι δείχνει για τον κόσμο μας). Μπορεί κανείς να πιστοποιήσει και την επιρροή του, στην ίδια τη δημιουργικότητα μου, από τον εσωτερικό και ομολογουμένως, σκοτεινό κόσμο «του σχοινιού».  Μετά συγγραφείς που με έχουν  αγγίξει ανεξίτηλα είναι οι: Albert Camus, Jack Kerouak, Charles Bukowski· ο πρώτος, μεγάλος, διορατικός και οξυδερκής στοχαστής, οι άλλοι δύο, beatniks, με τη προσήλωση τους στην – εκ του φυσικού – ζωή και λογοτεχνία. Όσον αφορά κάποιον σύγχρονο συγγραφέα, θα έλεγα τον Haruki Murakami, του οποίου ο μαγικός ρεαλισμός είναι ένα κομμάτι της λογοτεχνίας, που μου ξυπνά τις ενδότερες δυνάμεις., με τον δικό του ιδιαίτερο τρόπο. 

Σας ευχαριστούμε για τις απαντήσεις σας και για τον χρόνο σας και σας ευχόμαστε καλή  – δημιουργική συνέχεια. 

Αλέξανδρος Ακριτίδης
Συγγραφέας – Πτυχιούχος Ανθρωπιστικών Σπουδών   

Ο Ευάγγελος Ρ. Ρουσσάκης, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και σπούδασε στο Ιστορικό τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Πραγματοποίησε την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής “Νύχτες Χωρίς” το 2012, η οποία παρουσιάστηκε στην Κάρπαθο και το Ρέθυμνο με τη σύμπραξη καλλιτεχνικών performance. Σήμερα, συντονίζει σεμινάρια δημιουργικής γραφής στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από μικρός έτρεφε ενδιαφέρον για την Τέχνη σε διάφορες μορφές της. Έφηβος, ξεκίνησε να δοκιμάζει την έκφραση μέσω της ποίησης. Ως άτομο βαθιά ευαίσθητο και επηρεασμένο από το νησιωτικό, ακριτικό περιβάλλον γράφει με λυρισμό και νόστο δημιουργώντας ονειρικές εικόνες. Ταυτόχρονα, όμως, αγαπά να δοκιμάζεται στο διαφορετικό και να «χτυπά» τον αναγνώστη με στοιχεία ανοικείωσης. Πέρα από προσωπική έκφραση, η ποίηση αποτελεί γι’ αυτόν μέσο επικοινωνίας εν είδει παιχνιδιού και αλληλεπίδρασης. Μοιράζεται στιγμές αυθόρμητης σύνθεσης και αλληλεπίδρασης ποιημάτων με άτομα που φέρουν κοινό ενδιαφέρον και συνδυάζοντας με αυτό και άλλες μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης όπως η ζωγραφική, η κίνηση, η δραματοποίηση του ποιήματος, η φωτογραφία. Ασχολείται ακόμα με την απόδοση ξενόγλωσσων ποιημάτων στα ελληνικά.

πηγή www.apostaktirio.gr