Γράφει ο Ανδρέας Ηλία Μακρής
Κάποτε, καλοκαιριάτικα στις 23 Αυγούστου ημέρα της Μερτωνίτισσας συνέβη το αμίμητο. Σε ατμόσφαιρα θεϊκής παραφροσύνης γλεντοκοπούσαν μερόνυχτα επώνυμος Θείος(1), με τον σχεδόν συνομήλικο ανεψιό του, φοιτητή του Πανεπιστημίου αλλά και grante μαντιναδώρο.
Κάποια στιγμή ο Θείος συμβούλεψε με διακριτικότητα τον ανεψιό του:
– Έ, καλά σου είναι πιο Γιάννη!
– Να αποχωρήσεις, να επιστρέψεις στο χωριό,
– να στρωθείς στο διάβασμα.
– Τα συγγράμματα της Σχολής σε… αλημένουν(2)
Ο ανεψιός όμως δεν καταλάβαινε τίποτα, μα τίποτα. Ο Θείος τον απείλησε τότε μαντιναδώρικα να αποχωρήσει. Όμως, αντί να του απευθυνθεί ονομαστικά, λόγω μέθης, σύγχυσης ή χαλαρότητας τον αποκάλεσε «αλλιώς». Πώς; Κρατηθείτε:
Σηκώσου ‘πάνω μπ@στ@ρδε και πή(γ)αινε στ’ Απέρι,
γιατί μουλάρι δεύτερο, τη Μάνα σου θα φέρει(3).
Ο γλεντζές και ετοιμόλογος ανεψιός, δεν χάριζε επίσης κάστανα και του ανταπάντησε μαντιναδώρικα:
«΄Αν είμ’ εγώ ο… μπ@στ@ρδος είναι ντροπή (δ)ική σου,
γιατί θαρρώ η μάνα μου, πως είναι α(δ)ερφή σου!»
Όρσε!… Όρσε!… Τα «μαρς» πήραν φωτιά. Το γλέντι απογειώθηκε, τα κατακλυσμιαία παλαμάκια της παλιοπαρέας ακούστηκαν μέχρι κάτω στην… Κυρά Παναγιά!
____________________
1.- Για τη σαγήνη του μυστηρίου, δεν αποκαλύπτω τα ονόματα.
2.- Περιμένουν.
3.- Δεν υπήρχε τότε ο αυτοκινητόδρομος. «Τετράποδα» είχαν για
Μέσα μεταφοράς..
Από το υπό έκδοση βιβλίο μου «ΚΑΡΠΑΘΙΟΓΡΑΦΙΕΣ».