Προβέζα τον εγύρησε, είν’ ο καιρός βροχάρης,
τέλλες δεν έχει σήμερο και κάομαι σπιτάρης.
Τέλλες δεν έχει σήμερο και είναι ευκαιρία,
στις τέλλες πως εφτάσαμε, να πω την ιστορία.
Τη Κάσον οι παλιοί βοσκοί την είχα χωρισμένη,
σε “Πάνω (γ)η” καί “Κάτω (γ)η” ήτο διαιρεμένη.
Στη “Πάνω (γ)ην” ελεύτερα ε(β)όσκα τα σφαχτά τους
κ’ είχασι τα μετόχια τους τα πατρογονικά τους.
Μέσ’ στο μετόχιν είχασι μητάτα και λασσίες,
πολλές φορές ήτο μαζί ούλοι οι συγγενήες.
Καθένας τη καμάρα του είχεν ή το καλί του
και δηλωμένη στα χαρτιά ήτον η χαραή του.
Πάππου προς πάππουν ο βοσκός είχε τη μοναρά του,
και πήαιννε κληρονομιά ύστερα στα παιδιά του.
Είχασι κι άλλο χώρισμα εις του Σκυλλά το ρυάκι,
φραμόν απού του Τσουκκαλά μέχρι του Νικολάκη.
Σε δυο μερές τη “Πάνω (γ)η” την είχα χωρισμένη,
στη μιαν εόσκα τα σφαχτά κι η άλλη φυλαμένη.
Στη φυλαμένη τη μεράν εσπέρα κ’ εθερίζα,
και τα σφαχτά στη καλαμά ύστερα τά γυρίζα.
Εύκολα οι παλιοί βοσκοί δεν επαρανομούσα,
ήτον ο Δήμος αυστηρός κι οι δράτες εβακκούσα.
Οι δράτες εγυρίζασι στους δρόμους κάθε μέρα,
εμπιάνα τους παράνομους και τους επροστιμέρα.
Απού τις πρώτες τις βροχές τις παμπακιές εσπέρα
κι ύστερα στην “Απάνω (γ)η” τ’ άλετρα μεταφέρα.
Πριν να ‘νεμμήσου τα σπαρτά για να τα προστατέψου,
εκάνα το κολάι τους, τα ζώα να μαζέψου.
Για να περάσεις στη σπορά, μετά τη προθεσμία,
έπρεπε να ‘χεις άδεια απού τη Δημαρχία.
Επήρνασι τα χτήματα μελίσσια φορτωμένα,
μέχρι να πάσι και να ‘ρτου, τα ‘χα μουστουχωμένα.
Εφύαν οι παλιοί βοσκοί, απού ‘το της ψυχής τους
και μπιάσασι το ρεμπελιό, μετά, οι απογονοί τους.
Οι δράτες πήρα σύνταξη, άλλους δε διορίσαν,
μόνο με δασοφύλακες τους αντικαταστήσαν.
Οι Δήμαρχοι δεν ήθελαν να μας κακοκαρδίσου
και καλομπιάναν τους βοσκούς, αντί να τους ζορίσου.
Τους ψήφους κυνηούσανε, αυτ’ ήταν η ουσία,
το ρεμπελιό κυρίεψε και η ασυδοσία.
Οι αθθρώποι τα χωράφια τους πλιο δε τα κουμαντέρου,
γι’ αυτό εσταματήσασι την “Πάνω (γ)η” να σπέρου.
(Γ)εμάτη αίγες η σπορά, τάξε μου αγριμούες,
κι η “Κάτω (γ)η” ερήμαξε με τις μεροταρούες.
Είμεστο με το ρεμπελιό, ούλ’ ευχαριστημένοι,
και φέραμε σιγά-σιγά το κόμπον εις το χτένι.
Δήμαρχος και τσοπάνηες εκάτσαν να τα πούνε,
και με καλή διάθεση τη λύση για να βρούνε.
Ο Δήμαρχος εξήγησε πως πλιο δεν πάει άλλο
και θα γενεί το πρόβλημα ακόμα πλιο μεάλο.
Δεσμεύτησαν και οι βοσκοί να κάμουν τα καλά τους
και να μειώσου τις ζημιές, που κάνου τα σφαχτά τους.
Σα πρώτο βήμα είπαμε τα όρια να φρα(γ)ούσι,
τα ζώα στο βοσκότοπο να περιοριστούσι.
Ο Δήμος τέλλες ήφερε, τη “Κάτω (γ)η” να φράξει,
τ’ αμπέλια και τα λιόφυτα για να τα προφυλάξει.
Αρχίσαν οι τσοπάνηες να τις τοποθετούσι,
του Δήμου οι υπάλληλοι κι εκείνοι βοηθούσι.
Θα φράξουμε τα όρια, τώρα ‘ναιν ευκαιρία,
απού τον Αντιπέρατο, μέχρι τη Παναγία.
Ευχαριστούμε Δήμαρχε, που ‘στάθης στο πλευρό μας
και δεν ακούεις τις φωνές, που θέλου το κακό μας.
Θα φράξουμε την “Κάτω (γ)η”, είν΄ η αποφασή μας
και ‘λεύτερη πλιον η βοσκή, να μείνει στο νησί μας.