γράφει ο Γεώργιος Ιερομόναχος
Αγαπω το τόπο μου
Οι μέρες πούνε οι ιστορίες και τα πειράγματα των βοσκων μας είναι παρα πολλές από τα πανυγηρια και τις απόσπεριες
Λένε ότι οι Σκαφιανοι εκατεουλιαζα την ορθή στράτα κι ιρχουτο στο σχινοκεφαλο να ποσπερισου και διαερα στη Σκάφη
Ω Παναγία Λεριανή
πού σαι στό Κακοσκάλι
εσύ μάς τόν εσκότωσες
τόν σκύλο τόν πνιάρη.
Άμοσμα τό χα βρέ παιδιά
νά ρτεί ο σκύλος μέρα
τής Παπαδιάς οί προσευχές
φένεται τόν εφέρα.
Η Παπαδιά ήταν η γυναίκα τού Μηχάλη τού Γιάννη.
Πεθερά τού Λιό τού Μπονοπάρτου.
Απού τού Σπανομηνά
Μιά πολύ κακή χρονιά όπως τήν φετινή,ο Μ.Γ.Ζούλης (τής Κοκιάς),καί ο αδερφός του Ι.Γ.Ζούλης (Γιαννουρής),φύγανε απού τό Ελλερος καί πήανε πέρα πρός τόν Τράχηλα στή Σκάλα τού Πρωτόπαπα καί κάμανε μάντρα νά μαντρίζουν.
Ο Δ.Κ.Παπακανάκης έγραψε.
“Ο παλαρός ο Γιαννουρής
μέ τής Σοφιάς τόν άντρα
στή Σκάλα τού Πρωτόπαπα
πήαν νά χτίσου μάντρα.”
Δεκαετία τού 50 στό πανιγύρι τού Ελλέρου.
Δ.Φιλιππής,Γ.Νικολάκης
“Τά πρόατα ψοφήσασι
κ οί πυθιακοί μουχλιάσα
κ ρεμπελέψαν οί βοσκοί
καί τά καράβια μπιάσα.
Εφύασι οί Ζούλιες
εφύα κ οί Ασπράες
κ πήα στήν Αμερική
κ ίνησα πιατάες.
Ερήμαξε η Χέλατρος
άθρωπος δέν θερίζει
μόνο ο Γιώργης τού Αγά
των ειδιών σφυρίζει.
Παράπονα χει η Λεριανή
όσα καί νά τής φέρου
γιατί θωρεί καί ρήμαξε
ο κάμπος τού Ελλέρου
Η μαντινά πού λέμε στόν βοσκιστικο
“”Αμα προάλω τήν Βολά
καί κούσω τά τσαμπάλια
καί ώ τήν μάντρα μου αδειανή
τρέχουν τά δυό μου μάδια””
Τήν λέανε οι παλιοί βοσκοί άμα έπεφτε κακή χρονιά καί εξεβοσκήζανε
Ο Αντώνης ο Μοναχογιός .
Ο Λαινας
Αυτός εχτισε τήν Γήχαλο
Καί τόν κήπο μέ τήν συκιά καί τήν ελά στής Λουτσενιάς.
Τήν εγλόθιαζε καί όποιος επέρνα εκοβγε σύκα.
Τό ίδιο καί οί κοράκοι.
Ο Δ.Κ.Παπακανάκης είπε.
“”Εγλοθιασέστη τή συκιά
στής Λουτσενιάς τό ριάκι
Καί τώρα τρών τά σύκα της
αθρώποι καί κοράκοι””
Ο Λάινας ελεε πάντα ξετεριασμένες μαντινάες
“Στή Γήχαλο επήενα
νά πά νά χτίσω σπίτι
καί πάντηξέ μου ο Μηνάς
κ ηφερά τον κάτω”
Ο Γιώργης Πικαστής καμαρώτος σέ ένα καράβι.
Γλεντίζανε.
Είχε πάει πρωί.
Καί λέει ο Πικαστής
“”Καλή ναι η παρέα σας
καλά καί τά τραγούδια
μά πάω νά βγάλω τή ταή
απού θά φά τά ούδια.”
Ήταν μαγειροκαματος
Οι μαντιναες τού Κέλη Μάρκου καί τού Χαζή πού γοράσανε μιά βάρκα.
Τίς έβγαλε ο Μηχαλίγκος.
Ολόκληρο ποίημα.
Η τελευταία λέει
“”Αν ίσως καί φυαρευτού
καί πάν νά ταξιδέψου
η Ποθουλιά καί τό Φινιό
γλήορα θά χηρέψου
Βαπόρι εις τη πλώρη μας ακούε του κοχηλου
Ξυπνά ο καπετάν χαζής ο νήσος του τραχήλου
Στου κελη Μάρκου το απαλό επλαζα μακαρουνες
Κι έκει τις εζηχαθησα και εφησασι τες ουλες
Πολλές φορές βγάλανε πειραχτικές μαντινάες γιά τούς βοσκούς πού θέλαν νά ανακατεύονται μέ τήν θάλασσα.
Στόν πόλεμο πνιγήκανε καποια άτομα στό Στρογκύλι.
Επρεπε νά πάνε νά δούνε.
Ο Λιός τού Μπονοπάρτου ήτανε τότε μέσα στόν Δήμο.
Πήγε λοιπόν μέ τήν βάρκα.
Είχε όμως θαλασσάκι καί ο Λιός τά εφερε σκούρα.
“Τού Μπονοπάρτου ο πρωτογιός
απούθελε Στρογκύλι
μες στής Μαρίας τόν αρό
επήαν οί κοντύλοι.(συγνώμη το λέει η μαντινα)
Τού Μπονοπάρτου ο πρωτογιός
ο Λιός τού Μπονοπάρτου
εγέμωσε τήν βράκα του
ώστα νά πάν καί νά ρτου””
Οταν πηγαίνανε οί Κασιώτες στήν Αμερική σκαστοί οί πιό πολλοι αγόράζανε καί ρολόγια αλλά δέν είχανε μάθει ακόμα νά διαβάζουν τήν ώρα.
Ο Βασίλης Μ Ζούλης έγραψε
“”Εβάλασι στά χέρια τος
ρολόγια καί κορδίζου
κ όμως οί περισότεροι
τήν ώρα δέ γνωρίζου.”
Την έχω γράψει πολλές φορές θα την ξεγράψω τη μαντινα πουπε ο Βασίλης Μ Ζουλης στη λέσχη στην Αμερική για το γερο του που εκείνη την εποχή έκτιζε το τοιχιασμενο στη Μασκαλη στο κάμπο του Ελερου
Ντιρε φωνή μου τα τρίτα πιενε στη αγκάλη
Στο γερο χαιρετίσματα που κτίζει στη Μασκαλη
Ένα μνημόσυνο σε όλους τους βοσκους αυτοι που μας άφησαν
Όλα αυτά τα πειράγματα ποιος ξέρει μπορεί να χαίρονται εκεί ψιλά