Σκαρφαλωμένη ανάμεσα σε δυο πελάγη, μακριά από τις εύκολες διαδρομές, έμαθε από νωρίς τι σημαίνει απομόνωση. Τον χειμώνα, όταν ο βοριάς κατεβαίνει αγριεμένος από την Κρήτη και το καράβι γίνεται ευχή αντί για βεβαιότητα, το νησί κλείνει προς τα μέσα. Οι μέρες μικραίνουν, οι δρόμοι αδειάζουν, και η σιωπή αποκτά ένα περίεργο βάρος. Δεν είναι μοναξιά, είναι μια σιωπή πυκνή, σχεδόν ιερή, σαν πρωινή καταχνιά, τέτοια που σε υποχρεώνει να σταθείς απέναντι στον εαυτό σου.
Για δεκαετίες η Κάρπαθος έμαθε να περιμένει. Το καράβι. άλλοτε το γράμμα. Τον άνθρωπο που έφυγε για την Αμερική, για την Αθήνα, για «λίγο» και γύρισε μετά από χρόνια (αν γύρισε). Η απομόνωση δεν ήταν επιλογή, ήταν συνθήκη. Έφτιαξε χαρακτήρες λιγομίλητους, πεισματάρηδες, ανθρώπους που κράτησαν τις παραδόσεις όχι από φολκλόρ, αλλά από ανάγκη. Γιατί όταν είσαι μόνος στην άκρη του Αιγαίου, ό,τι σε ενώνει με τους άλλους γίνεται μοιραίο σωσίβιο.
Κι όμως, αυτή η απομόνωση είχε και μια παράξενη γενναιοδωρία. Προστάτευσε τη γλώσσα, τα τραγούδια, τα έθιμα. Κράτησε ζωντανές τις γιορτές όπως ήταν κάποτε: λιτές, εσωτερικές, χωρίς φώτα και υπερβολές στιγμών.
Τα Χριστούγεννα δεν ήταν θέαμα. Ήταν επιστροφή. Ήταν η στιγμή που το νησί άνοιγε λίγο την αγκαλιά του σε όσους είχαν φύγει και γύριζαν κουβαλώντας τον κόσμο ολάκερο στις αποσκευές τους.
Σήμερα η απομόνωση αλλάζει πρόσωπο. Δεν είναι πια μόνο τα μποφόρ και τα ακυρωμένα δρομολόγια. Είναι και η απομάκρυνση από τη μνήμη, από τον τρόπο ζωής που έδινε νόημα στη συλλογικότητα. Τα λυροτσάμπουνα ολοένα και σωπαίνουν, οι σκοποί ξεθωριάζουν, κι όσα δεν ειπώθηκαν περνούν σιωπηλά από γενιά σε γενιά, σαν χρέος που δεν γράφτηκε ποτέ.
Κι όμως, η Κάρπαθος παραμένει εκεί. Στην άκρη του Αιγαίου, όχι για λύπηση, αλλά για να τη θυμηθείς. Γιατί η απομόνωση αυτού του τόπου δεν ήταν απουσία ζωής ήταν ένας άλλος τρόπος να τη ζεις. Σίγουρα πιο δύσκολος, πιο αργός, μα πιο αληθινός.










