Η ανείπωτη τραγωδία μιας φαμίλιας της Καρπάθου

Η ανείπωτη τραγωδία μιας φαμίλιας της Καρπάθου

Ακόμη κι αν πήγαινε καλά η σοδειά, ή είχες να ψωμοχορτάσεις κάποιες λιγοστές μέρες, ερχόταν η ανέχεια και χτύπαγε με βαριοπούλα, έσπαγε όλες τις καρπάθικες ξωπορτιές. Ήταν σα μια άγρια μουτσούνα, το προσωπείο που φορούσαν όλα τα όνειρα-εφιάλτες και έδενε με μια σκουριασμένη καδένα κάθε ανθρώπινο βήμα, και το πιο μικρό όνειρο. Τις πιο πολλές φορές η ανάγκη τους τράβηξε μπροστά και έβγαλε γερούς και παθιασμένους Καρπάθιους μαχητές.

Οι περισσότεροι από αυτούς ξεπέρασαν με κόπους τις φουρτούνες, τα έβγαλαν πέρα με αξιοσύνη. Κάποιοι λιγοστοί, δεν πρόλαβαν τις πιο ανέμελες γενιές, είχαν τις χειρότερες, τις πιο ανάποδες μοίρες. Όπως μια τραγική φαμίλια, που όσο κι αν κύλησαν τα χρόνια, δεν αφήνουν ούτε τα άλαλα στοιχειά της φύσης, να ξεχάσουμε τον τρόπο που ποκάψαν τα κορμιά τους.

Τα αδέλφια ήταν τέσσερα. Ο Νίκος, ο Μιχάλης, η Μαριγώ και ο Γιώργης. Όλα ξεκινούν να γεννιούνται από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Φτωχά και πεινασμένα, όμως τα καταφέρνουν. Ένα πανίνο, που δεν περισσεύει, όμως μοιράζεται από καρδιά και αυτό είναι αρκετό, για να ζήσουν με ελπίδα ενώ περιμένουν κάποιο ξάνοιγμα από μια ζωή μέσα σε φουρτούνες και κυκλώνες.

Ίσως, αν ήταν τυχεροί και έβλεπαν τα σημάδια, να κράταγαν κάποια πισινή. Δυστυχώς αυτά γίνονται μοναχα στα βιβλία.

Μια άγνωστη μάντισσα, που περνούσε από τα κάτω χωριά της Καρπάθου και διάβαζε τη μοίρα, μέσα στις παλάμες των χεριών, λένε πως δεν άνοιξε το στόμα της. Τη φώναζαν, τη φιλοξενούσαν και τη φίλευαν ότι έβγαζε το τσουκάλι του σπιτιού. Κι εκείνη, η φωτισμένη όπως έλεγαν, διάβαζε τα σημάδια, λαλούσε τα μελλούμενα, φρόντιζε όμως όταν μύριζε το θάνατο, να κλείνει ερμητικά το στόμα της.

Στα τέσσερα αδέλφια δεν αποκάλυψε ποτέ τη μοίρα, άλλωστε είχε αρχή, πάντα απέφευγε να μιλήσει για το κακό, που όταν σε τριγυρίζει, ελεγε πως δε φεύγει με τα ξόρκια.

Πρώτα η μοναχοκόρη της οικογένειας έπεσε από τα κρεμά της Παναγίας του χωριού και έδωσε τέρμα στη ζωή της. Η κοπέλα ήταν ερωτευμένη, όμως ο αρραβωνιαστικός της άλλαξε γνώμη. Την παράτησε όπως λένε με τον καρπό του έρωτα, τρανή απόδειξη, μέσα στη κοιλιά της. Εκείνη δεν άντεξε, ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησία, έδωσε μια και άφησε πίσω τις ντροπές και τα κρίματα να δένουν άλυτους κόμπους, σαν θηλιές, στο λαιμό του αγαπημένου της.

Κάποιες φωνές έκαναν την ιστορία ακόμη πιο τραγική. Παράλεαν πως το κορίτσι δεν βγήκε με τη θέληση του και όρθιο από το σπίτι. Έπειτα από μια γερή διαφωνία, είχε γίνει φονικό και έπειτα κάποιοι άγνωστοι το πέταξαν από τα ψηλά. Αληθεια – ψέματα δε θα το μάθουμε.

Το κορίτσι άνοιξε το χορό της τραγικής μοίρας για αυτή τη φαμίλια. Ο Νικολής έφυγε δεύτερος, ακόμη δεν έχουμε βρει το μνήμα που έσκαψε μονάχος του. Λένε πως η αιτία είναι ένα μουλάρι, μα έτσι ακριβώς έγινε και με τον δύστυχο Μιχάλη Φρέσκο. Το παλικάρι λένε ότι καβγάδισε με έναν Γερμανό αξιωματικό και εκείνος τον έβαλε να σκάψει το λάκο του και μόλις άνοιξε τη τρύπα, του έδωσε μια και τον ξεπάστρεψε. Η ιστορία δεν είναι ξεκαθαρισμένη, ίσως να υπάρχει άλλος λόγος για το φονικό, έλα όμως που έλιωσε μαζί με το κορμί του παλικαριού.

Ούτε μάρτυρες, ούτε και διάθεση υπήρχε για ξεθάματα και ο Νικολής, ένα παιδί πρόθυμο και χαμογελαστό, όπως έμεινε στους παλιούς, έσβησε μέσα στις σκιές των κατακτητών.

Ο άμοιρος ξεχάστηκε στα γρήγορα, ποιός θνητός θα μπορούσε να τα βάλει μοναχός, με τους Γερμανούς και να μην τον εφάει το χώμα. Έμοιαζε με κατάρα, δύο από τα τέσσερα αδέλφια σκοτώθηκαν-πέθαναν τόσο σκληρά και αποτρόπαια, ακόμα και τα λόγια στέκονταν πίσω από τη γλώσσα, γίνονταν σάλιο, που τελικά το κατάπιναν, όλοι εκείνοι που μελετούσαν κάτι σκοτεινό, για το άδικο, που έδερνε ετούτη τη τραγική φαμίλια. Δυό γιοί κρατούσαν πια το όνομα.

Ο ένας ήταν ο Γιώργης, αυτός στάθηκε ο πιο τυχερός από όλους. Διάλεξε να γίνει μετανάστης και προτίμησε, μάλλον αναγκαστικά όπως όλοι εκείνη την εποχή, στα πελώρια στενά της Αμερικής. Όσο για τον Μιχάλη, αυτός έγραψε το τελευταίο και το πιο βαρύ κεφάλαιο, στο ατέλειωτο δράμα της οικογένειας. Ήταν λίγα χρόνια παντρεμένος, ζούσαν σε ένα μετόχι, με τη γυναίκα και τα τέσσερα-πέντε μικρά παιδιά τους.

Ξημέρωσε κάποια καταραμένη Κυριακή, Νοέμβρη του ΄43, η μάνα σηκώθηκε από τα μαύρα χαράματα. Από το προηγούμενο βράδυ είχε προετοιμαστεί για το άλεσμα. Θα πήγαινε στο μύλο να κάμει αλεύρι. Άναψε πρώτα τη φωτιά, φρόντισε να ζεστάνει νερό και να έτοιμο το πρωϊνό για τα παιδιά.