γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ήταν το Χαριστώ, που δεν άντεχε να βλέπει τον μικρό Νικολάκη άρρωστο, ολόσπασπρο και καχεκτικό, έτσι σα φτισικό, να τριγυρνά πεινασμένος και εφτακακόμοιρος, σα ένα σκελετωμένο φάντασμα στο Λάϊ. Έπαιρνε μια στάξι λάδι, λίγο αλεύρι τα ανακάτευε με νερό και έφτιαχνε, πάντοτε κρυφά από τον άντρα της, λίγο τρουφτούϊ. Έπειτα άφηνε τη γαβάθα, με το φαϊ, στο πίσω παραθύρι κι ο μικρός, σα ψοφισμένος γάτης από τη πείνα, έπεφτε μέσα και το έτρωγε, τι έτρωγε που το κατάπινε αμάσητο, όμως ούτε και τότε λίγδωνε το στεγνό άδειο αντέρι του. Εκείνα τα προπολεμικά χρόνια, η πείνα δεν ήταν θεωρία ή κάποια αόριστη πιθανότητα.
Ακόμη κι αν πήγαινε καλά η σοδειά, ή είχες να ψωμοχορτάσεις κάποιες λιγοστές μέρες, ερχόταν η ανέχεια και χτύπαγε με βαριοπούλα, έσπαγε όλες τις καρπάθικες ξωπορτιές. Ήταν σα μια άγρια μουτσούνα, το προσωπείο που φορούσαν όλα τα όνειρα-εφιάλτες και έδενε με μια σκουριασμένη καδένα κάθε ανθρώπινο βήμα, και το πιο μικρό όνειρο. Τις πιο πολλές φορές η ανάγκη τους τράβηξε μπροστά και έβγαλε γερούς και παθιασμένους Καρπάθιους μαχητές.
Οι περισσότεροι από αυτούς ξεπέρασαν με κόπους τις φουρτούνες, τα έβγαλαν πέρα με αξιοσύνη. Κάποιοι λιγοστοί, δεν πρόλαβαν τις πιο ανέμελες γενιές, είχαν τις χειρότερες, τις πιο ανάποδες μοίρες. Όπως μια τραγική φαμίλια, που όσο κι αν κύλησαν τα χρόνια, δεν αφήνουν ούτε τα άλαλα στοιχειά της φύσης, να ξεχάσουμε τον τρόπο που ποκάψαν τα κορμιά τους.
Τα αδέλφια ήταν τέσσερα. Ο Νίκος, ο Μιχάλης, η Μαριγώ και ο Γιώργης. Όλα ξεκινούν να γεννιούνται από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Φτωχά και πεινασμένα, όμως τα καταφέρνουν. Ένα πανίνο, που δεν περισσεύει, όμως μοιράζεται από καρδιά και αυτό είναι αρκετό, για να ζήσουν με ελπίδα ενώ περιμένουν κάποιο ξάνοιγμα από μια ζωή μέσα σε φουρτούνες και κυκλώνες.
Ίσως, αν ήταν τυχεροί και έβλεπαν τα σημάδια, να κράταγαν κάποια πισινή. Δυστυχώς αυτά γίνονται μοναχα στα βιβλία.
Μια άγνωστη μάντισσα, που περνούσε από τα κάτω χωριά της Καρπάθου και διάβαζε τη μοίρα, μέσα στις παλάμες των χεριών, λένε πως δεν άνοιξε το στόμα της. Τη φώναζαν, τη φιλοξενούσαν και τη φίλευαν ότι έβγαζε το τσουκάλι του σπιτιού. Κι εκείνη, η φωτισμένη όπως έλεγαν, διάβαζε τα σημάδια, λαλούσε τα μελλούμενα, φρόντιζε όμως όταν μύριζε το θάνατο, να κλείνει ερμητικά το στόμα της.
Στα τέσσερα αδέλφια δεν αποκάλυψε ποτέ τη μοίρα, άλλωστε είχε αρχή, πάντα απέφευγε να μιλήσει για το κακό, που όταν σε τριγυρίζει, ελεγε πως δε φεύγει με τα ξόρκια.
Πρώτα η μοναχοκόρη της οικογένειας έπεσε από τα κρεμά της Παναγίας του χωριού και έδωσε τέρμα στη ζωή της. Η κοπέλα ήταν ερωτευμένη, όμως ο αρραβωνιαστικός της άλλαξε γνώμη. Την παράτησε όπως λένε με τον καρπό του έρωτα, τρανή απόδειξη, μέσα στη κοιλιά της. Εκείνη δεν άντεξε, ανέβηκε τα σκαλιά της εκκλησία, έδωσε μια και άφησε πίσω τις ντροπές και τα κρίματα να δένουν άλυτους κόμπους, σαν θηλιές, στο λαιμό του αγαπημένου της.
Κάποιες φωνές έκαναν την ιστορία ακόμη πιο τραγική. Παράλεαν πως το κορίτσι δεν βγήκε με τη θέληση του και όρθιο από το σπίτι. Έπειτα από μια γερή διαφωνία, είχε γίνει φονικό και έπειτα κάποιοι άγνωστοι το πέταξαν από τα ψηλά. Αληθεια – ψέματα δε θα το μάθουμε.
Το κορίτσι άνοιξε το χορό της τραγικής μοίρας για αυτή τη φαμίλια. Ο Νικολής έφυγε δεύτερος, ακόμη δεν έχουμε βρει το μνήμα που έσκαψε μονάχος του. Λένε πως η αιτία είναι ένα μουλάρι, μα έτσι ακριβώς έγινε και με τον δύστυχο Μιχάλη Φρέσκο. Το παλικάρι λένε ότι καβγάδισε με έναν Γερμανό αξιωματικό και εκείνος τον έβαλε να σκάψει το λάκο του και μόλις άνοιξε τη τρύπα, του έδωσε μια και τον ξεπάστρεψε. Η ιστορία δεν είναι ξεκαθαρισμένη, ίσως να υπάρχει άλλος λόγος για το φονικό, έλα όμως που έλιωσε μαζί με το κορμί του παλικαριού.
Ούτε μάρτυρες, ούτε και διάθεση υπήρχε για ξεθάματα και ο Νικολής, ένα παιδί πρόθυμο και χαμογελαστό, όπως έμεινε στους παλιούς, έσβησε μέσα στις σκιές των κατακτητών.
Ο άμοιρος ξεχάστηκε στα γρήγορα, ποιός θνητός θα μπορούσε να τα βάλει μοναχός, με τους Γερμανούς και να μην τον εφάει το χώμα. Έμοιαζε με κατάρα, δύο από τα τέσσερα αδέλφια σκοτώθηκαν-πέθαναν τόσο σκληρά και αποτρόπαια, ακόμα και τα λόγια στέκονταν πίσω από τη γλώσσα, γίνονταν σάλιο, που τελικά το κατάπιναν, όλοι εκείνοι που μελετούσαν κάτι σκοτεινό, για το άδικο, που έδερνε ετούτη τη τραγική φαμίλια. Δυό γιοί κρατούσαν πια το όνομα.
Ο ένας ήταν ο Γιώργης, αυτός στάθηκε ο πιο τυχερός από όλους. Διάλεξε να γίνει μετανάστης και προτίμησε, μάλλον αναγκαστικά όπως όλοι εκείνη την εποχή, στα πελώρια στενά της Αμερικής. Όσο για τον Μιχάλη, αυτός έγραψε το τελευταίο και το πιο βαρύ κεφάλαιο, στο ατέλειωτο δράμα της οικογένειας. Ήταν λίγα χρόνια παντρεμένος, ζούσαν σε ένα μετόχι, με τη γυναίκα και τα τέσσερα-πέντε μικρά παιδιά τους.
Ξημέρωσε κάποια καταραμένη Κυριακή, Νοέμβρη του ΄43, η μάνα σηκώθηκε από τα μαύρα χαράματα. Από το προηγούμενο βράδυ είχε προετοιμαστεί για το άλεσμα. Θα πήγαινε στο μύλο να κάμει αλεύρι. Άναψε πρώτα τη φωτιά, φρόντισε να ζεστάνει νερό και να έτοιμο το πρωϊνό για τα παιδιά.
Ο Μιχάλης ξύπνησε, έφτιαξε μια κινομαλά, έκανε κρύο και η υγρασία δεν άφηνε σκέψη για να πιάσει δουλειές μέσα στο χωράφι. Είχε κι εκείνος κάτι στο νου του, πρώτα περίμενε να φύγει η γυναίκα του κι έπειτα έφερε μερικά από τα ξεχασμένα ιταλικά πυρομαχικά, που λίγο νωρίτερα είχε “τρυγήσει” από την περιοχή. Έπιασε μια αγκαλιά όλμους και μερικές οβίδες. Τα έβαλε στη σειρά μέσα στο σταύλο.
Κάθισε στο σκαμνάκι του και έβγαλε τον καπνό. Ένα τσιγάρο ήταν ότι πρέπει λίγο πριν πιάσει τη δουλειά. Ξεκίνησε το πλέξιμο, οι κόρδες του καπνού και το τσιγαρόχαρτο με το άλλο χέρι, πήρε ένα αναμένο ξύλο από το τζάκι και τράβηξε μερικές αποθεωτικές τζούρες.
Έκλεινε και τα μάτια σε κάθε βαθύ πιώμα καπνού, έπειτα άφησε το τσιγάρο στην άκρη, από το χαμηλό τραπεζάκι, που ήταν ακουμπισμένη και η φλυτζάνα με τη κινομαλά του. Πήρε ένα κατσαβίδι και ξεκίνησε να ανοίγει τις οβίδες. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που έκαναν την επικίνδυνη δουλειά, αρκετοί είχαν χάσει τα χέρια τους, από τον δυναμίτη μέσα στη θάλασσα, όμως αν συνέβαινε κάτι την ώρα που ξαντέριαζαν τα όπλα και έπαιρναν το εκρηκτικό υλικό τους, τότε δεν έμενε ούτε ανθρώπινο λέπι.
Όμως η ανάγκες ήταν τόσο μεγάλες, που δεν η λέξη ρίσκο, ήταν σβησμένη από την καθημερινότητα. Ο Μιχάλης δεν έχανε καιρό, είχε ήδη ανοίξει όλες τις οβίδες και έκανε διάλειμμα πριν πιάσει τους όλμους.
Τα παιδιά κλωθογύριζαν τριγύρω του, έπαιζαν πόλεμο με τα σιδερένια καπάκια από τις μπόμπες παραδίπλα από τη φωτιά, κι εκείνος έκανε υπολογισμούς ενώ κοιτούσε τον δυναμίτη.
Τόσα θα πάρω, χρωστάω άλλα τόσα. Και μέσα στις σκοτούρες, πήρε ένα κουτσουράκι από τη φωτιά να ανάψει ακόμη μια φορά το σβησμένο τσιγαράκι, που αν δεν το είχε στο στόμα έμοιαζε να παραπονιέται και έκοβε κάθε επαφή με το οξυγόνο.
Δεν πρόλαβε να το φέρει στο στόμα του, μια άτιμη σπίθα ξεπετάχτηκε, πήρε φόρα και έπεσε πάνω στο μπαρούτι. Οι εκρήξεις ακούστηκαν μέχρι τα Πηγάδια, ενώ στο χωριό όσοι ήταν στο δρόμο είδαν την οροφή του σταύλου, ξύλα και χώματα, να ξεπετάζεται ψηλά στον αέρα και να βγαίνουν γλώσσες από πύρινες φλόγες, μέχρι τα πρώτα ανυποψίαστα σύννεφα που έφερνε ο μπονέντης.
Τέτοιες εφιαλτικές στιγμές δεν έχουν ξαναζήσει μέσα στις Μενετές, ίσως και σε ολόκληρη την Κάρπαθο.
Οι φλόγες κατάπιναν τα πάντα, οι υπόλοιπες άσκαστες οβίδες, έπιασαν κι αυτές το δικό τους χορό. Κανένας δεν μπορούσε να πλησιάσει το σπίτι, ενώ οι πιο θαραλλέοι στάθηκαν και δεν πίστευαν στα μάτια τους. Ένα-ένα τα παιδιά έτρεχαν προς τα έξω ενώ καιγόντουσαν.
Όλα είχαν πάρει φωτιά, δεν υπήρχε σάρκα που να μην έχει αρπάξει. Σε ζωντανές φλόγες με ποδάρια και χέρια, είχε μεταμορφωθεί όλη η φαμίλια και ο ίδιος ο άμοιρος πατέρας. Όσο για τη μυρωδιά της σάρκας, έχει απομείνει βαθιά μέσα στα ρουθούνια όλων εκείνων, που έζησαν την πιο μαύρη μέρα. Δεν υπήρχαν πια πρόσωπα, είχαν καεί όλα τα χαρακτηριστικά από τα κορμιά τους.
Δεν ήταν άνθρωποι, μόνο καρβουνιασμένα κορμιά, που έβγαζαν θανατερούς ήχους. Πιο τραγική στιγμή εκείνη της εννιάχρονης πρωτοκόρης του Μιχάλη, ενώ βγήκε με ελάχιστα εγκαύματα, έδωσε μια και χώθηκε ξανά στις φλόγες. Θυμήθηκε το μωρό, που σίγουρα θα καιγόταν στη κούνια.
Ετούτη η αυτοθυσία δεν μπορεί να έχει όμοια της. Ένα λεπτό αργότερα, βγήκαν και τα δυό παιδιά που έμοιαζαν σαν αναμμένες λαμπάδες. Η καρβουνιασμένη φαμίλια δεν άντεξε.
Ένα-ένα ψυχορραγούσαν και όλοι έσβησαν τόσο μα τόσο άδικα. Ο θάνατος φίλησε πρώτο το μωράκι και έπειτα οι υπόλοιποι χόρεψαν σφιχτά μαζί του.
Όλο το χωριό έκλαιγε, γέμισε ο σκληρός τόπος μαύρο δάκρυ, παραφυλούσε ανήμπορο και φοβισμένο κάτω από τα παραθύρια ακούγοντας τις κραυγές τους. Θαρρώ εκείνοι που κρατούσαν μνήμες από την τραγωδία, καθώς γυρνούσαν τα μάτια από τις Μενετές προς τον ξερικό σχεδόν έρημο πια κάμπο, σα να ακούνε τις κραυγές, να βλέπουν φλόγες καθώς κλείνουν τα μάτια και ταξιδεύουν στους πιο δύσκολους δίσεκτους χρόνους της Καρπάθου.
24.6.2025
Καρπαθιακά Νέα