ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ: ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΣΤΗ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ (2022) Απόσπασμα

ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ: ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΣΤΗ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ (2022) Απόσπασμα

.

ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΑ ΣΤΗ ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ (2022)

ΡΑΨΩΔΙΑ Α’

Απόσπασμα

Όνειρος

Ελάτε, ταξιδέψτε μαζί μου. Θα συναντήσουμε δημιουργίες του ύπνου μου. Όνειρα και εφιάλτες. Σημερινό όνειρο, αυριανός εφιάλτης. Αυτό είναι το μέλλον μας. Τρέξτε. Αν σπεύσουμε, ίσως προλάβουμε το κακό. Να μην το κληροδοτήσουμε και αυτό στα παιδιά μας.

(Σκεφτικός) Κορονοϊός. Μια άγνωστη λέξη στο κοινό μέχρι χθες. Μας τρόμαξε, μας απομόνωσε, μας αποξένωσε, αλλά δεν ξέρουμε ακόμη πώς να την πούμε, πώς να τη γράψουμε. Κορονά…, κορονό…, το ρο με όμικρον ή με ωμέγα; Και ας αυτοαποκαλούμαστε συγγραφείς, λογοτέχνες, ποιητές, κυρίως ποιητές. (Μικρή παύση)

Ποιητής, λένε οι ειδικοί, είναι αυτός που ταξιδεύει μέσα στο σύμπαν, μέσα στους αιώνες. Και έχουν δίκιο. Α!… Πόσο αναπολώ το πέρασμά μου από την Αίγυπτο! Εκεί χρειάστηκαν δέκα πληγές, για να τιμωρηθούν οι βλάσφημοι. Από την εποχή του Ιωσήφ, απαγορευτικά για τη δημιουργική φαντασία το εννέα ή το ένδεκα. Τότε και το Καλό και το Κακό τα έστελνε ο Θεός των Γραφών. Δέκα εντολές ετοίμαζε αργά, με πολλή περίσκεψη, για το λαό του; Δέκα πληγές στέλνει αυθορμήτως σε λαό γειτονικού θεού. Γιατί δεν πήγε στο γείτονα για ένα καφεδάκι; Καλύτερα θα περνούσε. Θα μας έβλεπε όλους μαζί σαν να παίζαμε σε σκηνή θεάτρου. Τους καλούς και τους κακούς. Θα μπερδευόταν λίγο, δεν λέω. Μα πιο πολύ εμείς…

Επιβράβευση και τιμωρία με στρογγυλό αριθμό. Καλός για τη μνήμη. Να μην τον ξεχνά ποτέ ο θνητός. Αριθμός χωρίς δική του προσωπικότητα. Ναι, ξέρω. Διαφωνεί ο φίλος μου ο Πυθαγόρας. Εδώ που τα λέμε και η Δήμητρα μας τα χαλάει. Ταξίδευε 9 ημέρες και 9 νύχτες, για να βρει την Περσεφόνη.
Θα την κούραζε ένα ακόμη εικοσιτετράωρο;

Με τον αριθμό 10, επαπειλείται τιμωρία, σημάδια εμφανίζονται στον ουρανό. Προσεύχονταν με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, πιο πολύ όσοι δεν είχαν ψυχή. Αυτό γίνεται και σήμερα, θα μου πείτε. Εκείνων τουλάχιστον δεν το είχε προβλέψει η θρησκεία τους. Πέθανες; Πάει, πέθανες. Ο Άδης βρίσκεται πάντα πλάι μας, όσο ζούμε. Με τις φρικαλέες φιγούρες του. Ως εδώ και μη παρέκει. Δίκιο δεν έχουν; Ωστόσο, ο Μεγάλος, με ή χωρίς καφέ…

Φωνή, από τα παρασκήνια

…χωρίς καλαμάκι, αυτό είναι βέβαιο…

Όνειρος

…είχε πάρει την απόφασή Του. Και ήταν ο πιο δυνατός. Μόνο πιο δυνατός; Παντοκράτορας. Κι έβλεπε κατ’ ευθείαν μέσα στη σκέψη τους, στις επιθυμίες τους.

Φωνή, από τα παρασκήνια

Αχ! Τι έβλεπε άραγε ο καλός μας ο Θεούλης! Τι κρίμα που δεν είχαμε τότε selfie!

Όνειρος

Ήρθε η ώρα της Αθήνας, αργότερα της Ευρώπης, τέλος της Γης ολόκληρης. Τέλος… Όχι που θα γλύτωνε. Πανώλη, πανούκλα, πανδημία.
Λοιμός και Πόλεμος. Αχτύπητο δίδυμο. Ρωτήστε την Αθήνα.
Μήπως σας θυμίζει κάτι πρόσφατο; Τον Έβρο, τα νησιά του Αιγαίου;
Λοιμός και Πόλεμος, λοιπόν. Τον δεύτερο τον γέννησε ο άνθρωπος. Τον πρώτο; Κάποιος τον γέννησε κι αυτόν. Ο πολιτισμένος άνθρωπος; Ο πρωτόγονος που υποθάλπει ο κάθε πολιτισμένος για ποιητική ισορροπία; Ο υπάνθρωπος που πάντα καραδοκεί κρυμμένος στη σκιά μας;
(Σαν όραμα) Μεταφέρομαι στην Αθήνα. Λοιμός. Ξαναζώ τη δεύτερη χρονιά του Πελοποννησιακού Πολέμου. Τρεις μεγάλοι άνδρες συνεργάζονται στην Πόλη της Δημοκρατίας. Ο Πολιτικός δεν κρύβεται, δεν απομονώνεται. Πεθαίνει από το λοιμό, με δύο γιους του και το ένα τέταρτο του λαού του. Ο
Ιστορικός, αν και φορέας του ιού, ζει να γράψει για όσα εβίωσε, να κρατήσει ακέραιη τη μνήμη τού πρώτου πολίτη. Του οφείλει, όπως και στο κράτος των Αθηνών που τους ανέδειξε, να δώσει νέα πνοή στη γραφή της Ιστορίας. Ο Γιατρός, πατέρας της σύγχρονης, δικής μας …δηλαδή, Ιατρικής -ας μην το σχολιάσουμε αυτή τη στιγμή-, πλάι στους ασθενείς του, στην πρώτη γραμμή,
δεν επιτρέπει στον ιό να τον αγγίξει, όσο και αν οι ηρωικοί, αφανείς συνάδελφοί του στην πόλη πεθαίνουν πριν από τους ασθενείς. Ο ίδιος δεν έχει το δικαίωμα να πεθάνει τώρα, τον χρειάζεται η Αθήνα. Και οι Αθηναίοι, για να του ανταποδώσουν το δώρο της ζωής, τον μύησαν στα Ελευσίνια μυστήρια.
Σήμερα θα τον εξορίζαμε στη Ρω ή στα Ίμια. Κάτω από τα κατακτητικά βλέμματα των γειτόνων μας.
Αυτοί οι τρεις δεν ήταν τυχαία μεγάλοι, τον μεγάλο, τον Χρυσό Αιώνα. Και δεν διασταυρώθηκαν από σύμπτωση οι δρόμοι τους στην πόλη των Αθηνών. Τους έφερε κοντά το Σύμπαν, η Μεγάλη Έκρηξη, που επέλεξε την ελληνική γλώσσα για να αφήσει τα ίχνη της στα γράμματα από το πέρασμά της στη Γη.

Φωνή, από γωνία στην πλατεία

Γιατί αρρωσταίνουμε ακόμη;

Όνειρος

– Γιατί αρρωσταίνουμε ακόμη; Αναρωτιούνται οι αδαείς.
– Μα γιατί είμαστε ακόμη …θνητοί. (Προβληματισμένος)
Είπα εγώ, είμαστε θνητοί; Οι ποιητές απονέμουν αθανασία και είναι οι ίδιοι θνητοί; Δεν μας τα λεν καλά.
Τι είπατε; Να μην παίζω με τις λέξεις; Ερωτοτροπώ. Δεν παίζω. Ποιητής είμαι. Τι άλλο να κάνω; Να σας μιλώ για τα οράματά μου; Στην εποχή μας; Για φαντάσου!

Φωνή, από γωνία στην πλατεία

Οι συνθήκες υγιεινής έχουν εντελώς αλλάξει.

Όνειρος

– Τι; Οι συνθήκες υγιεινής έχουν εντελώς αλλάξει;
– Μα και τα αίτια έχουν αλλάξει. Η μεταφυσική αντικαταστάθηκε από την πολιτική. Το κράτος των θεών μεταμορφώνεται σε κράτος του τρόμου. Είμαστε όλοι πλέον παιδιά κατώτερων θεών. Η οργή του Παντοκράτορα μεταπλάθεται σε πανδημία. Κράτος και δήμος αδελφοποιούνται, αλληλοσαρκάζονται, αλληλοσπαράζονται. Οι λαϊκές τρομοκρατίες γνωρίζουν όλα τα μυστικά να κρατούν δέσμιους τους πολίτες. Μυστικά; Ναι, μεταφυσικά, πολιτικά, τι σημασία έχει; Όλα έχουν πλέον ισοπεδωθεί. Μόνο οι πολιτικοί μας ευδοκιμούν. Έγιναν Ρωμαίοι Αυτοκράτορες. Εντωμεταξύ, η παγκοσμιοποίηση αφαιρεί τη μάσκα της…

Σκηνική Οδηγία, από τα παρασκήνια, οργισμένη

Να μην ξανακούσω αυτή τη λέξη, ούτε καν στο θέατρο. Υπάρχει και η λέξη «προσωπίδα», βρε παιδιά. Συγγραφείς είστε. Έχετε πολλές επιλογές. Σε λίγο θα μας πείτε και πώς θα τη φοράμε.

Όνειρος,    συνεχίζει απτόητος

…Εντάξει, τη μουτσούνα της. Παύει να συγγενεύει, ετυμολογικά έστω, με την ποίηση, γίνεται ο καθένας μας ένας ιός -υιός του Καραγκιόζη δηλαδή- που περιμένει το φως ή το σκοτάδι να αναπτυχθεί, να βρει την πραγματική του φύση. Ποιον κοροϊδεύουμε, βρε παιδιά;

Συγγραφέας, από τα παρασκήνια

Όσα ακούτε εδώ δεν τα γράφουμε εμείς. Οι ήρωες, πέντε καταξιωμένοι τεχνίτες του λόγου, {με στόμφο) σε βραχεία λίστα για κρατικά βραβεία φέτος, αυτοί γράφουν. Θα θέλαμε να γράφατε εσείς, οι θεατές, να γίνετε κι εσείς σπουδαίοι συγγραφείς, χάρη στην έμπνευση που θα αντλείτε από εμάς, αλλά σε κάθε παράσταση είστε τόσο μα τόσο πολλοί που θα γινόταν μπάχαλο. (Βαθύ σκοτάδι στην πλατεία. Κουνιούνται οι άκρες της αυλαίας.)
…Πού κρυφτήκατε; Γιατί δεν σας βλέπουμε; Τι παιχνίδι παίζετε μαζί μας;

Ήφαιστος

(Μπαίνει. Ανεβαίνει στο πρώτο σκαλί, κουτσαίνοντας. θα κουτσαίνει έως τη στιγμή που θα κερδίσει το βραβείο. Κοιτάζει το δεύτερο σκαλί. Κάθεται εκεί σκεφτικός. Καθώς ο Όνειρος κινείται αργά προς τα παρασκήνια…) Χαίρε, Όνειρε. Δεν σε παρακολούθησα. Συγγνώμη. Δεν έμαθα ποτέ να ονειρεύομαι.
Ούτε να γράφω ποίηση, όπως όλοι οι ομότεχνοι. Και όσο λιγότερο ποιητικός είναι ο λόγος τους τόσο περισσότερο δηλώνουν ποιητές. Τόση ακτινοβολία έχει πια αυτή η ποίηση, ακόμη και όταν γράφουν σε ανελεύθερο στίχο, ακόμη και όταν μένουν μουγγοί μπροστά στις λέξεις, για να μετρούν συλλαβές, μακριά από επικίνδυνα νοήματα και διφορούμενες ακουστικές
εικόνες, χωρίς καμιά αμφιβολία ότι έχουν ξεπεράσει τον Παλαμά; Κι εγώ γιατί δεν έγινα σαν όλους τους άλλους; Τι μου λείπει εμένα, μου λες; (Ο Όνειρος κάτι ψιθυρίζει. Εκτός σκηνής. Μικρή παύση.) Ναι, δίκιο έχεις, η έπαρση.
(Στο κοινό) Μετά το φιάσκο με τον Όνειρο και το όνομά του, έχω εντολή από τους Συγγραφείς να σας αποκαλύψω με υπαινιγμούς το δικό μου, αλλά όχι το λογοτεχνικό είδος που με υποχρέωσαν να κουτσο-διακονώ. Μάλλον πληροφορήθηκαν ότι είμαι κουτσός. Αλλά από πού κι ως πού εγώ (με
αυτοσαρκασμό) πεζό-γράφος, να μεταβαίνω πεζή στη γραφή ή, χωρίς μεταφορές, να περπατώ και να γράφω, αφού δεν μπορώ καλά-καλά να περπατώ; Κατά τα άλλα, μας άφησαν να γράφουμε μόνοι μας… Χα, χα, χα! Θα μου πείτε. (Ειρωνικά) Πώς αλλιώς θα φτάναμε στην πρωτοπορία; Μονόλογοι
αντί για ατάκες. Ζητώ συγγνώμη από τους θεατές μας. Δηλωτικό, βλέπετε, της εποχής μας. Ο καθένας για τον εαυτό του και οι συγγραφείς για όλους, δηλαδή για κανένα. Το απόγειο της αλλοτρίωσης.
(Σηκώνεται, μπαίνει στο ρόλο του. Ξαφνιασμένος.) Τον θυμάμαι αυτό το θρόνο. Όχι, δεν είναι ο θρόνος-παγίδα που επινόησα για την Ήρα. Τον έφτιαξα σε μια άλλη εποχή. Τότε που η πίστη είχε γίνει ορατή και ανυπόστατη, τότε που χρειάζονταν οι εικαστικές τέχνες, για να επιζήσουν ακόμη και οι πιο παντοδύναμοι θεοί. Υποδυόμουν το θεό της έμπνευσης, της επεξεργασίας της ύλης. Πολύ σημαντικό για τις σημερινές μου ασχολίες. Θυμάμαι κάθε ανάγλυφο, κάθε στολίδι. Ήθελα να κάθεται εκεί η γυναίκα μου, αρμόζουσα έδρα για τη φυσική ανάγκη τής θεάς της ομορφιάς. Μα εκείνη τον παραχώρησε στον Άρη. Έρωτας, βλέπετε. Τώρα πλέον μαντεύετε πώς τον κληρονόμησαν οι βασιλείς. Όπως όλα. Θα πω τη λέξη κλειδί κι ας τη μαντεύετε. Με πολέμους.
Και τον χρησιμοποιούσαν τα πρωινά, όταν εκτελούσαν διαφορετικές …ανάγκες, και δέχονταν τους υψηλά ιστάμενους υπηκόους τους. Μονάρχες ήταν. Νόμιζαν πως ήταν πάντα μόνοι. Μόνοι στην κορυφή, μόνοι και στην αίθουσα υποδοχής του παλατιού. Ενδεδειγμένη παρερμηνεία. Όλοι οι άλλοι αόρατοι. Ενώ εγώ, θνητός και ορατός, με όνομα ολύμπιου θεού {με αυτοσαρκασμό) από τους πρόποδες του Ολύμπου -αν και κατορθώνω να ανεβαίνω ένα σκαλί με κάθε μεταμόρφωση-, αντικρίζω την ομορφιά και σας προσκαλώ να ξεχάσετε τους πολέμους, την πείνα, την αρρώστια, την άχαρη δουλειά, τα φανταστικά ταξίδια σε άγονες γραμμές.
{Ενώ ξαναμπαίνει ο Όνειρος, εμφανίζονται από διαφορετικά σημεία της κορυφής ο Μορφέας, η Αθηνά, η Πολύμνια. Κοιτάζονται με ανακούφιση, παρατηρούν προσεχτικά το σκηνικό. Αναστενάζουν. Ο Μορφέας και η Πολύμνια κοιτάζονται με έκπληξη, σχεδόν ερωτικά. Αρχίζουν όλοι να ανεβαίνουν ένας-ένας τα σκαλιά του θρόνου, κατεβαίνουν σκεφτικοί. Ο Μορφέας πιάνει για λίγο το χέρι της Πολύμνιας. Ενώ ανεβαίνουν…)

ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ

Πέντε συγγραφείς, υποψήφιοι για Κρατικά Βραβεία, ανεβαίνουν τυχαία την ίδια στιγμή από διαφορετικά μονοπάτια στην κορυφή του Ολύμπου. Στην αρχή με τη χρήση ειρωνείας, στη συνέχεια αυτοσαρκασμού, κυρίως όταν ανεβαίνουν τα σκαλιά του θρόνου και ανακαλύπτουν τι κρύβεται πίσω από την αίγλη του. Ωστόσο, δεν παραιτούνται. Δοκιμάζουν διάφορους τρόπους να παίξουν θέατρο. Στην πρώτη ραψωδία με μονολόγους, στη δεύτερη με ατάκες. Μας λένε τι είναι θέατρο, τι είναι ποίηση, τι είναι γραφή και αντιγραφή. Και διασκεδάζουν με την ανθρώπινη αφροσύνη. Μας καλούν να διασκεδάσουμε μαζί τους. Κι εμείς σκεφτόμαστε τις δικές μας ατάκες, καθώς κλείνουμε το βιβλίο ή, καλύτερα, μόλις τελειώσει η παράσταση. Ανεβαίνουμε στον δικό μας Όλυμπο και απαγγέλλουμε.

H Ζωή Σαμαρά γεννήθηκε στην Κάρπαθο (1935).

Ομότιμη καθηγήτρια της Θεωρίας της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, διδάσκει Θεατρική Γραφή σε μεταπτυχιακό επίπεδο. Έχει επίσης διδάξει σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και στη Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ. Εκτός από μελέτες σε επιστημονικά περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού, γράφει ποίηση, δοκίμιο, κριτική βιβλίου.

Έχει μεταφράσει ποίηση και θέατρο. Πρόεδρος της Εταιρίας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης μέχρι το 2016, μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων, επίτιμο μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων και Διευθύντρια του λογοτεχνικού περιοδικού Θευθ . Αναφέρεται σε Διεθνή Who’s Who. Υπήρξε πρόεδρος του ΕΤΟΣ (της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης), αντιπρόεδρος του Κρατικού Ωδείου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Είναι πρόεδρος του Πανελλήνιου Διαγωνισμού Ποίησης της «Τέχνης» Κιλκίς. Οι εκδόσεις Champion (Παρίσι-Γενεύη) κυκλοφόρησαν το 2005 συλλογικό τόμο προς τιμήν της, με τον τίτλο «Le verbe et la scène. Travaux sur la littérature et le théâtre en l’honneur de Zoé Samara».

πηγή whenpoetryspeaks.blog