Κατηγορούμενος για υπεξαίρεση αντικειμένου ιδιαιτέρως μεγάλης αξίας από διαχειριστή ξένης περιουσίας εις βάρος του δημοσίου, ποσού που υπερβαίνει τα 146.735,14 ευρώ κατ’ εξακολούθηση και νομιμοποίηση εσόδων από παράνομη δραστηριότητα είναι ο πρώην διευθυντή της ΑΤΕ Καρπάθου.
Πρωτοδίκως του είχε επιβληθεί ποινή ισόβιας κάθειρξης και 8 ετών και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τον Σεπτέμβριο του 2021 μείωσε την ποινή του στα 10 έτη κάθειρξης
Ο πρώην τραπεζικός διευθυντής δεν κρατείται στις φυλακές και δεν προσέβαλε ακόμη την τελεσίδικη απόφαση με αίτηση αναίρεσης.Στον πρώην συνέταιρό του, που το έπραξε χθες, είχε επιβληθεί ποινή κάθειρξης 7 ετών με ανασταλτικό ως προς την έφεση αποτέλεσμα υπό τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Το Πενταμελές Εφετείο μείωσε την ποινή του κατά δύο έτη και τον καταδίκασε σε ποινή κάθειρξης 5 ετών. Και στους δύο κατηγορούμενους το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αναγνώρισε ελαφρυντικό.
ΑΤΕ Καρπάθου: Το χρονικό της υπόθεσης
Ο πρώην διευθυντής της τράπεζας έχοντας αποκτήσει την πλήρη εμπιστοσύνη των πελατών της φέρεται να έπεισε 59 εξ’ αυτών να τοποθετήσουν τα χρήματά τους σε πράξεις Repos, ήτοι σε διάθεση τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου με συμφωνία επαναφοράς, προκειμένου να επιτύχουν υψηλότερα επιτόκια έναντι της τοποθέτησής τους σε καταθέσεις ταμιευτηρίου ή προθεσμίας.
Σύμφωνα με το κατηγορητήριο σε βάρος του πρωταγωνιστή του σκανδάλου, με πρόθεση απέσπασε τμηματικά από το ταμείο της τράπεζας χρηματικά ποσά από 59 πελάτες και συνέτασσε τα σχετικά έντυπα σύμβασης εξώνησης δικαιωμάτων επί τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, που υπογράφονταν από τους αντίστοιχους πελάτες και τον ίδιο ως διευθυντή, παρέχοντας στην όλη πράξη στοιχεία εγκυρότητας και νομιμοφάνειας. Τις συμβάσεις ουδέποτε καταχώρησε στα μηχανογραφικά συστήματα και στα λογιστικά βιβλία της τράπεζας.
Τα ποσά των repos ύψους 5.775.080 ευρώ, ουδέποτε καταχώρησε μηχανογραφικά στα συστήματα και στα λογιστικά βιβλία της τράπεζας με συνέπεια οι πράξεις να είναι καθ’ ολοκληρία ανυπόστατες αλλά τα παρακράτησε με σκοπό την παράνομη ιδιοποίηση χρησιμοποιώντας τα για προσωπικές του ανάγκες, στο πρόσωπό του δε συντρέχουν ιδιαζόντως επιβαρυντικές περιστάσεις, καθώς εξακολούθησε επί μακρό χρόνο την εκτέλεση του εγκλήματος και το αντικείμενό του είναι ιδιαίτερα μεγάλης αξίας.
Επιπλέον, κατηγορείται ότι μετέτρεψε ή μεταβίβασε περιουσία εν γνώσει του γεγονότος ότι προέρχεται από εγκληματική δραστηριότητα με σκοπό την απόκρυψη ή την συγκάλυψη της παράνομης προέλευσής της, προκειμένου να αποφύγει τις έννομες συνέπειες των πράξεών του και δη διοχέτευσε τα ως άνω αναφερόμενα ποσά, συνολικού ύψους 5.775.080 ευρώ, που προήλθαν από την προπεριγραφόμενη εγκληματική δραστηριότητά του: -Στην Ανώνυμη Εταιρεία «ΑΓΡΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΚΑΡΠΑΘΟΥ ΑΕ», της οποίας τυγχάνει μέτοχος, -Σε ανεγειρόμενη ξενοδοχειακή μονάδα 110 κλινών, πέντε αστέρων, της οποίας τυγχάνει συνεταίρος με τον ίδιο, όπως παραπάνω, -Σε ανώνυμη εταιρεία που λειτουργεί χοιροτροφική μονάδα, -Σε ανώνυμη εταιρεία που λειτουργεί εργοστάσιο επίπλων και -Σε επιχειρηματία, που διατηρεί καφετέρια στην Κάρπαθο.
Τονίζεται ότι ο πρώην διευθυντής της τράπεζας στην εκάστοτε λήξη των εικονικών repos ανανέωνε τους «τίτλους», που είχε «συνάψει», είτε με κεφαλοποίηση των τόκων τους, είτε με πίστωσή τους στους λογαριασμούς καταθέσεων των πελατών και στις περιπτώσεις που αυτοί ζητούσαν ανάληψη μέρους ή όλου του κεφαλαίου τα αντλούσε, είτε από άλλα νεοσύστατα πλαστά repos είτε από εκταμιεύσεις δανείων τρίτων προσώπων τα οποία αποκαθιστούσε μεταγενέστερα από άλλες ομοειδείς πηγές.
Για να αποτρέψει την επερχόμενη αποκάλυψη των πράξεών του, η οποία θα ήταν αναπόφευκτη αν οι «πελάτες του» απευθύνονταν στο κατάστημα για ανανέωση ή ανάληψη των τόκων ή του κεφαλαίου των «τίτλων» τους, ο πρώην διευθυντής, φέρεται, να συνέχισε να τους παρέχει την προσωπική του εξυπηρέτηση ακόμη και μετά την υπηρεσιακή του απομάκρυνση από το κατάστημα η οποία έγινε την 30ή Σεπτεμβρίου 2008 με εισήγηση της Διεύθυνσης Εσωτερικής Επιθεώρησης της Τράπεζας, εξαιτίας άλλων πειθαρχικών αδικημάτων που είχαν διαπιστώσει εις βάρος του οι ελεγκτές της, στους τακτικούς και έκτακτους ελέγχους που είχαν διενεργήσει τον Μάιο και τον Αύγουστο του ίδιου έτους.