Σε τροχιά πολλαπλάσιας ενεργειακής ζήτησης απειλεί να βάλει τη χώρα η προνομιακή στήριξη της κυβέρνησης στο αέριο, σε συνδυασμό με την επιλογή της για μαζική παραγωγή υδρογόνου αντί για στοχευμένη χρήση του εκεί όπου μπορεί να κάνει πραγματική διαφορά, επισημαίνει το νέο κόμμα των Πράσινων.
Στοιχεία από τον επίσημο Μακροχρόνιο Ενεργειακό Σχεδιασμό (Μ.Ε.Σ.) που είχε καταθέσει η σημερινή κυβέρνηση στην Ε.Ε. τον Ιανουάριο του 2020, δείχνουν ότι η κυβερνητική πολιτική ακολουθεί ήδη το σενάριο με τις κατά πολύ υψηλότερες μακροπρόθεσμες ενεργειακές απαιτήσεις. Από τα δύο επίσημα σενάρια με ορίζοντα το 2050 και στόχο για συγκράτηση της υπερθέρμανσης στους 1,5°C, το πρώτο δίνει έμφαση στην εξοικονόμηση και τον εξηλεκτρισμό, ενώ το δεύτερο στη μαζική χρήση συνθετικών καυσίμων όπως το υδρογόνο, που θα παράγονται από ηλεκτρική ενέργεια.
Σύμφωνα με τον Μ.Ε.Σ., το δεύτερο αυτό σενάριο θα απαιτήσει για το 2050 ισχύ ηλεκτροπαραγωγής 71,8GV, έναντι 38,5GW της επιλογής για ενεργειακή εξοικονόμηση και εξηλεκτρισμό. Τα επιπλέον 33GW αποτελούν ασύλληπτο μέγεθος, αν λάβουμε υπόψη ότι η σημερινή συνολική ισχύς της χώρας είναι 21GW: με τους επίσημους υπολογισμούς, οι απαιτήσεις αυτές θα σημάνουν στην πράξη επιπλέον 22,6GW φωτοβολταϊκών (με συνολική επιφάνεια σχεδόν μισού εκατομμυρίου στρεμμάτων) και επιπλέον αιολικά 6,6GW με πάνω από 1.600 περισσότερες γιγαντιαίες ανεμογεννήτριες των 4,5MW η καθεμιά. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς τις δυσκολίες βιώσιμης χωροθέτησης επιπλέον εγκαταστάσεων σε τέτοια κλίμακα.
Με δεδομένο ότι η εξοικονόμηση αποτελεί την μόνη 100% καθαρή ενέργεια, οι Πράσινοι θεωρούμε επείγον να ανοίξει ένας ουσιαστικός δημόσιος διάλογος για την ενεργειακή μετάβαση και τους στόχους που οφείλει να υπηρετεί. Η απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα οφείλει να προχωρήσει με τους ταχύτερους δυνατούς ρυθμούς και να συμβαδίζει με εξοικονόμηση ενέργειας στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα, καθώς και με βιώσιμη χωροθέτηση των ΑΠΕ. Οι Πράσινοι σημειώνουν τέλος ότι οι σχεδιασμοί για το 2050, ως όριο για πλήρη μηδενισμό εκπομπών, μπορεί να χρειαστεί να υλοποιηθούν πολύ νωρίτερα, καθώς η κλιματική κρίση γίνεται όλο και πιο απειλητική και οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων δεν αφήνουν περιθώρια για μετά το 2040.
Αναλυτικότερα:
Στην ενεργειακή πολιτική της Ν.Δ. κυριαρχεί η διεύρυνση της χρήσης του αερίου με νέες υποδομές ύψους 1,1 δις, με προώθηση 7 νέων μονάδων ηλεκτροπαραγωγής από αέριο παρόλο που υπάρχει χώρος το πολύ για δύο, με μετατροπή της Πτολεμαΐδας 5 σε μονάδα αερίου. Την ίδια στιγμή το πρόγραμμα White Dragon για το υδρογόνο, που συνδέεται στενά με σειρά εταιριών πετρελαίου και αερίου, φαίνεται προσανατολισμένο στη μαζική παραγωγή και χρήση υδρογόνου και στη σύνδεσή του με το αέριο. Αντίθετα φαίνεται να έχει αποκλειστεί η εναλλακτική για υδρογόνο σε περιορισμένη κλίμακα, αποκλειστικά από ανανεώσιμη ενέργεια και για στοχευμένες μόνο χρήσεις όπως κυψέλες υδρογόνου για τρένα και φορτηγά. Πρόσθετη ένδειξη για τις κατευθύνσεις της κυβερνητικής πολιτικής, αποτελεί η μονόπλευρη έμφαση στην προώθηση ηλεκτροκίνητων αυτοκινήτων χωρίς αλλαγές στο μοντέλο μετακινήσεων και μεταφορών, παρόλο που οι εναλλακτικές λύσεις απέναντι στο ΙΧ και οι συνδυασμένες μεταφορές με κορμό τον σιδηρόδρομο μπορούν να φέρουν εκτεταμένη εξοικονόμηση ενέργειας.
Τα στοιχεία αυτά υποδηλώνουν ότι η κυβέρνηση έχει κάνει ήδη τις επιλογές της: Για τα επόμενα χρόνια, επιδιώκει τη μεγαλύτερη δυνατή καθυστέρηση στην απεξάρτηση από ορυκτά καύσιμα όπως το αέριο, για το μεσοπρόθεσμο μέλλον τη μαζική πρόσδεση σε συνθετικά καύσιμα (όπως το υδρογόνο) που θα αποκλείσουν οριστικά μια οικονομία χαμηλής ενέργειας και θα απαιτήσουν διπλασιασμό σχεδόν των ΑΠΕ στην τελική φάση της μετάβασης. Πρόκειται ακριβώς για το σενάριο «NC 1,5» του Μακροχρόνιου Ενεργειακού Σχεδιασμού, όπως περιγράφεται* στις σελ. 11-12 και αναλύεται στις σελ. 49-50 του συγκεκριμένου εγγράφου.
Μια τέτοια επιλογή φαίνεται ότι θεωρείται θετική για τα οικονομικά συμφέροντα των εταιριών αερίου και κατασκευών, που ελέγχουν σε μεγάλο βαθμό και τον κλάδο των ΑΠΕ: βραχυπρόθεσμα ο κλάδος του αερίου κατοχυρώνει κέρδη μέσα από την καθυστέρηση της ενεργειακής μετάβασης, ενώ για το μέλλον διασφαλίζει σχεδόν εγγυημένο διπλασιασμό της αγοράς ανανεώσιμης ενέργειας, που κυριαρχείται ήδη από εταιρίες των ίδιων ομίλων.
Αυτονόητο είναι όμως ότι πρόκειται για αρνητική εξέλιξη: τόσο για την ελληνική κοινωνία, που θα αναγκάζεται να καταβάλλει το τίμημα για πολύ περισσότερη ενέργεια, όσο και για τη φύση, όπου τα περιθώρια για βιώσιμη χωροθέτηση ενεργειακών εγκαταστάσεων, έστω και ανανεώσιμων, δεν είναι απεριόριστα.
Τα ζητήματα ενεργειακής μετάβασης επηρεάζουν καθοριστικά ολόκληρη την κοινωνία και δεν μπορούν να αποφασίζονται σε στενό κύκλο μεταξύ κυβερνητικών στελεχών, επιχειρηματικών συμφερόντων και μιας χούφτας τεχνοκρατών. Οι Πράσινοι ζητάμε να ανοίξει ένας ουσιαστικός δημόσιος διάλογος, με πλήρη ενημέρωση της κοινωνίας και στάθμιση όλων των στοιχείων για κάθε επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, η εξοικονόμηση αποτελεί τη μόνη 100% καθαρή πηγή ενέργειας και πρέπει να έχει απόλυτη προτεραιότητα.
Η Θεματική Ομάδα Οικονομίας των Πράσινων