Ένα μισοκάϊ καπνό μέσα στο σακούλι και (δ)ε φτάνει για να περάσει η νύχτα!
Εβρεχε, βροντοκόπα και άστραφτε, τόσο που ο γέρος Μουστάκας είχε κάτσει με το πισινό πάνω στη φωδιά και εξάνοιε πέρα, δε σήκωνε τα μάτια από τη μικρούλα Μοίρα. Μα έτσι που άστραφτε ο τόπος στο απέναντι νησάκι, όλο και έφερνε σκιές γύρω από τον άντρα, όλο και τον εμάζευε μέσα στο καβούκι του.
Είχε ακούσει εκείνες τις παλιές ιστορίες και τρόμαζε με τις θεόρατες φήμες, που το θέλαν άντρο των πειρατών και φυλακή για δυστυχισμένους σκλάβους, εκείνους που άρπαζαν οι λήσταρχοι, κάθε που έβγαιναν για πλιάτσικο!
Ήταν παιδί, όταν νόμισε πως άκουσε κλάματα, φωνές και μοιρολόγια από απέναντι, από το έρημο νησάκι, όμως δε το μολόγησε πουθενά, σε κανέναν. Είναι που φοβήθηκε, δεν θαθέλαν και πολύ για να τον επουν ονειροπαρμένο.
Κι από το ζόρι του, τότε έπιασε και έκαμε αχώριστο σύντροφο του τον τσιχάρο.
-Μπα, δε μπορεί, κάποιος θα αμόλυσε τέτοιες άνοστες σαχλαμάρες!
Έλεγε και σούφρωνε τα φρύδια και το στόμα του! Κι όμως, αν ήταν κάπως έτσι;
Αφού βρήκαν κάτι πέτρινα χαλάσματα, υπόλοιπα από σπίτια πάνω στο νησάκι, μήπως να ήταν τίποτε σταυλάκια εκείνων που μάζευαν τ΄αλάτ(σ)ι;
Και κάθε τόσο έπιανε μια χούφτα ξερό καπνό, με μαεστρία έπλεκε ένα παχύ κακοφορμισμένο τσιγάρο, έπειτα άρπαζε ένα δαδί από τη φω(δ)ιά και τραβούσε μέσα του μια τζούρα από το άτιμο βάλσαμο! Έτσι το λεγε, και φώναζε στη γυναίκα του, να κάτσει παραδίπλα, έτσι για να ακουστεί καμιά φωνή μέσα στο σπίτι. Κι εκείνη έφερνε μια στάλα κινομαλά και μια στεγνή κουλούρα, δε προλαβαίναν να ζεστάνουν το νερό, πιάναν μια πάρλα, σα τη ποτιστική βροχή, λες και είχαν να σιμώσουνε τόσο κοντά από χρόνια!
Εκείνη ήταν που θυμήθηκε την ιστορία με έναν ναυτικό, εκείνον τον τυχερό, που λέγαν πως τσακίστηκε πάνω σε μια κρυφή, εκείνη την άτιμη ξέρα και λίγο πριν το πνίξιμο, κατάφερε να σκαρφαλώσει πάνω στο το βράχο, που έστεκε ακόμα ζωντανό απέναντι τους. Ο ψαράς αυτός ξέμεινε έξι-εφτά μερόνυχτα πάνω στο νησάκι, παραλένε ότι έκαμε το σταυρό του και έτρωγε μέχρι και ζωντανούς τους καλαούρους.
Μάζευε και ότι χόρτα γυάλιζαν στο μάτι, μήπως και κόψει την ατέλειωτη πείνα.
Έτσι ξεβράκωτος και δίχως εργαλεία, έβλεπε τους λαγούς και τις πέρδικες να περπατούν καμαρωτοί, σαν επίσημοι καλεσμένοι, μια ανάσα από τη μύτη του, τόσο που μοιάζαν να τον κοροϊδεύουν.
Και εκείνος λέγαν ότι έβασε δυνατές φωνές, κατηγορούσε τη μοίρα που τον ήβρε!
Μέχρι που κάθισε ο καιρός, κι θάλασσα έγινε σα καλοκαιρινό ολόγυμνο λιβάδι, έτσι μπόρεσαν να πεταχτούν οι βάρκες, και φέραν πίσω εκείνο τον μισοζώντανο ναυαγό.
Από τότε κόλλησε το όνομα στο νησάκι, έτσι το βγάλαν Μοίρα. Και του ΄μεινε!
Η γυναίκα πιάστηκε πάνω στο άβολο και κουτσό σκαμνί, είχε ανάψει κι από τη κάψα της πυρωμένης φω(δ)ιάς, έτσι άφησε μοναχό το Μουστάκα και πήγε στο κουζινάκι να συνεχίσει μάφε τις δουλειές της.
Κι εκείνος συνέχισε να πλέκει τσιγάρα και να παραμιλά για τη μοίρα και το κρυμμένο ριζικό. Ότι γράφει, δε ξεγράφει, μέχρι που το σακούλι άδειασε και ξέμεινε να καπνίζει τα δαχτύλια του! Σηκώθηκε πάνω αλαφιασμένος, ξέχασε τον παλιόκαιρο και σαμάρωσε το μουλάρι! Έπειτα έβαλε μια φωνή και ξεσήκωσε το μικρό γιο του, τον (Γ)εργαρά, που μπορεί να έδειχνε πιο μεγάλος, όμως δεν είχε πατήσει ούτε τα δέκα του.
Ξεσήκωσε το κοιμισμένο παιδί , πρώτα το έντυσε και το συντύλιξε με μια μισομάλλινη παλιοκουβέρτα, έπειτα το ανέβασε πάνω στο μουλάρι, που κι αυτό όλο τσινούσε το αριστερό ποδάρι του με νεύρο, αφού δεν καταλάβαινε το υπερ-επείγον της στιγμής, και τους έστειλε γραμμή στο σπίτι του Μαχαίρα.
Εκεί σίγουρα θα βρισκόταν ένα μισοκάϊ (μισή οκά) καπνό, έτσι ο πατέρας θα γλύτωνε από τις άτιμες εσωτερικές φωνές, που διάταξαν εδώ και τώρα ένα τσιγαράκι!
Ο (Γ)εργαράς δεν έχασε χρόνο, το μουλάρι και τυφλό θα ήξερε τη στράτα πέτρα-πέτρα, όμως το παιδί εχέστει από το φόβο του, αφού σε όλο το δρόμο άκουγε τη θάλασσα να φέρνει κάτι παράξενες πνιχτές φωνές. Έμοιαζαν με παράπονα δίχως φωνήεντα και μαύρα πικρά κλάματα! Λες να είναι σφαντάματα, που βγήκαν πάνω από τη Μοίρα και σεργιανούν με τον παλιόκαιρο;
Τρέχοντας έφερε πίσω το σακούλι με το καπνό, τον άφησε σαν αγιασμένο φυλαχτό μέσα στις χούφτες του πατέρα και μούλωσε, τρύπωσε πάνω στο σκληρό αχερένιο μαξελάρι, ούτε που μολόγησε ποτέ την ιστορία του.
Ίδιες, απαράλλαχτες με το πατέρα, οι εμμονές του γιού, μόνο που αν έβλεπε τίποτε τσιγάρα, τότε γυρνούσε απότομα από την άλλη, δεν άντεχε την οσμή από τις αναμμένες κάφτρες, έμοιαζε να ξερνούν μνήμες μιας αόριστης φο(β)έρας.
Το παιδί μεγάλωσε και κόντρα στις συνήθειες, δεν έμαθε να πλέκει τσιγάρα και να καταπίνει τους κίτρινους καπνούς, όμως συνέχισε να κοιτά δύσπιστα προς τη “Μοίρα”, να τη φορτώνει ίδιες κι απαράλλαχτες αμφιβολίες, σαν εκείνες που έσυραν και φόρτωσαν πάνω στο κορμί του τα αθάνατα πατρογονικά. Κι όποτε ξεμάκρενε μονάχος, παραμιλούσε, ψέλλιζε κάτι για το ανάποδο ριζικό και το πετροβολούσε.
Είναι πιο εύκολο να δέρνεις τα βράχια της μοίρας, παρά να αλλάξεις τον εαυτό σου…
Υ.Γ. “Μοίρα” ονομάζεται το νησάκι ανατολικά της Καρπάθου, απέναντι από τον Αφιάρτη. Η ιστορία της αποτυπώθηκε από το μολύβι του γιατρού-συγγραφέα Γ. Μ. Γεωργίου, κατέγραψε την ονομασία της Μοίρας όπως την έλεγε ο Νικ. Φραγκέσκος το 1910. Και συνέχισε πάνω στις μνήμες του Χριστόφορου Αγγέλου.
σφαντάματα=φαντάσματα
φοέρα=φόβος
κινομαλά=φασκόμηλο
καλάουρας=σαλιγκάρι
μισοκάϊ=μισή οκά
Μανώλης Δημελλάς
Καρπαθιακά Νέα (πρώτη δημοσίευση www.verena.gr)