Το 1946 το ιστιοφόρο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ Σύμης σάλπαρε από Πειραιά, με προορισμό τη Κάρπαθο και ήθελε τρεις γεμάτες μέρες, για να μπει στο λιμάνι των Πηγαδίων. Όπως περιγράφει ο λόγιος Αναστάσιος Φράγκος, λιμενοβραχίονας αξιώσεων δεν υπήρχε, και ξεχώριζαν από μακριά το λιμεναρχείο, το τελωνείο, και τα διοικητήρια. Αυτά τα κτήρια προκαλούσαν ιδιαίτερη εντύπωση, ενώ θαύμαζε τα χαμηλά περιποιημένα καταστήματα, τα πεντακάθαρα καφενεία, τα παραλιακά κέντρα, και τα όμορφα Πηγαδιώτικα ναυτικά σπιτάκια.
Σαν κληρονομιά παρέμεναν οι ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι, ένα απομεινάρι που θύμιζε τους Ιταλούς κατακτητές.
Ο Φράγκος χαρακτήρισε καρδιά της Καρπάθου τα Πηγάδια. Μέχρι το 1953, η πόλη ονομάζεται και επίσημα Πηγάδια, όμως έπειτα από πρόταση του ακαδημαϊκού Μ. Νουάρου, το δημοτικό συμβούλιο της εποχής, πίστεψε ότι μπορεί να αλλάξει μόνο με σφραγίδες την ιστορία, και ενέκρινε τη μετονομασία του Δήμου σε “Κάρπαθος”, ωστόσο η αλλαγή ονόματος δεν φαίνεται να βρίσκει σύμφωνη τη κοινή γνώμη, που δεν εστερνίστηκε την αλλαγή, και δεν πέρασε στον κόσμο ετούτη η ονοματοδοσία.
Σύμφωνα με την αρχαιολόγο Β. Πατσιαβά, “το αρχαίο Ποτίδαιον ή Ποσείδιον”, όπως το ονομάζει στα ρωμαϊκά χρόνια ο γεωγράφος Kλαύδιος Πτολεμαίος, βρισκόταν στη σημερινή πρωτεύουσα του νησιού Κάρπαθος, στο μυχό του όρμου των Πηγαδιών.
Αποτελούσε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους εδαφικό εξάρτημα (κτοίνα) και επίνειο της πόλεως Καρπάθου, μιας από τις τρεις αρχαίες πόλεις του νησιού (οι άλλες ήταν η Aρκέσεια και η Bρυκούς).
Το σημαντικό ρόλο που διαδραμάτισε κατά τους ελληνιστικούς χρόνους η ”κτοίνα Ποτιδαιέων” με την ακρόπολή της για την άμυνα ολόκληρου του νησιού, μαρτυρεί τιμητικό ψήφισμα με το οποίο τιμάται ο Καρπαθιοπολίτης Παμφυλίδας Ιέρωνος, γιατί μαζί με τους κατοίκους του Ποτιδαίου απέκρουσε τον 2ο π.Χ. αι. επίθεση των Κρητών πειρατών.
Κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους, με τις ευνοϊκές συνθήκες που επικράτησαν με την Pax Romana και χάρις στο φυσικό λιμάνι του, το Ποτίδαιον φαίνεται πως γνώρισε σημαντική ανάπτυξη, έτσι ώστε ο Kλαύδιος Πτολεμαίος να το χαρακτηρίζει τον 2ο αι. μ.X. ως πόλη. Η ανάπτυξη συνεχίστηκε και στους παλαιοχριστιανικούς χρόνους (4ος-6ος αι. π.X.), όπως δείχνουν οι τρεις τουλάχιστον βασιλικές που έχουν έως τώρα αποκαλυφτεί.
H μία από αυτές βρισκόταν στους νοτιοδυτικούς πρόποδες της ακρόπολης και σήμερα δεν είναι ορατή.
Οι δύο άλλες αποκαλύφτηκαν στη δυτική παραλία του κόλπου των Πηγαδιών. Η πρώτη είναι επισκέψιμη, στη θέση Άφωτη και η δεύτερη ακόμη ανασκάπτεται, στη θέση Βρόντη”.
Ακμή σημειώθηκε στο “Ποτίδαιον” κατά τους ρωμαϊκούς και τους παλαιοχριστιανικούς χρόνους. Η ληστοπειράτεια των επόμενων χρόνων όπως φαίνεται ανάγκασε των κατοίκους του νησιού να τραβηχτούν στην ενδοχώρα. Παρουσιάζουν ενδιαφέρον οι θρύλοι για τα κρυφά κοντραμπάντα, τα λαθρεμπόρια, στο φυσικό λιμανάκι πίσω από το σημερινό νεκροταφείο των Πηγαδίων. Μάλιστα υπάρχει μια περίοδος, η λεγόμενη από τον Μ. Νουάρο “Κρητικομανία” που η κατάσταση από τις επιδρομές ατάκτων Κρητικών ανταρτών, είναι ανυπόφορη και κάνει τη ζωή των κατοίκων αφόρητη. Όσοι λοιπόν ζουν στα παράλια, δεν αντέχουν και αποσύρονται σε ελεγχόμενα τμήματα της ενδοχώρας.
Ο Μανώλης Κασσώτης στο βιβλίο του για το χτίσιμο της “Ευαγγελίστριας”, περιγράφει τους Απερίτες, που πρώτοι ξεθάρρεψαν και ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το μικρό λιμανάκι των Πηγαδίων, μάλιστα έχτισαν και μερικές αποθήκες, ωστόσο μέχρι το 1850, δεν είχε δημιουργηθεί ακόμη κάποιος μόνιμος οικισμός.
Σύμφωνα με αφηγήσεις παλαιοτέρων, (το 1969 στον Γεώργιο Εμμ. Παναγιώτου), η Κάρπαθος αρχικά επιλέγεται για εγκατάσταση από αρκετούς Ροδίτες.
Από τους πρώτους ο καραβοκύρης Νικόλαος Μαλτέζος, εγκαταστάθηκε στο Απέρι. Η ιστορία γράφεται τραγικά για τον καπετάνιο, που σε ένα από τα ταξίδια το ιστιοφόρο πλοίο του, πέφτει σε φουρτούνα και βυθίζεται γεμάτο εμπορεύματα και αύτανδρο. Σε αυτό, το μοιραίο ταξίδι, χάνει και δύο από τους γιούς του. Λίγα χρόνια μετά φέρνει από τη Ρόδο τον Νεοχωρίτη τεχνίτη Αντώνη Σταματάκη. Και στο Βρόντη ναυπηγεί μια γολέττα.
Ο Σταματάκης όμως παντρεύτηκε τη δέυτερη κόρη του Μαλτέζου, τη Καλίτσα και έμεινε στο Απέρι, όμως οι ναυτικές δουλειές και οι επιχειρήσεις του αναπτύχθηκαν γύρω από το λιμάνι των Πηγαδίων. Δεν ήταν οι μόνοι Ροδίτες που μυρίστηκαν δουλειές και μετακόμισαν στη Κάρπαθο.
Μια ακόμη ναυτική οικογένεια, ο Μιχάλης Παπαδάκης με τους γιούς του, Μανώλη και Γιάννη. Ακόμη και Καστελορίζιοι καραβοκύρηδες, ο Γέρο-Χατζηπαναγιώτης με τους γιούς του Ανδρέα και Γιώργο. Ο Ιωάννης Λάμπρος και έπειτα οι γιοί του, όπως και μερικοί Κάσσιοι ναυτικοί ο Λεβεντώνης, ο Μαστρολιάς, ο Ηλίας Μπρουσιανός.
Σιγά-σιγά ο μικρός κόλπος της Καρπάθου γνώριζε σπουδαία ανάπτυξη, μάλιστα αρκετοί ντόπιοι έφευγαν από τα τριγύρω χωριά, Απέρι, Βωλάδα, Όθος και Μενετών κατέβαιναν στο επίνειο ακόμη και για μόνινη εγκατάσταση. Σύμφωνα με τον Μιχάλη Μακρή, η ονομασία Πηγάδια οφείλεται στις πηγές της περιοχής και όχι σε λάκους βρόχινου νερού (λατσίες), ούτε στις πηγές Μύλης και Δαματριάς.
Μάλιστα στο “τοπωνυμικό Καρπάθου”, του Καρπάθιου πανεπιστημιακού Κ. Μηνά, γίνεται αναφορά στον Συμιακό λαογράφο Κ. Κοντό, που κάνει αναφορά στα πολλά και βαθιά πηγάδια της περιοχής. Επιστρέφουμε στο τέλος του 19ου αιώνα, τότε που ο εργολάβος Μακρής γυρνά στο νησί από την Αθήνα, έχει χάσει τη γυναίκα του και με τα δύο μικρά παιδιά του, αποφασίζει μια νέα αρχή και τη μόνιμη εγκατάσταση του στη Κάρπαθο.
Αγοράζει ένα μεγάλο τμήμα στο σημερινό Κονάκι και χτίζει τα κτήρια που έγιναν στην ουσία η αφορμή για την μετεγκατάσταση της Διοίκησης του νησιού από το Απέρι στο λιμανάκι των Πηγαδίων. Φαίνεται σπουδαίος ο ρόλος του Μενετιάτη Ατζά της εποχής, Γιάννη Μελασσιανού, έτσι ο τότε υποδιοικητής, «Καϊμακάμης», του νησιού, Αρμένιος Οχανές Φερίτ εφέντης, συμφωνεί και το 1892 εγκαταστάθηκαν επίσημα οι αρχές του νησιού στα Πηγάδια. Στα κτήρια του Μακρή που νοικιάστηκαν από τους Τούρκους στεγάστηκαν η Διοίκηση, η Αστυνομία, τα δικαστήρια, οι φυλακές και το ταχυδρομείο.
Τα επόμενα χρόνια ο Δήμος Πηγαδιών γεμίζει κόσμο με τις πρωτοπόρες οικογένειες των Νικολάου Μακρή, Ιωάννου Μελλασιανού, Μανώλη Κονομάκη και Ηλία Ματσάκη Ιωάννου Οικονομίδη ή Γιάνν΄Αγά. Μεταφέρεται στα Πηγάδια και ο Μεγαρίτης, γνωστός καπετάνιος-έμπορος, Μελέτης Κουμπής, που παντρεύτηκε στο Απέρι, μάλιστα ο γιός του διατέλεσε και Δήμαρχος Πηγαδίων το 1917 και το 1918. Ο Γεώργιος Παναγιώτου, αναφέρει και τους Γιώργο Χιωτάκη ή Χατζηγιώργη, Εμμ. Καπετανάκη, τον Χατζημανώλη, τον Εμμ. Μητσάκη, και τον παντρεμένο στη Βωλάδα, Εμμ. Μανωλάκη.
Εκείνα τα πρώτα ταραγμένα χρόνια, κανένας δεν σκέφτηκε να αποδώσει στο μικρό λιμανάκι το πρώτο, σπουδαίο όνομα του. Ένα τέτοιο προνόμιο, έχουν πιο ήρεμοι τόποι, που δεν γνωρίσουν βαρβαρότητες και απανωτούς περαστικούς κατακτητές.
Από τους Τούρκους, το νησί περνά απότομα, στα 1912, στους φρατέλλους Ιταλούς, και τα παρακάτω χρόνια του, μέχρι τον πόλεμο, με δυσκολία κρατιέται ακόμη και η Ελληνική γλώσσα, ωστόσο τα Πηγάδια γνωρίζουν όλο και μεγαλύτερη άνθιση.
Είναι το κέντρο, από εκεί, όπως ακριβώς και σήμερα, θα περάσουν όλοι, θα δουν κόσμο και θα τους δει. Θα κάνουν τις αγορές τους, για να καταλήξουν στα μοναδικά χωριά τους. Σήμερα το ημερήσιο πέρασμα συνήθως γίνεται βιαστικά. Πάνω στις αγορές, για ένα καλό ψάρι, μια φρατζόλα ψωμί, ντόπια λαχανικά ή το πέρασμα από το πρακτορείο, για να δούμε αν επιτέλους έφτασαν τα μπαούλα με τα πράματα.
Το τσιμέντο και η άναρχη δόμηση των Πηγαδίων εγκλωβίζει τη ματιά ενώ ανεβάζει το θερμόμετρο, δεν αφήνει ελεύθερες τις σκέψεις και δεν θυμίζει σε τίποτε το άγνωστο, σίγουρα γραφικό Ποσείδι, που δεν το γνωρίσαμε. Ακόμη η προφορά της λέξης, Ποσείδιο, μας ξενίζει. Μόνο όταν σκοτεινιάσει, το βράδυ, σε κείνη τη βόλτα του παραλιακού, το νυφοπάζαρο, όπως συνηθίζουν να ψιθυρίζουν με χάρη, παλιοί και νέοι, το λιμάνι έχει κάτι από τη χάρη του παράξενου σπουδαίου Θεού του.
Η πόλη του Ποσειδώνα, το Ποσίδειο, έγινε όνομα και ταυτότητα της τοπικής ποδοσφαιρκής ομάδας και σήμερα κρατά ζωντανό το μύθο. Υπάρχουν μερικοί, ναι ακόμη και σήμερα, παθιασμένοι με το ξεχασμένο Θεό της Θάλασσας, δεν τα βάζουν κάτω, πάλεψαν για να τον αναστήσουν, και συχνά επαναφέρουν την ιδέα, για την αλλαγή του ονόματος στη πρωτεύουσα της Καρπάθου.
Ιστορίες παλιές, θρύλοι, που για κάποιους κρύβουν συγγένειες αίματος και αόριστες προσωπικές μνήμες, μα για τους περισσότερους δεν είναι παρά αδιάφορες ταμπέλες, στην άκρη των δρόμων και χρησιμεύουν μόνο για την κατεύθυνση των περαστικών ταξιδιωτών προς τις παραλίες.
Σήμερα που αναζητούμε ταυτότητες και με αγωνία σκαλίζουμε και προβάλλουμε ότι ιδιαίτερο έχει ο τόπος, μήπως φτάνει η στιγμή να θυμηθούμε, και ίσως να ξεθάψουμε ότι παλιό κλείσαμε στις ξεραμένες στέρνες και στις “λατσίες” μας;
Μανώλης Δημελλάς
12.6.2021
Καρπαθιακά Νέα