Εύθυμα Καρπαθιακά ανέκδοτα – 7
Συνεχίζομε με τα Καρπαθιακά ανέκδοτα.
Οι Γερμανοί ξανάρχονται
Το 1948, προτού καθιερωθεί η μεταφορά των μαθητών του Γυμνασίου από τα Πηγάδια στο Απέρι με φορτηγά αυτοκίνητα και αργότερα με λεωφορεία, αρκετά Πηγαδιωτάκια είχαμε μαζευτεί στην γειτονιά του Άη Γιάννη και του Άη Βασίλη. Είμασταν τόσα πολλά παιδιά σ’ αυτές τις δυο γειτονιές, που οι μόνιμοι κάτοικοι έχασαν την ησυχία τους και διαμαρτύρονταν «την ώρα και την στιγμή».
Εγώ με τον αδελφό μου Σάββα και τον Γιώργο του Ηλία Ορφανού μέναμε στο σπίτι του Χατζαλέξη, θείου της μητέρας μου, στον Άη Γιάννη, που αυτός αυτή την εποχή έμενε στη Ρόδο.
Στο ίδιο στενό από κάτω ήταν το σπίτι της Βενετσιάνας του Λιονταρή, που έμενε με τη κόρη της την Βαγγελίτσα. Η παρουσία μας ήταν ενοχλητική, γιατί εκτός από τον θόρυβο και τις φωνές μας ρίχναμε τα νερά και τα σκουπίδια μέσα στον δρόμο ή και καμιά φορά πάνω στα κεραμίδια του σπιτιού της Βενετσιάνας.
Μια μέρα η Βαγγελίτσα βλέπει πάνω στα κεραμίδια πεταμένες λεμονόκουπες, αυγόφυλλα και άλλα σκουπίδια και πήγε να το πει της μάνας της. Την ίδια στιγμή έτυχε να επιστρέφουμε από το σχολείο, και περνώντας απ’ έξω από το σπίτι της Βενετσιάνας ακούσαμε την εξής συζήτηση:
-Βαγγελίτσα: Πάλι έριξαν τα σκουπίδια πάνω στα κεραμίδια, χάσαμε την ησυχία μας μ’ αυτά τα παιδιά.
-Βενετσιάνα: Υπομονή, κόρη μου, τία να κάνουμε. Εμείς ελέ(γ)αμε πως εφύ(γ)α(ν) οι αχρόνιστοι οι Γερμανοί και ησυχάσαμε, αλλά ετούτοι, κόρη μου, είναι χειρότεροι!
15.2.2025
Καρπαθιακά Νέα