Μέσα σε ένα αιώνα άλλαξε ριζικά η χλωρίδα στην Κάρπαθο. Από τα δάση πεύκης και χαμηλής βλάστησης που κάλυπταν το 50% του νησιού λίγα έχουν απομείνει, και από τις εκατοντάδες πηγές που είχε η «Κάρπαθος με τα κρύα νερά …», οι πιο πολλές έχουν στερέψει ή έχει ελαττωθεί σημαντικά η ροή τους. Το ίδιο έχει συμβεί και με την πανίδα της Καρπάθου, ως αποτέλεσμα της καταστροφής της χλωρίδας και του τρόπου ζωής.
γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Πιο εμφανής είναι η εξαφάνιση των πτηνών, όπως οι πέρδικες που τις έβλεπες να κελαηδούν από το ένα άκρο της Καρπάθου μέχρι την Σαρία, και το κυνήγι τους είχε γίνει το κύριο χόμπι των ερασιτεχνών κυνηγών. Ορισμένοι από τους Καρπάθιους που πήγαιναν στην Αμερική, επιστρέφοντας στην Κάρπαθο μετά τον πόλεμο, έφερναν μαζί τους και ένα κυνηγητικό όπλο για τους ίδιους ή για κάποιο επιστήθιο φίλο τους.
Είχε τόσους πολλούς κυνηγούς, που δημιούργησαν και σύλλογο. Στα Πηγάδια θυμάμαι τον φαρμακοποιό Αριστείδη Νικολαΐδη, που πολλές φορές τον βλέπαμε να επιστρέφει από το κυνήγι με πέντε – έξη πέρδικες κρεμασμένες στην κυνηγητική του ζώνη, και καμιά φορά και ένα λαγό. Το ίδιο χόμπι είχε και ο γιός του Νίκος, που πήγαινε μέχρι την Σαρία για πέρδικες.
Ακόμα και αυτοί που δεν είχαν κυνηγητικά όπλα χρησιμοποιούσαν τους λεγόμενους «πλάκους» για να πιάσουν πέρδικες. Έπαιρναν ένα «πλάκο» (αρκετού μεγέθους πλατερή πέτρα) που στήριζαν με μικρά ξυλαράκια, μεταξύ των οποίων έβαζαν σπόρους σιταριού, και όταν η πέρδικα πήγαινε να τους φάει, ακουμπούσε τα ξυλαράκια, έπεφτε η πέτρα και την πλάκωνε. Λίγο πιο πάνω από το γεφύρι του Χα, υπάρχει το τοπωνύμιο «Πλάκοι», που πήρε το όνομα του από τους πλάκους που έστηναν σ’ αυτό. Εκτός από τις πέρδικες υπήρχαν και αγριοπεριστέρια, που βλέπαμε να πετούν μέσα στην Καμαρούκα στο Βρόντη όπου είχαν τις φωλιές τους.
Εκτός από τους κυνηγούς που κυνηγούσαν πέρδικες, ήταν και οι νεαροί που με τις λαστιχιές (σφενδόνες) κυνηγούσαν μικρά πουλιά. Όταν ήρθαν οι Ιταλοί στην Κάρπαθο φύτεψαν τα λεγόμενα αλμυρόδεντρα ένα γύρω στις παραλίες των Πηγαδίων που μεγάλωναν γρήγορα και έτρεφαν μικρά μυγάκια που τα προτιμούσαν μικρά κίτρινα πουλιά. Τα Πηγαδιωτάκια τα αποκαλούσαν «παλαρά» γιατί μπορούσες να τα πλησιάσεις πολύ κοντά και να τα κτυπήσεις με την σφενδόνη, ενώ τα Μενεδιατάκια τα αποκαλούσαν «ξιγκοπούλια» για το ξίγκι τους, επειδή ήταν πολύ παχιά.
Υπήρχαν και οι «κέφαλοι», που ήταν λίγο μεγαλύτεροι και ήταν δύσκολο να τους χτυπήσεις με την σφενδόνη γιατί πετούσαν ψηλά και κάθιζαν στις κορυφές των αμυγδαλιών. Ακόμη πιο δύσκολο ήταν το κυνήγι των σπουργιτών που πετούσαν και έφευγαν μόλις τους πλησίαζες στα 20 μέτρα. Υπήρχαν και άλλα μικρά πουλιά που δεν τα γνώρισα εξ όψεως. Όταν κάθε Οκτώβριο πηγαίναμε στο χωράφι μας στις Ζετές να μαζέψουμε τον ελαιόκαρπο, έβλεπα τις άδειες τους φωλιές πάνω στα ελαιόδεντρα. Όπως φαίνεται ήταν μάλλον αποδημητικά πουλιά.


Υπήρχαν και πουλιά που δεν τα κυνηγούσαν, όπως οι γλάροι. Ορισμένοι απ’ αυτούς είχαν τις φωλιές τους στους γκρεμνούς που βρίσκονται στον Άγιο Πέτρο, πάνω από τον σημερινό δρόμο που πηγαίνει από τα Πηγάδια στο μοναστήρι της Λαρνιώτισσας. Τους έβλεπες να πετούν ανοιχτά στο πέλαγος και από ψηλά να βουτούν στην θάλασσα για να πιάσουν κανένα ψάρι.
Υπήρχαν και οι μαυροκόρακοι, που ήταν πιο μεγάλοι από τις πέρδικες. Όταν στον πόλεμο μέναμε στο Απέρι, τους βλέπαμε να βγαίνουν από τις φωλιές που είχαν ψηλά πάνω στο Κάστρο και να πετούν σε μεγάλο ύψος. Όπως μας έλεγαν, έτρωγαν ερπετά και ψοφίμια. Οι οργανοπαίκτες προτιμούσαν τα φτερά της ουράς των κοράκων για να παίζουν τα λαούτα τους.
Υπήρχαν και τα αποδημητικά πτηνά, που στο πέρασμα τους ορισμένα πετούσαν πάνω από την Κάρπαθο και άλλα έμεναν για ένα διάστημα. Τα χελιδόνια ερχόντουσαν την άνοιξη και μας εντυπωσίαζαν με το γλήγορο πέταγμα τους. Όταν κάποιος ή κάποια ήταν ευέλικτοι τους αποκαλούσαν χελιδόνια.


Ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλούσαν τα «όπλια», που κάθε Οκτώβριο υπερίπταντο της Καρπάθου με το χαρακτηριστικό κράξιμό τους, στην κάθοδο από την Ευρώπη στην Αφρική, προάγγελμα της άφιξης του χειμώνα. Γύρω στα 50 «όπλια» πετούσαν ομαδικά με προδιαγεγραμμένο σχεδιασμό. Προηγείτο ένα «όπλι» και ένα μέτρο πάνω απ’ αυτό, δεξιά και αριστερά του πετούσαν άλλα δύο, και ένα μέτρο πάνω απ’ αυτά πετούσαν άλλα τέσσερα, από δύο δεξιά και αριστερά στο καθένα. Η ίδια τακτική συνεχιζόταν και με τα υπόλοιπα και νόμιζες πως έβλεπες την αιχμή τεράστιου βέλους να κινείται στον ουρανό.
Όπως ισχυρίζονται οι ορνιθολόγοι, το φτερούγισμα του πρώτου «οπλιού» σπρώχνει τον αέρα προς τα πάνω και κάνει πιο ξεκούραστο το πέταμα των δυο «οπλιών» που υπερίπτανται, και ακόμη πιο εύκολο αυτών που πετούν πιο πάνω. Επειδή το πέταγμα του πρώτου «οπλιού» είναι το πιο κουραστικό, κατά διαστήματα την θέση του παίρνει το τελευταίο του σχηματισμού, που είναι και το πιο ξεκούραστο. Μοιάζει με τον Καρπάθικο χορό, που ο τελευταίος στον χορό είναι ο επόμενος χορευτής του κάβου.
Όπως προαναφέρθηκε τα «όπλια» υπερίπταντο και δεν σταματούσαν στην Κάρπαθο. Όμως, ένα πρωί που ξυπνήσαμε, αρχές της δεκαετίας του 1950, είδαμε ένα απ’ αυτούς τους σχηματισμούς «οπλιών» να κάθεται πάνω στο νησάκι της Άφωτης. Όταν ορισμένοι, από περιέργεια, πήγαν από το λιμάνι με ένα δυο βάρκες να τα πλησιάσουν αυτά πέταξαν και πήγαν στο Δεσποτικό. (Βλέποντας τα να πετούν από το ένα νησάκι στο άλλο, μπορέσαμε να διαπιστώσουμε ότι το μήκος τους έφτανε μέχρι ένα μέτρο). Το άλλο πρωί όταν ξυπνήσαμε είχαν φύγει.
Τα ορτύκια ήταν τα αποδημητικά πτηνά που προκαλούσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των Καρπαθίων και ιδιαίτερα των κυνηγών. Ερχόντουσαν τον Σεπτέμβριο, στην κάθοδο τους από την Ευρώπη στην Αφρική, και σταματούσαν γύρω στις δυο εβδομάδες στον Αφιάρτη και όταν έβλεπαν κάποιον άνθρωπο κρυβόντουσαν μέσα στους θάμνους. Ο κυνηγός προχωρούσε ανάμεσα στους θάμνους με το όπλο του στραμμένο προς το έδαφος. Μόλις ο κυνηγός ξεπερνούσε τον θάμνο που κρυβόταν το ορτύκι, αυτό ξεπετούσε και πετούσε προς τα πίσω. Ο κυνηγός αν πρόφτανε, γύριζε αμέσως και το πυροβολούσε.
Εκτός από τα πτηνά, η πανίδα της Καρπάθου διέθετε και άλλα ζώα όπως οι λαγοί που μαζί με τις πέρδικες αποτελούσαν τα πιο διαδεδομένα ζώα στην Κάρπαθο. Ο κυνηγός, εκτός από το όπλο του χρειαζόταν και εκπαιδευμένο σκύλο, επειδή οι λαγοί κρύβονταν μέσα στους σκίνους και μόνο οι σκύλοι μπορούσαν να τους βρουν και να τους ξετρυπώσουν. Ο κυνηγός έπρεπε να είναι έτοιμος και προετοιμασμένος γνωρίζοντας ότι ο λαγός προτιμούσε το ανήφορο όπου είναι πολύ γρήγορος, επειδή τα πισινά του πόδια είναι μεγαλύτερα από τα μπροστινά.
Τα «ζουριά» ήταν ένα άλλο ζώο που περιλάμβανε η πανίδα της Καρπάθου, που ενδημούσαν και στην δασώδη περιοχή που βρισκόταν ΒΑ του Απερίου. Σε μέγεθος και εμφάνιση έμοιαζε με μικρή αλεπού και συμβούλευαν τις νοικοκυρές να κρατούν τους «κούμους» (κοτέτσια) τους κλειστά, επειδή τα ζουριά πνίγουν τις κότες και τρώνε τα αυγά τους. Το δέρμα του ζουριού το χρησιμοποιούσαν για γουναρικά.
Τα φίδια που υπήρχαν στην Κάρπαθο δεν ήταν δηλητηριώδη και ήταν μικρά στο μέγεθος. Το μήκος τους έφτανε το ένα μέτρο και η διάμετρός τους όσο ο δάκτυλος ενός χεριού. Οι Καρπάθιοι δεν τα κυνηγούσαν ούτε τα απέφευγαν, και όπως είχα ακούσει, στον αποκρέατο του σπιτιού της προγιαγιάς μου είχε την φωλιά ένα φίδι, που αυτή το θεωρούσε το τυχερό του σπιτιού και η παρουσία του δεν την ενοχλούσε.
Ακόμη και καβούρια ζούσαν μέσα στα ρυάκια που λίμναζαν τα νερά, όπου είχαν τις φωλιές τους κάτω από τα βούρλα. Τα παιδιά που ήθελαν να τα πιάσουν πήγαιναν στο ρυάκι που κατέβαινε από τον Βουτσά στα Πηγάδια και στον ποταμό της Άφωτης. Έκοβαν ένα βούρλο και το έβαζαν μέσα στην φωλιά του κάβουρα, που το δάγκωνε με τις χαχάλες του και αυτά τραβώντας το σιγά-σιγά έβγαζαν τον κάβουρα από την φωλιά του και τον έπιαναν.
Στα νότια της Ολύμπου, στην ευρύτερη περιοχή του Αγρέλλη, υπήρχαν πολλές διάσπαρτες πηγές μέσα στα πευκοδάση, όπου μπορούσε κανείς να συναντήσει και τον ενδημικό βάτραχο της Καρπάθου.
Ότι η φύση χρειάστηκε εκατομμύρια αιώνες για να δημιουργήσει, εξαλείφθηκε μέσα σε ένα αιώνα και η κλιματική αλλαγή που προβλέπεται να ακολουθήσει πρόκειται να χειροτερέψει την κατάσταση.
The fauna of Karpathos disappeared in a century
By Manolis Cassotis
Within a century, the flora of Karpathos has changed radically, of the pine forests and low vegetation that covered 50% of the island, little is left, and of the hundreds of springs that “Karpathos with the cold waters…” had, most have dried up, or their flow has significantly decreased. The same has happened to the fauna of Karpathos, because of the destruction of the flora and way of life.
More obvious is the disappearance of birds, such as the partridges that you could see singing from one end of Karpathos to Saria, and their hunting had become the main hobby of amateur hunters. Some of the Karpathians who went to America, returning to Karpathos after the war, brought with them a hunting rifle for themselves or for a close friend.
There were so many hunters that they even created an organization. In Pigadia I remember the pharmacist Aristides Nikolaidis who we often saw returning from hunting with five or six partridges hanging from his hunting belt, and sometimes a hare. His son Nikos had the same hobby and would go all the way to Saria to hunt partridges.
Even those who did not have hunting weapons used the so-called “plakes” to catch partridges. They took a “plaka” (a large flat stone) that they supported with small sticks, between which they put wheat seeds, and when a partridge went to eat them, it touched the sticks, the stone fell and hit it. A little further above the bridge of Ha, there is the place name “Plakoi” which took its name from the plates that were set up there to catch partridges. In addition to the partridges, there were also wild pigeons that we saw flying in “Kamarouka” (extra-large cave), in Vronti where they had their nests.
In addition to the hunters who hunted partridges, there were also children who hunted small birds with slingshots. When the Italians came to Karpathos, they planted the so-called “almirodetra” (salt trees) around the beaches of Pigadia, which grew quickly and fed small flies that preferred the small yellow birds. The Pigadiotan children called “palara” (stupid bird) because you could get very close to them and hit them with the slingshot, while the Menediatian children called them “xigopoulia” because were very fat.
There were also the “kefaloi” (had big heads), they were a little bigger and difficult to hit with the slingshot because they flew high and sat on the tops of the almond trees. Even more difficult was the hunting of the sparrows that flew away as soon as you approached them within 20 meters. There were other small birds that I never saw. When every October we went to our field in Zetes to pick the olives, I saw their empty nests on the olive trees. Apparently, they were rather migratory birds.
There were also birds that were not hunted, such as seagulls. Some of them had their nests on the cliffs located in Saint Peter, above the current road that goes from Pigadia to the monastery of Larniotissa. You could see them flying out to sea and diving high from above to catch fish.
There were also black crows that were larger than partridges. When we lived in Aperi during the war, we would see them coming out of their nests high up on the Castle and flying at great heights. As they told us, they ate reptiles and carrion. The organists preferred the tail feathers of the black crows to play their lutes.
There were also migratory birds, some of which flew over Karpathos during their passage, while others stayed for a while. The swallows came in the spring and impressed us with their swift flight. When someone or something was agile, they would call them swallows.
Of particular interest were “Oplia” that flew over Karpathos every October with their characteristic crackling, on their descent from Europe to Africa, heralding the arrival of winter. Around 50 “oplia” flew in a group with a prescribed pattern. One “opli” preceded and one meter above it, two more flew to the right and left of it, and four more flew one meter above them, in the same pattern. The same tactic continued with the rest, and you thought you were seeing the tip of a huge arrow moving in the sky.
According to ornithologists, the flapping of the first “opli” pushes the air upwards and makes the flight of the two “oplia” that fly over it more relaxing, and even easier for those that fly higher. Because the flight of the first “opli” is the most tiring, at intervals the last of the formation takes its place, which is also the most relaxing. It is like the Karpathian dance, where the last in the dance is the next head dancer.
As mentioned above, “oplia” flew over and did not stop in Karpathos. However, one morning when we woke up, in the early 1950s, we saw one of these “oplia” formations sitting on the islet of Afoti. When some, out of curiosity, went from the port in a couple of rowboats to approach them, they flew away and went to Despotiko islet. (Watching them fly from one islet to another, we were able to determine that their length reached up to one meter). The next morning when we woke up, they were gone.
Quails were the migratory birds that aroused the greatest interest to Karpathians and especially to hunters. They arrived in September, on their way from Europe to Africa, and stopped for about two weeks in Afiarti and when they saw a person they hid in the bushes. The hunter would walk among the bushes with his gun pointed at the ground. As soon as the hunter passed the bush where the quail was hiding, it would take off and fly backwards. The hunter immediately turns around and shoots it.
In addition to birds, the fauna of Karpathos also had other animals such as hares, which together with partridges were the most widespread animals in Karpathos. The hunter, in addition to his weapon, also needed a trained dog, the hares hid inside the bushes and only the dogs could find them and dig them out. The hunter had to be ready and prepared, the hare preferred the uphill where it is very fast, because its hind legs are longer than its front legs.
“Zouria” were other animals that was included in the fauna of Karpathos, which was also endemic to the forested area located NE of Aperi. In size and appearance, it resembled a small fox, and housewives were advised to keep their “koumos” (chicken coops) closed because “zouria” choked the hens and ate their eggs. “Zouria’s skin was used for furs.
The snakes that existed in Karpathos were not poisonous and small. Their length reached one meter, and their diameter was as wide as the finger of a hand. The Karpathians did not hunt them or avoid them, and as I had heard, in the “apokreatos” (storage under the sleeping platform) of my great-grandmother’s house there was a snake that had its nest, she considered it the lucky charm of the house, and its presence did not bother her.
Even crabs lived in the streams, where they had their nests under the rushes. The children who wanted to catch them went to the stream that came down from Voutsas to Pigadia and to the Afotis River. They would cut a rush and put it in the crab’s nest, which would bite it with its claws and by pulling it slowly they would take the crab out of its nest and catch it.
To the south of Olympus, in the wider area of Agrelli, there were many scattered springs in the pine forests, where one could also encounter the endemic frog of Karpathos.
What nature took millions of centuries to create was eliminated within a century, and the climate change that is predicted to follow is set to make the situation worse.





















