γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
«…..Θεέ μου πως έχω καταντήσει έτσι; Είμαι αξούριστος, βρεμένος μέχρι το κόκκαλο. Η έκφραση μου έχει άλλαξει, είναι αγριεμένη. Απ΄τον λαιμό μου είναι περασμένο το αντίσκηνο, που στάζει νερό γύρω και βρέχει το δάπεδο. Τα άρβυλα μου είναι πασαλειμμένα με λάσπη κι αφήνουν αποτυπώματα. Τι ζητά εδώ αυτός ο καθρέφτης; Μουρχεται να τον σπάσω αυτή τη στιγμή……»
Πρόκειται για απόσπασμα από το βιβλίο «Η θύελλα. Πορεία Ηρωική και Πένθιμη» του Καρπάθιου γιατρού και λογοτέχνη Κώστα Κυζούλη. Ο παιδίατρος αυτός έμεινε στη μνήμη μας κυρίως για το βιβλίο του «Ο Βασιλιάς της Αχάτας». Όμως “Η Θύελλα” είναι το έργο που ο ίδιος ονομάζει Μαρτυρία και θα έπρεπε εμείς οι Καρπάθιοι να μελετάμε, να τον θυμόμαστε και να τον τιμούμε.
Γνώρισα την κόρη του κι εκείνη μέσα από πολλές συναντήσεις μου περιέγραψε τον χαρακτήρα, την οξυδέρκεια, μα και την λατρεία του για την Κάρπαθο.
Ο Κώστας Κυζούλης είναι ακόμη ένα σπουδαίο κεφάλαιο της καρπαθιακής ιστορίας, από κείνα που οφείλουμε να σταθούμε και να χασομερήσουμε. Και γράφω είναι κι όχι ήταν, γιατί μέσα από τα βιβλία του παραμένει ζωντανός, απομένει στις σημερινές και τις επόμενες γενιές να τον ανακαλύψουν.
Η πατρική καταγωγή του Κώστα Κυζούλη ήταν από το Μεσοχώρι, όπου και προέρχεται το ιδιαίτερο επίθετο. Το μυστήριο του οποίου λύνεται από την πρό-γιαγιά του γιατρού που είχε το όνομα Κυζούλα, (η λέξη προέρχεται από την τουρκική λέξη giouzel και σημαίνει η όμορφη).
Αν και το επίθετο της οικογένειας ήταν τότε Διακογεωργίου (;), ο προπάππους ξέφυγε από αυτό και έμεινε με το όνομα της μητέρας του. “Της Κυζούλας ο γιός”, και έμεινε ο Κυζούλης, μια ιστορία μάλλον συνηθισμένη για τη Κάρπαθο.
Ο Κωνσταντίνος ήταν το δεύτερο παιδί του Μιχάλη Κυζούλη και της Βωλαδιώτισσας Αθηνάς Μαρτή και γεννήθηκε στις 12 Μαρτίου 1908 στη Βωλάδα.
Πρωτοκόρη ήταν η Αννίκα, που γεννήθηκε το 1906, έπειτα ακολούθησε ο Κωνσταντίνος και τελευταίο παιδί ήταν ο Μηνάς (1910).
Ο πατέρας Μιχάλης Κυζούλης ήταν ένας σπουδαίος εργολάβος, από τους καρπάθιους που δούλεψαν στη διάνοιξη της διώρυγας της Κορίνθου και στη συνέχεια αναλάμβανε οικοδομές στην Αθήνα. Όμως δεν πρόλαβε να καμαρώσει τα παιδιά του, έφυγε λίγα χρόνια πριν το 1920 και άφησε χήρα και ντυμένη στα μαύρα την χαροκαμένη σύζυγο του Αθηνά, να παλεύει ολομόναχη για να μεγαλώσει τρία μικρά παιδιά.
Ο Κωνσταντίνος Κυζούλης έδειξε από μικρός τη κλήση του στα γράμματα και ξεχώριζε για τη μοναδική ευφυΐα του.
Ένα τυχαίο γεγονός στάθηκε η αιτία να ξεκινήσει το σχολείο δύο χρόνια νωρίτερα. Αιτία η αδελφή του Αννίκα, η πρωτοκόρη της οικογένειας είχε εγγραφεί στην πρώτη τάξη του δημοτικού σχολείου της Βωλάδος και ο δύο χρόνια μικρότερος αδελφός της, ο Ντίνος, δεν σταματούσε το παράπονο και το κλάμα, θα έχανε την αγαπημένη του αδελφή από το καθημερινό τους παιγνίδι.
Ζήτησαν λοιπόν από το δάσκαλο να επιτρέψει στον αρσενικό πρωτογιό να κάθεται σε μια γωνιά μέσα στην αίθουσα και να παρακολουθήσει, έστω για ένα μικρό χρονικό διάστημα, τα μαθήματα μέχρι να συνηθίσει την απουσία της Αννίκας.
Ωστόσο ο τετράχρονος αποδείχθηκε το πιο κοφτερό μυαλό από όλα τα παιδιά μέσα στην τάξη. Από τότε ξεκίνησε ένα ασταμάτητο ταξίδι με οδηγό τα γράμματα.
Με ιδιαίτερη κλήση στη ζωγραφική και το σχέδιο ο νεαρός Ντίνος ήταν έτοιμος να επιλέξει την αρχιτεκτονική, όμως η χήρα μητέρα του φαίνεται πως είχε άλλη, μια πιο καρπάθικη άποψη.
Ήταν μόλις 16 ετών, το 1924, όταν ο Ντίνος γράφτηκε στην ιατρική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών! Σχολή που ολοκλήρωσε με επιτυχία και στη συνέχεια ταξίδεψε για το Παρίσι, όπου και επέλεξε την ειδικότητα της παιδιατρική. Εκείνα τα χρόνια η αδελφή του Αννίκα ολοκληρώνει της σπουδές στο Αρσάκειο και γίνεται δασκάλα, γνωρίζει και παντρεύεται τον γιατρό και πρώτο καρπάθιο βουλευτή Περικλή Χρυσοχέρη.
Το 1932 σε ηλικία 24 ετών ο Κωνστ. Κυζούλης είναι ήδη μέλος του Ιατρικού συλλόγου Αθηνών, μάλιστα έχει ολοκληρώσει την πτυχιακή εργασία του με θέμα την παιδική φυματίωση.
Στα χρόνια που απομένουν μέχρι τη κήρυξη του πολέμου ο γιατρός είναι πολυάσχολος και επενδύει σε γνώση αλλά και σε εμπειρία.
Ιδρύει την κλινική “Άγιος Διονύσιος” στον Πειραιά, ενώ το 1937, μόλις 29 ετών, γίνεται επιμελητής στο Δημοτικό βρεφοκομείο Αθηνών.
Καρπάθιος πατριώτης δεν έβγαλε ποτέ τη Κάρπαθο από τη ψυχή, ούτε καν από τη σκέψη του. Μάλιστα στην πρώτη και τελευταία μεγάλη εκδρομή, που πραγματοποίησαν οι καρπάθικοι σύλλογοι τον Αύγουστο του ’38 στο νησί, ο Κυζούλης είναι ένας από τους 167 ψυχωμένους καρπάθιους επιβάτες του ιταλικού πλοίου “citta di Bari”.
Πολλά χρόνια αργότερα όταν έφερνε στη μνήμη εκείνα τα τόσο γόνιμα χρόνια, έμοιαζε να στέκεται στη πλώρη ενός πλοίου, να δακρύζει με τις μνήμες-πέτρες και τα βράχια της Καρπάθου και έπειτα να φεγγοβολά στα μάτια του η Κάσος! Αφού εκεί γνώρισε την Ευαγγελίσσα, έτσι έλεγαν το κορίτσι που αντάλλαξε μαζί του μόνο δυο ματιές. Μια στιγμή και ήταν αρκετή, για να κάμει τη καρδιά του Ντίνου να λιώνει μέχρι το βαπόρι να κατεβάσει τη σκάλα στον Πειραιά.
Ίσως να ακολουθούσε ακαδημαϊκή καριέρα αλλά το ξέσπασμα του πολέμου άλλαξε τον χωροχρόνο και την εποχή.
Ήταν 15 Αυγούστου 1940 και ο Κυζούλης είχε διαλέξει τις Σπέτσες για να περάσει λίγες πιο ξέγνοιαστες ημέρες όταν από το ραδιόφωνο
ανακοινώθηκε η βύθιση της “Έλλης” στην Τήνο. Με την επιστροφή στην Αθήνα βρήκε έναν φάκελο πάνω στο γραφείο του, ήταν η “ατομική πρόσκληση”. Ο γιατρός είχε ήδη επιστρατευτεί.
Το μεγαλύτερο ορόσημο στη ζωή του Κυζούλη, μετά τα παιδικά χρόνια στη Κάρπαθο, να ήταν οι εννιά μήνες που έζησε τη φρίκη και τη κτηνωδία του πολέμου.
Συναισθήματα ανάμικτα που ξεκινούσαν από τον πατριωτισμό, και την ελπίδα. Περνούσαν στη θλίψη, τον αβάσταχτο πόνο που γεννούν τα κομματιασμένα κορμιά, το αίμα και η απώλεια. Και ακολουθούσε το μίσος, η ντροπή για την ανείπωτη κατάντια. Ένας πόλεμος φέρνει στην επιφάνεια κάθε κρυφό ένστικτο, έτσι κι έφεδρος καρπάθιος υπίατρος έζησε κάθε λεπτομέρεια από τα πεδία των μαχών μέχρι την υποχώρηση και την επιστροφή σε μια αγνώριστη γερμανοκρατούμενη Αθήνα.
Μέσα στις μάχες, πασχίζοντας να κρατήσει τη ζωή, ο Κυζούλης σφίγγει στα δάχτυλα του ένα μικρό τεφτέρι, ένα τετράδιο σαν εκείνα των παράνομων εραστών, όμως όχι δεν γράφει τρυφερές αναμνήσεις. Μεταφέρει με κοφτές δύστροπες λέξεις κάθε σκληράδα, κάθε πίκρα του πολέμου και όταν μετά από χρόνια αποφασίζει να το ανοίξει τότε ξεπηδά ένας χείμμαρος και σαρώνει το παρόν.
Οκτώ χρόνια μετά από το ξέσπασμα του πολέμου και ενώ ακόμη δεν έχει κλείσει ο τραγικός εμφύλιος, ο Κυζούλης κάνει τη λογοτεχνική του εμφάνιση στο περιοδικό “Νέα Εστία”.
Ο Κυζούλης δεν αυτοβιογραφεί, ούτε γράφει μυθιστορήματα, επιλέγει να κάνει ανοιχτές καταθέσεις ψυχής.
Αφήνει τον αναγνώστη άφωνο με τη δύναμη της αλήθειας και συνάμα το θεόπνευστο χάρισμα μιας περιγραφής, και άγνωστο πως, καταφέρνει να μοιάζει με μια κινηματογραφική ταινία που προβάλλεται δίχως μηχανές ευθεία πάνω στα μάτια μας. Δεν έχει ανάγκη από ευαίσθητα φιλμ, μοναδικός οδηγός το ταίριασμα των λέξεων που είναι και η δύναμη της έμπνευσης του παιδίατρου.
“Η γυναίκα μου είναι η ιατρική, όμως η ερωμένη μου είναι η λογοτεχνία” έλεγε αστειευόμενος στην μοναχοκόρη του Φωτεινή, ενώ εκείνη από παιδί κρατιόταν πάνω στα χείλια του καλύτερου πατέρα του κόσμου.
Από τα έκθετα μωρά, από την άλλη η πείνα και τα λοιμώδη νοσήματα που έκαναν θραύση μέσα στον πόλεμο. Ο παιδίατρος Κυζούλης θα προσφέρει με πάθος ανιδιοτέλεια και αλτρουισμό τις υπηρεσίες του, και θα φτάσει στη θέση του Διευθυντή τμήματος βρεφών του δημοτικού μαιευτηρίου Αθηνών. Όπως συχνά αποκάλυπτε στον ανηψιό του Στέλιο Χρυσοχέρη, μέσα στον πόλεμο ζούσε ανείπωτες μάχες με τα λοιμώδη νοσήματα αλλά και τις ελλείψεις φαρμάκων.
Εκεί θα γνωριστεί την Καλλιόπη Περιτοπούλου. Βέρα Αθηναία, Πλακιώτισσα που εργαζόταν ως κοινωνική λειτουργός την ίδια περίοδο και δεν άργησε να διαβάσει στα μάτια της όλα εκείνα που σημαίνουν έρωτας.
Αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν το Φλεβάρη του ’42, έζησαν μαζί 53 χρόνια, όμως τη σχέση τους διέκοψε βίαια ο θάνατος, που διάλεξε και άρπαξε πρώτη τη Καλλιόπη.
“Πολυτάλαντος αλλά συνάμα ένας τελειομανής”, έτσι περιγράφει τον πατέρα της η Φωτεινή Κυζούλη που εκτός από την ιατρική λάτρευε επίσης τα ταξίδια, τη θάλασσα, τη κηπουρική, καταγινόταν δε με κάθε είδους μαστορέματα.
Δύο χρόνια πριν το τέλος, ήταν 94 ετών, παρουσιάστηκε κάποιο πρόβλημα στην όραση και έκανε σκέψεις για ένα ταξίδι στην Αμερική, αφού όπως διάβασε υπήρχε κάποια πειραματική θεραπεία. Και όλα αυτά για να μην αφήσει τη μελέτη και το διάβασμα.
Άφησε πίσω μια ανεκτίμητη κληρονομιά, πρώτο έργο τον Ιούνιο 1968, το μοναδικό βιωματικό «ΘΥΕΛΛΑ, πορεία ηρωική και πένθιμη», που ήταν αφιερωμένο στη μνήμη της μητέρας του Αθηνάς, που έχει χάσει τα χριστούγεννα του 1956.
Θα ακολουθήσει “ο Βασιληάς της Αχάτας” πρόκειται για ένα βιβλίο αληθινό ύμνο λατρείας για τη Κάρπαθο.
Με κεντρικό ήρωα τον Κάκαβο, σύμφωνα με τον ανηψιό του, (γιο της αδελφής του Αννίκας) ακτινολόγο Στέλιο Χρυσοχέρη, πρόκειται για τον Πετροπουλάκη, έναν Βωλαδιώτη παθιασμένο με τη μοναδική παραλία της Αχάτας.
Ο Κυζούλης γράφει και στη πραγματικότητα ζωγραφίζει σκηνές από τη αγνότητα, αποτυπώνει την καθαρότητα της περασμένης Καρπάθου. Είναι οι πιο δυνατές προσωπικές στιγμές που χαράχθηκαν πάνω στη ψυχή του, εικόνες οδηγοί, δάσκαλοι της ζωής του.
Το βιβλίο εκδόθηκε το 1972 από το τυπογραφείο Μαυρουδή, ενώ το 1997 επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις “Άγιοι Ανάργυροι” στη Νέα Υερσέυ.
Τρίτο έργο του «το Κονσέρτο», ένα μυθιστόρημα πάθους, το οποίο ακολούθησαν δύο ποιητικές συλλογές “Η μάχη χωρίς ελπίδα” και “Ο δρόμος των Θεών”, παράλληλα με θεατρικά έργα, όπως «Σταθμός ΕπιΔέσεως» και «ο Έρωτας στο Εδώλιο».
Ευαίσθητος πατέρας, άριστος οικογενειάρχης και ένας αυθεντικός πατριώτης, έτσι γράφτηκε και παραμένει ο Κωσταντίνος Κυζούλης ολοζώντανος στη μνήμη της κόρης του, που δεν ξεχνά τις αναρίθμητες ιστορίες για το νησί του. Να, όπως το παράξενο θαύμα στο Μεσοχώρι, με εκείνο το μοσχάρι, που όπως έλεγε ο Κυζούλης, είχε χρυσά δόντια!
Ενώ για όλους εμάς, που τον γνωρίζουμε μέσα από τα βιβλία του, πρώτα θαυμάζουμε το μοναδικό χάρισμα, το ταλέντο της γραφής και έπειτα αυτό γίνεται αφορμή για να μάθουμε κάτι παραπάνω πρώτα για τον τόπο μας, τη Κάρπαθο, και έπειτα για τους αγώνες της πατρίδας μας.
Ακόμη ένα απόσπασμα από τη Θύελλα:
«Αὐτή ἡ νύχτα στό Μάλι-Γκαρονίν ἔχει γραφτεῖ στήν ψυχή μου μέ ἀνεξίτηλο μελάνι. Οἱ τραυματίες ἔχουν πλημμυρίσει τά ἀντίσκηνα.
Πολλοί εἶναι ἐξαντλημένοι καί δέ μποροῦν, οὔτε νά γευτοῦν τή λίγη φακή, πού οἱ ἄντρες μοιράζονται μαζί τους. Δέ θέλουν, δέ ζητᾶν τίποτε, παρά λίγο, ἐλάχιστο νερό, νά βρέξουν μόνο τή γλῶσσα τους.
Κάθε τόσο σηκωνόμαστε, πότε ὁ Νώντας, πότε ἐγώ. Μέ τή βοήθεια ἑνός ἠλεκτρικοῦ φαναριοῦ πηγαίνουμε ἀπό τό ἕνα ἀντίσκηνο στό ἄλλο.
Μά τί μποροῦμε νά κάνουμε; Τί ἔχουμε νά προσφέρουμε; Οἱ τραυματίες μόνον ξαπλωμένοι χωρᾶν στά ἀντίσκηνα, καθώς πάλι ἔχουν λυγίσει ἀπό τό χιόνι. Δέν μποροῦν οὔτε κάν νά καθίσουν, γιά νά τούς ἐξετάσουμε.
Ἔξω ἡ θύελλα συνεχίζει ἀμείωτη.
Στό δικό μου ἀντίσκηνο εἶναι ἕνας ἀνθυπολοχαγός. Εἶναι βαριά πληγωμένος, μέ “διαμπερές τραῦμα” στό θώρακα κι ἔχει πολλή δύσπνοια καί πυρετό. Εἶναι ξανθό καί ὄμορφο παλληκάρι. Μαθητής ἀκόμη στή Σχολή Εὐελπίδων, ὀνομάστηκε ἀξιωματικός κι ἦρθε στόν πόλεμο.
Εἶναι πεσμένος μπρούμυτα κι ἔχει λοξά γυρίσει τό κεφάλι του. Ἔτσι νιώθει κάπως καλύτερα. Κάθε τόσο τοῦ δίνω ἕνα χάπι κα ταπραϋντικό. Αὐτός ὅμως τό βλέπει πού θά πεθάνει – πῶς μποροῦμε νά τόν βοηθήσουμε ἐδῶ πάνω; – καί μέ παρακαλεῖ νά μήν ἀσχολοῦμαι μαζί του. Νά κοιτάξω τούς ἄλλους, πού ἔχουν ἐλπίδες νά ζήσουν.
Ἡ κατάσταση ἔπειτα βαραίνει. Καθώς προαισθάνεται τό τέλος, βγάζει ἀπό τήν τσέπη τῆς χλαίνης καί μοῦ προσφέρει τό πιστόλι του.
–Πάρ’ το, γιατρέ, νά μέ θυμᾶσαι! Δέν πειράζει γιά μένα!… Χαλάλι τῆς Ἑλλάδας! Ἀρκεῖ πού νικήσαμε! λέει μέ τήν ἀργή, σβυσμένη φωνή του.
Εἶναι ἕνα πλακέ Μπράουνιγκ. Μ’ αὐτό ἔχει ὁδηγήσει τή διμοιρία του στήν κορφή τοῦ ὑψωματος, μᾶς λέει ἕνας διπλανός τραυματίας, πού πολεμοῦσε μαζί του.
Στήν κρίσιμη στιγμή, καθώς ἔχουν κυκλωθεῖ ἀπό τά ἐχθρικά πυρά, μπαίνει μπροστά μέ τό πιστόλι στό χέρι καί διατάζει: “Ἐφ’ ὅπλου λόγχην”! Οἱ Ἰταλοί φεύγουν. Τότε ὅμως, ὥς κυριεύουν τό ὕψωμα, ἀρχίζουν νά πέφτουν βλήματα ὅλμων καί τραυματίζεται.
Ἔχει τώρα πέσει σ’ ἕνα προθανάτιο παραλήρημα. Κάθε τόσο φωνάζει καί παρορμᾶ τούς ἄντρες του: “Ἀπάνω τους, παιδιά, καί τούς φάγαμε”. “Ἀέρα! Ἀέρα!”. Ἔπειτα τά βάζει μέ τό λοχία του, πού τό πολυβόλο παθαίνει ἐμπλοκή στήν κρίσιμη στιγμή, καί λέει: “Ἄχ, μωρέ Κώστα, πάντα ἔτσι μοῦ τά καταφέρνεις!”.
Σέ λίγο ξεψυχᾶ μέσα στά χέρια μου τό ἁγνό παλληκάρι, πού ἔφηβος ἀκόμη ἔχει ντυθεῖ τή στολή τοῦ ἀξιωματικοῦ.
Ὅλη τήν ὑπόλοιπη νύχτα μένουμε οἱ δυό μας μέσα στό ἀντίσκηνο».
*Κώστα Κυζούλη, ἰατροῦ «Ἡ θύελλα, Πορεία ἡρωϊκή καί πένθιμη»