Γράφει η Μαριγούλα Κρητσιώτου, ερευνήτρια-λαογράφος
Η μικρή απόσταση μεταξύ νότιας Ρόδου και βόρειο-ανατολικής Καρπάθου συνεπάγεται πολλές, μεταξύ τους, περιβαλλοντικές σχέσεις κι αλληλεπιδράσεις, οι οποίες αξιοποιούνταν, ιδιαίτερα, σε άλλες εποχές. Όταν οι κάτοικοι της νότιας Ρόδου έβλεπαν σύννεφα και αστραπόβροντα στον ουρανό της Καρπάθου, υπολόγιζαν πότε η κακοκαιρία θα ξέσπαγε στα μέρη τους κι ανάλογα ρύθμιζαν τις εργασίες τους: «Στην Κάρπαθο χαμοβροντά ξεπέζευγε βρε κερατά», έλεγαν, εννοώντας, βγάλε τον ζυγό από τα ζώα του οργώματος, μην οργώσεις.
Ευεργετικός προς τα ίδια χωριά ήταν και ο λεγόμενος μεταξύ τους «καρπάθικος άνεμος» (δυτικός), καθώς έσπρωχνε το κύμα στην παραλία «Φούρνοι» της Απολακιάς κι επιπλέον έσερνε την άμμο προς την πιο εσωτερική στεριά, διαμορφώνοντας, σε όλο το μήκος της συγκεκριμένης ακτογραμμής, αμμόλοφους. Πίσω από αυτούς οι Απολακιάτες άρχισαν, κατά τα μέσα του 19ου , να καλλιεργούν παλαιστινιακές «πατίχες» (καρπούζια), φτάνοντας σήμερα σε απίστευτα μεγέθη παραγωγής.
Αλλά και τα μελτέμια του καρπάθιου πελάγους δρόσιζαν τα αναφερόμενα χωριά, κάτι που τραγουδιόταν στο πανηγύρι της Παναγίας της Σκιαδενής
«Καρπάθικό μου πέλαγος π’ αφρείς και κυματίζεις
ακόμα και τη Σκιαδενή κι εκείνη τη δροσίζεις»
Ο Πλάτων συμβολίζει τους νησιώτες με βάτραχους, εδώ κι εκεί, στην ίδια λίμνη (Καββαδίας), υπονοώντας την γεωγραφία τους και την σχέση τους με την θάλασσα.
Βγαίνοντας στην θάλασσα οι Καρπάθιοι, οι Χαλκίτες κι οι Κασιώτες, με τα παλαιότερα πλεούμενά τους, είχαν να περάσουν τον «Απέρατο» ή «τα Απεράτου» το δύσκολο πέρασμα ανάμεσα στην Κάρπαθο, την Χάλκη και το Μακρομύτι. Το Μακρομύτι είναι οι βραχίονες του απάνεμου λιμανιού της Κεραμενής, στην οποία έμπαιναν οι ως άνω νησιώτες πότε για μικρή ανάπαυλα, πότε για να μεταφέρουν κοπάδια στο ροδίτικα βοσκοτόπια, πότε με άλλους σκοπούς. Σε μικρή απόσταση, από την Κεραμενή, και πιο ψηλά, συναντούσαν την Μονόλιθο, στην οποία συχνά, εγκαθίσταντο. Ετσι, από τον 19ο αι, ίσως και νωρίτερα, στον πληθυσμό της υπήρχαν Χαλκίτες και Καρπάθιοι. Οι Χαλκίτες ήταν πάντα περισσότεροι, λόγω, της μικρής απόστασης και των ομαδικών μετεγκαταστάσεων. Οι Καρπάθιοι συγκροτούσαν μικρές ομάδες απογόνων, από προγόνους που ήρθαν, είτε ως μεμονωμένα άτομα, είτε ως οικογενειακά σύνολα, ενώ στην πιο στενή τους καταγωγή προέρχονταν από τους Μιχαλήδες, τους Ηρωνίες, τους Γιούτλους της Ελύμπου κι επίσης από τους Μαλανδρήδες, προφανώς, των Πυλών.
Μετατρέπεται, κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Μονόλιθος σε τόπο συμβίωσης αυτών των διαφορετικών εθνοτικών ομάδων με επακόλουθο, το ποιος είναι ποιος; Την συνηθισμένη, δηλαδή, σε τέτοιες περιπτώσεις, επίδειξη της ιδιαίτερης ταυτότητας. Οι σιωπηλοί ανταγωνισμοί ενσαρκωνόταν, προπάντων, στις επικοινωνιακές τελετουργίες του γλεντιού και του χορού, που είναι εξάλλου οι πλέον καταξιωμένες πλευρές της επίσημης ζωής, κάθε τόπου. Οπου, οι Καρπάθιοι και οι Χαλκίτες κατέθεταν την αξιοσύνη τους, ως χορευτές και τραγουδιστές, με άξιους συμπαίκτες τους Μονολιθιάτες, οι οποίοι περιέγραφαν θυμούνταν κι αφηγούνταν αυτό το παρελθόν τους, το 2007: «..Την μιαν άκουες το λυράκι της Καρπάθου, την άλλη της Χάλκης… Τα ίδια και στα γλέντια….εγλεντούσαμε μαζί, εγινόμαστον ένα….. Κι οι δικοί μας παίζανε. Αλλά αυτοί κατέβαιναν στην Ρόδο να μάθουν όργανα της πάντας, που έφεραν οι Ιταλοί…ήθελαν να φτιάξουν ορχήστρες. Οι Καρπάθιοι κι οι Χαλκίτες κρατούσαν τα δικά τους. Εκάνανε και κόντρες πάνω στο γλέντι….καλά περνούσαμε. Αυτοί παίζανε και τα δικά μας και χορεύαμεν την μονολιθιάτικη Σούστα…εχορεύαμε και χαλκίτικη και καρπάθικη… …τα βρίσκαμε πιο».
Εν μέσω τόσων και τόσων επαναλαμβανόμενων γλεντιών, στα οποία οι συμμετέχοντες μοιράζονταν ιδέες και συναισθήματα, στα οποία χόρευαν και συν-δημιουργούσαν σώμα με σώμα, εν μέσω επίσης τόσων άλλων καθημερινών σχέσεων και κοινών δράσεων, στον μονολιθιάτικο τόπο, οι Καρπάθιοι δεν συγχωνεύτηκαν στις περιρρέουσες παραδόσεις και δεν χάθηκαν, ως διαφορετική πολιτισμική οντότητα. Αντίθετα, διακρίνονταν στις αναδυόμενες, κάθε φορά, πολιτισμικές διαφοροποιήσεις της Μονολίθου, και μάλιστα, ως κυρίαρχη πολιτική και πολιτισμική δύναμη.
Λέγεται ότι ο Μανόλης Μαλανδρής διετέλεσε για πολλά χρόνια προεστός της Μονολίθου και προφανώς, επηρέαζε την ισχύουσα τάξη. Ειδικότερες αλλαγές επέφερε στο οικιστικό, υλοποιώντας τις προτάσεις και γνώσεις που έφερνε από άλλες περιοχές, ακόμα και από την Αλεξάνδρεια, ο δάσκαλος Νικ. Ηρωνίας. Έτσι, προέβηκε σε ένα σχέδιο ρυμοτομίας που χώριζε και ένωνε τις γειτονιές του χωριού. Τα αυστηρά μέτρα που επέβαλλε, αναφορικά με τον ρυμοτομικό σχεδιασμό, δικαιολογούσε λέγοντας «από δω θα περνούν άμαξες που θα φθάσουν και στην Κεραμενή και στο Βουνί».
Η επιρροή στα μουσικοχορευτικά ξεκινούσε από την αφοσίωση όλων στις εθιμοτυπίες τους, τόσο στα οικογενειακά γλέντια, όσο και στα πανηγύρια. Στο επίπεδο των πανηγυριών, εφάρμοζαν πατροπαράδοτους τρόπους όταν γιόρταζαν τον Αη Γιώργη, το εκκλησάκι του οποίου έκτισαν προς το λιμάνι της Κεραμενής και τον Αη Γιάννη τον Αποκεφαλιστή, στο Βουνί. Η επιμονή στο πατροπαράδοτο, «έτσι τα κάναμε», έχει να κάνει με την πολιτισμική μνήμη, την, από γενιά σε γενιά, μεταφορά πράξεων και σημασιών που γίνονται έθιμο και τελετουργία, που αναπαράγει στάσεις ζωής, διαμορφώνοντας και την ταυτότητα [Assmann, 2021]. Με βάση αυτήν την μνήμη καθιέρωναν εκκλησιές, φαγητά, έθιμα, μαγκουροφόρους που επέβλεπαν την τάξη στις διασκεδάσεις, καθώς επίσης χορευτικές και μουσικές παραδόσεις. Η λύρα που έπαιζε ο Μιχάλης Μαλανδρής και το βιολί που έπαιζε ο Κλεάνθης, δεύτερης γενιάς ο ένας και τρίτης ό άλλος, κι επίσης, η «καρπάθικη» Σούστα ή οι «καρπάθικοι σκοποί», όλα αυτά που πρόσφεραν στην σιωπηρή ανταλλαγή δεν ήταν, παρά, μνημονικές μορφές «καρπάθικης μουσικής και χορού», εφόσον μεταδίδονταν από μνήμης, από τους μεγαλύτερους στους νεότερους, και μάλιστα, εκτός του πολιτισμικού περιβάλλοντος της Καρπάθου, με όσα αυτό συνεπάγεται. Σημασία, όμως, είχε ότι ακόμα κι αν δανείζονταν ξένα στοιχεία, στην σκέψη και φαντασία τους συμβόλιζαν την Κάρπαθο και την ασίγαστη ανάγκη τους να εξωτερικεύουν και να επικοινωνούν τον Καρπάθιο και τις αξίες του.
Αν το τραγούδι και ο χορός ενδύονται αρχές και αξίες της κοινωνίας τους, οφείλεται στο σώμα. Το σώμα αποκτά «κοινωνικές έξεις (habitus)» στο πλαίσιο της κοινωνίας του [Bourdieu, 2006], οι οποίες δύσκολα ξεριζώνονται. Η έξη είναι η δεύτερη φύση μας, λέει ο Αριστοτέλης. Οι έξεις, συνεπώς, διαμορφώνουν την ταυτότητα των ανθρώπων της μιας και της άλλης κοινωνίας. Εμείς οι Καρπάθιοι, για παράδειγμα, και γενικότερα οι Ελληνες, δεν τρώμε ωμό ψάρι, κρέας αλόγου ή φίδια, όπως άλλοι λαοί. Δεν χορεύουμε, επίσης, γυμνοί όπως οι Αφρικανοί, ούτε με τόσο προεξέχουσες κινήσεις, από την ευθεία του σώματός μας. Αντίθετα, χορεύουμε και τραγουδούμε τις σωματοποιημένες αντιλήψεις μας, για την αξιοπρέπεια και σεμνότητα, το αίσθημα τιμής στους οικείους ή τους ηλικιωμένους και τόσες άλλες θεωρούμενες αρετές. Στην τελική, χορεύουμε και γλεντούμε τις ιδέες και τις πεποιθήσεις μας. Ετσι ο χορός και το τραγούδι γίνονται «απόηχος της πατρίδας», προπάντων στην ξενιτιά [βλ και Τσιμούρης, 1999:311-338].
Είναι, συνεπώς, συναρπαστική η επιμονή των Καρπάθιων της Μονολίθου να κουβαλούν στα μέρη της, τις μουσικές και τους χορούς τους. Μέσω αυτών, κουβαλούσαν την Κάρπαθο. Μέσω αυτών αυτοπαρουσιάζονταν στους καινούργιους συντοπίτες τους, σαν να τους έλεγαν ποιοι ήταν, ως ταυτότητες, και πόσο βαθιά συνδεμένοι ήταν με την ρίζα και την καταγωγή τους.
Οι τρίτες γενιές, των ως άνω Καρπάθιων βιώνουν ως τόπο τους την Μονόλιθο, της οποίας τον μουσικό πολιτισμό εκπροσωπούν, επιτελώντας ταυτόχρονα την καταγωγή τους, με τις ενσωματωμένες, πλέον, στις μονολιθιάτικες παραδόσεις, «καρπάθικες» μουσικές. Για παράδειγμα, το 1938, όταν ο Ελβετος μουσικολόγος Boud Bovy κατέγραφε τις μουσικές των Δωδεκανήσων, ένας Μαλανδρής κι ένας Ηρωνίας τραγούδησαν τα μονολιθιάτικα, κι ανάμεσα σ’ αυτά, ένα «καρπάθικο σκοπό». Τον συγκεκριμένο σκοπό συσχετίζει ο Boud Bovy με το συρματικό της Καρπάθου [Boud Bovy, 1938: 88, 112, 114]. Το 1938, λοιπόν, τραγουδιούνται, μόνο, στην Μονόλιθο της Ρόδου τα μοναδικά για την μελωδική τους γραμμή, συρματικά τραγούδια της Καρπάθου, τα οποία, κατά τον Σίμωνα Καρά, πρέπει να έχουν επηρεάσει τα «ριζίτικα» της Κρήτης. Τριάντα πέντε χρόνια αργότερα, στην δεκαετία του 1970, εκτελούνται σε γάμο της γενιάς των Μαλανδρήδων, από την μητέρα της νύφης, Μαρία Μαλανδρή, της οποίας ηχητικό υλικό βρίσκεται στα χέρια μου. Κι ακόμα αργότερα, γύρω στο 2000, τα εκτελούν διάφοροι Μονολιθιάτες, ονομάζοντάς τα, «καρπάθικο σκοπό» (προφ. Γιάννης Κλαδάκης)**.
Το 1943, αυτές οι τρίτες γενιές Καρπαθιων, με την κοινωνικοπολιτισμική σύσταση του Καρπαθιο- Μονολιθιάτη μπήκαν στον αντιστασιακό αγώνα της Ρόδου. Πρόκειται για τους Νίκο Ηρωνία, Κλεάνθη, Βασίλη και Μαρία Μαλανδρή. Εμείς θα εστιάσουμε στην Μαρία, επειδή ως γυναίκα εντυπωσίασε για την άμεση σύνδεσή της με τους πρωταγωνιστές της αντίστασης. Η Μαρία γεννήθηκε το 1909 και πέθανε το 2000. Είχε αδελφό τον Βασίλη και τον Κλεάνθη και ήταν παιδιά του Μιχάλη Μαλανδρή.
Με τον Βασίλη αναδύεται το θέμα αντίσταση, όταν τον Αύγουστο του 1943 κατέβηκε με φίλους στο λιμάνι της Κεραμενής. Ήδη, από το προηγούμενο βράδυ είχαν αποβιβαστεί τρεις νέοι άνδρες των οποίων οι αμήχανες δικαιολογίες για την παρουσία τους εκεί, έβαλαν σε υποψίες τον Βασίλη, που μάλλον γνώριζε για την προετοιμασία της αντίστασης. Τελικά, έρχονταν από τον Μονολιθιάτη Ευστάθιο Λαγκάνη, εγκατεστημένο στο Κάιρο της Αιγύπτου, με σκοπό να στηρίξουν την αντίσταση, αφού έρθουν σε επαφή και συνεννόηση με τον Κλεάνθη Μαλανδρή από τον Μονόλιθο και τον Κωνσταντίνο Μηνέττο, από το Γεννάδι. Ηταν οι κατάσκοποι Ι. Θωμαΐδης, Κώστα Ντρης και Βασίλης Κλημέντος. [Μαλανδρή, 2016]. Αυτοί, εναλλάσσονταν, στην συνέχεια, με άλλους, που έρχονταν από το «κατασκοπευτικό δίκτυο των συμμαχικών δυνάμεων», κατά τον Ζαχαριάδη [Ζαχαριάδης, 2022].
Ένα από τα κύρια θέματα συζήτησης στο σπίτι του Κλεάνθη ήταν η εγκατάσταση των κατασκόπων σε χώρο ασφαλή από εχθρικά βλέμματα και ικανό για τις επικοινωνιακές δράσεις τους, μέσω του ασυρμάτου. Παρούσα και η Μαρία, που ήταν τσοπάνισσα και γνώριζε σπιθαμή προς σπιθαμή τις εκτός οικισμού, μονολιθιάτικες περιοχές, πρότεινε μια σπηλιά στην οποία χάθηκε, κάποτε, ένα κατσίκι της και δυσκολεύτηκε να βγει. Μάλιστα, την θεωρούσε ευρύχωρη, από την αντήχηση της φωνής του κατσικιού. Πράγματι, ήταν μεγάλη και δίχωρη, ενώ για να μπεις έπρεπε να σέρνεσαι. Βρισκόταν στην περιοχή «Γιαννιού», του βουνού Ακραμίτη, σε μεγάλη απόσταση, από το χωριό. Πληρούσε, λοιπόν, όλες τις προϋποθέσεις για να καταστεί κρησφύγετο και αρχηγείο των κατασκόπων.
Και καταλληλότερος σύνδεσμος των κατασκόπων με τους, εκ των έξω, εμπλεκόμενους θεωρήθηκε η Μαρία, καθώς εκεί ψηλά είχε το μαντρί της και οι διαδρομές της δεν θα δημιουργούσε υποψίες. Η Μαρία είπε, ναι δείχνοντας μεγαλείο και θάρρος, χωρίς να γνωρίζει, ίσως, το μέγεθος ευθυνών που αναλάμβανε και των κινδύνων, που θα διάτρεχε. Ανεβοκατέβαινε, λοιπόν, να τους πηγαίνει φαγητό, νερό, ρούχα πλυμένα, φάρμακα, τα ελάχιστα απαραίτητα, για την υγιεινή και την καλή, για την περίσταση, βιολογική τους κατάσταση. Αναλάμβανε, επιπλέον την μεταφορά αλληλογραφίας και πληροφοριών. Ως προς αυτό συνεργαζόταν με τον αδελφό της, Βασίλη.
Ο Βασίλης, εκτός της θέσης του στον Ιερό Λόχο, μεσολαβούσε για τις εισερχόμενες –εξερχόμενες πληροφορίες, επειδή κυκλοφορούσε με ποδήλατο και είχε δυνατότητες να έρχεται σε επαφή με άλλους εντεταλμένους του αγώνα, στην πόλη και τα χωριά της Ρόδου. Ωστόσο, η Μαρία φαίνεται να ήταν το πρόσωπο στο οποίο κατέληγαν οι πληροφορίες για την σπηλιά, από το εντός και το εκτός Ρόδου περιβάλλον κι αντίστροφα, από την σπηλιά, για το όποιον προορισμό.
Ο ρόλος της σπηλιάς και η δράση των κατασκόπων ήταν κοινό μυστικό, στην Μονόλιθο. Την γνώριζε κι ο παπά – Κλήμης Διακομανόλης, στου οποίου το σπίτι κατέβαιναν για ειδικές περιπτώσεις (για κουρέα, γιατρό και συσκέψεις). Την γνώριζε, λοιπόν, κι ο κουρέας κι ο γιατρός κι ο Βασίλης, κι οι ψαράδες, κι ο φίλος του φίλου και κάποιος Σταμπολής, από τα Σιάνα, ο οποίος αναλαμβάνοντας την ανανέωση της μπαταρίας για τον ασύρματο, την έκρυβε κάπου, στην περιοχή Πάτσουνας, ώστε να την μεταφέρει από εκεί η Μαρία. Όλοι γνώριζαν κι όλοι, μαζί, έπλεκαν ένα προστατευτικό δίχτυο σιωπής, διατηρώντας αρραγή ενότητα και συλλογικότητα μέχρι την παράδοση των νησιών στους συμμάχους, στις 8/5ου/1945 [Μαλανδρή Φαίδρα, 2016].
Τα τρία κλιμάκια που δραστηριοποιήθηκαν στο διάστημα της αντίστασης προσδιορίζονταν συνθηματικά: το 1ο είχε την κωδική ονομασία Symtom, το 2ο Erratic και τρίτο Erratic II. Επίσης, κάθε εμπλεκόμενος ταυτιζόταν με ένα ψευδώνυμο. Οι ψαράδες λέγονταν «κουνενάκια», ο κατάσκοπος Αντώνης Λέσγος λεγόταν «Αλέξανδρος» [Μαλανδρής, ο.π.], η Μαρία λεγόταν «Θεριό», στο επίπεδο της Μονολίθου.
Η ονομασία Θεριό προφανώς συμβόλιζε την ανθεκτικότητά της. Η κόρη της Ελισσάβετ λέει, « ήταν δυνατός άνθρωπος η μάνα μου, ατρόμητη ήτονε. Ανεβοκατέβαινε δυόμιση χρόνια, από την σπηλιά. Μια ώρα να πας και μια να ‘ρτεις. Και μερικές φορές, όταν υπήρχε ανάγκη, πήγαινε δυο φορές την ημέρα..». Το Θεριό ερμήνευε και τις ψυχικές αντοχές και αντιδράσεις της. Αν έβλεπε κάτι ύποπτο, «άφηνε τα γράμματα κάτω από πέτρες και θάμνους και ξαναπερνούσε να τα πάρει. Το ίδιο έκανε και με το φαγητό, γιατί η ποσότητά του, μπορεί να την πρόδιδε. «Τα βράδια που καθόμασταν στο τζάκι, μας έλεγε αυτές τις αναμνήσεις της, σα παραμύθι» λέει η Ελισάβετ. «Τότε δεν καταλαβαίναμε τι ακριβώς έκανε…φοβότανε, αλλά έφτιαχνε σχέδια πώς να φερθεί, για να μη φοβάται. Μια, από τις φορές που έπεφτε σε μπλόκα των Γερμανών, ήταν όταν είδε δυο από αυτούς πάνω στη σπηλιά …επήγε, τάχα μου, προς το μαντρί, για να σκεφτεί … κι ύστερα εγύρισε πίσω και πήγαινε κατά πάνω στη σπηλιά και φώναζε …,ξέρω γω, «έλα ρούσα μου, έλα ρούσα μου». Ηταν συνεννοημένοι, τι θα έλεγε και πόσες φορές, στον κίνδυνο, και τι, αν τα πράγματα πήγαιναν καλά και μπορούσαν να βγουν οι κατάσκοποι». Σχεδόν πάντα σκεφτόταν προληπτικά. Για να μην χαράζουν οι πατημασιές της δρομάκι προς την σπηλιά, την πλησίαζε από διαφορετικά κάθε φορά σημεία. Ιδιαίτερα, πρόσεχε τον χειμώνα και πήγαινε πέτρα-πέτρα για να μην αφήνει ίχνη στο βρεγμένο έδαφος. Από αυτές τις λίγες συμπεριφορές φαίνεται ότι ήταν μεθοδική, ψύχραιμη, εύστροφη, ότι είχε συνείδηση του κινδύνου, αλλά και το σθένος να τον αντιμετωπίζει. Και το πιθανότερο, την συνέπαιρνε η ιδέα της απελευθέρωσης από τους κατακτητές.
Την συμβολή της Μαρίας στον αγώνα κατά του Χίτλερ τίμησε με ειδική επιστολή, το 1945, το Κεντρικό Γραφείο των Δυνάμεων της Μέσης Ανατολής, με έδρα το Κάιρο, αναγράφοντας την διάρκεια της δράσεις της. Το 1986, ενώ τα γεγονότα της αντίστασης είχαν λησμονηθεί, αναζήτησε και συνάντησε την Μαρία ένας στρατιωτικός ακόλουθος της Βρετανίας. Αργότερα, σε ειδική εκδήλωση, η βρετανική κυβέρνηση της απένειμε τον «Σταυρό των Παρτιζάνων». Πρώτα η ενεργοποίηση των Αγγλων παρακίνησε σε ανάλογες πράξεις την Ελληνική Πολιτεία, καθώς επίσης, την Νομαρχία Δωδεκανήσου. Ετσι, ήρθε στο προσκήνιο η δράση όλων των αγωνιστών. Στην συνέχεια, η πλατεία της Μονολίθου ονομάστηκε: «Μαρία Μαλανδρή». Επίσης, έγινε το συλλογικό μνημείο, που επονομάζεται, «Λημέρι των κατασκόπων». «Λημέρι» ονόμασαν και την σπηλιά, επειδή εκεί «λημέριασαν» οι κατάσκοποι.
Εκτός από αυτές τις πράξεις μνήμης, οι Μονολιθιάτες καθιέρωσαν την γιορτή του «Λημεριού των κατασκόπων». Η γιορτή γίνεται κάθε Κυριακή του Θωμά, ως επέτειος της αντίστασης, με ομιλίες, μπάντες, παρελάσεις, καταθέσεις στεφάνων και διασκεδάσεις. Όλα στο πλαίσιό της θυμίζουν «εκείνους που στάθηκαν παλληκαρήσια» για την ειρήνη του σήμερα. «Ας γράψουμε βαθιά στην ψυχή μας τα ονόματά τους» λέει η Φαίδρα Μαλανδρή [2016]. Και σ’ αυτά τα ονόματα περιλαμβάνονται και οι εκ Καρπάθου: Νίκος Ηρωνίας, Κλεάνθης και Βασίλης Μαλανδρής και Μαρία Μαλανδρή.
Στο ερώτημα, ποιες σημασίες του συγκεκριμένου αγώνα συμπυκνώνει η Μαρία, θα έλεγα ότι ταυτίζεται με το ειδικό σύμβολο της αντίστασης στην Ρόδο, δηλαδή, την σπηλιά. Κι όχι άδικα, γιατί μόνο η Μαρία είχε την ζωντανή εικόνα των συνθηκών της σπηλιάς κι επίσης, την ιδέα να αποτελέσει κρησφύγετο των κατασκόπων. Μεσολαβώντας, επιπλέον, με την ακάματη και γενναία δράση της, στην διακίνηση πληροφοριών, ενεργοποιούσε την οργάνωση και λειτουργία της, ως κέντρου της αντίστασης σε ολόκληρο το νησί. Για τούτο, εξάλλου, την αποκαλούν και «Μαρία του σπηλαίου».
Την Μαρία εκθειάζει ο μακαριστός Μητροπολίτης Καρπάθου – Κάσου Απόστολος, στο βιβλίο του, “Χρονικό της Ιταλοκρατίας της Ρόδου”. Εκεί λέει ότι η Μαρία δεν είχε ιδέα για την έννοια του ήρωα. Δεν είχε το προνόμιο να γνωρίζει για τα έργα, την δόξα και την φήμη των ηρώων.. Ετσι απλά, έδωσε στην αντίσταση όλη την γκάμα των δυνατοτήτων της, χωρίς σκέψεις για υστεροφημία. Για τούτο, ακριβώς, είναι πραγματικός ήρωας [βλ. Μαλανδρή, 2016].
Θα ήταν αδύνατο σ’ αυτήν την ομιλία να αποδοθεί και η συμβολή στον αγώνα των άλλων Καρπάθιων. Η προσπάθεια να χωρέσουν θα τους αδικούσε. Από την άλλη, και ο αγώνας της Μαρίας δόθηκε πλημμελώς, χωρίς εκτενή έρευνα. Σε κάθε περίπτωση, η πρόθεσή μου ήταν να γνωστοποιήσω το θέμα στους Καρπάθιους και να εκφράσω θαυμασμό στην ισχυρή προσωπικότητα αυτών των συντοπιτών μας που μέσα στις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες της τόσο κοντινής ξενιτιάς κατάφεραν να αφήσουν το πολιτισμικό αποτύπωμά τους κι επίσης που ρίσκαραν την ζωή τους για την ελευθερία. Με όποιες πιέσεις κι αν ξενιτεύτηκαν, καταξιώθηκαν από το ήθος και τις αξίες τους και τιμούν, όχι μόνο, τους Ροδίτες που μάλλον δεν γνωρίζουν την καταγωγή τους, αλλά και το σύνολο των Καρπάθιων.
*Η εισαγωγή του κειμένου σε άλλο, δημοσιευμένο στα «Καρπαθιακά Νέα», με τίτλο: «Κάρπαθος –Χάλκη: ιστορίες γλεντιών, πολιτισμική συνάφεια και συγγένεια». Στο παρόν είναι επικαιροποιημένο με πληροφορίες από την Ελισσάβετ και Φαίδρα Μαλανδρή κι επίσης, από τον Γιάννη Κλαδάκη. Η συνολική εργασία παρουσιάστηκε στον Σύλλογο Πυλιατών, στον Πειραιά, 7/2/2025
** Αναφορικά με τα μονολιθιάτικα συρματικά, να ειπωθεί ότι εκτελούνται πάνω στο πρώτο αργό γύρισμα, την πρώτη μελωδία, όπως δηλαδή τα συνηθίζαμε στα χωριά, στα οποία συνόδευαν τον αργό γαμήλιο χορό, τον Φουμιστό.
Πηγές:
Assmann Ianm. H πολιτισμική μνήμη: γραφήγ, αναμνηση και πολιτική ταυτότητα, στους πρώιμους πολιτισμούς. Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης. 2021
Bourdieu Pierre. Η αίσθηση της πρακτικής. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006
Ζαχαριάδης Γεωργ. Το «Λημέρι» των κατασκόπων στον Μονόλιθο και ο ρόλος της Μαρίας Μαλανδρή Ροδιακή, 29/4/22
Κρητσιώτου Μαριγούλα. «Κάρπαθος –Χάλκη: ιστορίες γλεντιών, πολιτισμική συνάφεια και συγγένεια»
Μαλανδρή Φαίδρα. Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου στο λημέρι των κατασκόπων. Ροδιακή, 8/5/2016
Τσιμούρης Γιώργος. Τραγούδια μνήμης, διαμαρτυρίας και κοινωνικής ταυτότητας: η περίπτωση των Ρεϊσντεριανών Μικρασιατών προσφύγων. (στο ) Διαδρομές και Τόποι της Μνήμης: ιστορικές και ανθρωπολογικές προσεγγίσεις. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Πανεπιστήμιο Αιγαίου, 1999