Στην Επανάσταση του 1821, τον Επαναστατικό στρατό επάνδρωσαν οι Αρματολοί, οι Κλέφτες με τους καπεταναίους τους και οι Έλληνες αξιωματικοί που υπηρετούσαν σε ξένους στρατούς, μαζί με τους Φιλέλληνες. Από την άλλη μεριά, η ναυτοσύνη των Ελλήνων, σε συνδιασμό με άλλες καταστάσεις, δημιούργησε τον Επαναστατικό στόλο. Οι Έλληνες, εκμεταλευόμενοι την Οθωμανική τους υπηκοότητα, δημιούργησαν αξιόλογο εμπορικό στόλο, που εξυπηρετούσε τις Οθωμανικές θαλάσσιες συγκοινωνίες και συναλλαγές, στην Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο.
Την ναυτοσύνη των Ελλήνων εκμεταλλεύτηκαν οι Μεγάλες Δυνάμεις, στους μεταξύ τους πολέμους και ενάντια των Τούρκων. Στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο, στην εκστρατεία του Ορλώφ, οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν Έλληνες ναυτικούς, όπως τον Λάμπρο Κατσώνη. Αργότερα, την εποχή του Ναπολέοντα, οι Γάλλοι χρησιμοποιήσαν Έλληνες ναυτικούς για να διασπάσουν τον ναυτικό αποκλεισμό, που τους είχε επιβάλει ο Βρεττανός ναύαρχος Nelson.
Την ίδια εποχή, οι Τούρκοι επέτρεψαν στους Έλληνες να εξοπλίζουν τα πλοία τους, για να αντιμετωπίσουν τους πειρατές, που λυμαίνονταν τα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου. Έτσι, οι Έλληνες ναυτικοί απέκτησαν πολεμική πείρα και, με την έκρηξη της Ελληνικής επανάστασης, τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες, Ψαρά και Κάσος βρέθηκαν με αξιόλογο πολεμικό ναυτικό, που διέθεσαν στην υπηρεσία του Έθνους.
Στις 23 Απριλίου 1821, ένα κασιώτικο καράβι, γυρνώντας στο νησί από ταξίδι, έφερε την είδηση ότι η Επανάσταση ξέσπασε. Αμέσως η Κάσος ξεσηκώθηκε και έθεσε τη ναυτική της αρμάδα στη διάθεση του αγώνα.
Τον Μάη του 1821, τα κασιώτικα καράβια προβάλλουν μπροστά στο λιμάνι της Ρόδου κι αρχίζουν σφοδρό βομβαρδισμό του φρουρίου της. Δυο κασιώτικα καράβια περιπολούν νύχτα και μέρα το στενό της Ρόδου, άγρυπνοι φύλακες της Σύμης, της Χάλκης, της Τήλου και της Νισύρου, από τουρκική επιδρομή.
Μα, ο κύριος όγκος της κασιώτικης αρμάδας βρίσκεται στην Κρήτη. Η επαναστατημένη Μεγαλόνησος παλεύει με τους στόλους και τις στρατιές που στέλλει εναντίον της, από την Αιγυπτο, ο Μεχμέτ Αλής. Γράφουν οι Κρητικοί και ζητούν απεγνωσμένα βοήθεια από την Υδρα. Μα ο στόλος των επαναστατών πολεμά σ’ άλλα μέρη, όπου τον καλούν οι χρείες της Επανάστασης.
Τότε σπεύδουν οι Κασιώτες να βοηθήσουν την Κρήτη, παίρνοντας τροφές, όπλα, εφόδια και μεταφέροντας πρόσφυγες Κρητικούς, στα νησιά Κάσο και Κάρπαθο. Τα κρητικά έγγραφα της εποχής αναφέρουν συχνά τις βοήθειες και ποικίλες επικουρίες που παίρνουν οι Κρήτες από τους “φιλογενείς της θεοσώστου νήσου Κάσου”. Σ’ εκείνες τις πολεμικές επιχειρήσεις σκοτώθηκε πολεμώντας ηρωικά ο καπετάν Θεόδωρος Κανταριντζής, ένας από τους πιο δοξασμένους καπετάνιους της Κάσου.
Μα δεν περιορίστηκαν μόνο στη δράση στα κρητικά παράλια. Οι Κασιώτες ναυμάχοι πήραν μέρος και στην ναυμαχία της Σάμου υπό τον Νικόλαο Μπουρέκα.
Οι ναυτικές επιχειρήσεις των Κασιωτών γίνονται όλο και πιο παράτολμες, ενδεικτικά: η επιδρομή κατά του Καστελλορίζου, η καταστροφή τουρκικών πλοίων μέσα στον κόλπο της Αττάλειας και η ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη επιδρομή κατά της Δαμιέττης της Αιγύπτου, που επεχείρησε ο καπετάν Χατζη – Νικόλας Μακρής με τέσσερα πλοία.
Σ’ αυτή την επιχείρηση, κατά του αιγυπτιακού λιμανιού, οι Κασιώτες αιχμαλώτισαν 15 πλοία (ο θρύλος τα ανέβασε σε 36) γεμάτα τροφές. Και τις τροφές μετέφεραν στην Κάσο, που λιμοκτονούσε, τα δε καράβια παρέδωσαν στην Ελληνική Επαναστατική Κυβέρνηση, για να τα μετατρέψει σε πυρπολικά.
Κι ερχόμαστε στις 28 Απριλίου 1824 (νέου ημερολογίου). Yπό τις διαταγές του Ιμπραήμ Γιβραλτάρ -ενός έμπειρου και τολμηρού ναυτικού που είχε ανατραφεί μεταξύ των πειρατών της Μπαρμαριάς, η αρμάδα του Μεχμέτ Αλή, τρεις φρεγάδες και δέκα κορβέτες, μεταφέροντας χιλιάδες στρατό ανεβαίνει προς το Αιγαίο. Ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος πέρασε από τη Σούδα, όπου παρέλαβε μερικά ακόμη βρίκια.
Οι Κασιώτες γνωρίζουν ότι θα αποτελέσουν τον πρώτο στόχο του εχθρού. Όμως, δεν πτοούνται και λαμβάνουν όλα τα ενδεδειγμένα αμυντικά μέτρα. Τράβηξαν τα πλοία τους στην ξηρά και οχυρώνουν όλη τη βόρεια πλευρά του νησιού, όλα τα σημεία στα οποία θα μπορούσαν να αποβιβαστούν οι Τουρκοαλβανοί. Από την Αγία Μαρίνα μέχρι τον Εμπορειό, στις τοποθεσίες Αμμούδα, Κατάρτι και Πούντα Αγίου Γεωργίου, σήκωσαν αναχώματα. Τα οχύρωσαν με τα κανόνια των πλοίων τους κι εξόπλισαν όσους μπορούν να κρατήσουν όπλα, από μικρά παιδιά μέχρι γέροντες.
Αρχές Μαΐου ο Τουρκοαιγυπτιακός στόλος ζώνει την Κάσο και παρατεταγμένος μπροστά από τη Μακρά, άρχισε να βομβαρδίζει το νησί. Ταυτόχρονα οι Τουρκοαλβανοί επεχείρησαν απόβαση με βάρκες να βγουν στη στεριά. Οι Κασιώτες τους αποκρούουν. Οι περισσότερες από τις βάρκες καταστράφηκαν και βυθίστηκαν από τα πυρά των Κασιωτών. Επί μέρες η θάλασσα ξέβραζε πτώματα Αιγυπτίων και Αλβανών, που αποτελούσαν το πλήρωμα του εχθρικού στόλου.
Μα πόσο θα μπορέσει να βαστάξει ο ιερός βράχος;
Γράφουν απεγνωσμένα στην Κυβέρνηση: «Προύχοντες ομογενείς της νήσου Υδρας, μετά δακρύων προσπίπτοντες, παρακαλούμεν την Υμετέραν φιλογένειαν, ως αρχηγού των θαλασσινών, να μας προφτάσετε θαλάσσιον δύναμιν, επειδή έφτασεν ο αιγυπτιακός στόλος και μας έχει ήδη τρεις ημέρας καθ’ όλα τα μέρη μπλόκον». Μα στην Υδρα περιμένουν τα χρήματα από το δάνειο, που δεν έρχεται, οι ιδιωτικοί πόροι των τριών νησιών δεν επαρκούν ούτε για τις δικές τους ανάγκες. Η Κάσος βρίσκεται μόνη.
Μια ατυχία ανάγκασε τους Τούρκους να λύσουν τον μπλόκο και να εγκαταλείψουν προσωρινά την επιχείρηση κατά της Κάσου. Η φρεγάτα του Ιμπραήμ Γιβραλτάρ, πλησιάζοντας στην ακτή, προσάραξε σε υφάλους κι έπαθε ζημιές. Αναγκάστηκαν να την πάρουν στη Ρόδο για επισκευές. Φύσηξε και δυνατός άνεμος και τα τουρκοαιγυπτιακά πλοία έφυγαν για τη Κρήτη. Μα σε λίγες μέρες η αρμάδα ξανάρχεται ενισχυμένη από 35 ακόμα πλοία. Μαζί της έφερε και τον προδότη Ζαχαριά. Αρχίζει από τη θάλασσα ασφυκτική πολιορκία του νησιού, με επικεφαλή τον Χουσεΐν μπέη.
Η ώρα της θυσίας πλησιάζει.
Είναι 27 Μαϊου του 1824, μέρα Σάββατο. Οι Τουρκοαιγύπτιοι επαναλαμβάνουν την επίθεση, εκατοντάδες κανόνια ξερνούν φωτιά πάνω στην δύσμοιρη Κάσο. Οι Κασιώτες μόνοι, αβοήθητοι, με το πείσμα που δίνει η απόφαση της υπέρτατης θυσίας. Απαντούν με τα κανόνια τους από τις ντάπιες.
Αμύνονται απελπισμένα, υπεράνθρωπα.
Δυο μέρες πόλεμος. Οι Τουρκοαιγύπτιοι επαναλαμβάνουν την επίθεση από τρία σημεία. Τη νύχτα της 29 Μαΐου ο χιλίαχος Μουσσά, βοηθούμενος από τον Ζαχαριά, καταφέρνει με βάρκες να αποβιβαστεί μαζί με 200 Αλβανούς στην ερημική τοποθεσία “Αντιπέρατος”. Σκότωσαν τους πέντε από τους έξη φρουρούς. Ο ένας κατόρθωσε να δραπετεύσει και να φέρει τα θλιβερά μαντάτα.
Οι Αλβανοί σκαρφάλωσαν στους βράχους, που δέσποζαν πάνω από τα κασιώτικα πυροβολεία, και βρέθηκαν στα νώτα των υπερασπιστών. Οι Κασιώτες μαχητές βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών κι η αντίστασή τους άρχισε να κάμπτεται. Ένας ένας έπεφταν άψυχοι οι αγωνιστές, ποτίζοντας με το αίμα τους τη γη της Κάσου. Ο Χουσεΐν πασάς βγήκε στη στεριά με 2.000 στρατό.
Οι Κασιώτες πολεμιστές, με τους αρχηγούς των Ιωάννη Γρηγοριάδη και Μάρκο Μαλλιαράκη, υποχώρησαν προς το χωριό Αγία Μαρίνα, όπου έγινε σφοδρή μάχη, άνιση όμως. Οι Κασιώτες αφήνοντας 100 νεκρούς στο πεδίο της μάχης, υποχώρησαν στα βουνά. Τα χωριά του νησιού έμειναν στα χέρια των εχθρών. Οι Τουρκοαλβανοί σκότωσαν, λεηλάτησαν, αιχμαλώτισαν. Κάπου 2.000 γυναικόπαιδα μεταφέρθηκαν στα πλοία για να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα.
Με τους λίγους επιζώντες πολεμιστές, ο καπετάν Μάρκος Μαλλιαράκης αντιστάθηκε σθεναρά στα βουνά. Τέσσερις ώρες κράτησε τη μάχη εναντίον 2.000 Τουρκοαλβανών. Προκάλεσε σημαντική φθορά στον εχθρό, μα στο τέλος τον έπιασαν ζωντανό. Τον έδεσαν και τον οδήγησαν έτσι δεμένον μπροστά στον Χουσεϊν πασά. Μα εκεί, καθώς τον έπαιρναν, κατάφερε να λυθεί. Άρπαξε το μαχαίρι ενός από τους φρουρούς του και σκότωσε τρεις, μέχρι που χύμηξαν οι άλλοι επάνω του, και τον κατακομμάτιασαν. Έτσι πέθανε ο ήρωας Μάρκος Μαλλιαράκης.
Ἐτσι πατήθηκε η Κάσος. Πατήθηκε το χώμα της, όχι όμως η ψυχή της.
Τη σφαγή της Χίου και την έξοδο του Μεσολογγίου αποθανάτισε ο Γάλλος ζωγραφος Delacroix και το ολοκαύτωμα των Ψαρών εξύμνησε ο Εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός. Όμως εκείνο τον χαλασμό της Κάσου τραγούδησε η κασιώτικη δημοτική μούσα με τούτο το υπέροχο τραγούδι:
Μαύρο πουλάκι κάθεται στης Κάσου τ’ αγριοβούνι,
βγάλλει φωνίτσα θλιερή και μαύρο μοιρολόι.
-Μάνα, κλαμός και βουγκητός εις το νησί της Κάσου!
Η μάνα κλαίει το παιδί και το παιδί τη μάνα
κι ο αερφός την αερφή κι άουρος τηκ καλήτ του.
Μπάς και πανούκλα πλάκωσε, μπάς και σεισμός εΐνη;
Μηδέ πανούκλα πλάκωσε, μητέ σεισμός εΐνη,
Χουσεΐν πασιάς επλάκωσεν από την Αλεξάντρα.
Γίνονται στίβες τα κορμιά, τα αίματα ποτάμια.
Σφάζουν τους γέρους και τις γριές κι όλα τα παλλικάρια
τις κοπελλιές και τα μωρά στη φλότα τους μπαρκάρουν
σκλάβους να τους πουλήσουσι στης Μπαρμπαριάς τα μέρη.
Και μια απ’ τις σκλάβες ήλεγε με θλιερή φωνίτσα.
Χίλια κι αν κάμεις, Χουσεΐν, χίλια κι αν μας πουλήσεις,
εμείς του Τούρκου το σπαθί ‘εθ θα το φοηθούμε
γιά θα μας κόψεις ούλους μας, για λευτεριά θα ‘ούμε.
Την καταστροφή Κάσου έκλαψε όλος ο Ελληνισμός και μοιρολόγησε η δημοτική μούσα της Καρπάθου με τούτο το τραγούδι:
Η Κάρπαθος Μοιρολογά τη Κάσος
Φαίνεται πως ε(γ)ίνηκε μέ(γ)α κακό στηκ Κάσο.
Του Χουσεΐνη ο στρατός με τους Αρβανιτά(δ)ες
ερήμαξε τηκ Κάσο μας, επήρε τις κοπέλες
κι ήσφαξεν άντρες και παιδιά κι εκάησαν οι πέτρες.
Ώχου της Κάσος το νησί, ο δρόσος του Μπονέντη,
που ‘το γραφτό της μοίρας του να πέσει, να ρημάξει.
Ποιός θα σε κλάψει, Κάσος μου, και ποιός θα σ’ ανασταίσει,
που ‘ναι τα λείψανα πολλά κι ερήμαξεν ο τόπος;
Η Κάρπαθος, τ’ αέρφι σου, θα σε μοιριολοάται
στα μαύρα θε να φορεθεί για το κακό που (εγ)ίνη.
Κατάρα να ‘χεις ‘στα να ζεις, άπιστε Χουσεΐνη.