Διήγημα: “Μια συνηθισμένη ιστορία”

Διήγημα: “Μια συνηθισμένη ιστορία”

Του Βασιλείου Διακοβασίλη // *

 

Συνήθως μας λένε ότι τα χρόνια της εφηβείας μας είναι τα πιο δύσκολα. Μάλλον έχουν λάθος. Όσες δυσκολίες κι αν υπάρξουν στα γεμάτα ζωντάνια χρόνια της νιότης μας, όλες μπορούν να ξεπεραστούν από τη γλυκιά αίσθηση του ελπιδοφόρου μέλλοντος. Οι αληθινές δυσκολίες έρχονται στα χρόνια που κυριαρχεί πάνω μας η μνήμη, άλλοτε χαρίζοντας μας ένα μειδίαμα στα στεγνά μας πλέον χείλη, άλλοτε αφήνοντας να κυλήσει ένα δάκρυ, το οποίο εναγωνίως προσπαθούμε να κρύψουμε και άλλοτε, τις περισσότερες φορές, βασανίζοντάς μας με πολλά, αναπάντητα ερωτηματικά. Τότε, γρήγορα-γρήγορα επανακινείς τη μνήμη σου, κι εκείνη ξανατρέχει προς τα πίσω, σταματά σε άλλο σημείο αλλά… όλα παραμένουν ίδια, αμετακίνητα. Η μνήμη διακρίνεται για την εκνευριστική της στατικότητα.

Κάπου-κάπου όμως λοξοδρομεί σε μονοπάτια που θέλεις να σταματήσεις λίγο παραπάνω. Στα μονοπάτια των ερώτων σου. Όχι εκείνων των ανόητων, των τάχατες ερώτων για το χρήμα, την επιτυχία, την καριέρα…τη λογοτεχνία και την ποίηση, την τέχνη…νάχαμε να λέγαμε!

Των ερώτων εκείνων, των αληθινών, στους οποίους συμμετείχε το κορμί και η καρδιά σου.

Τότε που ο ιδρώτας σου έμενε πάνω στα τσαλακωμένα σεντόνια, τα υγρά χείλη σου ρουφούσαν αχόρταγα τις γεύσεις του εραστή σου, το κάθε εκατοστό του κορμιού σου σκιρτούσε από ηδονή μέχρι και τη στιγμή που λέξεις όλο πάθος, χάιδευαν τις μέσα αυλακώσεις του αυτιού σου. Τότε που η καρδιά σου πονούσε αφόρητα στην προσμονή και μόνο των κρυφών συναντήσεων σας, αλλά και μετά, όταν ο πόθος φούντωνε, τα δυνατά κτυπήματά της, πρόδιδαν την ευτυχία που ζούσες.

Η Ντολόρες Μαλνόμ, από τα εφηβικά της χρόνια ήταν μια γυναίκα εντυπωσιακή, που η θηλυκότητα της αναδυόταν με θράσος, απ’ όπου κι αν περνούσε. Τα αντρικά βλέμματα ήταν αδύνατο να την προσπεράσουν ενώ η κινούμενη εικόνα της αφού περνούσε από το μυαλό, τους ξεσήκωνε κάθε μόριο του σώματος τους.

Είχε γνωρίσει τον έρωτα, τον αληθινό, δυο φορές στη ζωή της. Η πρώτη φορά ήταν στα τέλη της εφηβείας, τότε που τελείωνε το Λύκειο, στη Λιέιδα τη πόλη που γεννήθηκε. Διακρινόταν για την ωριμότητα της σε σχέση με τις συμμαθήτριες της. Είχε αποφασίσει να σπουδάσει, στη Φιλοσοφική σχολή της Βαρκελώνης, ήθελε να γίνει συγγραφέας. Ήδη κείμενα της είχαν δημοσιευτεί στο LITERARI espanyol, ένα σχετικά νέο λογοτεχνικό περιοδικό, που στις τελευταίες του σελίδες παρουσίαζε αξιόλογες προσπάθειες νέων συγγραφέων. Οι ιστορίες της μιλούσαν για τα πάθη των ανθρώπων με έναν αξιοπρόσεχτο ρεαλισμό, που αναρωτιόσουν πως ήταν δυνατόν να είναι δικές της, πότε είχε προλάβει να μάθει τόσο καλά τα βαθιά, κρυμμένα μυστικά της ανθρώπινης ψυχής.

Οι συμμαθητές της ένιωθαν έντονα τη θηλυκή παρουσία της, δυο τρεις μάλιστα βασανίζονταν στον ύπνο τους όταν εκείνη, ανυποψίαστη τους επισκεπτόταν στα θολά, γεμάτα νεανικό άγχος, όνειρα τους. Κανένας όμως δεν τόλμησε να της εκφράσει τα αισθήματα του. Ήταν τόσο απόμακρη γι΄ αυτούς, όσο και το να διαβείς τα Πυρηναία και να βρεθείς στην πίσω πλευρά τους. Οι συμμαθήτριες της πάλι, ενώ από τη μία την είχαν τοποθετήσει στο κέντρο της νεανικής τους παρέας, από την άλλη μέσα τους έκρυβαν τη ζήλια διότι γνώριζαν ότι η Ντολόρες, είχε εκείνο το μαγικό χάρισμα, να είναι πάντα ποθητή στους άντρες, δίχως να χρειάζεται να κάνει κάτι γι΄ αυτό.

Πρώτη φορά τον είδε, ένα μεσημέρι καθώς επέστρεφε από το σχολείο της. Αυτός επισκεύαζε ένα αυτοκίνητο στο συνεργείο που πρόσφατα είχε ανοίξει στη γειτονιά τους. Δεν είχε πολύ καιρό που αποφοίτησε από τη τεχνική σχολή της πόλης, και αυτή ήταν ουσιαστικά η πρώτη κανονική του δουλειά. Στα είκοσι του, γεμάτος δύναμη, διψασμένος για ζωή και έρωτα. Οι ματιές τους συναντήθηκαν τυχαία (ή μήπως όχι ). Και για αρκετά δευτερόλεπτα κοιτάζονταν, ασάλευτοι σαν ο κόσμος όλος να σταμάτησε, μεταδίδοντας ο ένας στον άλλο ισχυρά μηνύματα, κατευθείαν στην καρδιά.

Η Ντολόρες έχασε το μυαλό της, αλλά κι εκείνος δεν ήταν δυνατόν να μην υποκύψει στα αδέξια μα απόλυτα προκλητικά καλέσματα του έρωτα. Το καλοκαίρι το έζησαν παθιασμένα, έστω κι αν ο συντηρητισμός της κοινωνίας τους δεν ανεχόταν ακόμα τέτοιου είδους καταστάσεις. Εκμεταλλεύονταν κάθε απόμερη γωνία της πόλης τους, το σινεμά, το στενό δρομάκι πίσω από τον καθεδρικό ναό της πόλης, τον λόφο με τον επιβλητικό ναό της Σέου Βέλια, για να ανταλλάξουν τα αχόρταγα φιλιά τους και να νιώσουν τα δυνατά κτυπήματα της καρδιάς τους. Έρωτα έκανε για πρώτη φορά, κάτω από την παλιά γέφυρα, με μόνους ήχους να διακόπτουν την ιερή στιγμή της πρώτης εκείνης συνεύρεσης, το απαλό βουητό του ποταμού, τα πλατσαρίσματα των βατράχων στο νερό… μαζί με τους δικούς τους ήχους, κάτι ανάμεσα σε ανεπαίσθητες κραυγές ευτυχίας και πόνου.

Δεν άργησε να τελειώσει η σχέση αυτή, η οποία από την αρχή ήταν καταδικασμένη. Ο αγαπημένος της ουσιαστικά είχε φτάσει στο τέλος του κυνηγητού των ονείρων, είχε μάθει μια τέχνη, είχε βρει δουλειά, η Ντολόρες θα μπορούσε να είναι η τέλεια σύζυγος γι΄ αυτόν. Εκείνη μόλις τώρα ξεκινούσε το ταξίδι στη ζωή και ήθελε να το απολαύσει με όσες περισσότερες ευκαιρίες θα της δίνονταν.

Η άφιξη της στην Βαρκελώνη, η εγγραφή της στη σχολή, το νέο της διαμέρισμα του ενός δωματίου στη σοφίτα μια παλιάς οικοδομής, οι διαλέξεις των καθηγητών της, η κοντινή πλατεία όπου μαζεύονταν οι φοιτητές κάθε απόγευμα, η ενασχόληση της με τη Λέσχη Λογοτεχνίας και Ποίησης της σχολής της, οι ατελείωτες, δίχως τελικό συμπέρασμα συζητήσεις για την πολιτική κατάσταση της χώρας, ο θησαυρός που ανακάλυψε στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου αλλά και οι μοναχικές της βόλτες στα λαμπρά μνημεία της πόλης, της γέμιζαν το χρόνο, δημιουργώντας της, την αίσθηση ότι ο χρόνος της ήταν λίγος,

Πολύ λίγος σε σχέση με όλα αυτά που είχε στο νου της να πραγματοποιήσει στο φοιτητικό της βίο.

Έρωτες σοβαροί δεν υπήρξαν, κάποιες μόνο περιστασιακές σχέσεις, οι οποίες πολύ γρήγορα καταντούσαν φορτίο στο πρόγραμμα, που είχε σχεδιάσει και σε κείνα που πραγματικά την ευχαριστούσαν. Είχε την ικανότητα, πολύ γρήγορα να δίνει ένα τέλος σε όλες τις σχέσεις της, όταν αισθανόταν ότι της έκλειναν τους δρόμους της διαφυγής της.

H δεύτερη φορά που ερωτεύτηκε, ήταν λίγο μετά τα εικοστά όγδοα γενέθλια της. Είχε πια καθιερωθεί ως νέα, ανερχόμενη συγγραφέας. Σε αυτό την είχε βοηθήσει ο γνωστός εκδότης Φρανθίσκο Μασδέου, ο οποίος γρήγορα διέκρινε το ταλέντο της, έκδωσε το πρώτο βιβλίο της και κυρίως την έμπασε μέσα στα περίφημα λογοτεχνικά σαλόνια, τα οποία έλεγχε, από το παρασκήνιο, δίχως όμως να προκαλεί. Τα “σαλόνια” αυτά λειτουργούσαν ως κλειστές λέσχες, χωρίς σταθερό τόπο συναντήσεων. Άλλοτε συναντιόνταν στο φουαγιέ του κεντρικού θεάτρου της πόλης, άλλοτε στο μπαρ “Έβενος” με την παραμέσα, απομονωμένη σάλα, άλλοτε στο πατάρι του βιβλιοπωλείου “Τα κίτρινα φύλλα” και άλλοτε, τις περισσότερες φορές στο σπίτι του Πάκο, όπως όλοι τους φώναζαν τον εκδότη, αλλά όταν αυτός δεν ήταν μπροστά.

Στα λογοτεχνικά σαλόνια του Φρανθίσκο Μασδέου, οι συγγραφείς που συναντούσες δεν ήταν πάντα οι ίδιοι. Πέρα από έναν σταθερό πυρήνα καταξιωμένων δημιουργών, σχεδόν σε κάθε συνάντηση τους, κάποια νέα πρόσωπα προστίθονταν ή κάποια άλλα χάνονταν. Όλοι γνώριζαν ότι πίσω από αυτές τις προσθαφαιρέσεις βρισκόταν ο εκδότης. Αν και κυριαρχούσε αριθμητικά το αντρικό φύλο, τις εντυπώσεις, σχεδόν πάντα τις έκλεβαν οι γυναικείες παρουσίες. Ανάμεσα σε αυτές ξεχώριζε η Ντολόρες. Κορμί που αβίαστα θα σε οδηγούσε σε κάθε παρασπονδία, ντύσιμο που σε προκαλούσε να τη γδύσεις αργά-αργά, το απόλυτο φετίχ οι κατακόκκινες γόβες στιλέτο, το εξεζητημένο άρωμα της που σε μεθούσε και μόνο που την πλησίαζες, μα και οι ελάχιστες κουβέντες της, συνήθως γεμάτες ερωτήματα ή υπονοούμενα, δεν άφηναν ασυγκίνητο κανέναν από τους κρυφούς ή φανερούς θαυμαστές της.

Κάποιες φορές, άρεσε πολύ στον Πάκο αυτό το παιχνίδι, κάποιος συγγραφέας, αναλάμβανε να διηγηθεί μια ιστορία, αυτοσχεδιάζοντας πάνω σε έναν υποτυπώδη καμβά, που τους πρόσφερε ο εκδότης. Η Ντολόρες είχε μια τέλεια ικανότητα, την κάθε της διήγηση να την στολίζει με απίστευτες περιγραφές μέσα στο χρόνο και τον τόπο. Οι πρωταγωνιστές της πάντα, καθημερινοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, γεμάτοι όμως με δυνατά πάθη που ζούσαν ηρωικούς έρωτες. Τότε, οι ήχοι που ακούγονταν από τις λέξεις που έβγαιναν από το στόμα της, μετέφεραν όλη τη γοητεία της στο γύρω χώρο, ανακατωμένους με έναν ζαλιστικό ερωτισμό, ανάκατο με λίγες κόκκινες πιτσιλιές από τα βαμμένα χείλη της.

Σε αυτές τις συναντήσεις γνώρισε και το δεύτερο μεγάλο της έρωτα, τον συγγραφέα επιτυχημένων αστυνομικών διηγημάτων, τον Αντόν Αριάγα. Γοητευτικός, στα τριάντα πέντε του, πάντα κομψά ντυμένος, με ένα αδιόρατο, γεμάτο μυστικά χαμόγελο. Οι πρώτες τους κουβέντες, φυσικά για τη λογοτεχνία, γρήγορα ξεχάστηκαν και τη θέση τους πήραν συζητήσεις για την καθημερινότητα τους, την βαρετή τους ζωή και τον έρωτα. Τον αγάπησε αληθινά, με πάθος, στο πρόσωπο του έβλεπε τον άνθρωπο εκείνο, τον οποίο θα μπορούσε να εμπιστευτεί, να στηριχθεί πάνω του αλλά και τον άντρα που την οδηγούσε με μαεστρία, μέσα από τα ανεξερεύνητα, για εκείνην, μονοπάτια του πόθου. Οι συνευρέσεις τους ήταν γεμάτες ένταση, δυνατά επιφωνήματα ικανοποίησης και σημάδια σε όλο τους το σώμα. Όταν χώριζαν με ένα μακρύ, ατελείωτο φιλί, γνώριζαν ήδη ότι η επόμενη συνάντηση τους δεν θα αργούσε.

Ο Αντόν από τη πλευρά του, στη Ντολόρες, αναγνώριζε την γυναίκα για την οποία ήταν έτοιμος, να παρατήσει την ανέμελη, εργένικη ζωή, που έκανε μέχρι τότε και να αφιερωθεί στη μία και μοναδική, τη γυναίκα του πια. Παντρεύτηκαν σχετικά γρήγορα και εγκαταστάθηκαν στο διαμέρισμα του, το οποίο όμως πολύ γρήγορα αποδείχθηκε μικρό για τις ανάγκες τους. Χρειάζονταν το δικό τους χώρο για να μπορούν να απομονώνονται και να εργάζονται, για τον ίδιο λόγο χρειάζονταν και τους δικούς τους χρόνους, οι οποίοι τώρα μπερδεύονταν μέσα στο στενό διαμέρισμα του Αντόν.

Όλα αυτά τα αντιμετώπισαν με αισιοδοξία, μετακόμισαν σε ένα μεγαλύτερο διαμέρισμα, βρήκαν και τους χώρους τους και τους χρόνους τους, το κρεβάτι τους ακόμα κρατούσε τις μυρωδιές των κορμιών τους που ίδρωναν από πόθο. Και οι δύο έκαναν επιτυχίες με τα επόμενα βιβλία τους, τις οποίες γιόρτασαν σε ένα από τα πιο ακριβά εστιατόρια της πόλης, έδωσαν συνεντεύξεις όχι μόνο στα λογοτεχνικά περιοδικά της χώρας τους αλλά και σε περιοδικά ποικίλης ύλης, στα οποία δεν παρέλειψαν να αναφέρουν και το μεγάλο έρωτα τον οποίο ζούσαν. Ο Πάκο τους αγαπούσε ιδιαίτερα, τους καλούσε σταθερά στις λογοτεχνικές συναντήσεις που διοργάνωνε αλλά ούτε ο Αντόν πια, τραβούσε κοντά του τις νέες ανερχόμενες συγγραφείς, ούτε η Ντολόρες προκαλούσε τη συγκίνηση στα μάτια των άλλοτε θαυμαστών της.

Τα χρόνια πέρασαν γρήγορα, αφήνοντας παντού τα σημάδια τους. Ο έρωτας τους έσβησε, πολλές βραδιές κοιμούνταν στα γραφεία τους, όλο και πιο συχνά με δυσκολία ανεχόταν ο ένας τον άλλο. Έβγαιναν μόνοι τους, για ένα ποτό παρέα με άτομα με τα οποία τις περισσότερες φορές δεν είχαν τίποτα να πουν. Οι κοινές τους έξοδοι ήταν ελάχιστες κι αυτές κυρίως για κάποιες από τις υποχρεώσεις που είχαν, σχετικές με τους λογοτεχνικούς κύκλους μέσα στους οποίους εξακολουθούσαν να συνυπάρχουν. Η μοναξιά άρχισε σταθερά και επίμονα να κυριαρχεί στη ζωή τους.

Μα αυτό που ενοχλούσε τη Ντολόρες περισσότερο απ΄ όλα, ήταν η κατάντια του σώματος τους. Γερνούσαν, έχαναν την καθαρότητα των γραμμών τους, φορτώνονταν περιττά κιλά, με έναν τρόπο που της ήταν αδύνατο πια να αντικρίζει τον άντρα της γυμνό ή τον εαυτό της στον καθρέφτη. Εκνευριζόταν αφάνταστα αν ο Αντόν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι του για να δει το γερασμένο της πια κορμί. Όσες φορές τύχαινε να κάνουν έρωτα, αυτό γινόταν στο σκοτάδι, βουβά, απλά διεκπεραιώνοντας μια σωματική τους ανάγκη. Το περίεργο ήταν, ότι η Ντολόρες, στα σαράντα της πια, εξακολουθούσε να έχει ένα ποθητό κορμί, το οποίο βέβαια δεν είχε τη σφριγηλότητα των προηγούμενων χρόνων αλλά είχε την κομψή ωριμότητα της ηλικίας της. Και αυτό την έκανε ποθητή στα αχόρταγα μάτια των νεαρών που συνωστίζονταν γύρω της, για να τους υπογράψει τα βιβλία της, αλλά εκείνη αδυνατούσε να το δει.

Δύο πράγματα έμεναν σταθερά όλα αυτά τα χρόνια. Οι επιτυχίες των βιβλίων τους και η στενή σχέση που εξακολουθούσαν να έχουν ως αντρόγυνο με τον εκδότη τους.

Εκείνη την άνοιξη, όταν ο Πάκο τους κάλεσε, μαζί με κάποιους άλλους συγγραφείς του κύκλου του, για να περάσουν ένα τετραήμερο στο εξοχικό του, η Ντολόρες ήταν αδύνατο να αρνηθεί την πρόσκλησή του, παρά τις εξαιρετικά δύσκολες ώρες που περνούσε μετά την τελευταία της επίσκεψη στον γιατρό της και τις εξετάσεις στις οποίες είχε υποβληθεί. Της είχαν διαγνώσει καρκίνο στο τελικό στάδιο…

Τι έγινε στη συνάντηση αυτή είναι γνωστά, φρόντισε γι΄ αυτό ο συγγραφέας Πέδρο Θαραλούκι στο μυθιστόρημα του: “Για εραστές και κλέφτες”. Βέβαια, του διέφυγαν κάποιες λεπτομέρειες, τις οποίες θα ήταν αδύνατο ν΄ αντιληφθεί. Για παράδειγμα, τις στιγμές που άφηνε το μυαλό της ελεύθερο από τα καθημερινά ή τις υποχρεώσεις, εκείνο γύριζε ως άλλη ερινύα, στη ζωή που δεν είχε προφτάσει να χορτάσει, στις συμβάσεις στις οποίες υπέκυψε και στο σταμάτημα της σε πολλά μικρά και ασήμαντα γεγονότα τα οποία έπνιξαν τα σπουδαία, που κάποτε είχε σχεδιάσει. Ή πάλι ότι οι γεμάτες θαυμασμό ματιές του Πέδρο, δεν της ήταν αδιάφορες. Παρά την απογοήτευση της για τη κατάντια του σώματος της, οι αδέξιες αντιδράσεις του νεαρού άντρα, ανέστησαν μέσα της την αίσθηση, που είχε απεμπολήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής της, της δύναμης που εκπέμπει το γυναικείο σώμα. Αν και έδινε ιδιαίτερη αξία στο σωστό ντύσιμο, στα αξεσουάρ που το συνόδευαν και σε όλες εκείνες τις λεπτομέρειες της γυναικείας κοκεταρίας, όλα αυτά γίνονταν με έναν τρόπο τελείως μηχανιστικό. Η έντονη θηλυκότητα που εξέπεμπε, τι παράξενο, αυτή η ίδια ήταν αδύνατο να την αισθανθεί, μέχρι τη στιγμή εκείνη που κάθισε δίπλα στον Πέδρο.

Στο μυαλό της, αναπάντεχα εισέβαλαν οι κόκκινες γόβες της, τις οποίες πριν δύο βράδια, του είχε χαρίσει, αφού εκείνος τις της παρέδωσε στα χέρια, καθαρισμένες και ιδιαίτερα περιποιημένες. Αυτή, η αναπάντεχη χειρονομία, ανάστησε μέσα της την ικανότητα να βλέπει και πάλι, όλη τη γοητεία που εξακολουθούσε να σκορπά, στους άντρες που την περιστοίχιζαν. Στην ευφορία που είχε αισθανθεί, αντέδρασε εκείνη τη στιγμή, λέγοντας στον νεαρό αγγελιοφόρο των ευχάριστων ειδήσεων: “Θέλω να μου υποσχεθείς κάτι. Κάποια μέρα να τα φορέσεις σε μία κοπελίτσα χαζή και ερωτευμένη, να τη βάλεις να περπατήσει για να δεις πως τα τακούνια τής ορθώνουν τα καπούλια κι έπειτα να τη γαμήσεις χωρίς να τα βγάλει. Ορκίσου μου πως θα το κάνεις”.

Μόλις έκλεισε την πόρτα πίσω της, όταν επέστρεψε στο δωμάτιο της για να μαζέψει τα πράγματα της για να αναχωρήσει με τον άντρα της, πικρά αναφιλητά τσαλάκωσαν το πρόσωπο της. Ασήκωτο πόνο της προκάλεσε η θύμηση της στιγμής εκείνης, τότε, πριν από αρκετά χρόνια, όταν ένα βράδυ επέστρεψαν από μία έξοδο τους σε ένα από τα απόμερα μπαράκια της γειτονιάς τους, ο Αντόν χωρίς να πει κουβέντα, μόλις μπήκαν στο σπίτι κι εκείνη έβγαλε την καπαρντίνα της, της έκανε έρωτα, εκεί στο σαλόνι, ακουμπώντας την πλάτη της στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας τους. Φορούσε ακόμα της κόκκινες γόβες της όταν το κορμί της σπάραζε καθώς ο άντρας της ολοκλήρωνε με μια ξέπνοη κραυγή.

Μα πως γινόταν, να παραμένει με έναν άντρα, που όχι μόνο είχε παραμελήσει τον ίδιο τον εαυτό του αλλά και εκείνη, τη γυναίκα του, που κάποτε της είχε υποσχεθεί αιώνια ευτυχία; Πώς είχε πέσει στην παγίδα της υποτίμησης του εαυτού της, αυτή, η Ντολόρες που μέσα της κρυφογελούσε όλο ικανοποίηση, όταν τα βλέμματα των αντρών την έγδυναν απροκάλυπτα, σε κάθε περίσταση. Πόσο υπεύθυνος ήταν γι΄ αυτό ο Αντόν και πόσο εκείνη;

Όταν γύρισαν στο σπίτι τους, το ίδιο βράδυ κιόλας, η Ντολόρες με ελάχιστα πράγματα, όσα χωρούσε ένα ταξιδιωτικό σακβουαγιάζ, έφυγε από το σπίτι της. Προτού κατευθυνθεί προς το ξενοδοχείο που είχε τηλεφωνικά κρατήσει δωμάτιο, μπήκε στο πρώτο μπαράκι που συνάντησε στο δρόμο της. Η γοητεία της ήταν ακαταμάχητη και το ήξερε. Εκείνο το βράδυ, το πέρασε στην αγκαλιά ενός νέου άντρα, ο οποίος ήξερε πως να την κάνει να αισθανθεί και πάλι είκοσι χρόνων, τότε που η ζωή την περίμενε με ολάνοιχτες τις πόρτες.

 

 

* O Βασίλειος Διακοβασίλης, μάχιμος δάσκαλος εδώ και 30 χρόνια, γεννήθηκε το 1962 στην Αυστραλία, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και τα τελευταία χρόνια ζει και εργάζεται στις Σέρρες. Κάποτε το μυαλό γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, σκέψεις, συναισθήματα… τα οποία θέλουν να δραπετεύσουν. Διέξοδος τους, η γραφή του, ισχυρίζεται.

πηγή www.fractalart.gr