(Δημοσιεύθηκε στη Φιλολογική, τ. 142 (Ιανουάριος – Φεβρουάριος – Μάρτιος – Απρίλιος 2018), σ. 42-45)
Θα μπορούσαν ίσως κάποιοι από το επίλεκτο ακροατήριό μου να διερωτηθούν πως ένας καθηγητής Λαογραφίας, που για σαράντα τόσα χρόνια ασχολείται με την έρευνα και μελέτη του παραδοσιακού και σύγχρονου Eλληνικού λαϊκού πολιτισμού, νομιμοποιείται να σας μιλήσει για τον «παγκόσμιο» ποιητή της Ελληνικής Διασποράς Κωνσταντίνο Π. Καβάφη (1863-1933) και τη Μεγάλη Πόλη του, την Αλεξάνδρεια. Θα ήταν, ίσως, πιο σωστό να αναφερθεί στη σχέση του ποιητή με την επιστήμη της Λαογραφίας ή να αναδείξει σχετικά ενδιαφέροντά του.
Ο Μεγάλος όμως Αλεξανδρινός έχει και κάποια σχέση με τη Λαογραφία, αφού ασχολήθηκε και με λαογραφικά θέματα, όπως άλλωστε έδειξαν οι πανεπιστημιακοί μου δάσκαλοι Δημήτριος Σ. Λουκάτος (1908-2003)[2] και Μιχαήλ Γ. Μερακλής[3] σε ενδιαφέροντα μελετήματά τους.
Ο Καβάφης, εξάλλου, μελέτησε και δημοτικά τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Καρπάθου, από την πρώτη συλλογή (1913) του θεμελιωτή της Καρπαθιακής Λαογραφίας Μιχαήλ Μιχαηλίδη-Νουάρου (1877-1954)[4] και έγραψε μία κριτική παρουσίαση γι’ αυτά στο περιοδικό «Γράμματα» (1917) της Αλεξάνδρειας[5]. Εκεί διατυπώνει και συγκριτικές παρατηρήσεις, ενώ είναι μάλλον έκδηλος ο σεβασμός που φαίνεται να τρέφει προς το έργο του ιδρυτή της Ελληνικής Λαογραφίας Νικολάου Γ. Πολίτη (1852-1921)[6]. Η κριτική αυτή αναδημοσιεύτηκε στα «Πεζά» του[7].
Θα μπορούσα όμως να προσθέσω εδώ ότι από τα μαθητικά μου χρόνια ξεχώρισα δύο ποιητές που εξακολουθώ να διαβάζω και, με την ιδιότητα του φιλολόγου, να παρακολουθώ τη βιβλιογραφία τους. Οι ποιητές αυτοί είναι οι Διονύσιος Σολωμός (1798-1857) και Κ. Π. Καβάφης.
Αυτή, λοιπόν, είναι η νομιμοποίησή μου να σας μιλήσω απόψε περί Καβάφη, αναφερόμενος και σχολιάζοντας δύο ποιήματα ξένων ποιητών για την Αλεξάνδρεια, που γράφτηκαν με τον «Τρόπο του Καβάφη». Τα ποιήματα αυτά δημοσιεύτηκαν στο πρωτότυπο και σε Ελληνική μετάφραση στο μικρό βιβλίο με τίτλο «Με τον Τρόπο του Καβάφη: Είκοσι ξένα ποιήματα», που εκδόθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας της Θεσσαλονίκης τον Μάιο του 1999, με Προλογικό Σημείωμα του καθηγητή Δ. Ν. Μαρωνίτη (1929-2016) και τη συνεργασία του καθηγητή Νάσου Βαγενά.
Στο συγκεκριμένο Ανθολόγιο δημοσιεύονται 20 ποιήματα, «τα οποία αφορμώνται από την ποίηση του Καβάφη ή παραπέμπουν σε δικά του ποιήματα», όπως εσημείωσε ο επιμελητής της έκδοσης[8]. Με αυτά τα ποιήματα που συνέθεσαν είκοσι ποιητές (δεν δίνονται βιογραφικά στοιχεία των δημιουργών παρά μόνο οι τίτλοι των συλλογών) από ισάριθμες ξένες χώρες, αναδεικνύεται η «ποιητική εμβέλεια του μεγάλου Αλεξανδρινού, του «ακριβέστερου άρχοντα του Ελληνικού λόγου», κατά τον χαρακτηρισμό του μελετητή του, καθηγητή Γ. Π. Σαββίδη (1929-1995)[9]. Επτά ποιήματα του Ανθολογίου αναφέρονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στον ίδιο τον Καβάφη[10], ενώ δύο είναι αφιερωμένα στην ιστορική γενέθλια πόλη του[11].
* * *
Εδώ θα με απασχολήσουν τα δύο τελευταία για την Αλεξάνδρεια. Το πρώτο συνέθεσε ο Ολλανδός ποιητής και μεταφραστής Χανς Βάρρεν (Johannes Adrianus Menne Warren), ο οποίος γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1921 και πέθανε στην πόλη Χους (Goes) στις 19 Δεκεμβρίου 2001.
Ο Βάρρεν ήταν γιός ενός μηχανικού και μιας δασκάλας. Μετά τα εγκύκλια γράμματα, άρχισε να γράφει διάφορα άρθρα σε περιοδικά, που αναφέρονταν στη φύση και στο περιβάλλον. Τα πιο πολλά μιλούσαν για τα πτηνά. Το 1952 νυμφεύτηκε με μια Αγγλίδα, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά. Αργότερα μετακόμισαν στο Παρίσι. Ο γάμος του Ολλανδού ποιητή κράτησε μέχρι το 1978.
Με τη συνεργασία του συμπατριώτη του ποιητή Mario Molegraaf μετέφρασαν όλο το έργο του Καβάφη, αρκετά ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971), αλλά και έργα του Πλάτωνα και του Επίκουρου. Εξέδωσε 35 συλλογές ποιημάτων (1946-2001), 3 μυθιστορήματα φαντασίας, 6 πεζογραφήματα και 2 Ανθολογίες.
Το ποίημα, που αφιέρωσε στην Αλεξάνδρεια, σε Ελληνική μετάφραση του Χήρο Χόκβεντρα, έχει ως εξής:
«ΣΤΗΝ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ»
Βυθισμένος στις σκέψεις. Προσπαθώντας
να ερμηνεύσει στη δική του γλώσσα
το έργο του ποιητή που πέθανε
μισόν αιώνα πριν. Διστακτικός
και ατημέλητος βγήκε στον δρόμο,
κοντοστάθηκε, κοίταξε. Εκεί βαδίζαν
ίσκιοι αλλοτινοί, σιδεράδες, γραφιάδες,
που μύριζαν σκουριά και ξυμένα μολύβια, όμως
μεταμφιεσμένοι έφηβοι. Να το ύποπτο
καφενείο. Το έλεος του ποτού. Κι όλα έγιναν
ποίηση και όνειρο την πρώτη εκείνη
νύχτα στην περιβόητη Αλεξάνδρεια.
Το φως του φάρου, η μουσική, η βροντή των κυμάτων.
Ξεμέθυστον το πρωί τα πόδια του τον έφεραν
στον απόμερο δρόμο, στο σκουροκίτρινο σπίτι,
στα καταθλιπτικά δωμάτια, τα γεμάτα
χαλιά κι ανθοδοχεία και παραπετάσματα.
Από καιρό χαμένα. Όμως πού
είναι η φωνή, ο πλούσιος ήχος
που πρέπει όλα τούτα να τ’ αρθρώσει;[12]
Εδώ ο Ολλανδός ποιητής μιλάει, και λίγο αν προσέξουμε, για τον εαυτό του, όταν κάποτε βρέθηκε (πραγματικά ή νοερά) «Στην Αλεξάνδρεια», όπως άλλωστε τιτλοφορείται και το ποίημά του.
Προσπαθεί, λέει, να «ερμηνεύσει» στη δική του γλώσσα τα ποιήματα του Καβάφη. Βγήκε στους δρόμους και κοίταζε γύρω. Κάπου είδε «ίσκιους αλλοτινούς, σιδεράδες και γραφιάδες, που μύριζαν σκουριά και ξυμένα μολύβια». Μάλλον εδώ ο Βάρρεν υπονοεί ποιητές πριν από τον Καβάφη, ή και συγχρόνους του, που όμως ακολουθούσαν ακόμα μια παραδοσιακή, ξεπερασμένη ποιητική που ο Καβάφης την είχε ξεπεράσει, βάζοντας κιόλας στη δική του ποίηση και βιώματα από τη μυστική, κάπως, ζωή του. Κιόλας το βράδυ της άφιξής του στην Αλεξάνδρεια, ο Βάρρεν άρχισε την περιδιάβασή του και στα μέρη όπου σύχναζε ο Καβάφης και τα πέρασε στα ποιήματά του.
Με «το έλεος του ποτού», λέει ο Ολλανδός περιπατητής, που συναντά κιόλας (ασφαλώς νοερά τώρα πια) το «ύποπτο καφενείο» (όπως το παίρνει από το ποίημα εκείνου: «Στου καφενείου την είσοδο»[13], αλλά και το ποίημα «Μια νύχτα»)[14], νιώθει να του γίνονται όλα «ποίηση και όνειρο», νύχτα, στην «περιβόητη Αλεξάνδρεια», γοητευμένος κι από το φως του φάρου, τη μουσική, τη βροντή των κυμάτων.
Το πρωί, ξεμέθυστος πια, επισκέπτεται το «σκουροκίτρινο σπίτι» —
του ποιητή προφανώς —με όλα όσα γνωρίζει (απ’ τα διαβάσματά του) πως υπήρχαν εκεί μέσα «από καιρό χαμένα». Όμως λείπει το κύριο. Η ζωντανή φωνή, με τον «πλούσιον ήχο» της, που θα τα άρθρωνε όλα αυτά.
* * *
Το δεύτερο ποίημα συνέθεσε ο Ρουμάνος ποιητής Βιργίλιος Μαζιλέσκου, ο οποίος γεννήθηκε στις 11 Απριλίου 1942 στην πόλη Corabia της Ρουμανίας και πέθανε στις 13 Αυγούστου 1984 στο Βουκουρέστι, σε ηλικία μόλις 42 χρόνων. Απεφοίτησε από το Λύκειο Spiru Haret το 1957 και στη συνέχεια σπούδασε στο Τμήμα Ρουμανικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου. Εργάστηκε ως καθηγητής και βιβλιοθηκονόμος. Δοκιμιογράφος και μεταφραστής. Πρωτοεμφανίστηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους το 1966 στο Παράρτημα Povestea vorbei του περιοδικού Ramouri.Το πρώτο του βιβλίο εκδόθηκε το 1988, το Versuri, το οποίο έλαβε μάλιστα το βραβείο Luceafarul. Συνολικά εκδόθηκαν 9 βιβλία του, 4 εν όσο ζούσε (1968-1983) και 5 post mortem (1988-2013).


Οι τέσσερις ποιητικές συλλογές του τιτλοφορούνται (σε ελληνική μετάφραση):
- Στίχοι (1968)
- Αποσπάσματα από την άλλοτε περιοχή (1970)
- Θα είναι ησυχία, θα είναι βράδυ (1979)
- Ο Guillaume, ποιητής και διαχειριστής (1983)[15].
Πιθανόν τον Καβάφη να τον είχε διαβάσει από τη μετάφραση του ποιητή Aurel Rau και γοητεύτηκε από την ποιητική δημιουργία του Αλεξανδρινού. Το όνομα του Μαζιλέσκου φέρει ένα σχολείο της πόλης που γεννήθηκε. Τρία ποιήματά του δημοσιεύτηκαν, σε Ελληνική μετάφραση στο περιοδικό «Το Δέντρο» (τεύχος 28-29 του 1987)[16].
Δίνω εδώ το ποίημα του Μαζιλέσκου, σε μετάφραση του Βίκτωρος Ιβάνοβιτς:
ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ
(τραγουδά ο ποιητής)
όνειρο είδα χθες τη νύχτα ήµουνα λέει στην πόλη της αλεξανδρείας
οι έλληνες των προαστίων άξιοι απόγονοι των αρχαίων ελλήνων
µου χρώσταγαν ευγνωμοσύνη και πολλές δραχµές
οι έλληνες όλοι τους θα διέσχιζαν για µένα τη µεσόγειο
έβλεπα στ’ όνειρο τον εαυτό µου ήµουνα λέει σ’ ένα λευκό κι ερειπωμένο
κτίριο — τυφλός σ’ ένα τραπέζι
στου καφενείου το µέσα µέρος όπου γέρασαν χωρίς καν να το αντιληφθούν
και τα σκυλιά του γιάννη του φούρναρη και η έπαρση του κωνσταντίνου
π καβάφη (περιωνύµου ποιητού)
κι όλα όσα επιπλέον δύνανται να γερνούν σε µια μεγάλη πόλη
όπως η αλεξάνδρεια σ’ ένα λευκό κι ερειπωμένο κτίριο
κ ά τ ο χ ο ς
μυρίων και µυρίων οξειδωμένων κλειδιών
κι εσύ τα µαλλιά µου χάιδευες βουρκωμένη
κι εσύ µε τα γαλανά µάτια µου βάλθηκες να παίζεις
χωρίς σπουδή µα και χωρίς πολλή σκληρότητα
τη νύχτα ω ναι τη νύχτα αυτή στην πόλη της αλεξάνδρειας[17]
Πρώτη παρατήρηση εδώ, αμέσως μετά τον τίτλο του ποιήματος, ο υπότιτλος: (τραγουδά ο ποιητής). Και εννοεί ασφαλώς τον εαυτό του. Ο Καβάφης δεν τραγουδούσε, πολύ λιγότερο θα έκανε κάτι τέτοιο σε, ή για μια γυναίκα, όπως μπορεί να διαπιστώσει ο αναγνώστης πιο κάτω.
Μιλάει ο Μαζιλέσκου για ό,τι είδε σ’ ένα όνειρό του: Ήταν «στην πόλη της Αλεξάνδρειας, με τους Έλληνες, εκεί, των προαστίων, άξιων επιγόνων των Αρχαίων Ελλήνων». Βρισκόταν ο ποιητής, στο όνειρό του πάντα, «σ’ ένα λευκό κι ερειπωμένο κτίριο» (υπονοείται μάλλον το σπίτι του Καβάφη), αλλά, συγχρόνως (τέτοια συμβαίνουν συχνά στα όνειρα), βρισκόταν «στου καφενείου το μέσα μέρος [ημιστίχιο ατόφιο από τον Καβάφη], όπου γέρασαν χωρίς καν να το αντιληφθούν», αδιάφοροι, όπως «και η έπαρση του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη (περιωνύμου ποιητού) | κι όλα όσα επιπλέον δύνανται να γερνούν σε μεγάλη πόλη | όπως η Αλεξάνδρεια σ’ ένα λευκό κι ερειπωμένο κτίριο».
Στο τέλος ο μάλλον απαισιόδοξος αυτός ποιητής, «κάτοχος | μυρίων και μυρίων οξειδωμένων κλειδιών», αισθάνεται μια γυναίκα να του χαϊδεύει τα μαλλιά «βουρκωμένη» να τον κοιτάζει στα γαλανά μάτια «χωρίς σπουδή μα και χωρίς πολύ σκληρότητα | τη νύχτα ω ναι τη νύχτα αυτή στην πόλη της Αλεξάνδρειας».
Μπορεί λοιπόν κάποιος να υποθέσει, προσέχοντας ιδιαίτερα και τον τελευταίο στίχο («τη νύχτα ω ναι τη νύχτα αυτή στην πόλη της Αλεξάνδρειας»), πως λογαριάζει τη μεγάλη αυτή πόλη, ως πόλη του έρωτα, ικανή να κάνει και τους λυπημένους να αισιοδοξήσουν.
Το ποίημα αυτό του Μαζιλέσκου, σε μετάφραση πάλι του Βίκτωρος Ιβάνοβιτς, δημοσιεύτηκε και στο περιοδικό «Το Δέντρο» (τεύχος 28-29 του 1987).Η μετάφραση όμως αυτή έχει ορισμένες λεκτικές διαφοροποιήσεις, σε σχέση με αυτή που δημοσιεύτηκε στο μικρό βιβλίο του 1999.Οι λεκτικές αυτές της Νεοελληνικής απόδοσης, δεν αλλοιώνουν ασφαλώς το νόημα. Έτσι, π.χ., ο υπότιτλος του ποιήματος «τραγουδά ο ποιητής» μεταφράζεται «τραγούδι του ποιητή», η λέξη «κάτοχος» αποδίδεται με τη λέξη «ιδιοκτήτης», οι λέξεις «για ‘μένα» μεταφράζονται «για χατίρι μου» κ.λπ.
* * *
Μια παρατήρηση που μπορεί κανείς να κάνει είναι, ότι οι δύο ξένοι ποιητές, ο ένας Ολλανδός και ο άλλος Ρουμάνος, επικοινώνησαν με ευαισθησία με τα ποιήματα του Καβάφη. Οι μεταφράσεις αυτές είναι δείγματα της όλης ποιητικής του Αλεξανδρινού ποιητή, αλλά και της εσώτερης ψυχολογίας του, όπως αυτά αντανακλώνται στους μεταφρασμένους στίχους. Την επιτυχία αυτή των ποιητών μοιράζονται και οι δύο μεταφραστές, ώστε να είναι θεμιτό να συμπεράνει κάποιος, ότι ο Καβάφης γνώρισε μια ευρεία αποδοχή στην Ευρώπη (και όχι μόνο), σ’ ένα πλατύ κοινό, γιατί μετέδιδε, σχεδόν προδρομικά, το κλίμα και το πνεύμα ενός κοσμοπολιτισμού, όπου απελευθερώνονταν πολλοί από μια «σκουριά» που σιγά-σιγά χανόταν. Ωστόσο, και αυτό έχει τη σημασία του, η απελευθέρωση αυτή δεν ήταν οπωσδήποτε λυτρωτική· ίσως οδηγούσε σε νέες δεσμεύσεις, κάτι που εκπέμπει ο ποιητής με την αισθητή, με πολλούς τρόπους, σε πολλούς στίχους, μελαγχολία του.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] Συμπληρωμένη μορφή Εισήγησης, που έγινε στο Αρχονταρίκι του Αγίου Αθανασίου του Μετοχίου του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας και Πάσης Αφρικής, κατά την καθιερωμένη ετήσια κοπή της Βασιλόπιτας της Αδελφότητας των Οφφικιάλων (Πρόεδρος ο Ομότιμος Καθηγητής Θεόδωρος Παναγόπουλος) του Πατριαρχείου (Αθήνα, 11 Ιανουαρίου 2018).
[2] Βλ. σχετικά Δημήτριος Σ. ΛΟΥΚΑΤΟΣ, «Ο Καβάφης και η Λαογραφία», Λαογραφία, 33 (1986), σ. 346-359.
[3] Μιχαήλ Γ. ΜΕΡΑΚΛΗΣ, «Ο Πεζός Καβάφης», στο βιβλίο του: Τέσσερα Δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1985, σ. 19-21.
[4] Βλ. σχετικά Μιχαήλ Γ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΗΣ – ΝΟΥΑΡΟΣ, Καρπαθιακά δημοτικά άσματα, Τυπογραφείον των εν Κωνσταντινουπόλει Καταστημάτων Π. Αγγελίδου και Σίας , 1913.
[5] Τεύχος 38 (Β’ του τέταρτου τόμου, Ιούνιος – Οκτώβριος 1917), σ. 344-349.
[6] Για τον Πολίτη βλ. ενδεικτικά Μηνάς Αλ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ, «Μνήμη Νικολάου Γ. Πολίτη, θεμελιωτή της Ελληνικής Λαογραφίας», Λαογραφία 39 (2003), σ. 23-29.
[7] Βλ. τη νέα έκδοση Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Τα Πεζά (1882;-1931), Φιλολογική Επιμέλεια Μιχάλης Πιερής, Ίκαρος Εκδοτική Εταιρεία, Αθήνα 2003, σ. 128-135. ― Βλ. τώρα επίσης Κώστας Ε. ΣΚΑΝΔΑΛΙΔΗΣ, Κωνσταντίνος Π. Καβάφης και Δωδεκανήσιοι στην Αίγυπτο των Ελλήνων, Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Δωδεκανήσου, Σειρά Αυτοτελών Εκδόσεων αρ. 30, Ρόδος 2013, σ. 260-272.
[8] Βλ. σχετικά Δ. Ν. ΜΑΡΩΝΙΤΗΣ, «Πρόλογος», στο βιβλίο Με τον τρόπο του Καβάφη: Είκοσι ξένα ποιήματα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. Θεσσαλονίκη 1999, σ. 8.
[9] Βλ. Γ.Π. ΣΑΒΒΙΔΗΣ , «Εισαγωγικό Σημείωμα», στο βιβλίο Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα Α’: 1896-1918, Ίκαρος, 8η ανατύπωση, Αθήνα 1973, σ. 9. ― Πρβλ. και Μηνάς Αλ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ, «Χαιρετισμός προς το Δ’ Διεθνές Συνέδριο Καρπαθιακής Λαογραφίας» (Κάρπαθος, 8-12 Μαΐου 2013), Ινστιτούτο Λαϊκού Πολιτισμού Καρπάθου Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 2016, σ. 48.
[10] Βλ. Με τον τρόπο του Καβάφη: Είκοσι ξένα ποιήματα, ό.π., σ. 14-19 και 32-41.
[11] Ό.π., σ. 46-47 και 50-51.
[12] Ό.π., σ. 47.
[13] Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, Ποιήματα Α’: 1896-1918, Φιλολογική Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης, Ίκαρος, 8η ανατύπωση, Αθήνα 1973, σ. 54.
[14] Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗΣ, ό.π., σ. 55.
[15] Ευχαριστώ και από τη θέση αυτή τον κ. Tudor Dinu, καθηγητή του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου, για τη βοήθειά του στα βιογραφικά του Ρουμάνου ποιητή.
[16] Βλ. σχετικά «Επίλογος: Ο ‘‘ονειρισμός’’»: Ένας όψιμος απόηχος του ρουμανικού υπερρεαλισμού», Το Δέντρο, τεύχος 28-29 (1987), σ. 80-82.
[17] Βλ. Με τον τρόπο του Καβάφη: Είκοσι ξένα ποιήματα, ό.π., σ. 51.