Με τη μετάφραση της Ζωής Σαμαρά οι Έλληνες αναγνώστες αισθάνονται ότι διαβάζουν ένα βιβλίο που γράφτηκε εξ αρχής στη γλώσσα τους
Γράφει ο Διονύσης Στεργιούλας
Το Ιντερμέτζο, έργο του γνωστού Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζαν Ζιρωντού (1882-1944), ανέβηκε στη σκηνή το 1933, όταν η Ευρώπη είχε μισοβυθιστεί σε μια περίοδο ολοκληρωτισμών, που γρήγορα θα την έφερνε αντιμέτωπη με καταστροφικούς πολέμους αλλά και με το αίνιγμα «άνθρωπος». Είναι το δεύτερο έργο του ίδιου συγγραφέα που μεταφέρει στην ελληνική γλώσσα η Ζωή Σαμαρά. Είχε προηγηθεί το 2018 Η γοητεία της αποτυχίας (L‘Apollon de Bellac).
Ο κεντρικός χαρακτήρας, μια όμορφη νεαρή δασκάλα που ονομάζεται Ισαβέλλα, καταλαμβάνει προσωρινά τη θέση της διδάσκουσας σε τάξη κοριτσιών που βρίσκονται στην εφηβεία. Αισθάνεται έλξη για τον θάνατο και όταν συναντά έναν άγνωστο άντρα έξω από την πόλη, τον περνά για φάντασμα. Εφαρμόζει κατά τη διδασκαλία μεθόδους που σε τίποτα δεν θυμίζουν τα εκπαιδευτικά μοντέλα της εποχής της. Προτιμά να κάνει το μάθημα στην ύπαιθρο και όχι στις σχολικές αίθουσες και γενικώς οι απόψεις της είναι ρηξικέλευθες σε όλα τα θέματα. Σαν να έρχεται απευθείας από την εποχή του Διαφωτισμού και από τα βιβλία του Βολταίρου και του Ρουσσώ. Λέει, μεταξύ άλλων: «Ό,τι είναι πταίσμα στην τάξη γίνεται πρωτοβουλία και γνώση μέσα στη φύση. Να τιμωρήσουμε μια μαθήτρια που κοιτάει το ταβάνι; Κοιτάχτε το αυτό το ταβάνι!»
Μια άλλη της πλευρά θυμίζει την Αντιγόνη της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή, που κι εκείνη σεβόταν τους νεκρούς και πίστευε σε αιώνιες αξίες, ενώ δεν φοβόταν να διαφοροποιηθεί από το αυστηρό πλαίσιο κανόνων και συμπεριφορών που επιβάλλει η «κοινή γνώμη» στις παραδοσιακές και στις κλειστές κοινωνίες.
Δίπλα της ή απέναντί της στέκονται οι μαθήτριές της, δύο δήμιοι και σημαίνοντες κάτοικοι της επαρχιακής πόλης: οι δύο συντηρητικές «κόρες του αείμνηστου ειρηνοδίκη», ο δήμαρχος, ένας φαρμακοποιός, ο Ελεγκτής Μέτρων και Σταθμών. Ένας επιθεωρητής φτάνει απρόσκλητος για να δώσει απαντήσεις σε όσα παράξενα συμβαίνουν και σχετίζονται ποικιλοτρόπως με την Ισαβέλλα. Ο επιθεωρητής, που αποτελεί τον κύριο στόχο της σάτιρας του συγγραφέα, εκφράζει τη συντήρηση, την ψυχρή λογική, την έλλειψη ευαισθησίας και έναν άκαμπτο και προβλέψιμο τρόπο σκέψης. Προκαλεί το γέλιο ακόμη και όταν έχει δίκιο, επειδή ο συγγραφέας τού στήνει διαρκώς παγίδες. Ωστόσο, παρά τις συντηρητικές του απόψεις και τα όσα γενικότερα απηχούν τα λόγια του, είναι πιθανό να κερδίσει εν τέλει, με τα παθήματά του, εκτός από το γέλιο, τη συμπάθεια των αναγνωστών του βιβλίου ή των θεατών της παράστασης και ο ρόλος του να καταστεί πρακτικά εξίσου σημαντικός με τον ρόλο της Ισαβέλλας.
Τα περισσότερα από τα πρόσωπα του έργου ανήκουν σε διαφορετικούς κόσμους, παράλληλους μεταξύ τους. Η συνύπαρξή τους στη σκηνή προκαλεί καταστάσεις κωμικοτραγικές. Εκθέτουν τις απόψεις τους χωρίς να νοιάζονται για τις απόψεις των άλλων, ακόμη και όταν φαινομενικά συζητούν μεταξύ τους. Πρόκειται για χαρακτήρες παγιωμένους και κάπως επίπεδους, που όμως συνθέτουν ως σύνολο ένα πανόραμα αντιθέσεων θυμίζοντας τις κοινωνίες του Μεσοπολέμου, της εποχής κατά την οποία γράφτηκε το έργο. Ανάμεσά τους και ένας άντρας που αρχικά παρίστανε το φάντασμα και μετά τον θάνατό του γίνεται πραγματικό φάντασμα.
Η πόλη όπου διαδραματίζεται η ιστορία βρίσκεται, σύμφωνα με τον φαρμακοποιό, «σε κατάσταση τύχης, όπως ένα άτομο που παίζει ρουλέτα και κερδίζει κάθε φορά, ενώ παίζει τον ίδιο αριθμό». Η μικρή αυτή πόλη, την οποία ο Ελεγκτής χαρακτηρίζει «τρελή», θα μπορούσε να αντιστοιχεί στον πλανήτη γη και οι διάφοροι ρόλοι σε τύπους ή σε κατηγορίες ανθρώπων. Όσο όμως και αν διαφέρουν μεταξύ τους, όποιο φορτίο και αν κουβαλάνε από το παρελθόν, όποια και αν είναι η στάση τους απέναντι στο άλυτο μυστήριο του θανάτου, είναι αναγκαίο να συνυπάρξουν αρμονικά σε έναν κόσμο που εκ των πραγμάτων χαρακτηρίζεται από ποικιλομορφία στάσεων και απόψεων. Στο κείμενο αυτή η ισορροπία επιτυγχάνεται σε έναν βαθμό. Συνήθως όμως δεν συμβαίνει το ίδιο στην αληθινή ζωή, όπου η αστάθεια είναι διαρκής και οι ισορροπίες εύθραυστες.
Αν και επιφανειακά πρόκειται για τυπική κωμωδία, που παρωδεί τα αστυνομικά μυθιστορήματα της εποχής και τις ιστορίες με φαντάσματα, στο έργο κρύβονται τραγικά νοήματα για την ανθρώπινη φύση και ιστορία, για τα κοινωνικά στερεότυπα και για τα αδιέξοδα των ευαίσθητων ανθρώπων και ιδιαίτερα των νέων γυναικών, που οι συνθήκες τις αναγκάζουν να προσαρμοστούν, κάποτε με βίαιο τρόπο, σε έναν τρόπο ζωής που δεν τους ταιριάζει. Η Ισαβέλλα εκφράζει με τις επιλογές της το συχνά αμφισβητούμενο από τους εκπροσώπους των διαφόρων κέντρων εξουσίας δικαίωμα της ελεύθερης σκέψης και δράσης, καθώς και άλλα αυτονόητα δικαιώματα. Πιθανώς αρχικά το Ιντερμέτζο σχηματίστηκε λογοτεχνικά πάνω στον χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας και σταδιακά προστέθηκαν τα υπόλοιπα πρόσωπα, ορισμένα εκ των οποίων λειτουργούν ως καρικατούρες.
Με τη μετάφραση της Ζωής Σαμαρά οι Έλληνες αναγνώστες αισθάνονται ότι διαβάζουν ένα βιβλίο που γράφτηκε εξ αρχής στη γλώσσα τους. Η μεταφράστρια, ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ, θεατρική συγγραφέας και η ίδια και θεωρητικός της λογοτεχνίας, προσεγγίζει το Ιντερμέτζο συνολικά, ως ενιαίο και ζωντανό κείμενο και όχι διεκπεραιωτικά, ως άθροισμα επιμέρους τμημάτων και διαλόγων. Το αντιμετωπίζει με «φιλικότητα», για να θυμηθώ εδώ έναν όρο που συνήθιζε να χρησιμοποιεί ο Κώστας Αξελός. Η δεδομένη άριστη γνώση της γαλλικής γλώσσας και λογοτεχνίας, καθώς και η συστηματική ενασχόλησή της επί επτά δεκαετίες με την τέχνη του θεάτρου, δικαιολογούν το ολοκληρωμένο και αισθητικά άρτιο μεταφραστικό αποτέλεσμα.
πηγή www.fractalart.gr
6.11.2024
Καρπαθιακά Νέα