Στο νησί των χαμένων θησαυρών

Στο νησί των χαμένων θησαυρών

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Ποτέ δεν αναρωτήθηκε γιατί το αγαπούσε, κι όμως έφτανε μια σκέψη, τέτοια ότι αγγίζει έναν ασήμαντο βράχο ή αρκούσε ένας ατίθασος νευρώνας του να τσαλαβουτήσει μέσα σε μια στάλα σκέτης θάλασσας, κι ένιωθε τη ψυχή του να πεταρίζει, σα μεθυσμένη πεταλούδα.

Αυτό δεν είναι έρωτας; Αγάπη; ή όπως διάολο θέλουν να το λένε εκείνοι, οι στεγνοί, μα πιο ψαγμένοι φίλοι;

Ένας εφτακακόμοιρος άγνωστος μετανάστης.

Έτσι μεγάλωσε, κι έμαθε να πατά ελαφριά, σα λιπόσαρκος γάτης, πάνω σε χώματα σκεπασμένα από τσιμέντα, που δεν έμοιαζαν καθόλου με τα πατρογονικά, μα του τα τοχαν βάνει όλα βαθιά μέσα στο μυαλό!

Όμως ποτέ δεν τα είπε ξενικά κι αφιλόξενα, βλέπεις άφηναν χώρο σε κάθε ανθρώπινο νούμερο, φτάνει να πήγαινε συντεταγμένα, με σιωπή, τάξη και πρόγραμμα.

Έζησε μοιρασμένη ζωή, ένας ακόμη στυγνός δόκτωρας Τζέκιλ που τις νυχτιές μεταμορφωνόταν στον πιο γλυκό και τρυφερό κύριο Χάϊντ. Εδώ η ζωή, ακόμη μια φορά, παίζει ανάποδα κάτι από το γνωστό μυθιστόρημα του  ιρλανδού Στήβενσον.

Πάλευε για το μεροκάματο, μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο σκληρός, άγριος σα χτυπημένος λύκος, δίχως φίλους, μακριά από εφήμερα χωρατά.

Κι όταν γυρνούσε στο χωριό γινόταν η μεταξωτή κλωστή, για το κέντημα της μάνας ή μια μιχίνα, πετονιά, για τα καλαρίσματα του παππού.

Φορούσε τα καλά του και γινόταν πότε χριστιανός και πότε ψαράς ή ακόμη και κυνηγός, αν και φοβόταν το αίμα και τον ήχο του όπλου. Έπειτα κερνούσε όλο τον καφενέ, στη μνήμη ενός πατριώτη πατέρα που είναι αλήθεια πως  ποτέ δε χασομέρησε για να τον καλογνωρίσει.

Εκεί ήταν όλα τα όνειρα, οι ολόχρυσοι θησαυροί του, και δεν ήταν άλλοι από τη μνήμη ολάκερων γενιών, που έκρυβε ζωντανούς μέσα στα κατάβαθα του μυαλού και της ψυχής του.

“Θα περάσει κι αυτό”, “το πεπρωμένο φυγείν αδύνατον”, έγραφαν δυο αντικρυστά κάδρα στο μεγάλο σαλόνι του χωριού, από μικρός τα χάζευε και αναρωτιόταν, μα πότε επιτέλους θα περάσουν οι δυσκολίες και θα ξεχαστούν οι αναποδιές μας.

Έτσι, μαζί με την υπομονή, έμαθε στο κουράγιο. Διδάχτηκε να κρατά το στόμα του κλειστό, αφού ο μικρός τόπος δεν σήκωνε τα φανερά λόγια. Η κοινωνία λάτρευε τα κουτσομπολιά, ειδικά εκείνα τα αόριστα καρφιά των καφενείων ήταν πανηγύρι, άλλο πράμα όταν αυτά στόλιζαν τους γειτόνους.

Για τα μεγάλα, όλα εκείνα που βασάνιζαν τον τόπο, απολείπαν οι φανερές κρίσεις κι αν κάποιος παλαρός τολμούσε και σήκωνε φωνή, κούνια που τον κούναγε, κάθε φορά οι προεστοί της εποχής φρόντιζαν να τον απομονώσουν. Δεν αλλάζει αυτό το τροπάριο, όποιος καβαλικεύει το άλογο σα να βαφτίζεται παντρόνε.

Δε βαριέσαι, τα χρόνια έφυγαν τραβώντας από το χέρι τους αγαπημένους του.

Το παρελθόν ξεκόλλησε και άρχισε να απομακρύνεται, να απέχει έτη φωτός, ενώ το παρόν έμοιαζε σα να στολίστηκε με παράτερα σχεδόν αστεία ρούχα, όλα βγαλμένα από το μέλλον. Κι ήρθε η ώρα να παραδώσει τον κρυμμένο θησαυρό του στους επόμενους, να τους πάρει σε εκείνο το βράχο που μουρμουρά, να τους περπατήσει μέσα στο κύμα που βρίσκει χώρο και κουλουριάζεται πάνω στα ανθρώπινα κορμιά.

Όμως οι επόμενοι είχαν ήδη ξε-φύγει, είχαν ταξιδέψει ακόμη πιο πολύ μέσα στο χρόνο, δεν πίστευαν πια σε χαμένους θησαυρούς, καμάρωναν τη φύση αποστειρωμένοι και προστατευμένοι μέσα σε προστατευτικά γυάλινα σκεπάσματα.

Το νησί απάντησε, κατάπιε με μανία όλα του τα δώρα, έκλεισε μέσα στα βράχια την αλμύρα του και μετά περίμενε να ξεπέσουν τίποτε νέοι κουρσάροι, έτοιμοι να πλανηθούν, να αγαπήσουν, να λατρέψουν και πάλι το κορμάκι του.