“Κείνο το βράδυ ο ‘Ασιλής γύρισε στο σπίτι φουρτουνιασμένος. Είχε πάει στο σταύλο του στις Στες να ποτίσει το χωραφάκι του και φαίνεται κάπου του έπεσε η αρμαθιά με τα κλειδιά του…
Τα έψαξε ώρα πολύ μα σιγά σιγά άρχισε να σκοτεινιάζει… άντε βρες τα….
Στο τέλος απογοητευμένος κίνησε να πάει στο σπίτι γιατί η Κυρανιά θ’ανησυχούσε…
Το άλλο πρωί κίνησαν μαζί να πάνε στις Στες να βρουν τα κλειδιά…Εκείνος έψαχνε στο χωράφι, εκείνη στον σταύλο.. Μα τα κλειδιά τίποτα….
Τότε η Κυρανιά σκέφθηκε να πάει να ψάξει σε μια στοίβα από κλαριά μια κι ο Ασιλής είχε κλαδέψει την προηγούμενη μέρα κι ήταν ακόμα πεταμένα σε μια γωνιά έξω από τον σταύλο…
Έσκυψε…τ”ανακάτεψε…έψαξε…μα τίποτα… Κι όπως σήκωσε τα μάτια βλέπει στο βάθος τον τρούλο του Αη Παντελεήμονα….
-“Άγιε μου Παντελέμονα κάνε τώρα που θα γυρίσω να μου πει…”Να’τα τα βρήκα!!”
Και με τη σκέψη αυτή γυρίζει προς τον σταύλο…. Δεν προλαβαίνει να σπρώξει την ξύλινη ξωπορτιά και να πατήσει το πρώτο σκαλί κι ακούει….
-“Να’τα τα βρήκα!!”
Τα κλειδιά είχαν χωθεί κάτω από κάτι ξερόχορτα κοντά στην βρύση…….
Συγκινημένη έκανε στροφή και κατευθύνθηκε νπρος τον Άγιο να τον ανάψει και να θυμιάσει…. Μεγάλη η χάρη του!!”
Άννα Μιχαήλ Γιαβάση
20.4.2023
Καρπαθιακά Νέα