ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη)

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ (διήγημα του Βασίλη Γεργατσούλη)

Νιώθω να με πνίγει η πόλη. Τον ίδιο βραχνά κουβαλά και η γυναίκα μου. Δεν ξέρω γιατί δεν αποφασίζουμε επιτέλους να μετακομίσουμε κάπου στην επαρχία, να ζήσουμε ανθρώπινα. Εδώ δε μας δένει τίποτα σημαντικό, μόνο η δύναμη της συνήθειας μάς κρατά. Όποτε το φέρνει η κουβέντα, λέμε πως έχουμε εδώ το σπίτι μας και τις δουλειές μας και δεν μπορούμε –τάχα– να τα αφήσουμε. Σιγά το σπίτι, σιγά τις δουλειές! Η ατολμία μας φταίει, όλα τα υπόλοιπα είναι δικαιολογίες.

Όμως επειδή λατρεύουμε και οι δυο τις εκδρομές, πολλά Σαββατοκύριακα που δε δουλεύουμε φεύγουμε με το αυτοκίνητό μας στην εξοχή. Έστω και αυτές οι μικρές αποδράσεις στη φύση κάνουν καλό στην ψυχολογία μας. Το πράσινο έχει μια ανεξήγητη δύναμη· διώχνει τις έγνοιες μας και μας ηρεμεί. Πάντα επιστρέφουμε στην πόλη με βελτιωμένη διάθεση.

Σήμερα φύγαμε πάλι. Εγώ οδηγούσα. Διασχίζοντας έναν αχανή κάμπο σπαρμένο με σιτάρι, ένα θεόρατο δέντρο με πλούσια φυλλωσιά τράβηξε την προσοχή μου. Δεν ξέρω να πω με σιγουριά αν ήταν βελανιδιά, πλάτανος, λεύκα ή καρυδιά… Ούτε η γυναίκα μου γνώριζε το όνομα του δέντρου. Οι περισσότεροι άνθρωποι της πόλης δεν έχουμε μάθει να τα διακρίνουμε, τα λέμε όλα «δέντρα» και ξεμπερδεύουμε. Το δέντρο λοιπόν ορθωνόταν ανάμεσα στα σπαρτά, ψηλό, μόνο, μελαγχολικό. Σταμάτησα το αυτοκίνητο στην άκρη του δρόμου, βγήκαμε και το κοιτούσαμε απορημένοι. Είπα στη γυναίκα μου πως θεωρώ τα δέντρα εξόχως κοινωνικά και συντροφικά και απορώ πώς βρέθηκε τούτο δω κατάμονο κι έρημο στη μέση του κάμπου.

Όμως θα διακόψω εδώ. Δε θα πω περισσότερα για το μοναχικό δέντρο που γνωρίσαμε στην εκδρομή μας. Το ανέφερα μόνο γιατί έγινε αφορμή και θυμήθηκα ένα άλλο δέντρο, δικό μου –αν και νομίζω πως τα δέντρα δεν έχουν ιδιοκτήτες∙ υπάρχουν από μόνα τους, για δικιά τους ικανοποίηση και είναι ακηδεμόνευτα. Θα σας μιλήσω λοιπόν γι’ αυτό το δέντρο που αποκαλώ «δικό» μου, γιατί τ’ αγαπώ περισσότερο απ’ τ’ άλλα δέντρα και το νοιάζομαι.

Εγώ και η γυναίκα μου μένουμε στη λαϊκή συνοικία της πόλης, σε μια παλιά μονοκατοικία, που μας την παραχώρησαν τα πεθερικά μου. Γύρω απ’ το σπίτι μας ορθώνονται πολυώροφες πολυκατοικίες που μας κόβουν τη θέα, τον αέρα, τον ήλιο. Μπροστά στο σπίτι μας έχουμε μια μικρή αυλή και μια μικρότερη πρασιά· θα ’ναι δε θα ’ναι δεκαπέντε τετραγωνικά.

Λίγα χρόνια πριν είχα φυτέψει στην πρασιά μας μια μουριά. Ήθελα να τη μεγαλώσω για να τοποθετήσω στη σκιά της ένα τραπέζι και δυο καρέκλες, ν’ απολαμβάνουμε τον καφέ μας τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια εγώ και η γυναίκα μου. Την πότιζα, τη σκάλιζα, τη φρόντιζα… Ήμουν χαρούμενος, γιατί πρώτη φορά είχα ένα δικό μου δέντρο, που το είχα φυτέψει με τα χέρια μου.

Σχεδίαζα να δώσω στη μουριά μου σχήμα ομπρέλας, δένοντας στα τρυφερά κλαδιά της τούβλα και τσιμεντόλιθους για να τα υποτάξω. Την τεχνική αυτή εφάρμοσε με επιτυχία ένας φίλος μου στον κήπο του και είπα να την αντιγράψω. Εκείνος είχε φυτέψει πολλά δέντρα. Έχει μεγάλο κήπο, όχι σαν τον δικό μας. Εγώ φύτεψα στην πρασιά μου μόνο μια μουριά, αυτή για την οποία σας μιλώ.

Ένα βράδυ άκουσα θόρυβο απέξω. Ήμουν κουρασμένος και δε σηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου να δω. Το πρωί διαπίστωσα πως η μουριά είχε φύγει απ’ την πρασιά μας –στο σημείο που ήταν φυτεμένη είχε μείνει μόνο μια βαθιά τρύπα στο χώμα– και είχε ριζώσει σ’ ένα χορταριασμένο οικόπεδο στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Απόρησα πώς το έκανε αυτό, γιατί ως τότε πίστευα πως τα δέντρα δεν περπατούν.

Μα δεν αντέδρασα. Προτίμησα ν’ αφήσω να εξελιχθεί το φαινόμενο.

Η γυναίκα μου είχε τρομάξει κι έλεγε να πάμε στην αστυνομία να δηλώσουμε την κλοπή. Της είπα πως δεν υφίσταται κλοπή και πως η αστυνομία δεν έχει αρμοδιότητα να ασχοληθεί με την οικιοθελή μετακίνηση της μουριάς μας.

Από τότε το δέντρο μας μετατοπιζόταν σαράντα με πενήντα μέτρα κάθε βράδυ. Τις μέρες έμενε ακίνητο και παρίστανε πως δεν κατέχει το χάρισμα να περπατά. Μα τις νύχτες όλο ξεμάκραινε απ’ το σπίτι μας. Εγώ και η γυναίκα μου το ψάχναμε τα πρωινά. Πατούσε όπου έβρισκε άχτιστα οικόπεδα, κήπους ή πάρκα. Ένα μήνα αργότερα έφτασε στην άκρη της πόλης, στους πρόποδες ενός κατάφυτου λόφου. Ρίζωσε εκεί, ανάμεσα σε άλλα δέντρα και θάμνους, πεύκα, κουτσουπιές, ελιές, μυρτιές και σκίνα… και δεν ξανακουνήθηκε.

Εγώ, μετά που έφυγε το δέντρο μας, σκέπασα την πρασιά μας με μια τέντα –δεν ήταν η καλύτερη λύση, μα δεν είχα άλλη επιλογή–, δημιούργησα τη σκιά που ήθελα και πίνουμε με τη γυναίκα μου τον καφέ μας τα καλοκαιριάτικα μεσημέρια.

Τη μουριά μας δεν προσπάθησα να τη φέρω πίσω. Είπα με τον νου μου πως είχε κάνει την επιλογή της –έχουν και τα δέντρα δικαιώματα. Πιστεύω πως στον νέο τόπο που έφτασε ζει ευτυχισμένη.

Τα απογεύματα που βγάζω βόλτα τον σκύλο μου, φτάνω συχνά μέχρι το δασάκι και καμαρώνω τη μουριά μου που μεγαλώνει και ομορφαίνει συντροφιά με τ’ άλλα δέντρα.

Αν θέλετε, ελάτε μια μέρα να σας τη δείξω. Ο κορμός της έχει παχύνει αρκετά. Τα κλαδιά της δεν πήραν ποτέ σχήμα ομπρέλας, ανυπότακτα τραβούν ψηλά, γυρεύοντας τα ζεστά χάδια του ήλιου.

Κάπου κάπου ζηλεύω το δέντρο μας. Λέω πως εκείνο είχε την τόλμη και πραγματοποίησε –ακόμη και ενάντια στη φύση του– το όνειρό του, ενώ εμείς –που μας προίκισε η φύση με πόδια και μυαλό– μένουμε ριζωμένοι στην πόλη και βουλιάζουμε μέρα-νύχτα στη μιζέρια μας.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Λογοτεχνικό Δελτίο (τεύχος 28, Δεκέμβριος 2023) το διήγημά μου “Το δέντρο”. Ευχαριστώ τη συντακτική επιτροπή του περιοδικού και ιδιαίτερα τον Αντώνη Χαριστό για τη δημοσίευση. Μπορείτε να το διαβάσετε παρακάτω.

Μπορεί να είναι doodle 1 άτομο και κείμενο

 8.12.2023Καρπαθιακά Νέα