Το Ιερό Μηδέν
Πάντα γαρ φύσει έχει τι θείον.
Σε όλα υπάρχει εκ φύσεως κάτι το θείο.
Αριστοτέλης, 384-322 π. Χ.
Αρχαίος Έλληνας φιλόσοφος
1
«Ω, για κοιτάξτε, ένας κουλουριασμένος πάπυρος βρίσκεται στον θώρακα της νεκρής, ανάμεσα σε μεγάλα και μικρά κόκαλα. Λέτε να είναι παλιό ταφικό μνημείο;» φώναξε αλαφιασμένος ο υπεύθυνος των εκσκαφών που βρισκόταν στο απομακρυσμένο δάσος του βασιλιά και της βασίλισσας εκατοντάδες χρόνια μετά το θάνατό τους. Μαζί με διάφορα μηχανήματα και εργάτες έσκαβαν για να φυτέψουν δέντρα ευκάλυπτου για παραγωγή ξυλείας.
Διάβασε με πυρακτωμένα μάτια και ασταμάτητο ενδιαφέρον τον πάπυρο και συνέχισε φωναχτά όταν έφτασε στην τελευταία παράγραφο.
«…Να μην σας κουράζω με περισσότερα λόγια. Θα κλείσω λέγοντας την αλήθεια. Θέλω να το εξομολογηθώ. Σας έτυχε ποτέ να μισήσετε το σπλάχνο σας, που ήταν σάρκα από τη σάρκα σας, και γεννήθηκε μετά από ατέλειωτη ηδονή; Σε μένα έτυχε. Μάλλον δεν έτυχε, εγώ η ίδια προκάλεσα το θανατικό. Βρήκα τον τρόπο και σκότωσα το παιδί μου, που κατέστρεψε το παιδί του, τον εγγονό μου, Το Ιερό Αστέρι. Σταλαγματιά σταλαγματιά έσταζε το δηλητήριο της εκδίκησης μέσα μου, μέχρι που έγινε κύμα αδάμαστης θάλασσας και τον έπνιξε. Και ξέρετε γιατί; Ο εγγονός μου, από τη γέννησή του είχε θεόσταλτα σωματικά και πνευματικά προσόντα, για να ηγηθεί της φυλής μας, της φυλής των Μάγια, ώστε να συνεχίζει να ζει και να πολλαπλασιάζεται. Αλλά ο τρισκατάρατος γιος μου δεν τον άφησε να μεσολαβήσει μεταξύ των μελών της φυλής μας και των κάθε λογής Θεοτήτων και Ιερέων μας. Εκείνος, ο γιος μου, ο σκληρός πατέρας, σκότωσε τον σωτήρα μας, Το Ιερό Αστέρι».
Υπογραφή, Ηδονή Θανάτου.
2
780 μ. Χ. Τικάλ, Γουατεμάλα. Τα κάθε λογής τύμπανα ήχησαν σε όλο το βασίλειο και ακούστηκαν όχι μόνο στον κόσμο των αγγέλων του ουρανού, αλλά και στον κόσμο των νεκρών του κάτω κόσμου. Γεννήθηκε ο διάδοχος της βασιλείας, που τον ονόμασαν Το Ιερό Αστέρι. Οι γονείς του ξανάζησαν πολλές ερωτικές νύχτες σαν τις πρώτες της νιότης τους. Ήταν τρισευτυχισμένοι για το αναπάντεχο δώρο μετά από είκοσι δύο χρόνια γάμου. Του κρέμασαν στον λαιμό χειροποίητα μαντευτικά, χαϊμαλιά, σμιλευμένα κέρατα ζώων και ράμφη πουλιών αντάξια του πολυπόθητου θρόνου που τον περίμενε. Έστειλαν αγγελιοφόρους σε άγνωστες και απομακρυσμένες γωνιές του κόσμου, για να βρουν τα πιο φινετσάτα υφάσματα από ατλάζι, ταφτά και βαμβάκι για τα ρούχα του. Τα έφεραν μέσα σε μεγάλα κουτιά από μπαμπού, τα ξεφόρτωσαν παρουσία των Ιερέων της φυλής και της αρχηγού τους και τα τοποθέτησαν στα δύο υπνοδωμάτια του βασιλικού νεογέννητου.
Το βασιλοπαίδι, Το Ιερό Αστέρι, μεγάλωνε με αγάπη. Όταν έκλεισε τα τρία χρόνια, δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος. Το βασιλικό ζεύγος αναστατώθηκε.
«Να καλέσουμε την αρχηγό της φυλής», πρότεινε η βασίλισσα.
«Μα είναι γριά και δύσκολα μετακινείται. Έχει άραγε ακόμη διαύγεια πνεύματος;» αναρωτήθηκε με δυσαρέσκεια ο βασιλιάς.
«Ναι, αλλά δεν έχει πέσει ποτέ έξω στα μαντέματα που κάνει όλα τα χρόνια που είναι αρχηγός», απάντησε εκείνη πειστικά.
«Ωραία. Αν επιμένεις τόσο, θα της στείλω πρόσκληση για αύριο το πρωί», απάντησε ανόρεχτα. «Τι την θέλει εδώ; Θα μας καταστρέψει!» σκέφτηκε και δυσάρεστες μνήμες σκάλισαν τη μνήμη του σαν αδηφάγοι τερμίτες.
3
Το ίδιο βράδυ η αρχηγός της φυλής έλαβε την πρόσκληση και ανταριάστηκε. Έπεσε στο στρώμα της νωρίς για να ξελαμπικάρει και να ηρεμήσει το πνεύμα της από την αιώνια ταλαιπωρία των μαντεμάτων που έκανε. Συνήθιζε να κοιμάται χωρίς καθόλου φως. Αλλά κάτι άλλαξε. Ξαφνικά είδε για πρώτη φορά στα εκατό τριάντα χρόνια της ζωής της μια λαμπερή σπίθα να φωτίζει το δωμάτιο. Θέλοντας και μη έμεινε ξάγρυπνη και ξετυλίχτηκαν από τη μνήμη της οι αμέτρητες προβλέψεις που βγήκαν όλες αληθινές. Μετά, γδύθηκε, έγειρε το λαγήνι, έβαλε λίγο από το λάδι καρύδας στη χούφτα της και άρχισε να αλείφει το σώμα της ψαχουλεύοντας το σπιθαμή προς σπιθαμή.
«Γέρασα; Δεν μπορώ να καταλάβω τι φταίει και κατάντησα έτσι! Οι Θεοί μού υποσχέθηκαν πως θα με αντικαταστήσουν μόλις βρουν την καινούργια αρχηγό. Ο καιρός περνάει και δεν βλέπω γυναίκα να προβάλει στο κατώφλι μου! Δεν την βρήκαν ακόμη άραγε; Κοιτάζω το σώμα μου και τρομάζω. Μόνο πετσί έμεινε γύρω από τα κόκαλα. Πού είναι το στιβαρό μου σώμα; Πού πήγε το ύψος μου; Έφεξα σαν τριμμένο μισοφόρι. Τα μαλλιά μου έπεσαν κι ονειρεύομαι πως στο κεφάλι μου φοράω περίτεχνη δαντέλα Ανατολής με συμμετρικές τρύπες. Οι μαστοί μου ζάρωσαν και ισοπεδώθηκαν. Οι ρώγες κρύφτηκαν. Το παυτό μου σούφρωσε και σαν να μην έφτανε αυτό μάδησε κιόλας. Απόμειναν πέντε τρίχες όλες κι όλες, για να θυμίζουν τους αμέτρητους καυτούς, κρυφούς ή φανερούς έρωτες, που εξαϋλώθηκαν. Δεν έμεινε ούτε η ανάμνηση. Α, ξέχασα τα δόντια! Τα έχασα σχεδόν όλα. Έμειναν μόνο δύο μπροστινά, ένα πάνω κι ένα κάτω. Δεν μπορώ να φάω ούτε και να μιλήσω καλά καλά. Οι λέξεις βγαίνουν σφυρίζοντας από τα χείλη μου, τόσο που πολλοί με ακούνε, αλλά λίγοι με καταλαβαίνουν πια. Τα χέρια και τα πόδια μου δεν με βοηθούν. Που είναι η φρεσκάδα και η τσαχπινιά μου;. Δεν είμαι για τίποτα πια», στραβομουτσούνιασε όπως τόσες φορές τον τελευταίο καιρό.
Το πρωί έκανε τις καθημερινές ασκήσεις ενδυνάμωσης της μνήμης και του σώματος, επικοινώνησε με τους Θεούς, πήρε τα σύνεργα και τα μαντζούνια της και ξεκίνησε για το παλάτι. Στα μισά του δρόμου άγγιξε το στόμα της για να σκουπίσει σάλια που έτρεξαν από το στόμα και κατάλαβε πως ξέχασε να στερεώσει την ειδική μασέλα από όστρακα στα δύο της δόντια. Γύρισε πίσω.
4
«Ο γιος μας καθυστέρησε να περπατήσει», είπε το ζευγάρι των βασιλιάδων στην αρχηγό της φυλής με μεγάλη, αλλά καλυμμένη ανησυχία, είναι αλήθεια.
«Αυτό δεν είναι θέμα που μπορώ να βοηθήσω. Μόνο οι Ιερείς και οι Θεοί έχουν άποψη γι’ αυτό. Εγώ θα σας δώσω τα μαντέματα για τη ζωή του», τους είπε με ευφράδεια λόγου.
«Καλά, θα τους καλέσω», απάντησε σκεπτικός ο βασιλιάς. Είχε ακουμπισμένο τον αγκώνα του αριστερού του χεριού στο μπράτσο του θρόνου και κρατούσε το κεφάλι με την παλάμη.
Η αρχηγός της φυλής έμεινε όρθια. Ξεκρέμασε από τον λαιμό της το κοκκινωπό πήλινο αγγείο που έφτιαξε από κοκκινόχωμα και το έψησε σε λάκκο με καυτή στάχτη. Μετά, με τελετουργία μοναχής που προσεύχεται, τοποθέτησε μέσα σ’ αυτό με αργές κινήσεις τα μαγικά της. Διάφορα ντόπια βότανα και σπόρους, πέταλα εκατόφυλλης μοσχομυριστής τριανταφυλλιάς, ξερό κουκούτσι ελιάς και μοσχομυριστό θυμάρι από τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους. Άναψε τα μαγικά μαντζούνια με χειροποίητο κερί, που έφτιαχνε από ξερά φύλλα φτέρης και υγρό κερί μέλισσας. «Δύσκολη και πολύωρη δουλειά», σκεφτόταν πάντα όποτε το χρησιμοποιούσε. Σε λίγο ο καπνός κάλυψε τα πάντα. Κανένας δε έβλεπε τον διπλανό του.
Πέρασε ώρα. Στο πήλινο αγγείο έμεινε μόνο στάχτη. Άρχισε να μιλάει με αποφασιστική φωνή:
«Πρέπει να αφήνουμε τους ανθρώπους να νιώθουν και να χαίρονται όσα έχουν ανάγκη. Όλοι θέλουμε τον χρόνο μας», είπε με σφιγμένα δόντια. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου της άλλαξαν, πήραν αγγελική μορφή. Η φωνή της σχεδόν έσβησε στα τελευταία λόγια. Ανάσανε βαθιά. Φούσκωσαν τα πνευμόνια της με οξυγόνο και συνέχισε:
«Βλέπω ένα φονικό, μια αλλαγή ονόματος και καταστροφή της φυλή των Μάγια».
Δεν έμεινε στιγμή παραπάνω. Αμέσως, ξαναπήρε ανάσα, έβγαλε αναστεναγμό λύτρωσης, μάζεψε τα σύνεργα κι έφυγε.
«Παραμύθια, τα μυαλά της σάλεψαν», την χλεύασε ο βασιλιάς. Η βασίλισσα δεν άκουσε.
5
Όταν ο γιος του βασιλικού ζεύγους, Το Ιερό Αστέρι, έφτασε κοντά στα δέκα, μεγάλη δυστυχία πέρασε την πόρτα της βασιλείας. Ο διάδοχος του θρόνου σταμάτησε να ψηλώνει. Έμεινε όλος κι όλος ένα μέτρο πάνω από τη γη.
«Πολυαγαπημένη μου, νιώθω μεγάλη αναστάτωση. Πώς θα τον χρήσουμε βασιλιά σε μερικά χρόνια; Δεν ξέρω τι πρέπει να κάνω. Οι σκέψεις μου είναι μπερδεμένες. Στο κεφάλι μου στριφογυρίζουν καταστροφικές ιδέες. Καίγεται η καρδιά μου».
«Μήπως είναι καλύτερα να περιμένουμε λίγο ακόμη; Μπορούμε να του δώσουμε δυναμωτικούς σπόρους, βασιλικό πολτό, ή να φέρουμε γυμναστή για να ξεδιπλώσει το σώμα του. Ωστόσο, προτείνω, να τον χρήσουμε βασιλιά μόλις κλείσει τα δεκαπέντε και θα αναλάβω εγώ τα υπόλοιπα. Τι λες, συμφωνείς, αγαπημένε και πικραμένε μου;» του απάντησε με κατανόηση. Είναι αλήθεια πως διακρινόταν για την ψυχραιμία και τις πρωτότυπες ιδέες της.
«Συμφωνώ», απάντησε ο βασιλιάς. Πήρε την απάντηση που ενδόμυχα γύρευε και μια ασυνήθιστη ηρεμία απλώθηκε στα σφιγμένα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Αποσύρθηκε στα ιδιαίτερα δωμάτια.
«Έχω πολλά να οργανώσω. Θα κάνω κι εγώ ό,τι νομίζω για το μονάκριβο βασιλοπαίδι», σκέφτηκε. Αμέσως μετά την ηρεμία, λοιπόν, πανούργες σκέψεις τον εντυπωσίασαν και με αποφασιστικότητα μαφιόζου έβαλε σε εφαρμογή πρωτότυπο σχέδιο. Θα το εφάρμοζε κάθε νύχτα αμέσως και χωρίς καθυστέρηση. Ήταν σίγουρος πως κανείς δεν θα έπαιρνε χαμπάρι. Όλα θα φαίνονταν φυσιολογικά. Έτσι πίστευε. Εξάλλου για το καλό του θα το έκανε.
Από τη μεριά της και η βασίλισσα πήρε μέτρα.
«Το πρώτο που πρέπει να φροντίσω είναι το κεφάλι. Οι Ιερείς έστειλαν φώτιση. Ο γιος μου δεν πρέπει να μείνει ξεκάπελος».
Έτσι, παράγγειλε ψηλό καπέλο, παπούτσια με ψηλή σόλα και μακρύ παντελόνι που σερνόταν σχεδόν στο πάτωμα. Όλα για τον γιο της. Ενθουσιάστηκε όταν τον είδε έτοιμο να καθίσει στον θρόνο. Εκτός από την αγάπη που του είχε, τώρα τον καμάρωνε κιόλας. Ούτε και η ίδια πίστευε πως θα έβλεπε τόσο εντυπωσιακή αλλαγή πάνω του. Ένας κανονικός άντρας ύψους ενός μέτρου και ογδόντα εκατοστών έτοιμος να κυβερνήσει!
6
Το σχέδιο «Δίνω ύψος» του βασιλιά για τον γιο του εφαρμοζόταν απαρέγκλιτα κάθε βράδυ από τον ίδιο τον πατέρα με τη βοήθεια του προσωπικού του υπηρέτη. Μόλις παραδινόταν στην αγκαλιά του Μορφέα, του έδιναν αρχικά παραισθησιογόνα και όταν έχανε την επαφή με την πραγματικότητα, τον φίμωναν και εφάρμοζαν το σχέδιο.
«Είδες πόσο με υπακούει ο διάδοχος, Το Ιερό Αστέρι;» μοιραζόταν την κρυφή του χαρά με τον υπηρέτη και φούσκωνε σαν γάλος από περηφάνια για το έξυπνο σχέδιο που επινόησε. Περνούσε ο καιρός όμως και τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά. Πόντοι που δεν μετριούνταν ούτε στα δάχτυλα του ενός χεριού δεν μπορούσαν να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία του.
Πέρασε καιρός και ο νέος βασιλιάς κυβερνούσε με επιτυχία αρκετά χρόνια με τις βελτιώσεις της εμφάνισης από τη μάνα του και την εφαρμογή του σχεδίου «Δίνω ύψος» από τον πατέρα του.
Ωστόσο έπεσε λιμός στη φυλή των Μάγια. Ο λαός υπέφερε.
Ο πατέρας έπεισε το γιο του να θυσιαστεί για τον λαό.
«Ένα άχρηστο κορμί είναι! Δεν αισθάνομαι αγάπη και ούτε πρόκειται να μου δώσει ποτέ χαρά. Καλύτερα να τον πείσω να εξαφανιστεί από προσώπου γης», σκέφτηκε.
Έτσι πείστηκε ο νέος βασιλιάς των Μάγια, Το Ιερό Αστέρι, σαν ένδειξη συμπαράστασης να θυσιαστεί για τον λαό που αποδεκατίστηκε από λιμό. Ο πατέρας του διάλεξε το είδος της θυσίας, για να ξαναγίνει γόνιμη η γη και να εξασφαλιστεί πλούσια παραγωγή. Τον έπεισε να ξαπλώσει ανάσκελα και να ξεδοντιαστεί από Ιερείς. Το αίμα κύλησε στο βασιλικό πάτωμα και μεταμορφώθηκε σε αμέτρητα γκριζωπά σπερματοζωάρια.
«Συμβολίζουν το σπέρμα των θεών που θα γονιμοποιήσουν τη γη», ακούστηκε η φωνή του βασιλιά.
Στη συνέχεια του γέμισαν το στόμα με σπόρους καλαμποκιού και του έδωσαν ψυχοτρόπα μαντζούνια. Περίμεναν με προσευχές μια ολόκληρη καλλιεργητική περίοδο. Το Ιερό Αστέρι δεν κατάφερε να επικοινωνήσει με το υπερφυσικό και να τους κάνει να βλαστήσουν. Πέθανε και θάφτηκε σε ταφικό μνημείο μαζί με τους σπόρους. Τότε ήρθε η φώτιση από τους Θεούς. Κάθε σπόρος μεταμορφώθηκε σταδιακά σε σπάδικα που έκρυβε στην καρδιά του αμέτρητους σπόρους. Έτσι, ύστερα από ένα χρόνο άπειρα φυτά ξεπετάχτηκαν από το ταφικό του μνημείο. Ο νέος βασιλιάς, Το Ιερό Αστέρι, ησύχασε. Βοήθησε το λαό του να μην δοκιμάσει ποτέ ξανά την περιπέτεια της λιμοκτονίας.
Ο βασιλιάς δεν μπορούσε να δεχτεί την ταπείνωση.
«Να πηγαίνεις κάθε βράδυ να ξεριζώνεις τα νέα φυτά. Άκουσες; Ο λαός μας δεν χρειάζεται τη θυσία τουάντρα», μίλησε στον υπηρέτη το αγύριστο κεφάλι του πατέρα.
Χωρικοί που πήγαιναν να πάρουν φυτά καλαμποκιού, για να τα φυτέψουν, παραξενεύτηκαν. Τα έβρισκαν ξεριζωμένα και μαραμένα. Ειδοποίησαν ανήσυχοι την αρχηγό της φυλής, που επιθεώρησε με τα μαγικά μάτια της ψυχής της το ταφικό μνημείο. Όμως, δεν κατάλαβε και παραφύλαξε πολλά βράδια. Έβλεπε τον υπηρέτη σκυφτό και τα φυτά ξεριζωμένα. Του ζήτησε να συναντηθούν. Χούφτωσε το αφτί της, για να μάθει τις λεπτομέρειες για το μίσος και τις δολοπλοκίες του βασιλιά.
«Ξεκουμπίσου, ανόητε, από τον κόσμο», ούρλιαξε η ψυχή της. Κανείς δεν την άκουσε.
«Υποκλίνομαι, ο δυστυχής», απάντησε.
«Ο βασιλιάς δεν μπορεί να παίζει με τον καρπό του παράνομου έρωτά μας. Έκανα τα αδύνατα δυνατά. Επικοινώνησα με τον κόσμο των νεκρών ψυχών και βρήκα τον σωσία της φυλής μας. Ανέστησα την ψυχή και το σώμα του, γονιμοποίησα με το πνεύμα των θεών το δικό μου ωάριο με το σπέρμα του και το έβαλα στο πέος του. Το μόνο που είχε να κάνει εκείνος ήταν να βάλει τον έτοιμο οργανισμό στη μήτρα της βασίλισσας. Εγώ πήρα ατέλειωτη ηδονή και την ευχαριστήθηκα, είναι αλήθεια. Πόση αναισθησία πια! Κανένας σεβασμός στους Ιερείς και τους Θεούς μας», χολώθηκε.
Το επόμενο πρωί το πνεύμα εκδίκησης της αρχηγού της φυλής έστειλε τον πρώην βασιλιά και τον υπηρέτη του στο αλπικό δάσος και κάλεσε τα άγρια θηρία και τα όρνια να διασκεδάσουν την πείνα τους.
«Φύγετε χωρίς νεκροσέντονο! Τα γλυκάδια και το μυαλό σας να τσιγαριστούν στην κόλαση του κάτω κόσμου! Το κρέας και τα κόκαλα να λιώσουν στο καζάνι της αμαρτίας σας».
Το ίδιο απόγευμα κάλεσε τη βασίλισσα να συναντηθούν στο ταφικό μνημείο. Φτάνοντας συγκινημένη άφησε στον γιο της ένα ψηλό καπέλο που ήταν φτιαγμένο από φύλλα και άνθη πασσιφλόρας.
«Τι κρίμα να θανατωθεί ένας θεόσταλτος και προικισμένος άντρας που θα έσωζε τη φυλή μας, τη φυλή των Μάγια, από τον αφανισμό», της είπε η αρχηγός της φυλής.
«Σαν να θανατώθηκα μαζί του», απάντησε η μάνα.
«Όταν χαθώ, ακούμπησε αυτόν τον πάπυρο στο στήθος μου», συνέχισε και της τον έβαλε στο χέρι. Ύστερα άφησε πολλούς καρπούς φρούτων του πάθους στο ταφικό μνημείο του νέου βασιλιά. Εκείνος τους δάγκωσε έναν έναν κι αμέσως είδε εφιάλτη:
Να τον δένει σε ψηλό δέντρο ο υπηρέτης του πατέρα του, να ζαλίζεται και να βολοδέρνει σαν να παλεύει με φουρτουνιασμένα κύματα. Μετά, να βλέπει τον πατέρα του να τον τραβάει από τα πόδια, με όση δύναμη είχε, για να ψηλώσει. Άκουγε με φόβο την στριγκή φωνή του:
«Είσαι το Ιερό Μηδέν».
ΤΕΛΟΣ
Η Άννα Ρηγοπούλη Λιατήρη γεννήθηκε στην Κάρπαθο το 1948. Σπούδασε γεωπονία στην Αθήνα και δούλεψε στο υπουργείο αγροτικής ανάπτυξης και τροφίμων. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον πεζό λόγο. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Το πολυκαιρισμένο σεντόνι», με τόπο μυθοπλασίας την Κάρπαθο, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λεξίτυπον. Τα τελευταία δύο χρόνια συμμετέχει στο εργαστήριο παράγωγου διηγήματος του Θανάση Τριαρίδη, από το οποίο προέκυψαν τα διηγήματα “Η βελουδένια Κορεάτισσα”, “Τα στόματα των φύλλων”, “Το μεταξένιο παρασόλι” και “Το Ιερό Μηδέν”. Επίσης η μελέτη “Ο στάβλος στην Κάρπαθο” δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική εφημερίδα ΤΑ ΚΑΡΠΑΘΙΑΚΑ ΝΕΑ του Μανώλη Δημελλά.