Ένα ταξίδι στην Κάρπαθο που έμεινε στην ιστορία

Ένα ταξίδι στην Κάρπαθο που έμεινε στην ιστορία

Ας φυλλομετρήσουμε ημερολόγια, ας ξεφορτωθούμε χρόνια κι ας βουτήξουμε βαθιά προς τα πίσω. Πριν 84 χρόνια! Το καλοκαίρι του 1937, 167 Καρπάθιοι πραγματοποίησαν μια απίστευτη εκδρομή στο νησί.
Δεν πρόκειται για ακόμη ένα ταξίδι. Οι συμμετέχοντες έβλεπαν τη Κάρπαθο μονάχα στα όνειρα τους.

Ο γιατρός Μ. Μανωλακάκης έχει τα “πρωτεία”, έφυγε 20 χρονών και θα επιστρέψει πατημένα τα εξήντα γράφοντας 41 χρόνια απουσία! Από το 1896 έχει να επισκεφθεί τη γενέτειρα του.
Ο Μιλτιάδης Παπαμανώλης απουσίαζε 35 χρόνια, ο Φρεσκάκης 30, και ο Βάσσος Αλεξιάδης 25 χρόνια. Τέτοια εκδρομή δεν είχε ξαναγίνει, μα ούτε και ξανάγινε!
Η ιδέα για ένα ταξίδι στη Κάρπαθο δεν ήταν καινούρια, αρκετές προσπάθειες των περασμένων χρόνων έπεφταν πάντα στο κενό.
Στη σκέψη μιας ακόμη αποτυχίας, ζωγραφιζόταν η απογοήτευση στα μέλη των καρπαθιακών ενώσεων, που έβλεπαν δύσκολη ακόμη και τη συνεννόηση μεταξύ τους.

Για τα οικονομικά της εποχής, 270 δραχμές κόστιζε η ανανέωση του διαβατηρίου και 400 δραχμές το εισιτήριο με επιστροφή από το νησί, ενώ ας σημειώσουμε ότι το εργατικό μεροκάματο, στα λατομεία της Πεντέλης, ξεκινούσε από τις 50 δραχμές.

Οι καρπαθιακές ενώσεις, η “Αδελφότητα” και η “Ένωση”, άφησαν στη άκρη τις όποιες διαφορές, και τελικά τα βρήκαν. Οι πρόεδροι, Μ. Παχούλης και Γ. Καφετζιδάκης, έδωσαν τα χέρια, ήθελαν να παλέψουν για τον κοινό στόχο. Εμπνευστής της πετυχημένης ιδέας αναφέρεται ο Μενετιάτης Βάσσος Αλεξιάδης, που κατάφερε να ξεπεράσει τα εμπόδια, να συμφιλιώσει τους Καρπάθιους και να τους κάτσει σε ένα κοινό τραπέζι. Όμως τώρα ξεκινούσαν τα προβλήματα.
Η λύση ήταν ακόμη μια συνεργασία για να γεμίσει από κόσμο το πλοίο, πρόθυμοι ήταν οι Νισύριοι. Ο σύλλογος τους, ο “Γνωμαγόρας”, είχε πραγματοποιήσει παρόμοιο ταξίδι την προηγούμενη χρονιά, το 1936, έτσι αυτή τη φορά κατάφερε να μαζέψει 65 παθιασμένους Νισύριους.
Οι δύο αντίπαλες εφημερίδες, “Δωδεκανησιάκη Αυγή” και η “Φωνή της Καρπάθου”, σε κάθε έκδοση, από τον Μάιο του 1937, ξεσηκώνουν την παροικία. Εκείνοι που έχουν ελεύθερο χρόνο και κυρίως χρήματα, προγραμματίζουν το ταξίδι.
Η Ιταλική εταιρία “Adriatica di Navigazione”, προγραμμάτισε το έκτακτο δρομολόγιο, Πειραιάς-Νίσυρος-Ρόδος-Κάρπαθος, με το 100 μέτρων, ταχύτατο επιβατηγό CITTA DI BARI. Έπρεπε να δοθούν οι απαραίτητες άδειες από τους Ιταλούς. Το νησί ήταν στο εξωτερικό έτσι απαιτούσε ιδιαίτερες διατυπώσεις, δήλωση συμμετοχής, τρεις φωτογραφίες, διαβατήρια και βίζες!
Η εκδρομή κόντευε να ναυαγήσει, φαίνεται πως κολλούσε στην αιώνια χαρτούρα, αφού μόλις την προηγούμενη μέρα από την αναχώρηση, τελικά ο Μιλτιάδης Παπαμανώλης εξασφάλισε τις απαραίτητες άδειες. Οι θαλασσινοί δρόμοι επιτέλους ήταν ανοιχτοί, το όνειρο γινόταν πραγματικότητα.

Κυριακή 18:00 σφύριξε η μπουρού, το πλοίο έλυσε κάβους και αναχώρησε από τo λιμάνι του Πειραιά. Οι Καρπάθιοι είχαν κατέβει από νωρίς στο λιμάνι, δώρα και κάθε λογής πραμάτεια, ακριβώς όπως κάνουμε και σήμερα. Καρέκλες, τραπέζια, μπαούλα φορτωμένα με ασπρόρουχα, σεμεδάκια και καρεδάκια, ένας σκασμός από χρήσιμα ή άχρηστα πράγματα για να μη μας λείψουν!
Μια θεία φέρνει και πεσκέσια, έξι καρέκλες και μια τσίγκινη σκάφη. Ψάχνει σε ποιόν θα τα φορτώσει, και να που τσακώνει τον τυχερό, εκείνος κάνει να γκρινιάξει, αλλά εκείνη έχει τον τρόπο της:

-“Κάνε α, επαρέτα μμε θα τα σηκώνεις”…

Παραδίπλα ένας νεαρός Πεντελιώτης μαρμαράς, ανοίγει το πορτοφόλι του και δίνει στον Παπαμανώλη το περιεχόμενο, έπειτα τρέχουν ποτάμια-δάκρυα από τα μάγουλα του,

“να δώσεις αυτά στον πατέρα μου και να του πεις να μη χωλιά”.


Εκείνοι που δεν έχουν νιώσει αυτό το ταξίδι, δεν μπορούν να καταλάβουν, εμείς οι Καρπάθιοι όσο ζηλεύουμε τους τουρίστες, που σε ένα σακίδιο χωρούν όλη τη ζωή τους, άλλο τόσο αν δεν φορτώσουμε μια καραβιά με την πραμάτεια μας, δεν νιώθουμε ποτέ καλά. Οι τωρινοί ταξιδιώτες δεν έχουμε ζήσει τα κλάματα και τα μαντήλια που ανεμίζουν, εκείνων που πομένουν δίχως να θέλουν πίσω.

Το λιμάνι ήταν γεμάτο από Καρπάθιους που περίμεναν την αναχώρηση του πλοίου από την άκρη της Τρούμπας. Κάποιοι από αυτούς είδαν το CITTA DI BARI να ξεμακραίνει και μετά βρέθηκαν να κουτσοπίνουν στο “Καρπαθιστάν” του Πειραιά, στη μπακαλοταβέρνα του Παπαγιάννη. Οι Α. Φράγγος, Γ. Περίδης, Γ. Ρουσάκης, Π. Σκευοφύλακας, Η. Σαρρής, σε μια οκά κρασί και με μερικούς σκάρους έσβησαν τον καημό τους!
Το πλοίο ξεμάκραινε από τον Πειραιά κι οι επιβάτες χάνονται στα όνειρα τους. Παιδιά κλαίνε, μανάδες τα κυνηγούν και τα μπουκώνουν φαΐ, κάποιοι πλέκουν τσιγάρα και πνίγουν συναισθήματα πάνω στις κάφτρες, ενώ λίγο παραπέρα μαντολίνα κουρδίζουν και επίδοξοι καλλιτέχνες σκαρώνονται τραγούδια που ποτέ δεν θα ακουστούν.
Ο αρθρογράφος της “Φωνής της Καρπάθου”, ο “Ίκαρος”, προσπαθεί να τρυπώσει στα μυαλά των Καρπάθιων, διαβάζει τα μάτια τους και μας περιγράφει:
“Ο Γιάννης Παχούλης ονειρεύεται την κυρία του που θα τον περιμένει σαν “ρόδο στο μαντήλι”.
Η Αφροδίτη Μαύρου φαντάζεται ότι τα μέγαρα που έχει στη Ροδεσία μεταφέρθησαν αεροπορικώς στη Κάρπαθο, ενώ η κόρη της, πύργους με παραμυθένια Βασιλόπουλα.
Ο Κιζούλης, ότι τα μωρά του βρεφοκομείου πεθαίνουν.
Ο Γ. Σκευοφύλακας τη συλλογή γραμματοσήμων του πεθαμένου βασιλιά της Αγγλίας.
Ο Ι. Μαυρολέων φωνάζει “Εύρηκα, εύρηκα, την μαγκούρα μου”!
Η Σακελειάδου ότι έσπασε τας διόπτρας του πατέρα της.
Οι δίδες Παζαρζή μελετούν τα φραγκόσυκα της Αρκάσας.
Ο Β.Χανιώτης τα “περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς”…
Ο Μιλτ. Παπαμανώλης το Ιταλικό εκτελεστικό απόσπασμα που τον τουφεκίζει στα Πηγάδια.
Ο Καφετζιδάκης ότι μονομαχεί με τον Κάσσιο.
Ο Βάσσος Αλεξιάδης ότι αναλαμβάνει τη προεδρεία όλων
Ο Ε. Κουτσοδόντης μια καλή αγοροπωλησία από τον Μαλανδρή
και ο Κοκκινίδης ότι κανείς δεν έκαμε όνειρα”.

Η θάλασσα μέχρι τη Ρόδο ήταν μαλακή, έμοιαζε πλασμένη από μετάξι, ούτε που νιώσανε κούνημα ή κάποια θαλασσινή δυσφορία, ίσως ένα ελαφρό φρεσκάρισμα από εκείνα που φέρνουν γλυκό ύπνο. Όμως το οκτάωρο από τη Ρόδο μέχρι τη μπούκα του λιμανιού των Πηγαδίων, ο ξεχασμένος Θεός τους περίμενε με τη τρίαινα στα χέρια και τους χόρεψε γερά, πάνω στο γνωστό μπουγάζι της Καρπάθου.
Έτσι έμπλεξε, όπως γίνεται πάντα, τον Ποσειδώνα στις κουβέντες τους.
Το ρυθμικό κούνημα του πλοίου έκανε τους ναύτες να πηγαινοέρχονται να σιγοβρίζουν στα ιταλικά, να δένουν ότι λασκαρισμένο είχε το κατάστρωμα, ενώ οι Καρπάθιοι χαμογελούσαν και καμάρωναν για το νεύρο της δικής τους θάλασσας.
“Πόρκο Ντίο”, φωνάζει ένας ναύτης για να του απαντήσει “περίδρομος”, ένας δικός μας!
Το 1937, η Κάρπαθος δεν είχε καθόλου καλή σοδειά στα δημητριακά και τα εισαγόμενα Ιταλικά σιτηρά υπερτιμήθηκαν. Επίσης οι Ιταλοί απαγόρευσαν με επίσημο φιρμάνι και τα καζανίσματα. Πήγε λοιπόν για βρούβες και το έθιμο των “αμβύκων”, έτσι δεν υπήρχε πια ντόπιο ρακί, για να φιλέψουν τους μουσαφιρέους που θα έφταναν σε λίγες ώρες.
Το μόνο καλό νέο του 1937, είναι το λάδι. Οι Ελιές είχαν μεγάλη απόδοση και οι εργαδιές, στο μάζεμα και το άλεσμα, ξεπέρασαν κάθε προσδοκία.
Δευτέρα 10 Αυγούστου 1937. Ακριβώς όπως και σήμερα, λίγο πιο πάνω από 24 ώρες, κράτησε το ταξίδι. Στις 21:00 το πλοίο βαζάρει το Τραγοπήδημα, ο καπετάνιος κόβει ταχύτητα, δυσκολεύεται και κάνει μικρές μανούβρες ρίχνει άγκυρα και αγκωμαχά. Τελικά θα αράξει δίπλα στο νησάκι Δεσποτικό, οι ανυπόμονοι ταξιδιώτες περιμένουν τις λάτζες, τις βάρκες, για να τους μεταφέρουν στα “Άγια χώματα” της Καρπάθου.
Στις καμπίνες γίνεται πανικός, μα πως θα βγούμε έξω αν δεν στολιστούμε. “Πρέπει όλοι να φορέσουμε τα καλά μας”, ξεπετάζεται και φωνάζει μια Καρπαθιά από το βάθος!
Οι αναμμένες φωτιές, οι “καλαφανοί” από τα πέρα χωριά, Απέρι, Βωλάδα και το Όθος μαρτυρούσαν τη προσμονή, τη λαχτάρα των συγγενών. Όλη η Κάρπαθος περίμενε, αδημονούσε για τα ξενάκια της.
Όλοι έχουν πάρει θέση στο λιμάνι. Ο διοικητής του νησιού, ο Παστόρε, ο διορισμένος δήμαρχος Πηγαδίων (Ποδεστά), γαλονάδες αστυνομικοί και η φινάντσια με τους Ιταλούς τελωνιακούς περιμένουν κι αυτοί μήπως τσιμπήσουν κανένα λαβράκι. Φίλοι και συγγενείς των ταξιδιωτών, πολλοί περίεργοι που θέλουν να κάνουν χάζι.
Όλα τα Πηγάδια ήταν στο πόδι, μόλις είχε νυχτώσει, όμως οι νεοφερμένοι έψαχναν, σκάλιζαν μνήμες. Μα που πήγαν τα σπίτια του Ζαβόλα και του Χαρή από το λιμάνι; κάποιοι απορούν, μα να λείπει και το βραχάκι με τις καουρότρυπες!
Όλα τα πήρε μαζί του ο φονιάς ο χρόνος.
Οι ανάγκες για καινούριο κάβο άλλαξαν το μικρό λιμανάκι, ας είναι μόνο αυτά τα γκρεμίσματα! Οι λάντζες σιγά-σιγά βγάζουν τον κόσμο, το θέαμα είναι απίστευτο, αρκετοί σκύβουν και φιλούν το χώμα, έπειτα αγκαλιάζονται με συγγενείς και φίλους, ένα μελίσσι ανθρώπων που φέγγει, φωτοβολεί μέσα στο σούρουπο.
Τέτοια συγκίνηση δεν έχει όρια, ευτυχώς έχει νυχτώσει για τα καλά, οι Ιταλοί συνεχίζουν να ψαχουλεύουν τις αποσκευές των εκδρομέων, όλο και βρίσκουν κάτι που δεν θα έπρεπε να ταξιδέψει, κάνουν εξυπηρετήσεις και τα στραβά μάτια.
Οι ταξιδιώτες προσπαθούν να αναγνωρίσουν ξεχασμένα πρόσωπα, ενώ τα δάκρυα σκεπάζονται μέσα σε τρυφερές, αληθινές αγκαλιές. Κάπου πιο πίσω μια τραχειά φωνή συγκλονίζει, “εγώ είμαι γιε μου, ο πατέρας σου, μα γέρασα φαίνεται και τρόμαξες να με αναγνωρίσεις”…

Πηγές
Εφημερίδα “Η φωνή της Καρπάθου”, (1937-1938) εκδ. Χαράλαμπος Κάσσιος
Εφημερίδα “Δωδεκανησιακή Αυγή”, (1935-1935) εκδ. Μιλτιάδης Παπαμανώλης
Αρθρογράφοι: Β.Χανιώτης, Ι. Κοκκινίδης, “Αισχύλος”, “Εκδρομεύς 37”, “Ίκαρος”.
http://it.wikipedia.org/wiki/Città_di_Bari
www.timetableimages.com/maritime/images/adria.htm
http://www.prevato.it/giornalenautico/12.php