«Να έχεις κάποτε έναν δικό σου κήπο», συμβουλεύει ένας παλιός γνώριμος το ποιητικό εγώ, όταν συναντιούνται στη μέση του πεζοδρομίου, στη μέση του ποιήματος. Ωστόσο, ο κήπος δεν εμφανίζεται ξανά στο ποίημα, δεν γεννά καμιά νοσταλγία για τον κήπο της Εδέμ.
Ο χρόνος που κρύβεται μέσα σε κομοδίνο, οι κατευθύνσεις που αγνοούμε, με τις δύο έννοιες της λέξης, χαράζουν την πορεία του ποιητή και την ταυτίζουν με την πορεία του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς πηγαίνει «σε μια συνάντηση / που έχει προγραμματιστεί από καιρό». Όλα καλά οργανωμένα, ακόμη και το πότε θα βρέξει. Κάποιοι κυκλοφορούν με ανοιγμένες τις ομπρέλες τους. Το ρήμα «σκέφτομαι» επανέρχεται συχνά στο ποίημα και ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι το απόν ποιητικό εγώ, καθώς μοιάζει να μην έχει δική του φωνή, θέλει να πείσει τον εαυτό του ότι υπάρχει.
Τελικά, πείθει τον αναγνώστη για το αντίθετο, κάνει υπεράνθρωπες προσπάθειες να σκέφτεται, προφανώς γιατί νιώθει ότι δεν αρκεί η σκέψη και ότι σκεπτόμενο ον δεν υπάρχει.
Προκύπτουν διάφορες ερωτήσεις, που κρατούν τον αναγνώστη σε εγρήγορση. Γιατί το εγώ μιλά αποκλειστικά στο δεύτερο πρόσωπο; Γιατί συνεχίζει στον δρόμο που μπορεί να οδηγήσει οπουδήποτε εκτός από τον προορισμό του;
Οι πρώτες λέξεις του ποιήματος, «Όταν εκείνο το πρωί της άνοιξης», σηματοδοτούν διπλά, ώρα και εποχή, μια νέα αρχή, αλλά αποδεικνύονται μάταιες, καθώς το εγώ ψάχνει τον χρόνο που έχασε και όχι αυτόν που μπορεί να βρίσκεται μπροστά του.
Η βροχή έρχεται αναπάντεχα και τότε τρέχει σε υπόστεγο να προστατευτεί. Νωρίτερα ένιωθε τον γαλάζιο ουρανό σαν απειλή, περαστικοί κοιτούσαν τον ουρανό απορημένοι. Και απόρησε ο ίδιος όταν είδε τρεις άνδρες με μαύρες ανοιγμένες ομπρέλες.
Αναρωτιέται γιατί κρατούν ομπρέλες μια ηλιόλουστη, ανοιξιάτικη μέρα. Προφανώς το ασυνείδητό του γνωρίζει ότι μια βροχερή μέρα ανατρέπει τη νέα αρχή που προμηνύει η άνοιξη, όπως γνωρίζει ότι οι τρεις καλοντυμένοι άνδρες, αντίθετα από τον ίδιο, ξέρουν να προστατεύονται και να αποφεύγουν τις ευθύνες, συμβολισμός της ομπρέλας σε πολλούς πολιτισμούς. Όταν τους ξανασυναντά, οι ομπρέλες έχουν γίνει κόκκινες. Το ίδιο συνέβη με το κορίτσι που κρατούσε μια μεγάλη μαύρη τσάντα. Το παιχνίδι με το μαύρο χρώμα τονίζει την ανάγκη του πεζοπόρου να επικοινωνήσει με την πρωτόγονη πλευρά του ανθρώπου. Ίσως αυτός είναι ο αρχικός προορισμός του.
Το εγώ στο οποίο απευθύνεται ο αφηγητής έχει επομένως πολλές όψεις. Όταν το μαύρο γίνεται κόκκινο, αναδεικνύεται η αποτυχία του εγώ, καθώς μαύρο και κόκκινο, στις αρχετυπικές θεωρίες, συμβολίζουν την αδύναμη πλευρά, τη θηλυκή, του ανθρώπου.
Το ποίημα του Διονύση Στεργιούλα, Το παράδοξο του ζην, αρχίζει με μότο που αποδεικνύεται παρμένο από το τέλος του ποιήματος, άρα το ποίημα ανοίγει και κλείνει με τους ίδιους στίχους, την ίδια απορία, αλλά δεν θα το μάθουμε αν δεν διαβάσουμε πρώτα όλο το ποίημα, όταν θα έχουμε φτάσει στο τέλος, όταν θα είναι πολύ αργά για να αλλάξουμε την πορεία μας, να αποφύγουμε τις τρικυμίες του οδοστρώματος. Ίσως πάλι να τονίζει την ιερότητα της άγνοιας που οδηγεί στη γέννηση του στοχασμού:
«Πώς γίνεται να μην είχες προσέξει
πως κάθε οικεία θάλασσα
έχει αβυθομέτρητα σημεία
πως κάθε χάρτης του ουρανού
έχει αχαρτογράφητες πορείες
πως δεν γνωρίζουμε ούτε καν
τα βήματά μας πού μας πάνε;»
Η σύγχρονη πόλη, χωρίς «τείχη και οριοθέτηση», αναιρεί την έννοια της καινούργιας αρχής, όταν μεγαλώνει συνεχώς, σε σημείο να συναντήσει μια άλλη πόλη, να χάσει τη δική της αυτοδυναμία. Ο ποιητής έχει την έντονη εντύπωση ότι η Πόλη-Μητέρα θέλει απεγνωσμένα να του μιλήσει.
Το κρυμμένο καλά μέσα στον λόγο Εγώ εξομολογείται σε ένα Εσύ, που ψάχνει σε όλη την πόλη, χωρίς να απομακρυνθεί πολύ από το σπίτι του, να βρει τον εαυτό του. Όταν στην αφήγηση, το Εσύ μεταμορφώνεται σε Εγώ, για μια στιγμή, αποκτά για πρώτη φορά αυτοπεποίθηση και παίρνει τη μεγάλη απόφαση:
«Μάλλον θα πρέπει να κρατήσω σημειώσεις
ίσως στο μέλλον γράψω ένα ποίημα […]
για τα κρυμμένα μυστικά κάθε αποκάλυψης
για το παράδοξο του ζην».
Ένας ποιητής γεννιέται, αλλά με στόχο να γράψει ένα ποίημα μέσα στο ποίημα, να μιμηθεί το Εγώ εγκιβωτισμένο μέσα στο Εσύ. Σε λίγο το πολύμορφο Εσύ απευθύνεται ξανά στον εαυτό του ως αποδέκτη του μηνύματος:
«Και τότε αναρωτήθηκες τι είσαι πιο πολύ
στην ανερμήνευτη αυτή παράσταση:
ηθοποιός που παίζει έναν ρόλο
ή θεατής που παρακολουθεί παθητικά;»
Διάλογος ή μάχη ανάμεσα στο Εσύ και το Εγώ-Εσύ, καθώς παίζουν στη σκηνή του ασυνειδήτου. Το Εγώ απευθύνεται σχεδόν πάντα στο alter ego του ως Εσύ, ενώ μόνο κατ’ εξαίρεση ως Εγώ όταν γίνεται ποιητής. Πολύμορφα πρόσωπα και προσωπεία, το Εγώ, το Υπερεγώ και το Εκείνο βρίσκονται σε αντίπαλα στρατόπεδα. Χρειάζεται πάλη για να γεννηθεί το ποίημα:
«Πώς γίνεται οι ίδιες σου οι σκέψεις
να στρέφονται εναντίον σου
να σου επιτίθενται, να σε ταλαιπωρούν
να σου θυμίζουν όλα εκείνα
που νόμιζες πως είχαν ξεχαστεί;»
Ωστόσο, στην πορεία μαθαίνουμε τι σημαίνει ματαιότητα της νέας αρχής, αφού δεν ξέρουμε πού πάμε, ματαιότητα του χρόνου, του χώρου, ακόμη και της ποίησης, αφού το ίδιο το ζην είναι ένα παράδοξο. Ο Διονύσης Στεργιούλας γράφει ένα εκτενές στοχαστικό ποίημα, με παιχνιδίσματα ανάμεσα σε προσωπεία του Εγώ, με την τεχνική του ποιήματος εν ποιήματι να αναιρεί με ποιητικότητα τη μονοτονία της ζωής, με διάλογο και δραματική γραφή, κυρίως με προσεγμένο ρυθμό, που παρασύρει τον αναγνώστη του να το διαβάσει σε βάθος και να αποδεχθεί τα μυστικά που κρύβονται στον ουρανό και επιστρέφουν στη γη με την αναπάντεχη για τον ήρωα βροχή.
* Η ΖΩΗ ΣΑΜΑΡΑ είναι καθηγήτρια στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και διδάσκει Θεωρία της Λογοτεχνίας και του Θεάτρου. Τελευταίο βιβλίο της, ο τόμος «Εν ξένη γη – Επιλεγμένα ποιήματα» (εκδ. Ρώμη).
Πηγή www.bookpress.gr