Από τη Γερμανία στην Κάρπαθο: μια διπλή ιστορία στα χρόνια του ναζισμού, κριτική για το βιβλίο του Γιώργου Καραγιαννίδη

Από τη Γερμανία στην Κάρπαθο: μια διπλή ιστορία στα χρόνια του ναζισμού, κριτική για το βιβλίο του Γιώργου Καραγιαννίδη

 

Για το μυθιστόρημα του Γιώργου Καραγιαννίδη «Η καρδιά μου το όπλο σου» (εκδ. Αρμός), μια ιστορία στα χρόνια του ναζισμού, στα Δωδεκάνησα. 

Της Λένας Αραμπατζίδου

Διαβάζοντας το βιβλίο Η καρδιά μου το όπλο σου, αυτό που πρωταρχικά αποκομίζει ο αναγνώστης είναι αυτό που ο Ρολάν Μπάρτ [Roland Barthes] ονόμασε «απόλαυση του κειμένου».

Μια μικρή αναδρομή στη θεωρία της λογοτεχνίας υπενθυμίζει ότι στην αρχή η μελέτη ενός λογοτεχνικού κειμένου εστίαζε στον συγγραφέα, μετά εστίαζε στο κείμενο και, έπειτα, πιο πρόσφατα, οι θεωρητικοί είπαν ότι μας ενδιαφέρει ο αναγνώστης, ένας πόλος που μέχρι τότε έμενε αφανής. Έτσι, ο Γερμανός Iser από τη σχολή της Κωνσταντίας μίλησε για τον υπονοούμενο αναγνώστη.

Οι Αμερικανοί δεν συμπορεύτηκαν ποτέ με τη θεωρία των Γερμανών και έφτιαξαν μια δική τους θεωρία, τη διαδραστική θεωρία. Σε αυτή τη θεωρία, ο Norman Holland συνέδεσε το κείμενο με τον αναγνώστη και μίλησε για τη διαδραστική επικοινωνία ανάμεσά τους, για το διαδραστικό κείμενο που προκαλεί ζυμώσεις με τον αναγνώστη του.

Ένα τέτοιο διαδραστικό αφηγηματικό κείμενο έχουμε στο δυνατό μυθιστόρημα Η καρδιά μου το όπλο σου από τον επιδραστικό καθηγητή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Γιώργο Καραγιαννίδη, με τη μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα παγκοσμίως, μάλιστα στην επιστήμη των ηλεκτρονικών υπολογιστών και δικτύων.

Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα λειτουργεί ως κατεξοχήν διαδραστικό κείμενο, το οποίο από την αρχή καταλαμβάνει τον αναγνώστη και τον ενσωματώνει στο σύστημά του, απλώνει τον χάρτη του στη σκέψη του και την καθημερινότητά του. Εγγράφει τόσο έντονες αποτυπώσεις, που ο αναγνώστης το κουβαλάει μέσα του. Δεν είναι τυχαία η κοσμογονική εικόνα ακουστικής φαντασίας με την οποία ξεκινάει:

«Γεννήθηκα σε μια βοή. Τα θεόρατα κύματα χτυπούσαν λυσσαλέα και έσκαβαν τον μεγάλο βράχο, ανάμεσα σε βροντές και κεραυνούς».

Το αιγαιοπελαγίτικο πανόραμα της Δωδεκανήσου θα τροφοδοτήσει και αλλού την αφήγηση με τις εκδοχές του, όπως για παράδειγμα αργότερα στα Αρμάθια της Κάσου πάνω από την κορυφή του βουνού και, καθώς από κάτω εξωτερικά χτυπούν πελώρια κύματα, ατενίζει κανείς εσωτερικά στο νησί δυο λίμνες του γλυκού νερού.

Ο λόγος σε ορθά ελληνικά είναι λιτός αλλά ευχάριστα πυκνός, οι φράσεις –σύντομες αλλά ουσιαστικές– δεν σπαταλιούνται σε περισσές λέξεις αλλά κομίζουν το ολοκληρωμένο, καίριο νόημα. Τίποτε δεν περισσεύει σε αυτόν τον ισορροπημένο λόγο, ο οποίος δίνει τον σωστό ρυθμό στον βηματισμό του κειμένου, ούτε αργό ούτε γρήγορο.

Πώς το κείμενο καταφέρνει και διαδρά με τον αναγνώστη; Πριν από όλα, μέσα από μια υποδειγματική οικονομία λόγου που σφιχτοδένει την αφήγηση του κειμένου, τη δομεί στέρεα, την καθιστά σφριγηλή και δυνατή. Ο λόγος σε ορθά ελληνικά είναι λιτός αλλά ευχάριστα πυκνός, οι φράσεις –σύντομες αλλά ουσιαστικές– δεν σπαταλιούνται σε περισσές λέξεις αλλά κομίζουν το ολοκληρωμένο, καίριο νόημα. Τίποτε δεν περισσεύει σε αυτόν τον ισορροπημένο λόγο, ο οποίος δίνει τον σωστό ρυθμό στον βηματισμό του κειμένου, ούτε αργό ούτε γρήγορο. Το κείμενο δεν αγωνιά, δεν αγχώνεται να επιβληθεί στον αναγνώστη αλλά τον προσοικειώνεται, συνομιλεί μαζί του, τον πιάνει από το χέρι και τον παίρνει μαζί του στα μονοπάτια της γεωγραφίας του:

—από το αδρό, βραχώδες αιγαιοπελαγίτικο τοπίο της Δωδεκανήσου στην κρύα, σκοτεινή ατμόσφαιρα της μεσοπολεμικής Γερμανίας, ξεκινώντας από την Κυρα-Παναγιά στην Κάρπαθο και μεταβαίνοντας στο Κρίμιτσαου της Γερμανίας και πάλι πίσω στην Κάρπαθο, στα Πηγάδια αυτή τη φορά, και μετά πίσω στη Γερμανία στο Γκάμπλεντζ και μετά μια εναλλαγή με επανόδους και επισκέψεις τόπων που χαρτογραφούν δραματικά το αφηγηματικό πλάνο πάνω σε μια σύνθεση από νευραλγικά τοπόσημα:

– Κυρα-Παναγιά, Πηγάδια και Πυλές στην Κάρπαθο, Ρόδος και Αρμάθια στην Κάσο, από τα Δωδεκάνησα

– Κρίμιτσαου, Γκάμπλεντζ και Νταχάου, από τη Γερμανία

—και, τέλος, Αθήνα, πριν από το κυκλικό κλείσιμο του βιβλίου στο Κρίμιτσαου και στην Κυρα-Παναγιά.

Όλα αυτά τα ορόσημα του χώρου κλειδώνουν με ορόσημα χρόνου (μήνα και χρονιά) και αποτελούν τον τίτλο κάθε κεφαλαίου. Αυτός ο πρωτότυπος τρόπος τιτλοφόρησης των 22 κεφαλαίων έχει την ακόλουθη μορφή: Νοέμβριος 1920, Κυρα-Παναγιά Κάρπαθος / Μάρτιος 1921, Κρίμιτσαου Γερμανία / Ιούλιος 1931, Πηγάδια Κάρπαθος ή, αργότερα, Οκτώβριος 1943, Αρμάθια Κάσος και ούτω καθεξής μέχρι το κυκλικό τέλος: Αύγουστος 1966, Κυρα-Παναγιά Κάρπαθος. Στην αρχή κάθε κεφαλαίου υπάρχει μια προμετωπίδα, ένα μικρό ποίημα που προέρχεται από τον ίδιο τον συγγραφέα ή από άλλους ποιητές, όπως ο Αναγνωστάκης ή ο Λειβαδίτης, σε μια ενδοκειμενική ή διακειμενική επικοινωνία της ποίησης με την πεζογραφία.

Και είναι ευφυές ότι ο συγγραφέας δεν βιάστηκε να χαρακτηρίσει το είδος του μυθιστορήματος, επειδή αυτές οι χρονοτοπικές καταγραφές στοιχειοθετούν έναν ημερολογιακό χαρακτήρα που σε βαθύτερο επίπεδο θα εμπεδώσει έναν ιστορικό χαρακτήρα. Η εναλλαγή των τόπων Ελλάδα-Γερμανία, Ελλάδα-Γερμανία είναι ιδιαίτερα ευρηματική, επειδή παραλλάσσει την τοπιογραφία ως ανθρωπογεωγραφία και αντιστοιχίζει τους δύο τόπους με τις δυο βασικές ιστορίες στις οποίες συνέχεται το κείμενο:

– την ιστορία του νεαρού Έλληνα Οδυσσέα Λάσκαρη (το επίθετό του το μαθαίνουμε προς το τέλος) ο οποίος είναι μυθοπλαστικό, φανταστικό πρόσωπο και

– την ιστορία του μεγαλύτερού του κατά δεκαετία περίπου, επίσης νέου, Γερμανού Alfred Eickworth, ο οποίος είναι ιστορικό πρόσωπο, είναι πραγματικό πρόσωπο που έπαιξε ρόλο στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, μάλιστα όταν ήρθε στην Ελλάδα.

Έτσι, έχουμε δυο γραμμές αφήγησης:

– από τη μια ο Έλληνας πρωταγωνιστής αφηγείται στο πρώτο πρόσωπο, με το «εγώ», την προσωπική του ιστορία, μια ιστορία ενηλικίωσης και διαμόρφωσης, οπότε το μυθιστόρημα συνδυάζει και αυτό τον χαρακτήρα, θα μπορούσε δηλαδή να θεωρηθεί μυθιστόρημα διαμόρφωσης (bildungsroman).

– στην άλλη αφηγηματική γραμμή έχουμε μια αφήγηση σε τρίτο πρόσωπο από έναν παντογνώστη αφηγητή που δεν ταυτοποιείται αλλά είναι η φωνή που αφηγείται τα πραγματικά γεγονότα της ζωής του αντι-ναζί Alfred Eickworth, ο οποίος αντιστάθηκε στη ναζιστική επιβολή και καταστολή, συλλήφθηκε, φυλακίστηκε στο Νταχάου, επιτάχθηκε εκεί και ήρθε στην Ελλάδα όπου συνάντησε τον Οδυσσέα.

Μέσα από την ιδιοφυή σύνθεση πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, αυτογραφίας και ετερογραφίας, ως μεταμοντέρνο αφηγηματικό γνώρισμα, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα αφήγημα με πολυσύνθετο χαρακτήρα: μυθιστόρημα ημερολογιακό, ιστορικό, πολιτικό, διαμόρφωσης / ενηλικίωσης και χρονικό / μαρτυρία.

Οι αφηγηματικές φέτες που αναφέρονται στον Alfred καταγράφουν πραγματικά ιστορικά αλλά και πολιτικά γεγονότα, τα οποία αποδίδονται με πιστότητα και ισοδυναμούν με χρονικό ή μαρτυρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου:

– ιστορικά γεγονότα, όπως η βία του ναζισμού αλλά και οι αντιστάσεις που συνάντησε, η κατάσταση στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης πριν την έλευση των Εβραίων με αντιφρονούντες και ποινικούς κρατούμενους, η συνακόλουθη στράτευσή τους στη Μεραρχία 999 και η αποστολή τους στα μέτωπα και τις θέσεις του πολέμου

– πολιτικά γεγονότα, όπως η εξέλιξη της γερμανικής αριστεράς, από τους αναρχοσυνδικαλιστές και τους κομμουνιστές μέχρι τους σοσιαλδημοκράτες, ξεκινώντας από τις αρχές του 20ού αιώνα έως την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η δημιουργία του κινήματος Αντίφα από το ΓΚΚ προκειμένου να αντιμετωπιστεί η ναζιστική απειλή αλλά και η ύπαρξη παραστρατιωτικής παράνομης οργάνωσης στους κόλπους του ΓΚΚ.

Άλλες αφανείς και λιγότερο γνωστές πτυχές της ιστορίας, που έρχονται στο κέντρο, φωτίζονται και αναδεικνύονται στο μυθιστόρημα, είναι η ιταλική κατοχή στα Δωδεκάνησα ήδη πριν την κατοχή του 1940, η προπαγάνδα του φασισμού με μεθοδεύσεις και επιβολές σε ένα συνεχές με τον επερχόμενο φασισμό του Μουσολίνι, το κλίμα που υπήρχε στα νησιά της Δωδεκανήσου κατά την ιταλοκρατία και η αντιφασιστική διάθεση του πληθυσμού με πράξη κορύφωσης την αντίσταση των μαθητών της Ρόδου, με υποστολή της ιταλικής σημαίας και ανύψωση ενός χαρταετού με την ελληνική σημαία. Θεματοποιείται, όμως, και το πογκρόμ των Ιταλών από τους Γερμανούς στο τέλος του πολέμου και η έλευση των Άγγλων σε μια σειρά διαδοχικής κατοχής των Δωδεκανήσων από τους Ιταλούς, τους Γερμανούς και τους Άγγλους. Εκτός πολεμικού πεδίου, περιγράφεται η κατάσταση του Πολυτεχνείου μέσα στην Κατοχή και συνκόλουθα στον Εμφύλιο, το φοιτητικό κίνημα και η θέση των Πρυτάνεων και των Καθηγητών.

 

Επομένως, μέσα από την ιδιοφυή σύνθεση πρωτοπρόσωπης και τριτοπρόσωπης αφήγησης, αυτογραφίας και ετερογραφίας, ως μεταμοντέρνο αφηγηματικό γνώρισμα, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα αφήγημα με πολυσύνθετο χαρακτήρα: μυθιστόρημα ημερολογιακό, ιστορικό, πολιτικό, διαμόρφωσης / ενηλικίωσης και χρονικό / μαρτυρία.

Ο Γιώργος Καραγιαννίδης γεννήθηκε στο Πυθαγόρειο της Σάμου το 1963. Από το 2004 είναι Καθηγητής στο Τμήμα Ηλεκτρολόγων Μηχανικών και Μηχανικών Υπολογιστών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Οι κυριότερες ερευνητικές του δραστηριότητες περιλαμβάνουν Ασύρματες Ψηφιακές Επικοινωνίες, Συνεργάσιμα συστήματα επικοινωνίας, Ασύρματες οπτικές επικοινωνίες, Δορυφορικές επικοινωνίες, Τηλεπικοινωνιακά συστήματα πολλαπλών εισόδων και εξόδων, κ.λ.π. Ανήκει στους Έλληνες επιστήμονες με την μεγαλύτερη επιρροή σε παγκόσμιο επίπεδο στα πεδία της Πληροφορικής και των Τηλεπικοινωνιών. Το ιστορικό μυθιστόρημα Η καρδιά μου το όπλο σου είναι η πρώτη του λογοτεχνική προσπάθεια.

Επακόλουθα ανακύπτει το ερώτημα: δεν είναι ερωτικό μυθιστόρημα; Βλέπουμε στο εξώφυλλο έναν άντρα και μια γυναίκα να κρατιούνται από το χέρι και να περπατούν σε μια παραλία μπροστά στην απεραντοσύνη της θάλασσας και τους βράχους που πλαισιώνουν αχνά στο βάθος. Έπειτα, έχουμε τον σημειολογικά ισχυρό τίτλο Η καρδιά μου το όπλο σου σε μια αποτελεσματική μεταφορά που συνδέει δύο αντιθετικές έννοιες, την καρδιά ως συνδήλωση του τρυφερού και ευάλωτου και το όπλο ως συνδήλωση του ατσάλινου και ανθεκτικού. Και ξαφνικά μέσα από τη μεταφορά οι δυο λέξεις αλλάζουν / ανταλλάσσουν λειτουργία και η καρδιά προσλαμβάνει την ατσάλινη ανθεκτικότητα του όπλου. Τα σημαινόμενα του τίτλου αποκτούν ένα γοητευτικό βάθος στην αφιέρωση που ακολουθεί στο αμέσως επόμενο φύλλο: «σε κείνους που χαμένοι στο δαιδαλώδες στοχαστικό σύμπαν, συναντήθηκαν ξανά για την ελευθερία και τον έρωτα».

Ο συνδυασμός αυτών των δεδομένων θα οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ο τίτλος είναι ένας ερωτικός λόγος που ανταλλάσσεται ανάμεσα στη γυναίκα και τον άντρα του εξωφύλλου, ίσως ανάμεσα στον μυθοπλαστικό Οδυσσέα και την εμβληματική Γιολάντα ή, κάτι λιγότερο πιθανό, κάποια από τις άλλες γυναίκες με τις οποίες συναντήθηκε στην πορεία της διαμόρφωσής του. Στο τμήμα της αφήγησης του Οδυσσέα υπάρχει, πράγματι, έρωτας, σε τολμηρή μάλιστα εικονογραφία. Ωστόσο, αυτή η φράση, που απαντά σε προχωρημένη φάση του κειμένου, δεν προέρχεται από την αυτοδιήγηση του Οδυσσέα αλλά από τη γεγονοτική αφήγηση για τον Alfred όπου αγκυρώνει δραματικότητα στην πολύ κρίσιμη στιγμή που τον συλλαμβάνουν τα SS μπροστά στον γιο του Χανς και τη γυναίκα του Μαρί. Καθώς τον τραβούν μακριά τους, η γυναίκα του φωνάζει «Η καρδιά μου το όπλο σου», η οποία είναι όντως ερωτικός λόγος αλλά με δραματικό ειδικό βάρος.

Στην πολύ κρίσιμη στιγμή που τον συλλαμβάνουν [τον Ιταλό αφηγητή Alfred] τα SS μπροστά στον γιο του Χανς και τη γυναίκα του Μαρί. Καθώς τον τραβούν μακριά τους, η γυναίκα του φωνάζει «Η καρδιά μου το όπλο σου», η οποία [φράση] είναι όντως ερωτικός λόγος αλλά με δραματικό ειδικό βάρος.

Αυτή η δραματικότητα από την οποία αρδεύεται στιβαρά το κείμενο αναπτύσσεται κατεξοχήν και διαρρυθμίζεται με δεξιοτεχνία μέσα από το εύρημα της εναλλαγής των αφηγηματικών χρόνων: από τη μια ο αφηγηματικός χρόνος του Οδυσσέα και από την άλλη ο αφηγηματικός χρόνος του Alfred. Έτσι, για παράδειγμα, στο πέμπτο κεφάλαιο που διαδραματίζεται στο Γκάμπλεντζ παρακολουθείται πώς μέσα σε μια επιφανειακά ομόφωνη ναζιστική Γερμανία εξυφαίνεται υποδόρια από κομμουνιστικούς πυρήνες ένα ισχυρό αντι-ναζιστικό δίκτυο στο οποίο πρωτοστατεί ο Alfred. Το πώς δομείται αυτό το δίκτυο μέσα στην παρανομία και τον κίνδυνο είναι μια παρακολούθηση που δομεί αφηγηματική ένταση στον αναγνώστη, μια ένταση που εντείνεται, καθώς στο έβδομο κεφάλαιο στο Κρίμιτσαου οργανώνεται η ανατίναξη μιας επιτελικής τελετουργίας του ναζιστικού καθεστώτος.

Εκεί, όπως μέσα στη νύχτα ο Alfred με τον συνεργάτη του δουλεύουν μεθοδικά και με την απόλυτη τεχνολογική γνώση της μηχανικής και των συστημάτων, κάτω από την απειλή της αποκάλυψης και μέσα στο σκοτάδι, έτσι και ο συγγραφέας δουλεύει συναρμόζοντας έναν δυνατό μηχανισμό κειμένου που οικοδομεί μεθοδικά και συστηματικά την αγωνία και την προσδοκία του αναγνώστη. Το κείμενο οδηγείται έντεχνα προς την κορύφωση, όταν την επόμενη μέρα με την ανατίναξη, βλέπουμε ένα σώμα να πέφτει από την οροφή του κτιρίου και αγωνιούμε να μάθουμε ποιος είναι, κάτι το οποίο θα κρίνει αν νίκησαν οι επαναστάτες ή οι ναζιστές. Γυρνάμε σελίδα να δούμε ποιος νίκησε και αν πέτυχε η ανατίναξη και το κεφάλαιο έχει αλλάξει. Ο λόγος είναι πια για τον Οδυσσέα. Έτσι το κείμενο δένει τα δεδομένα του, επιτείνει τη δραματική ένταση οδηγώντας στην κορύφωση και, όταν φτάσει στην κορύφωση, σταματάει απότομα και αλλάζει κεφάλαιο, δημιουργώντας έτσι μια ευεργετική παύση για τον αναγνώστη, κρατώντας, όμως, και αμείωτο το ενδιαφέρον του.

Το ίδιο κάνει και για τον Οδυσσέα. Άλλο παράδειγμα προέρχεται από την αρχική κατάστρωση της πλοκής στην απομακρυσμένη Κάρπαθο του μεσοπολέμου, η οποία προχωράει συνθέτοντας στοιχεία μιας τραχιάς αλλά ανταποδοτικής καθημερινότητας με κύριους άξονες τη ναυτιλία, το εμπόριο, την κτηνοτροφία, τις κατασκευές. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται συζήτηση που επικεντρώνεται στα εργαλεία και τις μηχανές όπου διατυπώνεται ως χαρακτηριστικό του πατέρα του Οδυσσέα αυτό που σήμερα γνωρίζουμε ως βασική αρχή της τεχνητής νοημοσύνης: «“Να φτιάχνεις έξυπνα εργαλεία” μου έλεγε. “Να τα μαθαίνεις να κάνουν τη δουλειά μόνα τους”». Και ενώ παρακολουθούμε την κύλιση της ζωής μέσα στη θρησκευτική αλλά και λαϊκή παράδοση με ιστορίες για πειρατές και αναδρομές στην τουρκοκρατία, ακούμε ξαφνικά για έναν μεγεθυντικό φακό που έδωσε στον πατέρα του Οδυσσέα ένας Ιταλός από το ιατρείο στα Πηγάδια. Ξαφνιαζόμαστε λίγο αλλά προχωράμε στην αφήγηση και συναντάμε κι άλλον Ιταλό και μετά άλλον που καταστρέφει γάμο διεκδικώντας τη νύφη. Τι γυρεύουν όλοι αυτοί οι Ιταλοί σε ένα ακρινό νησί στη μέση του χειμώνα; Άλλο ένα αφηγηματικό ξάφνιασμα, η παρουσίαση της ιταλικής κατοχής στα Δωδεκάνησα.

 

Γενικά για τη λογοτεχνία είναι μεγάλο προτέρημα το κείμενο να ξεκινάει με τη δέση, να φτάνει στην κορύφωση και μετά να οδηγείται στη λύση, όπως μας είπε και ο Αριστοτέλης στην Ποιητική του στον ορισμό της τραγωδίας. Και αυτό το αφηγηματικό σχέδιο είναι εγγεγραμμένο πολλαπλά στο συγκεκριμένο αφήγημα λειτουργώντας πολλαπλασιαστικά για το ενδιαφέρον και τη συγκίνηση που διεγείρει. Και, βέβαια, πέρα από τη σύνθεση των επιμέρους σχεδίων, υπάρχει η μεγάλη κορύφωση και ανατροπή του τέλους. Άλλο ποιοτικό χαρακτηριστικό είναι ότι το κείμενο παίρνει το βλέμμα του από τη μεγάλη ιστορία, τη μακρο-ιστορία και δίνει τον χρόνο του στις ατομικές ιστορίες, τις μικρο-ιστορίες. Ένα κείμενο που εκπέμπει ενσυναίσθηση προσκαλώντας τους αναγνώστες να αποκτήσουν επαφή, ακόμη και να ταυτιστούν, με τους ήρωες και τη δράση τους.

 

* Η ΛΕΝΑ ΑΡΑΜΠΑΤΖΙΔΟΥ είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας στο ΑΠΘ. Τελευταίο της βιβλίο η μελέτη «Το διακείμενο του αισθητισμού στην ποίηση του Κ.Π. Καβάφη» (εκδ. Κυριακίδη).

Πηγή Ακολουθήστε την bookpress.gr bookpress.gr