Δεν ήταν εύκολη η απόφαση αυτή για την Άννα. Ένα πρωί, στα 25 της, εκεί που νόμιζε ότι επιτέλους είχε φτιάξει ένα δικό της σπιτικό, με τα προβλήματα του βέβαια, κατάλαβε ότι στην πραγματικότητα, όλα είχαν διαλυθεί γύρω της. Για εκείνη δεν υπήρξε άλλη επιλογή, δεν υπήρξε κανένα δίλημμα. Δεν ήταν διατεθειμένη πια, να αποδεχθεί αυτό που της συνέβαινε. Τα όνειρα που κάποτε έκανε, δεν συμβιβάζονταν με αυτό που ζούσε. Πήρε γρήγορα την απόφαση της. Όσο βαρύ κι αν ήταν το τίμημα, θα ξανάρχιζε τη ζωή της από την αρχή.
Πριν από επτά χρόνια, εγκατέλειψε την οικογένεια της στο Σλίβεν της Βουλγαρίας και κατέβηκε στην Ελλάδα, για να κάνει τα όνειρα της πραγματικότητα. Να δουλέψει, να έχει δικά της χρήματα, να αγοράζει όποιο ρούχο ήθελε, όποιο παπούτσι της γυάλιζε στο μάτι, να φύγει απ΄ τη μιζέρια με την οποία την είχαν μάθει η γονείς της. Εκείνοι, είχαν μάθει να ζουν με αυτά που η κομμουνιστική Βουλγαρία θεωρούσε απαραίτητα για τους κατοίκους της και αυτή η συνήθεια τους δεν άλλαξε ακόμα κι όταν η χώρα τους αποχαιρέτησε τον “σοσιαλιστικό παράδεισο”. Τίποτα δεν φαινόταν να έχει αλλάξει γι΄ αυτούς, δεν ανήκαν στην κομματική νομενκλατούρα του προηγούμενου καθεστώτος, δεν είχαν την ευκαιρία να επωφεληθούν από την μετάβαση της οικονομίας της χώρας στην “καπιταλιστική ευημερία”, τότε που οι κρατικές ιδιοκτησίες μέσα σε λίγους μήνες πέρασαν στα χέρια των πρώην κομισάριων. Η οικογένεια της εξακολουθούσε να τα βγάζει πέρα με δυσκολία. Η πενιχρή σύνταξη του πατέρα της και ο ελάχιστος μισθός της μητέρας της, ίσα ίσα τους συντηρούσαν. Η Άννα δεν είχε άλλη επιλογή, παρά να φύγει για την Ελλάδα, εκεί που πριν από αυτήν είχαν κατευθυνθεί χιλιάδες άλλες συμπατριώτισσες της και είχαν βρει την τύχη τους. Έτσι τουλάχιστον έλεγαν οι φήμες, που κυκλοφορούσαν από στόμα σε στόμα.
Με τη φίλη της, από το Δημοτικό, την Ιβάνκα, βρέθηκαν στην Καβάλα, για να συναντήσουν τον συμπατριώτη τους, τον Κρίστο. Εκείνος τους είχε υποσχεθεί δουλειά σε κάποιο ξενοδοχείο στη Θάσο, έτσι είχαν συνεννοηθεί τηλεφωνικά προτού φύγουν. Μα εκεί που κάθονταν σε μια καφετέρια μπροστά στο λιμάνι της πόλης, και περίμεναν το ταξίδι με αγωνία το φέρι προς το νησί, πρώτη τους φορά έβλεπαν θάλασσα, εκείνος τους ανακοίνωνε, χωρίς περιστροφές, ότι η μόνη δουλειά που ήταν διαθέσιμη γι΄ αυτές, ήταν σε ένα μπαρ, λίγο έξω από την πόλη. Αφού εκθείασε τα σωματικά τους προσόντα, την ομορφιά τους, τη νεανική φρεσκάδα τους, άρχισε να αναλύει το είδος της εργασίας που θα έκαναν. Θα κάθονταν στην μπάρα, θα χαμογελούσαν πάντα στους πελάτες και ο σκοπός τους θα ήταν να πουλιούνται όσα περισσότερα ποτά γινόταν. Αν τις καλούσε κάποιος στο τραπέζι του για συντροφιά θα πήγαιναν αλλά θα ζητούσαν πρώτα να πληρωθεί το ποτό τους. Ο τελευταίος του λόγος ήταν ότι τώρα θα έπρεπε να εκμεταλλευτούν τα νιάτα τους για να φτιάξουν τη ζωή τους.
Η επιλογή για τα δύο κορίτσια ήταν ξεκάθαρη. Ή δέχονταν τη προσφορά του Κρίστο ή θα έπρεπε να ψάξουν μόνες τους για κάτι άλλο, πράγμα που τους φαινόταν αδύνατο δίχως να μιλάνε Ελληνικά ή, θα γύριζαν πίσω στην πόλη τους. Έτσι το ίδιο βράδυ, ντυμένες κατάλληλα, φρόντισε γι΄ αυτό ο προστάτης τους, βρέθηκαν στο μπαρ του Νικήτα, αυτόν που όλοι τον γνώριζαν με το παρατσούκλι, “ο Αεροπόρος”. Το μπαρ ήταν αρκετά έξω από την πόλη, δίπλα στον κάμπο των Τεναγών, εκεί ήταν και η κύρια πελατεία του, κυρίως αγρότες από τις γύρω περιοχές. Τη δουλειά ανέλαβε να τους την μάθει η Ντοτόρκα, από τη γειτονική τους Γιάμπολ, η οποία δούλευε εκεί ήδη δυο χρόνια. Σχέσεις απαγορεύονταν να κάνουν με τους πελάτες οι οποίοι εμφανίζονταν αργά, μετά τις 11 το βράδυ. Τις περισσότερες φορές έρχονταν σε παρέες των δυο ή τριών ατόμων, καλοντυμένοι και φρεσκοξυρισμένοι μα υπήρχαν και κάποιοι που έρχονταν με τα ρούχα που φορούσαν στο χωράφι και τις λάσπες στα παπούτσια τους, ανάμεσα στις αλλαγές των ποτισμάτων. Σε όλους έπρεπε να χαμογελούν, να τους μιλάνε γλυκά, να τους κοιτούν στα μάτια, να αφήνουν ανοιχτό τον ορίζοντα των προσδοκιών τους και να τους πουλάνε το ένα ποτό μετά το άλλο.
Ο Νικήτας, ο Αεροπόρος, ήταν ευχαριστημένος μαζί τους, ο Κρίστο που περνούσε αραιά και που από το μαγαζί τις ρωτούσε αν όλα πήγαιναν καλά και η ζωή συνεχιζόταν κανονικά. Οι δυο κοπέλες άρχισαν να φτιάχνουν ένα μικρό κομπόδεμα αλλά καταλάβαιναν ότι ποτέ δεν θα αποκτούσαν τόσα χρήματα, όσα ονειρεύονταν ερχόμενες στην Ελλάδα… εκτός κι αν έκαναν το επόμενο βήμα. Ο Κρίστο τις είχε προϊδεάσει γι΄ αυτό, λέγοντας τους ότι τα πολλά χρήματα θα τα έκαναν ως συνοδοί ευκατάστατων αντρών. Με λίγη τύχη θα μπορούσαν και να παντρευτούν κάποιον απ΄ αυτούς. Η Ιβάνκα το αποφάσισε. Ο προστάτης της, την μετέφερε στη Θεσσαλονίκη κι από εκεί ξεκίνησε τη νέα της ζωή. Η Άννα δεν το ήθελε. Τα βράδια που πέρασε στο κρεβάτι με τον Κρίστο, μπερδεύοντας τη μέθη της με τη παραζάλη των ορμονών που έτρεχαν στο νεανικό κορμί της και η αδιαφορία του ευκαιριακού της συντρόφου το πρωί που ξυπνούσαν, ήταν αρκετά για να νιώσει ότι δεν της ταίριαζε αυτή η ζωή. Είχε κουραστεί από το καθημερινό ξενύχτι, από τα σαλιαρίσματα όλων αυτών που την περιτριγύριζαν, από το κενό που ένιωθε κάθε απομεσήμερο, όταν ξυπνούσε να της αδειάζει την ψυχή. Ήθελε μια μόνιμη σχέση, μια οικογένεια όπως αυτή που είχε στην πατρίδα της, δίχως όμως τις στερήσεις με τις οποίες μεγάλωσε εκείνη. Ονειρευόταν τον πρίγκιπα της, που θα την τραβούσε από τη νύχτα και θα την έβαζε σε ένα σπίτι κανονικό, όπου η ζωή θα ξεκινούσε το πρωί και όχι όταν οι περισσότεροι άνθρωποι πήγαιναν για ύπνο.
Το όνειρο της φάνηκε ότι θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί, όταν οι επισκέψεις του Ιορδάνη πύκνωσαν στο μπαρ και πλήρωνε το ένα ποτό μετά το άλλο για να την έχει κοντά του όσο περισσότερο μπορούσε. Προς το τέλος εκείνου του χειμώνα, πριν από τρία χρόνια, ένα βράδυ την περίμενε έξω από το μαγαζί, αποφασισμένος για όλα, της άνοιξε την πόρτα του αγροτικού κι εκείνη δίχως ερωτήσεις μπήκε μέσα. Δεν ξαναγύρισε στη δουλειά της ούτε και ο Ιορδάνης ξαναπάτησε εκεί.
Για μερικά βράδια έμειναν σε ένα ξενοδοχείο της περιοχής και μετά από λίγες μέρες εγκαταστάθηκαν μαζί, σε ένα σπίτι που νοίκιασε στο χωριό του. Την παρουσίασε κανονικά στους γονείς του. Και μετά από πέντε μήνες παντρεύτηκαν. Οι γονείς του στην αρχή δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι ο γιος τους συζούσε με μια Βουλγάρα και μάλιστα μέσα στο ίδιο το χωριό τους, μα σιγά σιγά γνωρίζοντάς την, μέρα με τη μέρα όλο και καλύτερα, τη συμπάθησαν. «Ίσως έτσι μαζευτεί λίγο κι ο γιος μου από τα ξενύχτια, οι οικογενειακές υποχρεώσεις σε σοβαρεύουν», μολόγησε με φανερή ελπίδα στον άντρα της η Όλγα, η μάνα του Ιορδάνη. Εκείνος, το ίδιο τραχύς με τον γιο τους, κούνησε το κεφάλι του συμφωνώντας. Μόνο που αυτόν, τον Ανέστη της, η κυρά Όλγα είχε καταφέρει να τον φέρει πια στα νερά της. Ήταν σίγουρη ότι και ο Ιορδάνης της, θα μέρωνε στα χέρια της Άννας. Η Άννα φαινόταν σοβαρή κοπέλα, πρόσχαρη, έτοιμη να χαμογελάσει στην κάθε καλή στιγμή που της τύχαινε. Τότε, πίσω από τα μεγάλα αμυγδολόσχημα μάτια της, η κυρά Όλγα, διέκρινε πέρα από την ελπίδα και μια αδιόρατη θλίψη. Μια θλίψη παράξενη που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει. Τότε την έπαιρνε κοντά της, της μιλούσε για διάφορα, προσπαθώντας να την κάνει να χαμογελάσει. Σε άλλες στιγμές τη ρωτούσε για την οικογένεια της, την πατρίδα της, για το πως μπορούσε για τόσα πολλά χρόνια να έχει απαρνηθεί το πατρικό της. Εκείνη, της άνοιγε την καρδιά της, της μιλούσε για τη φτώχεια των δικών της, για τα όνειρα που έκανε όταν κατέβηκε στην Καβάλα, για την απογοήτευση που ένιωσε αμέσως μόλις έπιασε δουλειά στη νύχτα, για τα δύσκολα χρόνια που πέρασε στο μπαρ του Νικήτα του Αεροπόρου, για την αδυναμία της να ξαναγυρίσει στο τόπο της, δεν υπήρχε κάτι καλύτερο για εκείνην εκεί. Θα ήθελε όμως να ξαναπάει, έστω για μια ημέρα μόνο, μόνο και μόνο για να τους δείξει πόσο ευτυχισμένη ήταν πια κοντά στον αγαπημένο της και πόσο τυχερή που οι νέοι της γονείς στην Ελλάδα, την αγαπούσαν όπως κι εκείνοι. Στο πρόσωπο της Άννας, η Όλγα έβλεπε την κόρη που δεν είχε και η Άννα την μητέρα που της έλειπε. Παρά τις αρχικές αμφιβολίες και των δύο, μεταξύ τους δημιούργησαν ένα ισχυρό δεσμό, ο οποίος ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, όταν γεννήθηκε η μικρή Όλγα, με την οποία όλοι είχαν ξετρελαθεί.
Η σχέση αυτή, πεθεράς και νύφης, ήταν που κράτησε την Άννα σταθερή όταν άρχισαν τα δύσκολα στη σχέση της με τον Ιορδάνη. Το παιδί, που ήλθε στην οικογένεια τους, αντί να κάνει πιο ισχυρούς τους δεσμούς τους, έμοιαζε να απομακρύνει όλο και περισσότερο το ζευγάρι. Όλοι αγαπούσαν την μικρή Όλγα, ιδιαίτερα ο πατέρας της, ο οποίος γυρίζοντας απ΄ το χωράφι πρώτα θα την έπαιρνε στην αγκαλιά του, να την παίξει λίγο, με έναν τρόπο αστείο, μιας που η βαριά του όψη δεν συμβάδιζε με το λεπτεπίλεπτο σωματάκι και τα χαρούμενα επιφωνήματα της κόρης του. Το βράδυ όμως, όταν εκείνη προσπαθούσε να τον αγκαλιάσει, να αισθανθεί και πάλι τη σιγουριά που χρειαζόταν, όλο και περισσότερο καταλάβαινε ότι εκείνες οι ημέρες, που ο Ιορδάνης της την έκανε να νιώθει την ευτυχία που πάντα αναζητούσε στη ζωή της, είχαν χαθεί για πάντα. Ακόμα και όταν έκανα έρωτα, αυτό γινόταν μηχανικά, δίχως τρυφερότητα, δίχως τα γλυκόλογα που είχε ανάγκη να ακούει. Οι μόνοι ήχοι, που γίνονταν αισθητοί ήταν το τρίξιμο του κρεβατιού και τα ξέπνοα επιφωνήματα τους όταν ολοκλήρωναν. Τότε, γύριζε από την άλλη πλευρά του κρεβατιού, μάζευε σφιχτά το σώμα της σαν να ήθελε να χαθεί για πάντα και σιγά σιγά ξεχνιόταν στη λήθη του ύπνου. Οι σκέψεις της, τα ερωτηματικά που τη βασάνιζαν όλο και περισσότερο, η απογοήτευση της, όλα εξαφανίζονταν. Ο ύπνος της ήταν βαθύς, λυτρωτικός, αναγκαίος. Υπήρχαν, όμως κι εκείνες οι νύχτες, που ο Μορφέας αρνούνταν να την επισκεφτεί. Τότε ξαγρυπνούσε δίπλα στον άντρα της, που κοιμόταν του καλού καιρού, με χιλιάδες ζητήματα να την ταλαιπωρούν. Μα αυτό που τη βασάνιζε περισσότερο ήταν η αγωνία της για το μέλλον της, τι την περίμενε πια δίπλα σε έναν άνθρωπο που την απαξίωνε ως γυναίκα όλο και περισσότερο, που δεν της έδινε καμία σημασία, που θαρρείς, ότι η μόνη του έγνοια ήταν να του κάνει ένα παιδί και από εκεί και πέρα του ήταν πια περιττή. Τυχερή ένιωθε αν μπορούσε να τη ζαλίσει για λίγο, ο ύπνος κατά τα ξημερώματα, ίσα για να έχει τις δυνάμεις να αντεπεξέλθει στις υποχρεώσεις του καθημερινού νοοικοκυριού.
Είχαν μετακομίσει στο πατρικό του Ιορδάνη, σε εκείνους τους παραχωρήθηκε ο πάνω όροφος του δίπατου κτίσματος με τη μεγάλη αυλή μπροστά τους, που συνήθως ήταν γεμάτη με τα βαριά μηχανήματα, που χρειάζονταν στις καλλιέργειες. Το μοίρασμα των υποχρεώσεων της επόμενη ημέρας με την πεθερά της, την έκανε να ξεχνά για λίγο τα προβλήματα της. Τη μέρα τους την μοιραζόταν στην κουζίνα του σπιτιού, τη μοναδική κουζίνα του σπιτιού όπου θα ετοίμαζαν το φαγητό, όχι γι΄ αυτές αλλά για τους άντρες τους που θα γύριζαν απ΄ τη δουλειά. Όποτε γύριζαν, ώρα δεν είχε αυτό, τότε θα έπρεπε αμέσως να στρωθεί το τραπέζι με το φαγητό σερβιρισμένο σύμφωνα με τις ιδιοτροπίες του καθένα τους.
Όταν τελείωναν απ΄ όλες τις υποχρεώσεις τους, τότε έψηναν έναν καφέ για να πιουν, το καλοκαίρι κάτω από τη σκιά της κληματαριάς στην αυλή τους, τον χειμώνα πάλι εκεί μέσα στην κουζίνα. Η πεθερά της καταλάβαινε την κατάσταση της νύφης της. Δεν της ήταν ξένες αυτές οι εικόνες, τα ίδια είχε ζήσει και αυτή όταν μικρή κοπέλα ήλθε να ζήσει σε αυτό το σπίτι. Επιπλέον έπρεπε να υπομένει και όλες τις ιδιοτροπίες της δικής της πεθεράς, που θαρρείς όλες εκείνα τα χρόνια, περίμεναν τις νύφες τους για να βγάλουν με τη σειρά τους, το άχτι τους για όσα είχαν υποστεί κι εκείνες απ΄ τις δικές τους πεθερές. Ευτυχώς, αυτός ο κύκλος έδειχνε να έχει σπάσει πια. Τα μυαλά είχαν ανοίξει, είχαν αποδεχθεί ότι οι νύφες τους τα εγγόνια τους ήταν αυτά που θα συνέχιζαν να δίνουν ζωή στο σπίτι τους. Διακριτικά στήριζαν το νέο ζευγάρι, σιγά σιγά παραχωρούσαν τα ηνία του σπιτιού σε αυτούς.
Ο άντρας της, έλειπε τον περισσότερο καιρό στα χωράφια, γύριζε αργά το απόγευμα, κάποιες φορές δεν γύριζε και καθόλου, είχε να κάνει αλλαγές στα ποτίσματα, έτσι της έλεγε. Οι απουσίες του όλο και γίνονταν πιο συχνές, η Άννα όλο και περισσότερο κοιμόταν μονάχη της. Τα πράγματα ζόρισαν αρκετά για την Άννα τον χειμώνα του 2005. Ο Ιορδάνης, γυρνούσε ξημερώματα στο σπίτι, πιωμένος, αν τολμούσε και του έκανε κάποια παρατήρηση ξεσήκωνε με τις φωνές του όλο το σπίτι. Την άλλη μέρα, όταν επιτέλους ξυπνούσε και κατέβαινε στην κουζίνα ζητώντας καφέ, η μητέρα του προσπαθούσε να τον συνετίσει, εκείνος δεν μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα, ένα “καλά” μόνο ακουγόταν, που μάλλον εννοούσε να τον παρατήσουν στην ησυχία του.
Η Άννα ένιωθε ότι είχε εγκλωβιστεί στις ίδιες τις προσδοκίες της. Να έχει ένα σπίτι, την οικογένεια της, να νιώθει σιγουριά γι΄ αυτήν και το παιδί της. Είχε προδοθεί απ΄ τον άνθρωπο, στον οποίο είχε εμπιστευτεί το μέλλον της. Την έπνιγε η χαμένη της ευτυχία, τον είχε χάσει τώρα που τον χρειαζόταν δίπλα της, Ήθελε να την αγαπά μα εκείνος δεν την υπολόγιζε καν. Την είχε καταδικάσει να ζει κλεισμένη, μέσα στους τέσσερις τοίχους του πατρικού του, είχε ξεχάσει από πότε είχαν να βγουν μαζί, οι δυο τους, για ένα ποτό, όπως έκαναν κάθε μέρα, όταν την έφερε για πρώτη φορά στο χωριό. Τότε ήταν τρυφερός μαζί της, την περιποιόταν, έδειχνε υπερήφανος δίπλα της. Τώρα, ούτε γύριζε να τη δει. Θαρρείς και όλη την αγάπη του, την είχε στραγγίξει η κόρη τους. Με κείνην γινόταν άλλος άνθρωπος. Ήταν ένας άλλος Ιορδάνης! Χαρούμενος, την αγκάλιαζε, την έπαιζε, την κρατούσε στα γόνατα του καμαρώνοντας την. Τότε τους καμάρωνε αλλά γρήγορα την πλημμύριζε ατελείωτη θλίψη όταν παρέδιδε την κόρη τους στη μάνα του, σαν να ήταν αόρατη εκείνη. Πονούσε! Ενώ θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένη, αυτή πονούσε. Το μυαλό της είχε αδειάσει. Δεν έβλεπε τίποτα αισιόδοξο μπροστά της, ήταν μόλις εικοσιπέντε χρόνων και δεν μπορούσε να ονειρευτεί ούτε μια χαρούμενη στιγμή για το μέλλον της. Η φροντίδα της κόρης της, τα χεράκια της που σηκωνόντουσαν για να την αγκαλιάσει, η ζεστασιά του ελάχιστου κορμιού της δεν ήταν αρκετά για να την κάνουν να ξεχάσει τον πόνο που ζούσε καθημερινά.
Μέχρι που έφτασε εκείνο το πρωινό του Φλεβάρη, η Άννα είχε σηκωθεί νωρίς, η κόρη της έκλαιγε, πήγε κοντά της, εκείνη ψηνόταν στον πυρετό, προσπάθησε να την συνεφέρει με ένα αντιπυρετικό, όλη την ώρα την κρατούσε στη αγκαλιά της, αγωνιώντας βλέποντας τη μικρή της Όλγα να υποφέρει, μα ο πυρετός δεν έπεφτε. Πήγε στην κρεβατοκάμαρα τους, φώναξε τον άντρα της να σηκωθεί, έπρεπε να πάρουν το παιδί στο νοσοκομείο, εκείνος ζαλισμένος ακόμα απ΄ το ποτό και το ξενύχτι της προηγούμενης αδυνατούσε να καταλάβει τι του έλεγε, φώναξε να τον αφήσει ήσυχο, εκείνη τον τράβηξε για να σηκωθεί και τότε το χέρι του, με δύναμη την κτύπησε στο πρόσωπο. Έπεσε, προς στιγμή έχασε το φως της, έβαλε όση δύναμη είχε, σηκώθηκε, ντύθηκε στα γρήγορα, κατέβηκε στην πεθερά της με το μωρό. Πονούσε από το κτύπημα, μα το κυριότερο άρχισε να θολώνει ο κόσμος γύρω της της. Η Άννα έλεγε θα περάσει, όσο περνούσε όμως η ώρα η κατάσταση χειροτέρευε. Ο πεθερός της, με τη βία σχεδόν τους έβαλε όλους στο αυτοκίνητο και σε λίγη ώρα βρίσκονταν στο νοσοκομείο της διπλανής τους πόλης. Η κόρη της μια ίωση περνούσε μα για εκείνη τα πράγματα δεν ήταν καλά. Η διάγνωση ήταν αποκόλληση αμφιβληστροειδούς, πολύ σοβαρό, θα έπρεπε άμεσα να μεταφερθεί σε νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης, μόνο εκεί μπορούσαν να τη βοηθήσουν.
Η μεταφορά κανονίστηκε από το νοσοκομείο και αργά το απόγευμα βρισκόταν στο ΑΧΕΠΑ. Την άλλη μέρα την χειρουργούσαν, το γλύτωσε το μάτι της. Σε όλη αυτή την κατάσταση, ο Ιορδάνης, πήρε δύο τηλέφωνα μόνο, στη μάνα του, στο ένα ήταν μπροστά η Άννα, καταλάβαινε τη δυσκολία με την οποία η πεθερά της κρατούσε τα δάκρυα της, στην αγκαλιά της είχε συνεχώς, όλες αυτές τις ημέρες την μικρή Όλγα, δεν ήθελε να την αφήσει, σαν να φοβόταν ότι θα την έχαναν σύντομα από το σπίτι τους. Ο πεθερός της αμίλητος, φαινόταν κι αυτός χαμένος, το μόνο που της έλεγε ήταν, “όλα μπορούν να φτιάξουν, θα….”, δεν ολοκλήρωνε όμως ποτέ κουβέντα του. Η πεθερά της καθόταν δίπλα της μαζί με την εγγονή της, εκεί στο κρεβάτι της Οφθαλμολογικής, όσο χρειάστηκε μέχρι να πάρει εξιτήριο η Άννα. Ταλαιπωρήθηκαν όλοι τους. Η μικρή Όλγα δεν μπορούσε να καταλάβει τι είχε γίνει, μια κοιμόταν, μια ξυπνούσε και ήθελε χάδια και παιχνίδια, μια ζητούσε επιτακτικά να φάει. Κουρασμένη κι αυτή έκλαιγε για λίγο μέχρι που έπεφτε για ύπνο. Μέχρι την ώρα, που ο γιατρός τους διαβεβαίωσε ότι όλα πήγαιναν καλά και μπορούσαν να πάνε στο σπίτι τους.
Με το άκουσμα της τελευταία αυτής φράσης του γιατρού, η Άννα, πήρε στη αγκαλιά της τη μικρή Όλγα, την φίλησε τρυφερά, την έσφιξε στη αγκαλιά της και την έδωσε πίσω, στην πεθερά της. Όλες αυτές τις ημέρες διακριτικά αρνούνταν να την κρατήσει έστω και λίγο, όσο κι αν η μικρή έδειχνε ότι λαχταρούσε τη μάνα της. Ντύθηκε, ετοιμάστηκαν όλοι να γυρίσουν στο σπίτι τους. Η Άννα τους ζήτησε να την περιμένουν στο πάρκινγκ μέχρι να πάρει το εξιτήριο και να μιλήσει λίγο με το γιατρό.
Δεν την ξαναείδαν ποτέ τους. Την έψαξαν παντού, δήλωσαν την εξαφάνιση της στην αστυνομία την επόμενη ημέρα, πέρα από το κινητό της, που βρέθηκε παρατημένο δίπλα στο κρεβάτι που νοσηλευόταν, κανένα άλλο ίχνος της δεν βρήκαν.
Η πεθερά της ελπίζει, πάντα ότι κάποια μέρα θα τη δει, δεν μπορεί να πιστέψει ότι κάποια στιγμή δεν θα θελήσει η νύφη της να δει και πάλι την κόρη της, ή ακόμα και να τη διεκδικήσει. Η μικρή Όλγα μεγάλωσε, το Σεπτέμβριο θα πάει στο Δημοτικό, ρωτά για τη μαμά της, αλλά τι μπορούν να της πουν; Μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει κανένα σημάδι. Την έψαξαν παντού, μέχρι και στη Βουλγαρία πήγαν, κανένας δεν ξέρει τίποτα. Όσο για τον Ιορδάνη δεν έκανε άλλη σχέση, συνέχισε όμως να ξενυχτά στα γύρω κωλόμπαρα του κάμπου, να πίνει, τα λόγια του να είναι μετρημένα, λες και η ζωή δεν είχε τίποτα να του δώσει επιπλέον. Εκτός από την κόρη του, που μπροστά της γινόταν άλλος άνθρωπος. Κι εκείνη τον λατρεύει. Μέχρι πότε όμως; Κανένας δεν της είχε πει ακόμα την ιστορία της μάνας της.
* O Βασίλειος Διακοβασίλης, συνταξιούχος δάσκαλος πλέον, γεννήθηκε το 1962 στην Αυστραλία, μεγάλωσε στην Κάρπαθο και τα τελευταία είκοσι ένα χρόνια ζει στις Σέρρες.
«Κάποτε το μυαλό γεμίζει από εικόνες, ιστορίες, σκέψεις, συναισθήματα… τα οποία θέλουν να δραπετεύσουν. Διέξοδος τους, η γραφή μου!»
πηγή www.fractalart.gr