Έφυγε η Φωτεινή Μανώλακα (Βασιλεία). Οι λέξεις, ακόμη μια φορά, σωριάζονται μπροστά στο βίωμα

Έφυγε η Φωτεινή Μανώλακα (Βασιλεία). Οι λέξεις, ακόμη μια φορά, σωριάζονται μπροστά στο βίωμα

Αναχώρησε για τον Ουρανό σήμερα Δευτέρα 25 Σεπτεμβρίου 2023 η συγχωριανή μας Φωτεινή Μανώλακα (Βασιλεία), ετών 93. Η νεκρώσιμη ακολουθία θα τελεστεί σήμερα στις 4 μ.μ. στην Παναγία Μενετών. Καλή Ανάσταση.

Οι πένθιμοι χτύποι της καμπάνας και η είδηση φτάνει από τον εφημέριο Μενετών π. Μιχαήλ Φράγκο και φέρνουν στη μνήμη τη τελευταία κουβέντα που είχαμε με τη Βασιλεία στο χωριό.

Στο σπίτι επτά αδέρφια, τέσσερις κόρες και τρία αγόρια, όλα έτρωγαν από μια πιατέλα, όχι από γούστο μα είναι τα πιάτα που ήταν σπάνια.
Είχαν πέντε-έξι κουτάλια, πιο λίγα πιρούνια, ό,τι είχαν καταφέρει να πάρουν από τους Λατίνους. Η εβδομάδα περνούσε, πεινούσαν και γυρνούσαν στις στράτες.
Περίμεναν όλα τα παιδιά μια Κυριακή, η μάνα θα ζύμωνε μακαρούνες και στην ξεχυλωμένη γαβάθα με το αχνιστό τσικνωμένο κρεμμύδι θα έπεφταν με τα μούτρα, βαρύ σαν μολύβι έστεκε στα στομάχια το ζυμάρι, στεκόταν στην χώνεψη μέχρι το απομεσήμερο της Δευτέρας.

Βοσκούσε τα ζώα στα βουνά, αυτό έμαθε από μικρό κορίτσι, μιλούσε με τις κατσίκες, τα πρόβατα και τις δυό αελές (αγελάδες). Όλα τα μάθαινε μονάχη, έβλεπε, μάτιαζε και έκλεβε, λίγο από κέντημα, λίγο από ράψιμο, το καθημερινό ήταν τόσο δύσκολο που πέρασαν τα χρόνια δίχως ταίρι, μακριά από προξενιά, αφού δεν είχε σπίτι.

Δεν έβγαινε από το μυαλό της Βασιλείας μια γειτόνισσα, μια πιο μικρή γυναίκα που ερωτεύτηκε, μα άκληρη κι απροίκιστη όπως ήταν, δεν είχε καμμιά πιθανότητα, ξενιτεύτηκε, την έστειλαν σε άλλη ήπειρο με μια φωτογραφία του άγνωστου πιθανού γαμπρού, ένα ραντεβού στα τυφλά που κρατούσε μέχρι σήμερα.

Το μυαλό της για μια στιγμή πέταξε, στάθηκε στον φτισικό όπως τον έλεγαν, τον Νικο-Λιά που έτυχε να αρρωστήσει, να φτύσει αίμα και ο γιατρός να “βαφτίσει” το παιδί ετοιμοθάνατο, με την φυματιώση να τρομάζει τον κόσμο, κολλάει και με τον αγέρα, τους έλεγαν. Τον έδιωξαν από το σπίτι, γυρνούσε μοναχός με μια τσίγκινη τσάσκα, θυμάται η Βασιλεία το ξινισμένο ξερό κατακάθι από γάλα, που έτρωγε για μέρες, εκείνη του έβαζε νερό να πιεί και τον λυπόταν.

Η Βασίλω δεν έκαμε παιδιά, το έφερνε, το κλωθογύριζε στο μυαλό της, μα είχε τα τρία παιδιά του άντρα της,  είναι που ο χρόνος έτρεχε κι εκείνη κυνηγούσε το καθημερινό. Βλέπεις είναι η επιβίωση, η ανάγκη, που μας κάνει άγρια θηρία, δεν μπαίνει ζυγαριά όταν το στομάχι γουργουρίζει και εκείνη είχε μόνιμα μια σκέψη, πως θα τα βγάλουν πέρα.

Οι λέξεις, γκρεμίζονται μπροστά στο βίωμα της, απομένει μοναχά μια υπόκλιση, μια αληθινή αγκαλιά, σε κείνη που έδωσε όλο τον χρόνο της στη μοιραία αγωνία για επιβίωση.

Είναι τα χρόνια που σε κάνουν και μικραίνεις, έτσι κι εκείνη, σαν έφηβη πάνω στο κρεβάτι, αναρωτιέται για τα πονεμένα πόδια, τα αδιόρθωτα γόνατα που όπως φαίνεται δεν έπαιρναν γιατρειά, μα πόσο γρήγορα έτρεξαν πάλι όλα, καλά κάνουν μερικοί και αρνούνται πεισματικά να σταθούν μπροστά στον φωτογραφικό φακό, αποφεύγουν να μπούν σε παγωμένα δυσδιάστα κάδρα.

Γλυτώνουν έτσι την συνάντηση με μια μνήμη που στέκει ζωντανή, αναπνέει, μιλάει και επαναλαμβάνει ό,τι πόνα πιο πολύ, μια ζωή που χάνεται, ήσυχα και απλά, χωρίς καν να έχει δώσει μάχη.

Μανώλης Δημελλάς

25.9.2023

Καρπαθιακά Νέα