ΨΗΦΙΔΕΣ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΜΑΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Η απ’ όξω θάλασσα και το στοιχειό της
Ευμορφία Διακογεωργίου
«Στου κύκλου τα γυρίσματα π΄ αναπαμό δεν έχουν…», κυλά ο χρόνος κι αν είμαστε τυχεροί κι εμείς μαζί του, να μεταλαβαίνουμε το νάμα και το θάμα κάθε εποχής.
Ξεπρόβαλε και φέτος το τραγουδισμένο καλοκαίρι ολόφωτο, με τα κρόσσια του ήλιου στο μέτωπό του, προικισμένο με την αναμονή του γυρισμού στον γενέθλιο τόπο και την προσδοκία της χαράς του ανταμώματος με πρόσωπα αγαπημένα και με φωλιές άδειες που αδημονούν να αγκαλιάσουν φτερουγίσματα.
Μεγαλωμένοι στην Όλυμπο, τύχη λόγω καταγωγής, μάθαμε να προβλέπουμε τον καιρό στο ανεμολόγιο του τόπου και να μετράμε την ένταση των ανέμων στον παφλασμό των κυμάτων της απ’ όξω, της δυτικής θάλασσας των Φυσών, που μόνιμα μας έδινε την αίσθηση, πως ζούσαμε σε κίνδυνο στο πέλαγος, στην καρδιά μιας μεγαλόπρεπης δύναμης.
Σμιλέψαμε χαρακτήρα με τη την προτροπή του επίμονου μονολόγου της : « Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος». Ένα τέταρτο δρόμος το πλησίασμά της , όμως εμείς τα κορίτσια σπανίως πηγαίναμε, δε μαθαίναμε να κολυμπάμε, όχι μόνο εξαιτίας του αφιλόξενου χαρακτήρα της, αλλά και του
συντηρητικού τρόπου ανατροφής, των αυστηρών ηθών, που επέβαλε το κοινωνικό πλαίσιο της ζωής μας. Τα αγόρια δραπέτευαν συχνά από την εποπτεία των μεγάλων, με την ορμή και το θάρρος της ηλικίας τους και
προσπαθούσαν να δαμάσουν την άγρια κόμη της, να δροσιστούν στα βαθυγάλαζα νερά της και να μάθουν να κολυμπούν, κατακτώντας τον βράχο του Χοίρου.
Σπάνια, κάποια Κυριακή μέσα στο καλοκαίρι μπορεί να πηγαίναμε με την οικογένειά μας εκδρομή, να βουτήξουμε τα πόδια μας στην άκρη του κυμάτου, να ανάψομε τον Άη Νικόλα και να γευματίσουμε εκεί στο γκρίζο, υποβλητικό τοπίο της παραλίας των Φυσών. Από του σχολειού μας την αυλή η θέαση του πελάγους μας δημιουργούσε την αίσθηση του θαυμαστού κι ένα ξύπνημα ελευθερίας μπόλιαζε τα γαλάζια παιδικά μας όνειρα.
Κάθε φορά σαν να το αντίκρυζες για πρώτη φορά. Ήταν η θάλασσα τούτη με τον ακατάλυτο ρυθμό της, που μας δίδασκε καθημερινά την πίστη στον αέναο αγώνα, την αντίσταση σε κάθε βολετό, την ανησυχία και την αναζήτηση πέρα από το σύνορο, μέσα από τα μυστήριά της, στις τελετουργίες των εποχών. Τα κύματά
της ίπποι αδάμαστοι, μελάνι στην πένα των ανέμων, έγραφαν στις απόκρημνες ακτές ποιήματα και ιστορίες από χρόνους παλιούς, μύηση για μας στην τέχνη του ονείρου, αυτής που έχει τη δύναμη να ενώνει γη και
ουρανό. Το σούρουπο κάναμε βίωμα τη θλίψη ενός ατέλειωτου χωρισμού, καθώς γραφόταν ο επίλογος της μέρας στον χρυσαφένιο ορίζοντα, στις γραμμές που οι άνθρωποι χάραξαν τη ρότα τους για τόπους ξένους και μακρινούς.
Μαθήματα πατριδογνωσίας και γεωγραφίας παρέδιδε η θέαση του τόπου τούτου με τα περάσματα, τους όρμους, τους κολπίσκους, τα ακρωτήρια και τα συμπλέγματα των νησιών της Αστακί(δ)ας στο βάθος.
Μαθήματα οικονομίας όταν κόπαζε ο άνεμος, με τα ψαροκάικα να οργώνουν τα νερά της θάλασσας, για να τρυγήσουν τα ασημόψαρά της και άλλα με εμπορεύματα να προσαράζουν στην ακτή, για να ανεφοδιάσουν την κοινότητα με τα απαραίτητα.
Όπως ατενίζουμε το Καρπάθιο πέλαγος από την Όλυμπο, δεξιά από τις Φύσες απλώνεται η περιοχή Εξανέμου με τα λιγοστά χωράφια, που δέρνεται από τον δυτικό άνεμο, σφοδρός και ενοχλητικός για τους ανθρώπους του τόπου, ο μαΐστρος κι η προβέντζα.
Σ’ αυτή την περιοχή ξεκινώντας από τις Φύσες συναντούμε τον Ασπροπηλιά, τα Βρουλλία, τις Κουρεμένες, όπου μαζί με τον αχό της θάλασσας αντηχούν ακόμα οι φωνές και τα κλάματα των κουρεμένων γυναικών, που εξορίζονταν εκεί μετά τη διαπόμπευσή τους, για λόγους ηθικής τάξης, μέχρι και τις αρχές του 20 ου αιώνα. Δεξιότερα ο Λάκκος, ο Νεκρός, τα Πόλεμα, του Όνα η καμάρα, μικρές και μεγάλες αλυκές, που μάζευαν οι άνθρωποι τους διψασμένους κρυστάλλους της θάλασσας, το αλάτι τους. Βορειότερα το Λιμενάρι, όπου τελείωναν τα όρια της περιοχής Εξανέμου.
Αριστερά από τις Φύσες, ο Γιότρυπος κι ο Λευκαντείος, όπου οι γυναίκες κατέβαιναν και λεύκαιναν τα πανιά την άνοιξη. Λέγεται μάλιστα πως καθώς μια γυναίκα πατούσε το πανί τη δάγκωσε μια σμέρνα στα τσουλλία (τένοντες) της φτέρνας ….. και μέχρι να ανέβει στο χωριό πέθανε από αιμορραγία.
Νοτιότερα, οι Μυρgουατανόπλακες, ύφαλοι στους οποίους προσκολλώνται τα μυρgουάτανα, θαλάσσιοι ζωντανοί οργανισμοί σαν μακριές, μαβιές κλωστές, που οι άνθρωποι μάζευαν και έτρωγαν ωμά ή έφτιαχναν μυρgουανοπίτια. Δίπλα ο Μακρύς Γιαλός, η Ευgώνυμος, οι Κουτσοκέφαλες και άκρα αριστερά δεσπόζει το ανθρωπόμορφο ακρωτήρι του Αναπρόσωπου να εισχωρεί στο αγριεμένο πέλαγος. Δέος προκαλούσε στη ψυχή του λαϊκού ανθρώπου τούτη η θάλασσα και γεννούσε στη φαντασία του ιστορίες, θρύλους, που πέρασαν από γενιά σε γενιά και φτάνουν μέχρι τις μέρες μας. Ιστορίες των παππούδων και των γιαγιάδων μας, που αντανακλούν τις πολλαπλές όψεις του ανοίκειου, του υπερφυσικού όπως βιώνεται μέσα στο παραδοσιακό πλαίσιο της αγροτικής κοινωνίας.
Μια από αυτές τις ιστορίες που μας ανάθρεψαν, μιλάει για το θερίο τ’ Αναπροσώπου, που στοίχειωνε την απ΄ όξω θάλασσα. Παραθέτω την ιστορία όπως μου την αφηγήθηκε η γιαγιά μου : Μορφινούλα Μωραΐτη – Βασιλαράκη, ένα καλοκαιρινό απόγευμα του 1990.
«Η απ΄ Όξω θάλατσα είναι βαθέα κι αψάρευτη. Στον Αναπρόσωπο έχει θερίο απού φυλάει το μερντζανό(δ)εντρο. Ο τατάς μου ήτον ο (γ)έρο Μπαλάνος, είχε βάρκα και (β)ούτα κι όλα στην απ΄ Όξω θάλατσα, κι ήξευρέ τη καλά.
Μια φορέα εγιάει κι αφέντης, ο πάππους σας ο Μωραΐτης, μαζί του να ψαρέψου. Σαν εγιάησαν ίσα πέρα προς τον Αναπρόσωπο, λέει ο τατάς μου, αν ήμεθα τυχεροί και λείπει το θερίο , να ’ουτήσω να κόψω της φιλιότσας μου ένα χαλί μερντζάνι. Εσιμώσα στις ξέρες, εκειά που λέα πως ήτο το μερντζανό(δ)εντρο, απού το φύλαε το θερίο. Σαν εσιούρεψε πως ήλειπε το θερίο, ε(β)ούτησε κι ήκοψεν ένα χαλί μερντζάνι. Σαν ενέσυρε το (δ)ωκε τ΄ αφέντη κι ήτο σου λέει χάση κόσμου, ομορφόπραμα, κόκκινο σα τη φωκιά. Εν ήτο να μπει στη βάρκα και ’κούστει ένα βουητό να ’ρκεται… εμαύρισε σου λέει η θάλατσα και σηκώνετο η σκέρωνα και ήρευgε να πικεφαλίσει τη βάρκα…
Λέει, σύντεχνε το θερίο έρκεται, γλήορα να φύομε γιατί θε να μας πνιουριάσει. Ο κακόμοιρος αφέντης εκέρωσε. Ήρκετο και χτύπα την ορέα του κι ήκαμνε τη βάρκα φελλούκι. Εκειά ήβgαλε την κεφαλή του από το νερό κι ήτο, σου λέει, το μάτι του τόσο (δ)α σα ψωμί. Εσυχωρέθη αφέντης… Αμ’ ο τατάς μου ήτο
καπάτσος και με δυο μανούβρες εξέφυέ του κι ήρταν ίσα πόε κι ήβgασι στις Φύσες».
Τούτη η ιστορία κι άλλες ακόμα που καθένας σας μπορεί να θυμηθεί από αφηγήσεις δικών του ανθρώπων μιλούν για το θερίο τ’ Αναπροσώπου, που διαφέντευε τα νερά της θάλασσας μας. Σε κάθε τόπο, πολλές ιστορίες διηγούνται οι άνθρωποι για τα στοιχειά που ζουν στα ποτάμια ή φυλάνε τα πηγάδια, για αφιλόξενα νησιά και θαλάσσια θηρία που καταπίνουν ναυτικούς, για βουνά και σπηλιές που ζουν δράκοι και αναρράες (ξωθιές).
Παραδόσεις για νεκρούς που γυρνάν και στοιχειώνουν κάστρα, σπίτια και γεφύρια. Θρύλους για μαρμαρωμένους βασιλιάδες. Η λέξη θρύλος (λατινικά: legenda), αρχικά σήμαινε τον θόρυβο πολλών φωνών, ομιλιών και στη συνέχεια το γεγονός για το οποίο μιλούν όλοι. Στην ελληνική πολιτισμική παράδοση δεν υπάρχει η λέξη θρύλος, οι απλοί άνθρωποι έλεγαν ιστορίες. Διηγήσεις για πραγματικές εμπειρίες και διατυπώσεις γύρω από μια πίστη.
Σύμφωνα με τον πανεπιστημιακό καθηγητή, Λαογράφο Δημ. Λουκάτο: "Παραδόσεις ή θρύλοι λέγονται οι φανταστικές διηγήσεις που πλάθει ο λαός με βάση τις δοξασίες για ορισμένους τόπους και όντα, και που τις πιστεύει για αληθινές."
Ο Νικόλαος Γ. Πολίτης, θεμελιωτής της ελληνικής λαογραφίας, στο αξεπέραστο, δίτομο έργο του : «Παραδόσεις», που δημοσιεύεται το 1904, συγκεντρώνει 1.013 παραδόσεις από όλη την Ελλάδα και τις κατηγοριοποιεί θεματικά, σε 39 κατηγορίες.
Ο πρώτος τόμος περιέχει τις καταγεγραμμένες παραδόσεις, ενώ ο δεύτερος περιέχει έναν πλούσιο σχολιασμό της κάθε μας. Το έργο δεν ολοκληρώθηκε, αφού σταματάει στον σχολιασμό της 644ης παράδοσης. Υπάρχουν παραδόσεις εσχατολογικές, για υπερφυσικά όντα και δυνάμεις μυθικές , θηρία, θρησκευτικές παραδόσεις κ.α.
Στην κατηγορία: Θηρία, μπορεί να ενταχθεί και το «θερίο τ’ Αναπροσώπου», σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση του Πολίτη.
Ο θρύλος αποτελεί είδος λαϊκής αφήγησης πολύμορφο και μετασχηματιζόμενο που προβάλει την αξίωση να γίνει πιστευτός μέσω των μορφολογικών του στοιχείων. Παρ’ όλο που επιστημονικά οι θρύλοι θεωρούνται ιστορίες φαντασίας σε αντίθεση με το παραμύθι, ο θρύλος αξιώνεται να γίνει πιστευτός. Είναι ιστορικότερος από το παραμύθι, αναφέρεται σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, ως μονοπρόσωπη, βιωματική
εμπειρία.
Είναι είδος δημοφιλές γιατί εμπεριέχει στοιχεία που προκαλούν αντιδράσεις και συμπεριφορές. Η πλοκή του έχει υπαινιγμό, κρύβει μια πίστη που έχει άλλο αφηγηματικό υπόβαθρο, ένα σώμα αντιλήψεων, προκαταλήψεων, φόβων, κρίσιμο για την ατμόσφαιρα που δημιουργεί. Οι θρύλοι δεν είναι απλές πληροφορίες, ακουμπάνε σε βαθύτερα συναισθήματα, αξίες και στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη ζωή, δεν είναι όπως το παραμύθι που απλά διασκεδάζει.
Οι άνθρωποι εκλαμβάνουν τα πράγματα όχι μόνο ρεαλιστικά αλλά και συμβολικά. Σύμφωνα με την αρχή της συμπάθειας, ο άνθρωπος της αγροτικής κοινωνίας θεωρούσε τον εαυτό του μέρος του φυσικού κόσμου. Η αρχή της οικειότητας προσδιόριζε τη σχέση του με τη φύση.
Ο τόπος που ακουμπούσε τα πόδια του στα αφρισμένα κύματα της άγριας θάλασσας των Φυσών γέννησε τούτο τον θρύλο του θερίου, στη φαντασία των ανθρώπων του. Μεγάλωναν οι γενιές με τούτες τις ιστορίες. Η πίστη στον θρύλο και ο φόβος που καλλιεργούσε, αποτελούσε ένα μέσο πειθούς για την επικινδυνότητα και την ανάγκη προφύλαξης των ανθρώπων από τον αδάμαστο χαρακτήρα της απ’ όξω θάλασσας.
Αποτρέπει την παρέκκλιση, υπό μορφή συμβουλής προς τα νέα παιδιά, τα αγόρια που κατηφόριζαν κρυφά να κολυμπήσουν, να μην απομακρυνθούν από τη στεριά και παρασυρθούν από τα ισχυρά ρεύματα, προστατεύοντάς τα από πνιγμό.
Παράλληλα η λαϊκή σοφία προστάτευε το φυσικό περιβάλλον, μέσω του θρύλου απέτρεπε τη λεηλασία του μερντζανό(δ)εντρου, του κοραλλιογενή βυθού, αφού υπήρχε ένας φύλακας θεριό να το προστατεύει.
Όπως και να ’χει η παραλία στις Φύσες, παρότι σήμερα μπορεί να φτάσει κανείς με αυτοκίνητο, δεν αποτελεί μια φιλόξενη αγκαλιά για παραθεριστές ντόπιους ή ξένους. Όλα τα στοιχεία και τα στοιχειά που διαμορφώνουν την άγρια ομορφιά της, την κρατούν μοναχική, απομονωμένη και απροσέγγιστη.
Ίσως τούτο το άρθρο να μας παρακινήσει να την εξερευνήσουμε ξανά τούτο το καλοκαίρι…και πού ξέρετε ίσως ακούσουμε τον βρυχηθμό του θερίου, που μπορεί να μας φέρει πιο κοντά σ’ εκείνη την προγονική αίσθηση πως ο κόσμος γύρω μας είναι μαγικός!
29.6.2025
Καρπαθιακά Νέα