γράφει ο Μανώλης Δημελλάς
Ήταν τέτοιες μέρες, φθινόπωρο του ΄44, η Κάρπαθος επιτέλους ελευθερωνόταν, και σχεδόν την ίδια στιγμή ένα δικό της, αληθινά σπουδαίο παιδί, ο Μενετιάτης Βάσος Αλεξιάδης, έπεφτε θύμα μιας μυστηριώδους δολοφονικής απαγωγής, στα Μεσόγεια της Αττικής. Λίγους μήνες αργότερα, στις αρχές του 1945, βρέθηκε ότι είχε απομείνει από το σώμα του, στην περιοχή των κτημάτων Καρελλά και βύθισε στο πένθος όσους τον γνώριζαν.
Το θρίλερ της υποθέσεως Αλεξιάδη συγκλόνιζε την οικογένεια του για έξι ολόκληρους μήνες. Τόσο κράτησαν τα μυστικά ανώνυμα τηλέφωνα, εκείνα που πληροφορούσαν τη σύζυγο του για την κατάσταση του Βάσσου. Κάθε τόσο την φόρτωναν με ψέμματα και την έστελναν δήθεν σε μια κρυψώνα, σε κάποια σπηλιά ή μια ερημική τοποθεσία για να τον συναντήσει υγιή και ζωντανό! Έκαναν έτσι το φονικό να μοιάζει σαν ένα επαναλαμβανόμενο μαχαίρωμα, πάνω στην γυναίκα του και τα παιδιά του.
Μέχρι σήμερα, έχουν περάσει περισσότερα από 70 χρόνια, τα ερωτηματικά παραμένουν ανεξίτηλα. Υπήρχαν άνθρωποι που είχαν λόγους να δολοφονήσουν τον διευθυντή της εφορίας στα Μεσόγεια; Μήπως έπεσε θύμα του πολέμου και της κατοχής, που σπάραζε εκείνη την εποχή τη πατρίδα; ή τελικά πρόκειται για μια τυχαία, αναπάντεχη συνάντηση με οπλισμένους κλέφτες, που τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν μέσα σε μια άγρια συμπλοκή;
Απορίες που βασανίζουν ακόμη και σήμερα την κόρη του Ανθούλα και τον σύζυγο της Λευτέρη Σκανδάλη.
Ξεκάθαρες απαντήσεις δεν υπάρχουν για τα τραγικά γεγονότα, αν και η αστυνομία έπιασε τους δολοφόνους, έγινε πολύμηνη δίκη και στο τέλος οι φονιάδες τιμωρήθηκαν και καταδικάστηκαν.
Ο Βάσσος Αλεξιάδης ήταν από τα ξεχωριστά, λαμπρά παιδιά της Καρπάθου, έτσι ακόμη κι αν κόπηκε τόσο βίαια το νήμα της ζωής του, έχει κερδίσει τη δική του θέση στο πάνθεον της μνήμης μας.
Ο δεύτερος γιος του παπα-Μπέριου, αδελφός του Γιάννη και του Αλέκου, γεννήθηκε το 1900 στις Μενετές Καρπάθου. Από πολύ νωρίς έδειξε μια ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, ο πατέρας του ξεχώρισε τα ταλέντα του παιδιού, και δεν θα τα άφηνε να πάνε χαμένα.
Με την ολοκλήρωση του σχολαρχείου στο νησί, ταξίδεψε αμέσως για σπουδές στην Ελλάδα. Η Κάρπαθος εκείνα τα χρόνια περνούσε από Τουρκικά στα Ιταλικά χέρια, ωστόσο ο νεαρός Βάσσος στάθηκε τυχερός, ξέφυγε από τους κατακτητές και βρέθηκε στην Αθήνα, κατευθείαν μέσα στα βιβλία και τα γράμματα. Και ήταν τόσο το πάθος για γνώση, που στα γρήγορα ολοκλήρωσε και τη νομική αλλά και το Οικονομικό πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αυτός ο Δωδεκανήσιος ξεχωρίζει, είναι το ανεξάρτητο πνεύμα και η κρυστάλλινη διαύγεια των δυναμικών αποφάσεων του.
Μόλις σε ηλικία 19 ετών γνώρισε σε μια από τις Καρπαθιακές συναθροίσεις την συμπατριώτισσα του, 17χρονη, Ευδοκία Σαφή.
Πολύ γρήγορα, όπως άλλωστε είναι όλοι οι κεραυνοβόλοι έρωτες, αναπτύσσεται ένα δυνατό αίσθημα. Από εκείνα των μεγάλων μυθιστορημάτων, δεν έχει ομολογήσει κανένας από τους δυο τους όλα αυτά που νιώθει, μοναδικό σημάδι ήταν η μοιραία, σιωπηλή συνάντηση τους πάνω στο βλέμμα των ματιών.
Ακόμη μια Καρπαθιακή συνεστίαση, γίνεται η αφορμή για να βρεθούν, τη ξεχωρίζει από μακριά και μέσα στον κόσμο. Τότε ο Αλεξιάδης δεν θα χάσει την ευκαιρία, κάνει το μεγάλο βήμα. Αμέσως προτείνει στην Ευδοκία να σταθεί δίπλα του, επιθυμεί να προχωρήσουν και να δεσμευτούν με αιώνιους όρκους. Στην ουσία ο Αλεξιάδη “κλέβει” τη γυναίκα του, έτσι οι οικογένειες συναινούν και δίνουν αμέσως την ευχή τους.
Ο γάμος τους δεν άργησε να γίνει, ο φοιτητής Βάσος πριν τα πτυχία, είχε επιλέξει τη σύντροφο της υπόλοιπης ζωής του.
Ολοκληρώνει τις σπουδές του και διορίζεται στο υπουργείο οικονομικών, μετατίθεται στη Θεσσαλονίκη, όπου γεννιέται και το πρώτο από τα πέντε παιδιά του.
Στα χρόνια που ακολουθούν η οικογένεια του Αλεξιάδη αυξάνεται, όπως μεγαλώνει και η φήμη του. Όλοι έχουν ένα καλό λόγο για τον νησιώτη, που έχει αποκτήση το όνομα του εργατικού δημοσίου υπαλλήλου και του αγνού πατριώτη. Επιστήθιοι φίλοι του όπως ο συμφοιτητής του Μιχάλης Πεσμζατσόγλου, μετέπειτα υπουργός οικονομικών, δένονται όλο και περισσότερο μαζί του.
Ο χρόνος δεν είναι ποτέ αρκετός για τον Βάσο, που δεν παραμελεί κανένα από τα καθήκοντα της ζωής του. Κυνηγά τις μικρές στιγμές με τα παιδιά, την οικογένεια. Έτσι προσπαθεί, όπως κάθε αληθινός πατέρας, να προσφέρει ακόμα και τη ψυχή του.
Ο Β. Αλεξιάδης με σκληρή δουλειά ανεβαίνει στην ιεραρχία του υπουργείου Οικονομικών, γίνεται και επιθεωρητής θεαμάτων, ασχολείται όμως και με τους Καρπαθιακούς συλλόγους. Δικό του έργο είναι η συμφιλίωση και η οργάνωση, μαζί με τον εκδότη Μιλτιάδη Παπαμανώλη, εκείνης της μοναδικής προπολεμικής Καρπαθιακής εκδρομής, που πραγματοποιήθηκε το καλοκαίρι του 1938, με τη συμμετοχή 167 Καρπαθίων.
Τα χρόνια του πολέμου επιλέγει να μετατεθεί στην Οικονομική εφορία Β. Αττικής, στα Μεσόγεια και στην θέση του διευθυντή.
Ο μεγάλος γιός του ήταν τριτοετής στην ιατρική σχολή Αθηνών, ο Μηνάς ήταν μέλος της αντιστασιακής οργανώσεως ΠΕΑΝ. Συμμετείχε, όμως τραυματίστηκε, στην πετυχημένη βομβιστική επίθεση στα γραφεία της φιλοναζιστικής ΕΣΠΟ τον Σεπτέμβρη του 1942. Αλλά και η πρωτοκόρη του, η Ισμήνη, ήταν στη νομική, έτσι με κάθε ευκαιρία ο Βάσσος επέστρεφε στην Αθήνα, για να περάσει λίγες στιγμές με την οικογένεια του.
Έτσι έκανε και εκείνες τις μοιραίες ημέρες του φθινοπώρου 1944. Πήρε το φαϊτράκι (άμαξα με ένα άλογο, μια σούστα) με κατεύθυνση τον Σταυρό Αγίας Παρασκευής. Από εκεί με το λεωφορείο της γραμμής θα κατέβαινε στο κέντρο. Τα ίχνη του Βάσσου χάνονται στην περιοχή των κτημάτων Καρελλά και από εκεί γράφεται το μοιραίο τέλος, για τον Μενετιάτη που οι φήμες λένε ότι θα προοριζόταν ακόμη και για τη θέση του διοικητή της Δωδεκανήσου, φυσικά έπειτα από την απελευθέρωση των νησιών, που δεν θα αργούσε.
Ο άδικος φόνος του Μενετιάτη Οικονομικού εφόρου το φθινόπωρο του ΄44 έκοψε βίαια κάθε φωτεινή προσδοκία, σκοτείνιασε όλη την Καρπαθιακή παροικία που γνώριζε καλά τον ακούραστο πατριώτη.
Η μικρή κόρη του Αλεξιάδη Ανθούλα, το στερνοπούλι του, συγκρατεί όλες τις στιγμές που πέρασε μαζί του. Σαν να βρίσκεται καθισμένη στο πλάϊ του, να ζωγραφίζει την Κάρπαθο πάνω στο μεγάλο, φορτωμένο από βιβλία και τετράδια, γραφείο του και εκείνος κάθε τόσο να κλέβει ματιές και να αγγίζει στοργικά τα μαλλιά της.
Σταματάει την περιγραφή και παίρνει μια βαθειά ανάσα, κάθε που η ζωντανή ανάμνηση του ξεπετάγεται και την αγκαλιάζει τρυφερά.
Μετά από εβδομήντα χρόνια ο εργατικός, γερός μαντιναδόρος και γλεντιστής, ο Μενετιάτης Βάσσος Αλεξιάδης έχει τη δύναμη, εξακολουθεί να ρίχνει τη σκιά του στους ανθρώπους που τον γνώρισαν και τον αγάπησαν.
Να μας θυμίζει πως εκείνα τα δύσκολα χρόνια των πολέμων, αλλά και του ξεσηκωμού, δεκάδες Καρπάθικες ιστορίες μπορεί πρόσκερα να σκεπάστηκαν, όμως περιμένουν μονάχα μια μικρή ευκαιρία, για να μας θυμίσουν την ιστορία τους και να μας κάνουν ακόμη πιο περήφανους για την καταγωγή μας.