Η φαμίλια Γκατούλη και τα ποδήλατα στην Κάρπαθο

Η φαμίλια Γκατούλη και τα ποδήλατα στην Κάρπαθο

 

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Η πρώτη φορά που άκουσα για ποδηλατάδες και πεταλάρισμα στην Κάρπαθο ήταν από τον Γιάννη Μελισσινό, γελούσαν και τα μάτια του όποτε θυμόταν την ιστορία για το ποδήλατο, μαζί με αυτό είχε βρει και μια κούτα μπισκότα!

Αυτά ήταν τα δικά του παιδικά λάφυρα, κατά την αποχώρηση των τελευταίων Γερμανών από το αεροδρόμιο του νησιού, στις 3-4 Οκτώβρη 1944. Πάνω λοιπόν σε εκείνο το ποδήλατο πολλοί Καρπάθιοι ευχαριστήθηκαν ξεγνοιασιά και έμαθαν ισορροπία.

Ωστόσο απαντήσεις για το ποδηλάτο δεν είχα, υποπτευόμουν την πιθανότητα της ιταλική του προέλευση, δεν ήμουν σίγουρος και έτσι το θέμα όλο και με στοίχειωνε. Μέχρι που μια τυχαία συνάντηση με τον μηχανικό Μιχάλη Γκατούλη όχι μόνο φώτισε την ανεξιχνίαστη υπόθεση, μα έφερε στην επιφάνεια την πρόσφατη ιστορία δίτροχων και τετράτροχων της Καρπάθου.

Όλα ξεκινούν από μια φωτογραφία του 1941, τραβηγμένη στο μηχανουργείο των Πηγαδίων, εκεί εμφανίζεται ο πρώτος μηχανικός του νησιού, ο Σέρτζιο Γκατούλης, οι Παχούντηδες, ο Γιώργος Ζαβόλας κι ο Παναγιώτης Σταματάκης. Μπροστά τους έχουν ένα ποδήλατο, ένα τράπανο και το καμίνι.

Τα ιταλικά ποδήλατα της εποχής ήταν βαριές κατασκευές που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες για τις μετακινήσεις τους στους χωματόδρομους του νησιού και στον μηχανικό έπεφτε πολύ δουλειά. Κάθε τόσο μπάλωνε τα λάστιχα, διόρθωνε τις σπασμένες ακτίνες των τροχών ή τα ξεχαρβαλωμένα γρανάζια και την αλυσίδα, όμως σπάνια τον μνημονεύουν για αυτές τις λεπτομέρειες.

Η περιπέτεια της ζωής του Sergio Gattulli, στην Ελλάδα έγινε Σέργιος Γκατούλης, είναι από τις πιο γνωστές στα Δωδεκάνησα, πρόκειται για ένα έρωτα, για την ακρίβεια τον πιο διάσημο από τους 39 έρωτες Ιταλών στρατιωτών με Καρπαθιές που κατέληξαν σε γάμο.

Αυτή η ιστορία ξεπερνά τη φαντασία, έγινε μύθος και τρυφερό βιβλίο («Πικρός πόλεμος γλυκειά ζωή», του συγγραφέα Μανώλη Γ. Κασσώτη), ενώ οι ασταμάτητες διηγήσεις των απογόνων εξακολουθούν να είναι φορτωμένες από συναίσθημα και δεκάδες κρυφές λεπτομέρειες, συνεχίζουν να κατακτούν τις καρδιές γνωστών και άγνωστων ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη.

Ο Sergio Gattulli και η Ζωή Βασιλαράκη

Ο Sergio Gattulli, μικρότερος γιός της Francesca και του Domenico από το Ruvo di Puglia της Νότιας Ιταλίας, ήταν 26 χρονών όταν ντύθηκε τα στρατιωτικά και πήρε μετάθεση για την Κάρπαθο. Με ειδικότητα μηχανικού στην αρχή δούλεψε στο επιταγμένο σιδηρουργείο του Νικολή Παχούντη, ενώ στη συνέχεια χρεώθηκε τις μηχανές των ψυκτικών θαλάμων του ιταλικού στρατού, μια αποθήκη στη θέση που βρίσκεται σήμερα το Δασονομείο.

Η ιστορία του ζευγαριού θυμίζει σενάριο παλιάς Α/Μ ταινίας κι όμως είναι πέρα για πέρα αληθινή! Ξεκινά με τον όμορφο και ειρηνικό Sergio να παλεύει χωμένος στα λαδωμένα εργαλεία, να ψειρίζει μια χαλασμένη μηχανή και να μονολογεί, είχε ακόμη μια αφορμή για να μη μπλέκεται στις στρατιωτικές επιχειρήσεις.

Είχαν ήδη περάσει δυο μήνες από τότε που άφησε την Ιταλία.

Η Κάρπαθος, όπως και όλα τα Δωδεκάνησα, ήταν Ιταλική δεν άλλαξε λοιπόν πατρίδα, ήρθε σε πιο φτωχικά, χωμάτινα στενά. Σίγουρα θα σκεφτόταν πως ήταν τυχερός, άλλοι φίλοι και γειτόνοι, πήραν μετάθεση και πήγαν να υπηρετήσουν στη Λιβύη, εκεί είχε γερή κάψα και αληθινό πόλεμο, όχι την ηρεμία και τη γαλήνη του μικρού νησιού.

Οι Καρπάθιοι, μέσα στη φτώχεια και την ανέχεια, δεν ήταν πιεστικοί, καθόλου ενοχλητικοί. Από τις πρώτες μέρες ο Σέρτζιο τους είχε καταλάβει, αξιοπρέπεια και ένα ριμάδι, κρυφό πάθος, την Ελλάδα, αυτό ήταν τρυπωμένο στο μυαλό τους.

Δεν τον πείραζε, να κάμει τη θητεία του, έπειτα να τα μαζέψει και να φύγει, δεν έψαχνε φασαρίες, ούτε και αναζητούσε «παιγνίδια» με όπλα.

Ευτυχώς δικαιολογίες για να αποφύγει σκοπιές είχε ένα σωρό, έτσι που πιάναν τα χέρια του και με τόσα χαλασμένα μηχανήματα στη καζάρμα, μια χαρά πήγαινε η στρατιωτική θητεία.

Παράξενο, εκεί που λες πως τάχεις όλα, ανοίγεις φτερά και πετάς μονάχος, να που εμφανίζεται παραδίπλα μια θηλυκιά κανάρα και σε κοιτά με κάτι τεράστια μάτια, έτσι που σε πιάνει ταχυπαλμία, από εκείνες που λες πως η καρδιά θα βγεί έξω από το κορμί, θα τρυπήσει τα ρούχα και θα πετάξει, θα περάσει το μπλέ του ουρανού, στα σίγουρα είναι ικανή να φέρει ολάκερη τη γη καπάκι.

10 Ιούνη 1943, ο Σέρτζιο με έναν συνάδελφο του στο σιδηρουργείο του Παχούντη

Από ώρα είχε ακουστεί το Σιλέντσιο και ο Σέρτζιο είπε πια να σταματήσει το πάλεμα στο μηχανουργείο, όμως μόλις άφηνε κάτω τα εργαλεία η μορφή της τρύπωνε κάτω από τα βλέφαρα του.

Η Ζωή Βασιλαράκη τον είχε ξεσηκώσει, την πρωτόδε στο Όθος, μέρα-μεσημέρι, εκείνη έπλενε ρούχα στη τρίτη χολέτρα της πηγής, έτριβε το σαπούνι πάνω στα σκληρά υφάσματα, μακριά τα υπόλοιπα κορίτσια κι έδειχνε τόσο απορροφημένη, όμως ο Σέρτζιο, που έτυχε να σταθεί πάνω στο γεφύρι, το ένιωσε, κατάλαβε πως αυτό το κορίτσι είχε μάτια και στην πλάτη, παρακολουθούσε κάθε κίνηση, ας μην έδινε σημασία σε κανέναν.

Εκεί λοιπόν την ξεχώρισε και φαίνεται πως ο μικρός φτερωτός Θεός, ο ζαβολιάρης Έρωτας, είχε πολύ μεγάλα κέφια, του ξετρύπησε την καρδιά με μια ντουζίνα βέλη!

Μέρες την αναζητούσε, ώσπου την ξανα-τράκαρε στα Πηγάδια, αμέριμνη καθάριζε χόρτα και εκείνος δεν άντεξε, πλησίασε για να της πει μια κουβέντα, όμως το κορίτσι μόλις τον πήρε χαμπάρι έγινε καπνός, παράτησε μάλιστα και το μαχαίρι πάνω στις πέτρες, έτσι ο γλυκός Σέρζιο βρήκε ευκαιρία να ενδιαφερθεί, έδωσε στη γειτόνισσα το μαχαίρι και ρώτησε για κείνη.

Από τότε η Ζωή είχε κατακτήσει την καρδιά του, δεν ξαναβγήκε από το μυαλό του. Οι περισσότεροι Ιταλοί στρατιώτες δεν είχαν σχέση με τη διοίκησή τους, άνθρωποι ειρηνικοί, δεν μπήκαν στον τόπο για να τον πατήσουν, ούτε να πιούν το αίμα του νησιώτη. Από τον ερχομό τους στο νησί έλεγαν πως δεν ήταν η αληθινή τους πατρίδα, έτσι λογάριαζαν την Κάρπαθο σα ξένη.

Ο Σέρτζιο είχε μια διαφορά από όλους τους υπόλοιπους, ίσως να φαίνεται μικρή, μα κάποιες φορές είναι ικανή να αλλάξει όλη την ζωή. Το συναίσθημα, ο λόγος κι ψυχή του, ήταν σφιχτά δεμένα. Όσο προχωρούσε με το νεαρό κορίτσι, όσο μπαινόβγαινε στο σπίτι της οικογένειας Βασιλαράκη, τόσο περισσότερο ταύτιζε τη μοίρα του με το νησί.

Η Ζωή βασιλαράκη αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια την ιστορία της

Η Ζωή δεν άφηνε περιθώρια για παιγνίδια, μπορεί ο χαρακτήρας και οι προθέσεις του Sergio να ήταν αγνές, όμως αυτά δεν ήταν αρκετά.

Μονάχα όταν έφτασε η επιστολή με την ευχή της μητέρας του, άρχισε δειλά να εξελίσσεται η γνωριμία τους! Στη συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους συμμάχους (11.9.43) η Κάρπαθος ήταν φορτωμένη από στρατιώτες. Οι 2.500 Ιταλοί είχαν δυο δρόμους, ή θα περνούσαν στις γερμανικές γραμμές (το έκαναν μόνο 140 αξιωματικοί και στρατιώτες, αστυνομικοί, τελώνες και εφοριακοί), όμως οι περισσότεροι διάλεξαν να παραδώσουν τα όπλα και αιχμάλωτοι πίστεψαν ότι ο πόλεμος τελείωσε, επιτέλους θα γυρνούσαν στην πατρίδα τους. Πόσο πικρά γελάστηκαν!

Ο μεγαλύτερος αριθμός των Ιταλών πνίγηκε από τους τορπιλισμούς των πλοίων που τους μετέφεραν σε γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσεως. Ο Σέρτζιο ούτε που σκέφτηκε να εγκαταλείψει την αγαπημένη του, δεν πέρασε στις γερμανικές γραμμές, ούτε όμως παραδόθηκε, με τη βοήθεια της Ζωής και της οικογένειας της δραπέτευσε και κατάφερε να ξεφύγει και να επιζήσει τους επόμενους 11 μήνες μέχρι την απελευθέρωση! Να σημειώσουμε ότι υπήρχαν τουλάχιστον ακόμη δυο Ιταλοί φυγάδες, ο Alberto Patruno, που εκτελέστηκε από τους κατασκόπους και ο Alessandro που πιάστηκε και εκτελέστηκε από Γερμανούς αφού νωρίτερα τον είχαν βάλει να σκάψει τον τάφο του.

Η περιπέτεια ξεκινά στις 14 Νοέμβρη 1943, ο Σέρτζιο έβγαλε τα στρατιωτικά ρούχα και πήρε την απόφαση να γίνει φυγάς. Η Ζωή και η οικογένεια της δεν δίστασαν να ρισκάρουν και τον βοήθησαν. Πρώτος ο αδελφός της Ζωής, γνωστός λυράρης της Καρπάθου, ο Γιώργος Βασιλαράκης. Το κρησφύγετο του Σέρτζιο δεν ήταν σπίτι αλλά ένα δέντρο στην περιοχή του Άη Γιώργη στις Βάτσες!

Η ελιά κρυψώνα του Σέρτζιο Γκατούλη στον Άη Γιώργη στις Βάτσες

Η κουφάλα μιας γέρικης ελιάς φιλοξένησε για 5 μήνες τον Ιταλό φυγά, οι Γερμανοί είχαν σκυλιάσει και τον αναζητούσαν σε όλο το νησί, εκείνος ήταν κυριολεκτικά εξαφανισμένος. Κι όμως προδόθηκε, μια περίπολος τριγύριζε στην περιοχή και η Ζωή αναγκάστηκε να μεταφέρει τον αγαπημένο της στο σπίτι της αδελφής της, στο χωριό Όθος. Εκεί ο Σέρτζιο έφτιαξε με ξύλα και κασόνια μια απίθανη κρύπτη μέσα στην αποθήκη, ένα μέτρο φάρδος και λίγο μεγαλύτερο μάκρος. Όλη μέρα έμενε κρυμμένος και μόνο τη νύχτα, έπειτα από μεγάλες προφυλάξεις, ξεμυτούσε!

Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, μάλιστα πέρασε μια ιταλική περίπολος και από τύχη γλύτωσε τη σύλληψη. Απογοητευμένος και φοβούμενος μην κάνουν κακό στη Ζωή και την οικογένεια της, ο Σέρτζιο αποφάσισε να παραδοθεί, όμως η Ζωή τον μετέπεισε και του άλλαξε κρυψώνα. Τρύπωσε σε ένα αδειανό σπίτι στην πλατεία του χωριού Όθους, εκεί πέρασαν ακόμη δυο αγωνιώδη μήνες, με τη Ζώη να δίνει μάχη για να μεταφέρει φαγητό και νερό στον αγαπημένο της, ώσπου κάποια ντόπια γυναίκα κάρφωσε τον Στέργιο και Ιταλοί καραμπινιέροι συνέλαβαν τον Σέρτζιο.

Ιούλιος 1944, ο Σέρτζιο ταξίδεψε για το στρατόπεδο αιχμαλώτων στη Ρόδο, λίγο νωρίτερα αποχαιρέτησε τη Ζωή, κανείς δεν ήξερε τι έκρυβε η μοίρα. Περίπου δυο μήνες αργότερα, Σεπτέμβρης 1944 όταν επέστρεψε στην Κάρπαθο, αιτία η έλλειψη τροφίμων στη Ρόδο και εκεί βρέθηκε ο φύλακας άγγελος του Σέρτζιο!

Ένας Γερμανός στρατιώτης κατά τη σύλληψη του είχε δώσει υπόσχεση ότι θα τον βοηθήσει, με πρώτη ευκαιρία έκανε τα στραβά μάτια και τον άφησε να φύγει.

Για δεύτερη φορά ο Σέρτζιο ήταν δραπέτης. Περίπου 20 βασανιστικά μερόνυχτα, τόσο κράτησε το μαρτύριο για τον Ιταλό και την Ελληνίδα αγαπημένη του, στις 4 Οκτώβρη έφυγαν και οι τελευταίοι Γερμανοί και την επόμενη μέρα, 5 Οκτώβρη 1944, πρώτοι οι Μενετιάτες ξεσηκώθηκαν, το νησί απελευθερώθηκε μοναχό του, ειδοποιήθηκαν οι σύμμαχοι και 2 εγγλέζικα πολεμικά, το ΤΕΡΨΙΧΟΡΗ και το ΚΛΗΒΕΛΑΝΤ έφτασαν στο λιμάνι της Καρπάθου. Συνέλαβαν και έδιωξαν όλους τους Ιταλούς, τους 11 Γερμανούς λιποτάκτες και έναν Καρπάθιο ρουφιάνο, συνεργάτη των Γερμανών, όλους τους έστειλαν αιχμάλωτους στην Αίγυπτο.

Όμως ο Σέρτζιο Γκατούλης έμεινε στο νησί, όχι μόνο γιατί αναγνωρίστηκε η αντίσταση κατά των Γερμανών, ήταν ο πρώτος μηχανικός της ελεύθερης Καρπάθου και δούλεψε την πρώτη ηλεκτρογεννήτρια που έφεραν οι Άγγλοι για να φωτίσουν τα διοικητήρια.

Η περίπτωση του Σέρτζιο είναι μοναδική, το 1949 πήρε και την ελληνική υπηκοότητα, ο Ιταλός έγινε μόνιμος κάτοικος Καρπάθου και είχε κεντρικό ρόλο στην εξέλιξη του νησιού. Ειδικά οι Ιταλοί τουρίστες όταν μιλάνε για τον Σέρτζιο λένε μια κουβέντα:

L’italiano che illuminò Karpathos. Ο Σέρτζιο είναι ο Ιταλός που φώτισε τη Κάρπαθο!

Ο Σέρτζιο Γκατούλης 23 χρόνια αργότερα ταξίδεψε στην Ιταλία. Ήταν το 1962 όταν επισκέφθηκε το πατρικό και αγκάλιασε τους γονείς του, μαζί του είχε δυο παιδιά, τον Μίμη και τη Φρατζέσκα. Αυτή ήταν η τελευταία φορά που συνάντησε τη μητέρα του και τότε πήρε την αιώνια ευχή της.

Από εκείνο το ταξίδι έφερε στην Κάρπαθο δυο ποδήλατα, ένα μαύρο Bianchi που ξεχώριζε η μεγάλη σχάρα στην πίσω ρόδα. Το χρησιμοποιούσε προπολεμικά για τις δουλειές του οικογενειακού ζαχαροπλαστείου, το είχε φυλάξει ο μεγαλύτερος αδελφός του στο υπόγειο και με αυτό το ποδήλατο ο Μιχάλης μαζί με τη Φρατζέσκα πήγαιναν στο σχολείο.

Επίσης έφερε ένα πιο μικρό, ένα πανέμορφο μπλε Bianchi με 20άρα ρόδα, αυτό το ποδήλατο τελικά το χάρισε στα παιδιά των κουμπάρων του, στους Παπανικήτες.

οικογένεια Σέρζιο και Ζωής Γκατούλη

Εφτά παιδιά, 5 αγόρια και 2 κορίτσια, έκαμε το ζευγάρι και μόνο ένα κορίτσι, παντρεμένο στην Αυστραλία, δεν έγινε μηχανικός! Τα υπόλοιπα έξι αδέλφια όλα ασχολήθηκαν με κάθε είδους μηχανές, από νωρίς έμαθαν πρώτα να παίζουν στο συνεργείο και συνέχισαν να παλεύουν με τη μουτζούρα.

Ένας από τους γιους, ο Μιχάλης Γκατούλης, μπήκε στο επάγγελμα μετά την τρίτη τάξη του Γυμνασίου, 15 χρονών άφησε το σχολείο κι από τότε μέχρι και σήμερα συνεχίζει να κάνει το επάγγελμα του μηχανικού. Δεν έχει διαβάσει ούτε ένα βιβλίο για μηχανές, ούτε στα ελληνικά ούτε στα ιταλικά, όμως δίνει λύσεις σε κάθε είδους μηχανές, από τροχοφόρα μέχρι ελαιοτριβεία.

Τα παιδιά του Σέρτζιο και της Ζωής άνοιξαν από μικρά τα επιχειρηματικά φτερά τους. Τα πρώτα δυο μηχανάκια με επίσημη κρατική άδεια έρχονται το 1964 (εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι περίπου δυο χρόνια νωρίτερα από την άδεια που έβγαλε ο Ντίνος Γκατούλης έφερε στο νησί δυο γερμανικά μηχανάκια NSU ο Γιώργος Χατζιαντωνίου, γνωστός με το παρατσούκλι μάγκος, από το μάγκας).

Η οικογένεια Γκατούλη άνοιξε το πρώτο κατάστημα δίπλα στην Ευαγγελίστρια και από εκεί ξεκίνησε να νοικιάζει τα μηχανάκια στη νεολαία της Καρπάθου.

Το 1972 δημιουργήθηκε το πρώτο νόμιμο ποδηλατάδικο του νησιού, ήταν μια ιδέα του Ντίνου Γκατούλη, με τη μικρότερη αδελφή, τη Φρατζέσκα, να ασχολείται με την επιχείρηση ενώ τη συντήρηση είχε χρεωθεί ο Μιχάλης. Από την Ιταλία έφεραν πέντε σιδερένια ποδήλατα maxi Atala.

Κυρίως τις αργίες και τις παρελάσεις η πιτσιρικαρία έτρεχε στα ενοικιαζόμενα ποδήλατα των Γκατούληδων για μια γρήγορη βόλτα. Είχαν μοχλό για το τιμόνι, μοχλό στη σέλα, που ανεβοκατέβαινε ανάλογα με το ύψος του παιδιού, πετάλια και την αλυσίδα, τότε η πιτσιρικαρία έτρεχε για να κάνει μια ποδηλατάδα, μετρούσαν τις δραχμούλες τους, αφού μια ολόκληρη ώρα κόστιζε ένα 20ρικο.

Από το 1975 άρχισαν να φέρνουν περισσότερα μηχανάκια, ενώ από το 1988 ξεκίνησαν και τα αυτοκίνητα. Πρώτος ο Μανώλης Μαλλόφτης, το 1986-87, είχε φέρει στην Κάρπαθο πέντε ενοικιαζόμενα αυτοκίνητα, τέσσερα Renault farma και ένα Renault 5. Ενώ την επόμενη χρονιά, το 1988, τα αδέλφια Γκατούλη κατέβασαν στο νησί πέντε mini moke και με αυτά ξεκίνησαν την επιχείρηση στους 4 τροχούς.

Τα μικρά και λεπτεπίλετα mini moke θα έβρισκαν ζόρια στις ανηφόρες του νησιού, όμως μέσα στα χέρια και τις πατέντες του εφευρετικού Μιχάλη μεταμορφώθηκαν σε τανκς και σκαρφάλωναν σε κάθε άκρη την Καρπάθου, μάλιστα έτυχε να τα συναντήσει φορτωμένα όχι με τέσσερις, αλλά με οκτώ επιβάτες και να ανεβαίνουν τον κατσικόδρομο για το χωριό Όλυμπος!

Κάποιοι πελάτες του Μιχάλη και της Φρατζέσκας επισκέπτονται το νησί από το 1976, μετρούν περισσότερα από 40 καλοκαίρια που νοικιάζουν δίτροχα και τετράτροχα για τις εξορμήσεις τους. Μα δεν πρόκειται για μια συνηθισμένη επιχείρηση ενοικιαζομένων αυτοκινήτων, εδώ οι ταξιδιώτες γνωρίζουν την ελληνική φιλοξενία, μαθαίνουν αυθεντικές λεπτομέρειες από τη σύγχρονη ιστορία της Καρπάθου.

Η Φρατζέσκα και ο Μιχάλης χασομερούν, δείχνουν χάρτες, κρυφά μονοπάτια και εξηγούν τα προτερήματα, αλλά και τις δυσκολίες του νησιού. Ειδικά αν είναι Ιταλοί τότε βρίσκουν κοινά ενδιαφέροντα και πολύ σύντομα γίνονται μια παρέα. Μάλιστα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις ταξιδιωτών που αναζητούν τις ρίζες τους, αφού έχουν ένα συγγενή που την εποχή του πολέμου βρέθηκε στρατιώτης στο νησί.

Τα παιδιά του Σέρτζιου και της Ζωής, όπως και οι περισσότεροι απόγονοι μικτών γάμων από την εποχή του πολέμου, έχουν μεγαλύτερη ευαισθησία στην ιστορία. Ακόμη και σήμερα φέρνουν στην επιφάνεια την πικρή υπόθεση του κατεστραμμένου ελληνο-ιταλικού νεκροταφείου στην περιοχή Πλατύολο και η σκέψη τους εξακολουθεί να ματώνει.

Η κατεστραμένη ιταλική νεκρόπολη βρίσκεται στην περιοχή Πλατύολο, 4 χιλιόμετρα από την πρωτεύουσα του νησιού Πηγάδια, φτιάχτηκε προς το τέλος της δεκαετίας ’30 λόγω αυξημένων των στρατιωτικών αναγκών. Δυο κανόνια απομεινάρια της επανάστασης του 1821, που μετέφεραν οι Ιταλοί από τη γειτόνισσα Κάσο, τοποθετήθηκαν στην είσοδο του νεκροταφείου, ενώ η βορινή πλευρά ήταν διακοσμημένη με έναν μεγάλο πέτρινο σταυρό και άλλα θρησκευτικά και στρατιωτικά σύμβολα, εκεί ξεχώριζαν έξι κυπαρίσσια (Η Κάρπαθος στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο, Μανώλης Κασσώτης).

Πολλά χρόνια από τη λήξη του πολέμου οι ιταλικές ένοπλες δυνάμεις πήραν τα οστά των νεκρών από το νεκροταφείο και από τότε ξεκίνησε ο μαρασμός. Για τους περισσότερους ντόπιους ήταν ένα σύμβολο κατοχής και όχι ένα αναπόσπαστο τμήμα της σύγχρονης ιστορικής μνήμης.

Το 1986 η υπόθεση αναδύθηκε στην επιφάνεια, η Ιταλική πρεσβεία πρόθυμη να συμμετέχει έστειλε μια μαρμάρινη πλάκα στον τότε δήμαρχο του νησιού Γεώργιο Μακρή, τότε θα ξεκινούσε και η μελέτη αποκατάστασης των 397,5 τ.μ. του ιταλικού νεκροταφείου.

Την ίδια βραδιά που τοποθετήθηκε η σήμανση, «Ex-Cemitero» άγνωστοι την κατέστρεψαν. Από τότε η οικογένεια Γκατούλη, μαζί με φίλους της σύγχρονης ιστορίας του νησιού, έκαναν πολλές προσπάθειες για την αποκατάσταση του χώρου, μάλιστα είχαν και έχουν πρόθεση να πληρώσουν οι ίδιοι τις απαραίτητες εργασίες αποκατάστασης της νεκρόπολης, όμως κάθε φορά πέφτουν σε τοίχους.

Αδιαφορία; Ανικανότητα και ανημπόρια ή μήπως υπάρχει κάτι άλλο που δεν καταλαβαίνουμε;

Αναρωτιούνται όσοι γνωρίζουν την υπόθεση κι έπειτα κουνούν το κεφάλι λυπημένα, ντρέπονται για την καταδίκη της ιστορίας.