γράφει ο Franky Soilis
Ήτανε και δεν ήτανε, ένας Βασιλιάς ήτανε.
Αυτός ο Βασιλιάς μεταμφιέστηκε μιά μέρα σε απλό πολίτη και βγήκε βόλτα έξω από το παλάτι, να δεί τι κάνει ο λαός του.
Περπάτησε πολύ, περπάτησε λίγο, μέχρι που έφτασε στην πιό γκρίζα μεριά τής πόλης, στην πιό φτωχή γωνιά τού Βασιλείου του. Εκεί τα σπίτια δεν ήταν από πέτρες και χώμα, ούτε από γερούς κορμούς δέντρων. Εκεί τα σπίτια – ο Θεός να τα κάνει σπίτια – ήταν φτιαγμένα ή από παλιοσίδερα ή από σάπια καυσόξυλα ή ακόμα κι από χόρτα και λάσπη. Οι δρόμοι ήταν γεμάτοι νερά κι ακαθαρσίες.
Όπως ήταν φυσικό, ο μεταμφιεσμένος Βασιλιάς σκεφτόταν να φύγει όσο γινόταν πιό γρήγορα από την περιοχή, όταν στα αριστερά του είδε έναν γεράκο να έχει πέσει στα γόνατα και με τα χέρια του ανοιχτά να κοιτά τον ουρανό και να προσεύχεται :
« Αχ, Θεούλη μου, εσύ που όλα τα βλέπεις και όλα τα ακούς, εσύ που είσαι ο μόνος που νιώθει τον πόνο τού φτωχού, στείλε μου μιά χούφτα χρυσάφι, να σωθώ από αυτό το μαρτύριο, να βγώ έξω από αυτόν τον βούρκο . . . .»
Ο Βασιλιάς προσπέρασε τον γεράκο και τότε πρόσεξε στα δεξιά του έναν άλλο παππούλη να έχει πέσει στα γόνατα κι αυτός και να μουρμουρά:
«Αχ, Βασιλιά μου, εσύ που είσαι ο πιό δυνατός κι ο πιό πλούσιος τού κόσμου, εσύ που η καρδιά σου είναι από ζάχαρη λαι τα λεφτά σου πολλά σαν το αλάτι τής γης, στείλε μου μιά χούφτα χρυσάφι, να σωθώ από αυτό το μαρτύριο, να ξεφύγω από αυτή τη φτώχεια . . . »
Ο μεταμφιεσμένος Βασιλιάς ένιωσε μεγάλη χαρά που ετούτος ο παππούλης, μέσα στη φτώχεια και την απελπισία του, προσευχόταν στη δική του χάρη. Αποφάσισε, λοιπόν, αμέσως να του δώσει το χρυσάφι που επιθυμούσε. Καθώς όμως, δεν ήθελε να μαθευτεί το μυστικό του – ότι είχε μεταμφιεστεί, δηλαδή, και κυκλοφορούσε ανάμεσα στον απλό λαό – έφυγε χωρίς να πεί τίποτα.
Γύρισε στο παλάτι με τονωμένο το ηθικό του, όλο κέφια και χαρές. Στο δρόμο είχε σκεφτεί έναν τρόπο για να στείλει το χρυσάφι σε αυτόν τον παππούλη. Παράγγειλε να του ετοιμάσουν το πιό νόστιμο πιλάφι, εκείνο που βάζουν μέσα του σταφίδες και αμύγδαλα. Σαν του το έφεραν, πήρε μιά κατσαρόλα, έστρωσε στον πάτο της 50 χρυσά νομίσματα και τη γέμισε από πάνω με το νόστιμο πιλάφι. Κάλεσε ύστερα τον υπασπιστή του και του εξήγησε που να πάει την κατσαρόλα
Μετά από 2 ημέρες ξαναπήγε ο Βασιλιάς στη φτωχογειτονιά, μεταμφιεσμένος και πάλι. Σαν έφτασε στο γνωστό του δρόμο, είδε στ’ αριστερά του τον πρώτο γεράκο να είναι και πάλι γονατιστός και να λέει:
« Αχ, Θεούλη μου, σ’ ευχαριστώ που με άκουσες, σ’ ευχαριστώ που είδες την κατάντιά μου και με βοήθησες, αιωνία η βασιλεία σου, σ’ ευχαριστώ Θεέ μου . . . »
Ταραγμένος ο Βασιλιάς προσπέρασε βιαστικά και πλησιάζοντας στα δεξιά του τον άλλο παππούλη τον άκουσε να μουρμουρά γονατιστός:
«Αχ, Βασιλιά μου, εσύ που είσαι ο πιό δυνατός κι ο ππιό πλούσιος στον κόσμο, εσύ που η καρδιά σου είναι από ζάχαρη λαι τα λεφτά σου πολλά σαν το αλάτι τής γης, στείλελέησε το δούλο σου με μιά χούφτα χρυσάφι, να σωθώ από αυτό το μαρτύριο, να ξεφύγω απ’ αυτή τη φτώχεια . . . »
Ο μεταμφιεσμένος Βασιλιάς, γεμάτος έκπληξη που «ο δικός του» παππούλης ακόμη παρακαλούσε για χρυσάφι, τον πλησίασε και τον ρώτησε:
« Δε μου λες παππούλη, τις προάλλες δε σου φέρανε μιά κατσαρόλα με πιλάφι ;;; »
« Πως δε μου φέρανε, καλέ μου άνθρωπε. Όλη τη μέρα το πιλάφι έτρωγα. Έφαγα το μεσημέρι, έφαγα και το βράδυ, μέχρι που μπούχτισα. Κι έτσι έστειλα το υπόλοιπο σ΄εκείνον τον γέρο απέναντι.»
Και μ’ αυτά τα λόγια γύρισε ο παππούλης και ξανάρχισε να προσεύχεται στο όνομα τού Βασιλιά…..