Σαν ρημαγμένος αργαλειός
Περιπλανιέται η σκέψη της, πίσω, στα περασμένα
κι όλο την πάει σιγανά στα χρόνια τα παλιά,
που χάθηκαν όπως το φως που ξεμακραίνει αργά
κι ας μένουν όλα, μέσα της, καθάρια ένα-ένα.
Στης σκέψης της τον αργαλειό βάζει χρυσό στημόνι,
χτυπά τα χτένια και περνά υφάδι από μετάξι
κι ό,τι στον νου της έρχεται το βάζει σε μια τάξη,
σαν βράχος στέκει ασάλευτη, πάντα βουβή και μόνη.
Αγέρωχη είναι σαν βουνό, βαθιά ρυτιδωμένη,
φεύγει μακριά το βλέμμα της σ’ αλλοτινούς καιρούς,
στης νιότης τις γλυκές χαρές και τους πικρούς καημούς,
αναπολεί αμίλητη, βαθιά συλλογισμένη.
Ακουμπισμένη κάθετε στης μοναξιάς τον φράχτη,
τ’ αρχοντικό της πρόσωπο στον ήλιο της ημέρας,
της στροβιλίζει το μυαλό παράξενος αγέρας
και της γυρνά της λησμονιάς σιγά-σιγά τ’ αδράχτι.
Μέσα της ήλιοι κι ουρανοί, νυχτιές, φεγγάρια κι άστρα,
έρωτες ανεκπλήρωτοι, λευκοντυμένοι, πλάνοι!
Άχαρη που ’ναι η ζωή και πώς να τη γλυκάνει;
Φυλακισμένες οι χαρές στης λογικής τα κάστρα.
Σαν ρημαγμένος αργαλειός που τρώνε τα σαράκια,
μοιάζει κι αυτή κι ως έρχεται το πλήρωμα του χρόνου,
έχει βαθιά μες στην καρδιά το αίσθημα του πόνου
και τρέχουνε τα δάκρυα της, στα μάγουλα ρυάκια.
Χάρος μαζί και Διγενής στο μαρμαρένιο αλώνι,
μες στη ζωή της πάλευε, τώρα βουβή και μόνη.
Καλό Σαββατοκύριακο…


14.1.2024Καρπαθιακά Νέα