Κάρπαθος-Αυστραλία, 135 μέρες: το ταξίδι του Μανόλη Γ. Κωστέτσου (1947)

Κάρπαθος-Αυστραλία, 135 μέρες: το ταξίδι του Μανόλη Γ. Κωστέτσου (1947)

 

γράφει η Μαριγούλα Κρητσιώτου

Με το που τέλειωσε ο πόλεμος (1947), ο Μανόλης Κωστέτσος ( γεν. 1930) έφυγε για την Αυστραλία. Εκεί τον καλούσε ο θείος του, Γιάννης Κωστέτσος. Κατά τα λεγόμενά του, μπήκε σε μια μαούνα ή μοτοζάτορα ή παντόφλα για να φθάσει, αρχικά, στην Ρόδο.

Οι μαούνες, στην ναυτοσύνη των Ελυμπιτών, ήσαν μεγάλες βάρκες, με έξι κουπιά ( 6-7 μ. μήκος, 1.80-2.50 πλάτος και 1-1.20 βάθος) και ταξίδευαν  Διαφάνι- Σαρία-Διαφάνι, μεταφέροντας, μέχρι τις αρχές του 20ου ,  καρπούς και ανθρώπους, τις περιόδους αγροτικών εργασιών στην Σαρία. Αποτελούσαν  περιουσιακό στοιχείο για δευτερότοκες και επί του θέματος μας, δεν έκαναν ταξίδια σε ανοιχτές θάλασσες (Μακρής, 2014:521-542).

Για την εμπειρία και γνώση του Μανόλη Λαμπρίδη, η μαούνα εννοεί κάθε κακοφτιαγμένο ή ανολοκλήρωτο σκαρί. Ηταν πρόχειρες κατασκευές, πλωτές, χωρίς καρίνα, με μπουκαπόρτα που άνοιγε στην αμμουδιά ή την στεριά. Χρησιμοποιούνταν για να ξεφορτώνουν σκάφη που δεν έπιαναν στο λιμάνι. Για τούτο, δεν είχαν «κουβέρτα» (κατάστρωμα), ώστε να μένει χώρος για φορτίο. Ταξίδευαν, λοιπόν, εντός του λιμανιού και κίνηση γινόταν με κουπί.

Μπορεί, ο Μανόλης Κωστέτσος να χλεύαζε το πλεούμενο, με το οποίο θα αναχωρούσε, περιγράφοντάς το ακριβώς, όπως η μαούνα. Ισως πάλι, αυτό να  έτεινε προς μαούνα, με κάποιες λειτουργικές επεμβάσεις, π.χ μηχανή, όπως συχνά γινόταν, κατά τον Λαμπρίδη. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα ήταν η πρώτη φορά, που οι Καρπάθιοι έπαιρναν, χωρίς περίσκεψη, τους δρόμους της θάλασσας, προκειμένου να δώσουν λύσεις σε προβλήματά τους. Σε πολλές περιπτώσεις, τής ανοίχθηκαν και τής αφέθηκαν, επιβαίνοντας σε αμφίβολης αρτιότητας σκάφη (Ηλ.Βασιλαράς). Ενας, ακόμα, μικρόκοσμος των αμφίβιων νησιωτών που ζουν κι αναπνέουν με την θάλασσα!!!.

Στην περίπτωση αναχώρησης του Μανόλη, επιβιβάστηκαν δεκαεφτά άτομα και περιφέρονταν γύρω από την Κάρπαθο, 2 24ωρα, μέχρι το σκάφος να φορτώσει ξυλεία από διάφορα λιμάνια.

Η Κάρπαθος υπήρξε ένα από τα πιο δασωμένα νησιά του Αιγαίου, ακόμα περισσότερο κι από την Ρόδο (Μαν. Μακρής), με αυξημένα ποσοστά στο είδος «πεύκη τραχεία», που είναι δένδρα ευθύκορμα και για τούτο κατάλληλα για ναυπηγική χρήση (Γεωργίου, 1958:80). Η επίπονη προετοιμασία τους είχε ως εξής:  αφού κόβονταν οι κορμοί και καθαρίζονταν, τους φορτώνονταν, έναν-ένα, δύο με τρεις άνδρες, κουβαλώντας τους στις  πλησιέστερες ακτές. Από κει, ένας κορμός, κάθε φορά, δενόταν σε μια βάρκα, που τον τραβούσε μέχρι το λιμάνι, στο οποίο μπορούσε να δέσει σκαρί, για να τους μεταφέρει  στην Σύρο, στην Σύμη κι όπου υπήρχαν συμφωνίες με καρνάγια.

Στο ταξίδι με τον Κωστέτσο, το πλεούμενο σταμάτησε και στο Διαφάνι. Το γιατί και πώς δεν το εξηγεί. Λέει, όμως, ότι οι επιβάτες θέλησαν να ανέβουν στην Ελυμπο, μήπως και προμηθευτούν στεγνή τροφή, γιατί μάλλον δεν θα αρκούσαν όσα καθένας πήρε από το σπίτι του και θα έπεφτε πείνα. Ο Κωστέτσος είχε κουμπάνια ένα ολόκληρο κοφίνι, στοιβαγμένο, σκεπασμένο και ραμμένο, από την μητέρα του. Το άφηνε, όμως, για αργότερα, γιατί είχε  μπόλικα μίλια να κάνει.

Κατά το ανέβασμα στην Ελυμπο, δεν έβρισκαν μονοπάτι και καθυστερούσαν και κουράζονταν. Μερικοί πήραν τον δρόμο της επιστροφής, όταν η βασιλεύουσα στα αετίσια μέρη της Ελυμπος είπε στο βλέμμα τους, «εδώ είμαι».

Δεν είναι βέβαιο από ποιο λιμάνι έφυγαν για Ρόδο, από το Διαφάνι; Το Φοινίκι; Τον Λευκό; Τα Πηγάδια; Από όπου κι αν ήταν, ο καπετάνιος δεν έπιασε Χάλκη, δεν έπιασε Κάμιρο Σκάλα. Τους ταξίδευε και τους ταξίδευε… Τσίτωσαν τα νεύρα τους, γιατί στριμώχνονταν γύρω από τα ξύλα, αποφεύγοντας κάθε μετακίνηση, μην τύχει και μπατάρουν. Εκεί, γύρω- γύρω, κοιμόντουσαν κιόλας. «Και πού κατουρούσατε Μανόλη, πού κάνατε την ανάγκης σας;;». Απάντηση: «…πάνω σου τα κάνεις, άμα θωρείς μόνο θάλασσα κι άμα σκέβγεσαι ότι μπορεί να χαλάσει ο καιρός, να μπουν τα κύματα και να βουλιάξεις».

Τελικά έφτασαν στην Σύμη. Εκεί τον έβγαλε τον καπετάνιο ο καιρός ή η ξυλεία για τα συμιακά καρνάγια. Μπορεί, όμως, σκόπιμα να τράβηξε για Σύμη, για να αποφύγει την Ρόδο και τα γραφειοκρατικά για το παράνομο του ταξιδιού και του φορτίου. Κάτι μουρμούριζε για καύσιμα κι είπε στους επιβάτες, «θα σας πετάξει μια βάρκα».

Αυτό έκαναν. Από την Σύμη ναυλώσανε μια βάρκα, ένα πανάδικο, με προορισμό την Ρόδο. Από την Ρόδο, ο Μανόλης έφυγε σε 3 μέρες. Ηδη τον απασχολούσε ο χρόνος του ταξιδιού: «15  μέρες μέχρι τώρα σκεφτόταν…». Εκανε τον σταυρό του: «κι ακόμα δεν είπαμε, Αγιος ο Θεός..».

Μέσα στο πλοίο, ο πράκτορας τον ενημέρωσε ότι θα κατευθυνθούν προς Αλεξάνδρεια. Ενδιάμεσα, σταμάτησαν στην Κύπρο, στην Λεμεσό. Εκεί έμειναν μια ολόκληρη μέρα, χωρίς να βγουν στην στεριά, γιατί δεν το επέτρεπαν οι Αγγλοι. Φεύγοντας από την Λεμεσό, έμαθε ότι πηγαίνανε για Πορτ Σαϊντ. Κουράστηκε… Ανοιξε το κουφούνι να φάει κάτι, να περάσει η ώρα. Τι να δεί….πορτοκάλια, ρόδια, φιρίκια, κυδώνια είχαν σαπίσει το ένα, με το άλλο κι έγιναν μια λάσπη πάνω στα κουλούρια. Τα πέταξε στην θάλασσα και είπε: «δεν βαριέσαι μάνα, την ευχή σου και την αγάπη σου».

Στο Πορτ Σαϊδ έμεινε 3 μήνες, γιατί ο πράκτορας δεν έβρισκε καράβι για Αυστραλία. Εμενε στο  ξενοδοχείο, «Olympia». Εκεί τον έβρισκε… Μια μέρα του λέει ότι ήρθαν και δύο συμπατριώτισσες του, με ίδιο προορισμό. Τις είχε τακτοποιήσει σε άλλο  ξενοδοχείο. Κοντά στην ημερομηνία της αναχώρησή τους, τον πήγε να τις γνωρίσει…Η έκπληξη ήταν μεγάλη όταν είδε ότι επρόκειτο για τις υποψήφιες νύφες, η μια του θείου του Γιάννη Κωστέτσου και η άλλη του Μηνά Γεωργόπουλου, οι επονομαζόμενες αργότερα, Ειρήνη Κωστέτσου και Ειρήνη Γεωργόπουλου.

Κι επιτέλους, πλώρη για Αυστραλία. Οι δυο μοναδικές γυναίκες, στο σύνολο των επιβατών,  πλήρωσαν παραπάνω 50 λίρες και είχαν πρώτης θέσης καμπίνα, ενώ προς την πρύμνη, υπήρχε ένας θάλαμος με τριώροφα κρεβάτια, για τους 314 άνδρες. Την ώρα του φαγητού, έμπαιναν στην σειρά, με το πιάτο στο χέρι. «Μόλις τρώγαμε, το πλέναμε και το βάζαμε εκεί, απ’ όπου το πήραμε». Οι γυναίκες δεν έβγαιναν από την καμπίνα. Απαγορευόταν.. «Απαγορευόταν και σε μας να πάμε προς τα κει». Μια φορά, μόνο,  ο Κωστέτσος, πήρε άδεια, για να  επισκεφθεί την μέλλουσα θείου του.

Μετά από 23 μέρες, έφτασαν στην Αυστραλία. Συγκεκριμένα, στην πόλη Περθ, στο Φρίμαντλ. Από εκεί, χρειάστηκαν 4 μέρες, για την Μελβούρνη. Στην Μελβούρνη ο Κωστέτσος πήγε με κάποιον Κερκυραίο, τον οποίο έκανε παρέα στο πλοίο, να πιουν καφέ. Μπήκαν σε ελληνική καφετέρια. Πάνω στην κουβέντα, είπαν από πού έρχονταν. Τότε σηκώθηκαν οι πρώτοι συμπατριώτες που συνάντησε και τον καλωσόρισαν. Ήταν ο… Μαρής κι ο…Οικονομίδης, που ‘χαν πάει από το 1935. Ηταν φίλος  του θείου του ο Οικονομίδης. Ο Κωστέτσος του εκμυστηρεύτηκε για την  νύφη του θείου του. Ο Οικονομίδης παρήγγειλε να έρθουν κι οι γυναίκες και να φάνε όλοι το βράδυ στο σπίτι του. Ο Κωστέτσος έβαλε τα καλά του, έβγαλε την λύρα του από την βαλίτσα και πήγανε… Φάγανε, ήπιανε, τραγουδήσανε, χορέψανε..

«Αέρας που τη’ Κάρπαθο εφύσηξε’ν απόψε/ ήρθες εις τον παράδεισο κι ούλους τους φόβους διώξε», είπαν στον ψαρωμένο, τότε, νεαρό Κωστέτσο για την τύχη του στην καινούργια πατρίδα.

Αργά το βράδυ, γύρισαν στο καράβι και την επόμενη το πρωί έφυγαν. Μετά από 2 μέρες, φτάσανε Σίντνεϊ.

«Τελικά πόσο καιρού σου πήρε να φτάσεις στην Αυστραλία; -Εγώ σου ‘πα λεπτομερώς, λογάριασε τα».

Βιβλιογραφία :Γεώργιος Μ. Γεωργίου, Καρπαθιακά. Πειραιεύς, 1958 και Μακρής Ν.  Λαογραφικά Ολύμπου Καρπάθου: θέματα υλικού και κοινωνικού βίου. Κέντρο Καρπαθιακών  Ερευνών, 2014

24.3.2023

Καρπαθιακά Νέα