γράφει η Μαριγούλα Κρητσιώτου
Η εκδήλωση αδελφοποίησης της Χάλκης και της Καρπάθου έρχεται να επισημοποιήσει την ήδη πολιτισμική αδελφική σχέση τους στην οποία μεσολαβεί, από το βάθος του χρόνου, η γειτονική θέση και το ίδιο το θαλασσινό περιβάλλον τους στην νοτιανατολική άκρη του Αιγαίου. Οι επιφάνειες και οι βυθοί της μεταξύ τους θάλασσας υπήρξαν οι πλέον διαθέσιμοι τόποι οικονομικής δραστηριότητας Χαλκητών και Καρπάθιων, αλλά και οι δρόμοι της συνεύρεσης, σύνδεσης και συχνά μετοίκησης και συμβίωσης τους στο ένα ή στο άλλο νησί. Εύλογα, κατόπιν τούτων, συνέρχονται σε κοινές ιστορίες και κοινούς τρόπους ζωής, που καθορίζουν την μεταξύ τους πολιτισμική συγγένεια. Γι αυτήν την τελευταία θα εστιάσω στις μουσικοχορευτικές συνήθειες των μεν και των δε, με δεδομένο ότι ο χορός και η μουσική δεν είναι απλώς ηχητικές και κινητικές, αλλά πολιτισμικές καταστάσεις και εκφράσεις.
Σε τι όμως αναφέρεται η έννοια του πολιτισμού. Ένας πιο συναφής με το θέμα μας ορισμός του, εννοεί όλα όσα συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι μιας κοινωνίας. Γιατί, οι πράξεις και συμπεριφορές είναι οι έκδηλες σκέψεις και συγκινήσεις μας. Αποπνέουν την αισθητική και το ήθος μας, την αντίληψή μας για την τάξη των πραγμάτων. Τα δρώντα πρόσωπα, επομένως, ενός κοινωνικού συνόλου παρουσιάζοντας τον συλλογικό εαυτό τους, με τις εθιμικές εκδηλώσεις τους, εκφράζουν τον πολιτισμό τους [βλ Γκεφου-Μαδιανού, 2006].
Ο πολιτισμός, ωστόσο, ενός χωριού, νησιού ή μιας περιοχής δεν είναι ούτε αυτόνομος, ούτε αυθύπαρκτος. Αντίθετα, συνδιαμορφώνεται με τους Αλλους, τους πολιτισμικά διαφορετικούς, με τους οποίους έρχεται σε επαφές και ανταλλαγές. Στην πολιτισμική, λοιπόν, μοναδικότητα και ιδιαιτερότητα κάθε τόπου συγχωνεύονται δάνεια, πολύ περισσότερο από περιοχές με τις οποίες συγχρωτίζεται, λόγω συνθηκών. [Γκέφου-Μαδιανού, ο.π.]. Κάτι τέτοιο συμβαίνει με τους Χαλκίτες και τους Καρπάθιους.
Στην πλούσια επικοινωνιακή ζωή τους συνυπολογίζεται κι εκείνη, την οποία αναπτύσσουν, από το βάθος του χρόνου, στα νότια χωριά της Ρόδου και ιδίως στην Μονόλιθο. Η έκταση και βλάστηση αυτής της ροδίτικης περιοχής, η ανάγκη εργατικών χεριών στα γύρω μεγάλα χωριά της, η εύκολη πρόσβαση από το φυσικό λιμάνι της Κεραμενής με την Μονολίθο να απέχει ελάχιστα από αυτό, την καθιστούν την πλέον ιδανική στεριά για την επιβίωση Χαλκιτών και Καρπαθιων, στα πλαίσια των δεδομένων της εποχής. Εκεί, μεταφέρουν τα κοπάδια τους, ανάλογα με τις κατ’ έτος συνθήκες βόσκησης στα δικά τους νησιά κι εκεί αναζητούν ένα μεροκάματο, όταν στα δικά τους παύουν οι αγροτικές εργασίες.
Ταυτόχρονα με αυτές τις περιστασιακές μετακινήσεις και διαμονές τους, που διαρκούν μέχρι τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εγκαθίστανται και μόνιμα, κυρίως, στην Μονόλιθο. Η Μονόλιθος, τους συνδέει με τα πιο εσωτερικά νοτιοροδίτικα χωριά, όπου με όλες τις τέχνες και δεξιότητές τους, του βοσκού, του κτίστη, του πετροπελεκιτή, του σκαφιά, μπορούν να εξασφαλίζουν τα προς το ζειν.
Η Κεραμενή, ακριβώς απέναντι από την Χάλκη, δικαιολογεί τις ομαδικές εγκαταστάσεις Χαλκιτών στην Μονόλιθο. Για τούτο ο αριθμός τους υπερβαίνει, κάποτε, κι αυτόν του γηγενή πληθυσμού, όπως αποκαλύπτει η απογραφή του 1918-19, που εντυπώνεται και σχολιάζεται.
Οι διασυνδέσεις Χαλκιτών και Μονολιθιατών αναφέρονται σε μεγάλο φάσμα υλικο- πνευματικών ανταλλαγών. Οι Χαλκίτες δεν μοιράζονται μόνο τον ίδιο τόπο με τους Μονολιθιάτες, αλλά και την δική τους πολιτισμική λογική. Μετέχουν στις δικές τους εθιμικές εκδηλώσεις και, από το βάθος των σχέσεών τους με αυτούς, ενσαρκώνουν ους προσανατολισμούς τους, κοινωνικούς και κοσμολογικούς. Για παράδειγμα, προσφέρουν σημαντική εργασιακή και υλική βοήθεια στο στάδιο οικοδόμησης της Παναγίας της Σκιαδενής, των μέσων του 19ου αι. Σ’ αυτό προβαίνουν, ενστερνιζόμενοι την ιδιαίτερη απήχηση της χάρης της στην συνείδηση των γύρω χωριών, αλλά και τις λαμπρές προς τιμήν της λατρευτικές τελετές. Κι αν προστρέχουν στην Σκιαδενή, το κάνουν σαν Μονολιθιάτες, Απολακιάτες, Ακληπενοί, σαν Ροδίτες. Στο δε πανηγύρι της συμπαρασύρουν και τους εκ Χάλκης Χαλκίτες, που καταφθάνουν σε μπουλούκια.
Την σημασία των υλικο-συναισθηματικών σχέσεων Χαλκιτών-Μονολιθιατών επικυρώνει το σύνολο των γύρω χωριών στο πανηγύρι της Σκιαδενής, με σημαίνουσες πρακτικές. Για την ακρίβεια, ο χορός δεν ξεκινά, πριν να τακτοποιηθούν οι Χαλκίτες σε δικούς τους οντάδες και πριν αυτοί πρώτοι να χορέψουν την δική τους Σούστα. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι ομάδες των Ροδιτών ανταποδίδουν και αντιπροσφέρουν την προσφορά των Χαλκιτών στην Παναγία τους, τιμώντας έτσι και την παρουσία τους στις καθημερινές σχέσεις.
Ο συγχρωτισμός Χαλκιτών και Μονολιθιατών αναγνωρίζεται και από τις δυο πλευρές, με την φράση, «η Χάλκη κι η Μονόλιθος ένα χωριό λογάται». Εις ανάμνηση, μάλιστα, της βαθιάς ενότητάς τους, η εικόνα της Σκιαδενής, και σήμερα, αφού περιφερθεί στα γύρω χωριά, μεταφέρεται στην Χάλκη, με τους Μονολιθιάτες να αποτελούν, ως επί το πλείστον, τους τελεστές της πομπής, που φθάνει στην πόρτα κάθε Χαλκίτη.
Σ’ αυτό το πολιτισμικό γίγνεσθαι Χαλκιτών-Μονολιθιατών περιέχονται και οι Καρπάθιοι, εκ των οποίων, σαν μόνιμοι κάτοικοι αναφέρονται οι ονομαζόμενοι, Μιχαλήδες, Ηρωνίες, Γιούτλοι από την Ελυμπο και Μαλανδρήδες από τις Πυλές. Οι Ηρωνίες, σύμφωνα με απόγονο (Εμμ Ηρωνία, 63 χρόνων, το 2007), έφθασαν στην Μονόλιθο γύρω στο 1800, σε ένα ταξίδι προς ή από την Μ. Ασία, όπου όλοι οι Δωδεκανήσιοι πήγαιναν εποχικά εκείνα τα χρόνια, για αύξηση του εισοδήματός τους. Την ίδια περίοδο οι Μιχαλήδες, εργάζονταν στο κτίσιμο της Παναγίας της Σκιαδενής, όπως συζητιέται στην περιοχή. Αν και λιγότεροι αριθμητικά από τους Χαλκίτες, οι Καρπάθιοι αυξάνονται μέσα στο χρόνο, με πολυμελείς οικογένειες, ώστε να συγκροτούν σημαντική μερίδα του χαλκιτο-μονολιθιάτικου πληθυσμού. Συνυπήρχαν, επομένως, και με Χαλκίτες και μαζί με αυτούς εμπλέκονταν στην καθημερινή κοινωνικο-κοσμολογική οργάνωση και πολιτισμική συναλλαγή. Λέγεται, ότι η ισχυρή τους προσωπικότητα, ως προς την τέχνη του τραγουδιστή, οργανοπαίχτη και χορευτή συναντούσε αντάξιους ομότεχνους Χαλκίτες, στο πεδίο αναμέτρησης και επικράτησης, μέσα στα γλέντια. Η δική τους, βέβαια, προσήλωση στα εκ καταγωγής χαρακτηριστικά, εντυπωσιάζει. Ο επί σειρά ετών Καρπάθιος προεστός στην Μονόλιθο, κάποιος Μαλανδρής που έπαιζε και λύρα, άφησε την σφραγίδα του στα οικιστικά και προπάντων στα μουσικοχορευτικά πράγματα. Ο ίδιος κι όλοι μαζί τηρούσαν τα καρπάθικα έθιμα στις οικογενειακές τους γιορτές, κι επίσης στο πανηγύρι του Αη Γιώργη, του οποίου το εκκλησάκι έκτισαν στο λιμάνι της Κεραμενής. Ωστόσο, η ζωή τους εξελισσόταν σε άλλο χρόνο και τόπο κι άλλες κοινωνικές συγκυρίες. Εκ των πραγμάτων, στα παλαιότερα γλέντια συνέπρατταν οι τρεις διαφορετικές, πολιτισμικά ομάδες, με δικό τους χρόνο για τον χαλκίτικο, τον καρπάθικο και μονολιθιάτικο τρόπο έκφρασης. Οι πάμπολλες, όμως, από γενιά σε γενιά κοινές εμπειρίες με Χαλκίτες και Μονολιθιάτες επέφεραν συγχωνεύσεις στις μεταξύ τους ηθικο-κοινωνικές και μουσικοχορευτικές συμπεριφορές. Πειστικό παράδειγμα είναι ότι το 1935 περιέχονται στους εκπροσώπους της μονολιθιάτικης μουσικής παράδοσης [ Boud Bovy,1935: 86-114].**
Να τι λένε, επιπλέον, οι ίδιοι οι πληροφορητές:
«Ητανε κι ο Κλεάνθης Μαλανδρής που έπαιζε το βιολί. Ο πατέρας του Κλεάνθη, ο Μιχάλης, έπαιζε λυρί (λύρα), έπαιζε κι ο Σταυρής ο Ρακής, (παρατσούκλι). Ο πατέρας του ήταν Μανόλης κι η μητέρα του Κυρανία, κι αυτή από την Κάρπαθο. Ο γιος τους ήτον ονομαστός για την Σούστα ντου… Εμείς τα φτάσαμεν αυτά…. Την μιαν άκουες το λυράκι της Καρπάθου, την άλλη της Χάλκης… Τα ίδια και στα γλέντια….εγλεντούσαμε μαζί, εγινόμαστον ένα….. Κι οι δικοί μας παίζανε. Αλλά αυτοί κατέβαιναν στην Ρόδο να μάθουν όργανα της πάντας, που έφεραν οι Ιταλοί…ήθελαν να φτιάξουν ορχήστρες. Οι Καρπάθιοι κι οι Χαλκίτες κρατούσαν τα δικά τους. Εκάνανε και κόντρες πάνω στο γλέντι….καλά περνούσαμε. Αυτοί παίζανε και τα δικά μας και χορεύαμεν την μονολιθιάτικη Σούστα…εχορεύαμε και χαλκίτικη και καρπάθικη… …τα βρίσκαμε πιο».
Ταυτόχρονα με αυτές τις διαχρονικές, εν χορδαίς και οργάνοις επικοινωνίες κι αλληλεπιδράσεις, οι Καρπάθιοι και οι Χαλκίτες βιώνουν κι όσες άλλες διαπλέκονται με τις θαλασσινές δραστηριότητές τους. Για χαλκιτο-καρπάθικα γλέντια πάνω στην Κάρπαθο, στο πλαίσιο των αλιευτικών εξορμήσεων στα νερά της Καρπάθου, κάνει λόγο ο Χαλκίτης Πέτρος Ιωάννου:
«τα’ άκουγα που τον πατέρα μου, τα ‘ζησα και γω. Οπού τον να σταθούμε, στο Φοινίκι, στο Λευκό, στο Γιαφάνι ήτο να γλεντούμε… Μια φορά, τύχαμε σε μια βάφτιση και γλεντούσαμε δυο μέρες».
Τέτοιες, όμως, συνευρέσεις πραγματώνονται περισσότερο πάνω στη Χάλκη. Κι αυτό γιατί η διάταξη της Καρπάθου στην νοτιοανατολική άκρη του Αιγαίου, καθιστά την Χάλκη πρώτο σταθμό στα παλαιότερα ταξίδια Καρπάθιων, προς άλλες περιοχές, και τελευταίο πριν να επιστρέψουν και να δέσουν στα λιμάνια τους. Η ελλιμενισμός στην Χάλκη ήταν η μικρή ανάπαυλα, στα τότε χρονοβόρα ταξίδια με τα κωπήλατα και τα ιστιοφόρα, τα οποία μέχρι την απελευθέρωση και μεταγενέστερα, στήριζαν τις αλιευτικές δραστηριότητες ή τις μεταφορές ανθρώπων και εμπορευμάτων. Σε περιπτώσεις θαλασσοταραχής, η διαμονή στην Χάλκη διαρκούσε μέρες, δίνοντας χρόνο στους προσφιλείς σε Καρπάθιους και Χαλκίτες τραγουδιστούς διάλογους, με αυτοσχέδιες μαντινάδες και στις ανταγωνιστικές, μέσω αυτών, αυτοπαρουσιάσεις. Έναν τέτοιο διάλογο καταγράφει η Βάσω Αντωνίου [ 1997], ενώ για τους περισσότερους, κατά την ίδια, οι εγωιστικές εκτιμήσεις των Χαλκιτών λένε ότι υπερείχαν, σαν γλεντιστές, έναντι των Καρπάθιων [Αντωνίου, 2004].
Το σταμάτημα στην Χάλκη κρίνεται σκόπιμο και για την υγιεινή της καθαριότητας, ιδίως, όταν επέστρεφαν από Πειραιά, που η διαδρομή έφτανε μέχρι και δεκαεφτά μέρες [προφ. πληρ. Φρ. Οικονοίδης, Γιαννης Παυλιδης και Γιάννης Λάμπρος]. «Ιστορίες και παιχνίδια της θάλασσας» χαρακτηρίζει ο Πέτρος Ιωάννου αυτές τις αποβιβάσεις με την γλεντιστική κατάληξη. «Ητο να φτάνου πεινασμένοι, ξεθεωμένοι και ψειριασμένοι, καμιά φορά. Να δέσουν με χίλια βάσανα, αν ήτο φουρτούνα, να πλυθούν, να φάνε κατιτίς… και να περιμένου’ το καιρό…Τότες το καλύτερο φάρμακο ήτο το γλέντι».
Στην Χάλκη σταματούν, επιπλέον, οι ερχόμενοι από Αμερική, Καρπάθιοι. Κατά τις δεκαετίες του 50-60, το ταξίδι τους από την Αμερικη στον Πειραιά, με το «Αννα Μαρία» και το «Ολυμπικ», διαρκούσε είκοσι μέρες. «Κι από ‘κει άλλες τόσες», λένε με αστεϊσμούς οι Χαλκίτες, υπολογίζοντας και την αναπόφευκτη καθυστέρηση στην Χάλκη.
«Ηρχοντο μπουλούκια και μεις δεν είχαμε φαγάδικα. Τρώγανε, ψωμί, αυγά, τυρί, κονσέρβες, με αυτά κάναμε τα γλέντια».
Αγκυρα για δυο και τρεις μέρες, λόγω κακοκαιρίας, ρίχνει στην Χάλκη και το Πανορμίτης, όταν μεταπολεμικά πραγματοποιεί το δρομολόγιο Κάσος-Κάρπαθος-Χάλκη-Ρόδος, αλλά και το Ανδρος που εκτελεί την γραμμή, Πειραιάς-Κάρπαθος-Κάσος. Το Πανορμίτης, όμως, είναι εκείνο που βαστάζει πολλά, εν πλω, γλέντια Χαλκιτών και Καρπάθιων. Δεν υπήρχε, λένε οι Χαλκίτες, δρομολόγιο, που οι εκ Καρπάθου επιβάτες, να μην κρατούν λύρες και λαούτα και να μην έχουν στρωμένο το γλέντι, στο οποίο εμπλέκονταν και οι ίδιοι, μετά την επιβίβασή τους.
Εκτός των παραπάνω προσωρινών συναντήσεων και σχέσεων, οι μόνιμες σχέσεις που συνεπάγονται οι μεταξύ τους γάμοι και τα συμπεθεριά ή οι φιλίες, οι κουμπαριές και οι συνεργασίες που ορίζει η συγγένεια, διαπερνούν σε μεγαλύτερο βάθος την πολιτισμική τους συνάφεια. Γιατί προπάντων οι εθιμικοί εορτασμοί που συνδέονται με τον γάμο και την συγγένεια, συλλειτουργούν θεμελιακούς θεσμούς οι οποίοι σε κάθε νησί γίνονται χορός, τραγούδι και μουσική. Τέτοιοι μεικτοί γάμοι, είτε γίνονται στην Κάρπαθο, όπως εννοούν τα επίθετα, Μαυράκη, Πιπίνου, Χαλκίτη, είτε στην Χάλκη, από τους εγκατεστημένους εκεί Καρπάθιους (Φανουράκηδες, Νταργάκηδες και Χατζαντωνιάδηδες)[βλ. Αντωνίου, 1997], είτε όταν τα μετακομίζουν από το ένα στο άλλο νησί [βλ. Κρητσιώτου, 2003*** και πρφ πληρ. Γ Τσαμπανάκης****], καθιστούν τα δύο νησιά συγκοινωνούντα δοχεία των κοινωνικών και μουσικοχορευτικών παραδόσεων τους και χοάνη των ζυμώσεών τους.
Οι επαναλαμβανόμενες πράξεις μίμησης κατά την ροή των τόσων μουσικοχορευτικών συνδιαλλαγών μεταξύ Χαλκιτών και Καρπάθιων διαμορφώνουν βήμα- βήμα μέσα στο χρόνο, το διαφορετικό για κάθε νησί μουσικοχορευτικό τοπίο και ταυτόχρονα το όμοιο με του άλλου. Παρότι η ζωντανή ροή της μουσικής και του χορού καθιστούν αβέβαιη την μέτρηση και σύγκρισή τους θα γίνει μια τέτοια προσπάθεια. Αυτή, ενδεικτικά και μόνο, θα σκιαγραφήσει τα διαφορετικά ή παρόμοια δεδομένα των μεν και των δε, τόσο στο επίπεδο της μουσικοκινητικής επιτέλεσης, όσο και στο επιτελεστικό περιβάλλον της, μέσα στο γλέντι.
Οι χοροί, χαλκίτικοι και καρπάθικοι, πέραν του ότι κτίζονται με βάση τα τριαράκια κάθε Σούστας, έχουν κοινά μουσικά μέτρα και ρυθμούς, αλλά στην Κάρπαθο η κίνηση είναι χαλαρά ανωκαθοδική, ενώ στην Χάλκη τείνει στην πιο πηδηχτή και πιο έντονη. Κοινοί χοροί είναι ο Κρητικός, ο Ζερβός, ο Ζερβόδεξος (που στην Κάρπαθο έχει εκλείψει), καθώς επίσης ο Πάνω και ο Κάτω, οι επίσημοι και των δύο νησιών που χορεύονται σαν ένας, αν και στην Χάλκη σήμερα τείνουν να είναι δυο αυτόνομοι χοροί.
Ως προς τους σκοπούς, τις μελωδίες για μαντινάδες, ενδιαφέρον παρουσιάζει η χρήση του «καλαερφίστικου» στην Χάλκη, για την εκφορά μοιρολογιών. Σε αντίθεση, τα μοιρολόγια στην Κάρπαθο δεν έχουν δομημένη, αλλά ελεύθερη μελωδία. Για την ακρίβεια, είναι θρηνητικός λόγος. Τώρα, οι σκοποί των πολύστιχων τραγουδιών στην Κάρπαθο είναι πολλοί, ενώ απουσιάζουν από την Χάλκη. Επίσης, οι καρπάθικοι σκοποί των μαντινάδων είναι πολύ περισσότεροι από τους χαλκίτικους.
Τα θέματα των μαντινάδων στην Χάλκη προσεγγίζονται με σκωπτική διάθεση, τόσο κατά τους τραγουδιστούς διάλογους, όσο κι όταν απευθύνονται στους χορευτές. Αντίθετα, στην Κάρπαθο οι μαντινάδες πραγματεύονται συμπεριφορές και καταστάσεις με φιλοφρονητική, ως επί το πλείστον, πρόθεση. Δικαίωμα στο δημόσιο τραγούδημα μαντινάδων έχει και η Χαλκίτισσα. Αντίθετα στην Κάρπαθο, ανήκει ιστορικά στον άνδρα, αν εξαιρέσουμε τα γυναικεία «καλημεριστά» τραγούδια.
Τα παλαιότερα μουσικά όργανα και στα δύο νησιά είναι η λύρα και η τσαμπούνα. Σ’ αυτά της Καρπάθου προστίθεται το λαούτο, ως ρυθμικό όργανο, τις πρώτες δεκαετίες του 1900, και το μαντολίνο σ’ εκείνα της Χάλκης. Το μαντολίνο απαντάται και στην Κάρπαθο, στα χέρια κυρίως γυναικών, που το χρησιμοποιούν σε μικρές ανεπίσημες ψυχαγωγικές συναντήσεις. Αντίθετα η Χαλκίτισσα το παίζει στα δημόσια γλέντια, συνοδεύοντας την λύρα του άνδρα. Τα μουσικά όργανα απουσιάζουν τα τελευταία χρόνια από την Χάλκη και το κενό καλύπτει ο Ελυμπίτης της Ρόδου, Γιώργος Αναστασιάδης. Ενας σύγχρονος χαλκίτης λυριστής, με μητέρα από τις οικογένειες Ελυμπιτών, είναι ο Χατζηγιάννης Χρήστος, ο οποίος κατά τον Γιώργο Κωστάντζο θεωρείται ο πιο αντιπροσωπευτικός μουσικός της Χάλκης, όπως γράφει στο ένθετο του cd, «Στη Χαλκη και στην Αλιμνιά» [Κωστάντζος, 2009]
Η εν λόγω καταγραφή ευνόησε το επαναληπτικό άκουσμα των χαλκίτικων σκοπών, σε συνεργασία με τους καρπάθιους μουσικούς, Μιλτιάδη Μαντινάο και Μανόλη Κρητσιώτη, και την εντόπιση ομοιοτήτων με καρπάθικους, όπως:
1)Της «πενταγιώτισσας», με το «ζουμπούλι» και το «διοσμαράκι» της Καρπάθου. Μάλιστα, Χαλκίτης με το όνομα, Λιβάνιος, τον προσδιορίζει, «γιοσμαρί». 2)«Του Χατζηγιανναρά», με τον «καταχανίστικο», 3)της «Αριάδαινας» με το «πάθος», 4) «Του Γιαγκούση», με τον «διαγκούσικο» της Κάσου και τα «χοχλακούλια» της Καρπάθου. 5)Του «κάτω», με τον σκοπό, «μωρή Μαριά» της Κάσου και «μωρή Σοφέ» της Καρπάθου. 6) Ο «καρπάθικος» σκοπός, δεν δικαιολογεί τον προσδιορισμό του. 7) Ο σκοπός, «μαντινάδες», φαίνεται να είναι παραλλαγή εκείνων που στην Κάρπαθο λέγονται «τσακιστές». 8)«Της Μπαρμπαριάς», επίσης, έχει παρεμφερή μελωδία με τον λεγόμενο στην Κάρπαθο «Χαλκίτικο». 9) Και η «Σούστα» έχει παρόμοιες δοξαριές με του Πάνω χορού στην Κάρπαθο.
Συνοψίζοντας, οι τρεις τελευταίες μελωδίες φαίνεται, κάθε μια, να είναι παραλλαγή της αντίστοιχής της στο ένα και στο άλλο νησί. Στις υπόλοιπες, οι ομοιότητες αφορούν σε συλλαβές μόνο της μουσικής φράσης, μεγαλύτερης ή μικρότερης έκτασης. Σημασία έχει ότι, παρά την βέβαιη ομοιότητά τους και με σκοπούς της Κάσου, πλησιάζουν περισσότερο στην καρπάθικη παραλλαγή. Αυτό αναγνωρίζεται στα χαρακτηριστικά του ήχου που παράγει το δοξάρι, σερνόμενο και παλλόμενο, από το χέρι του οργανοπαίχτη, πάνω στις χορδές της λύρας. Επίσης, ακούγεται στα χαρακτηριστικά της φωνής που έρχεται από τα σπλάχνα του τραγουδιστή. Μουσική και φωνή και στα δύο νησιά, τείνουν προς το νοσταλγικό και λυπητερό, σαν πίσω του να σέρνεται ένας καημός, λιτός κι επιβλητικός. Πρόκειται, για πραγματικότητα που φέρνει σε αντίθεση την καλλιτεχνική δημιουργία της μουσικο-χορευτικής επιτέλεσης στην Χάλκη, με το επιτελεστικό πλαίσιο, στο οποίο 1ον) Η γυναίκα χειρίζεται το ρυθμικό όργανο δίπλα στους άνδρες οργανοπαίχτες και μάλιστα με το εντελώς νεωτερικό μαντολίνο. 2ον) Τραγουδά στα δημόσια γλέντια, συμμετέχοντας, συχνά, και στις πειρακτικές μαντινάδες. 3ον)Λέει μοιρολόγια με σκοπό, κατά τα άλλα, εορταστικό. Όλα αυτά καθρεφτίζουν διαφορετικές επικοινωνιακές συμπεριφορές μεταξύ Καρπάθιων και Χαλκιτών. Ηταν, όμως, πάντα οι ίδιες; ή οι αναπόφευκτες κοινωνικές αλλαγές έδωσαν βήμα στην Χαλκίτισα να συμπληρώνει και να αναπληρώνει τον άνδρα, προφανώς και γιατί οι ομαδικές απουσίες του στα σπογγαλιευτικά επαγγέλματα την επιφόρτιζαν να τον αντικαθιστά σε πολλά επίπεδα, ώστε να δίνει ζωή και συνέχεια στην κοινωνία τους. Από την άλλη, μπορεί αυτό το κοινό ύφος να αναβλύζει μια ίδια ψυχικότητα, ως μια μόνο αισθητή ριπή των χιλιάδων εμπειριών που μοιράζονται Καρπάθιοι και Χαλκίτες στο εκάστοτε παρόν της κοινής διαδρομής τους.
Ο χορός, η μουσική, το τραγούδι προέρχονται από το σώμα και την σωματική έξη-μνήμη [βλ. Bourdieu, 2006]. Για τούτο, συγκρατούν και προβάλλουν στο παρόν, το παρελθόν των ανθρώπων που σαν χορευτές, τραγουδιστές και οργανοπαίχτες λειτουργούν αυτές τις τέχνες. Η μουσική και ο χορός των Χαλκιτών και των Καρπάθιων ορίζονται και χρωματίζονται από τις βιογραφικές, τις γεωγραφικές, τις ιστορικές και τοπικές μνήμες τους και τις αφηγούνται στο παρόν. Όταν τραγουδούν το γιοσμαρί ή διοσμαράκι, τον καταχανά, τα χοχλακούλια, την στεφανά, της Μπαρμπαριάς, όταν στα τραγούδια τους λένε, «στην Χάλκη και στην Αλιμιά» ή «του κυρ Βοριά παρήγγειλα» κλπ, κλπ, όταν σε Χάλκη και Κάρπαθο ο πρώτος του χορού συμβολίζει τον «κάβο»- ακρωτήρι ή το καπετάνιο κι αντίστοιχα, ο τελευταίος, το τιμόνι του, όταν οι Χαλκίτες λένε «πουστάλια» τα τσαλέμια του κάβου, παρομοιάζοντάς τα με τους κινητικούς ελιγμούς που κάνουν τα ποστάλια-καράβια στα λιμάνια τους, όταν Καρπάθιοι και Χαλκίτες παίζουν «καπά’ικες» δοξαριές και χορεύουν «καπά’ικα», σαν να κινούνται σε επίπεδο μουσικής και χορού όπως τα καπάδικα σφουγγάρια, δεν φέρνουν στον παρόν μόνο τις επί μέρους στεριανές εμπειρίες τους, αλλά και τις αναφερόμενες στην κοινή μεταξύ τους θάλασσα.
Να, λοιπόν, ποια δυνατά κομμάτια από την ιστορία της ζωής τους εντυπώνουν και αναπαριστούν με την φωνή, την μουσική και τον χορό τους. Σκάφη και δέστρες σκαφών, καραβόσκοινα, ακρωτήρια, κυματιστές κινήσεις στην ράχη και στα βάθη της θάλασσας, σαν μνήμες πραγμάτων, γεγονότων, πεποιθήσεων και συγκινήσεων από τις καθημερινές, προπάντων στο εγγύς τους, θαλασσινές δραστηριότητες στις οποίες εκπληρώνουν το πρότυπο του εργατικού ανθρώπου, του άξιου, του κουβαλητή. Αυτές οι εμπειρίες τόπων, φυτών, νερών, σκαφών, κινήσεων, ήχων και μυρουδιών, κινδύνων, αγωνιών και προσδοκιών μπορεί να έχουν εκτοπιστεί στις άπειρες στοίβες χρόνων, αλλά ζουν στο εκάστοτε παρόν τους, γιατί έχουν γίνει πολιτισμός που χορεύεται, που μουσικοποείται, ανασύροντας με τους πιο αισθαντικούς και αισθητικούς τρόπους τον βαθύτερο κοινωνικό εαυτό.
Για αυτόν τον εαυτό Καρπάθιων και Χαλκιτών που, πάνω στο γλέντι αναβλύζει ψυχοσωματικές ευρυθμίες και εξυψώνεται σε συναισθηματικές ενωτικές διαστάσεις, κάνει λόγο ο Πέτρος Ιωάννου. «Οι Κασιώτες ήτο πιο κυριλάτοι και πιο σπιτίσιοι. Μετά τη δουλειά είχαν την οικογένεια, και μετά την οικογένεια, τη δουλειά. Επτά η ώρα, εφεύγασι ‘πότο καφενείο. Οι Καρπάθιοι στις επτά ήρχοντο και πιάνα μονομιάς τις λύρες και τα τραγούδια κι όσο πήγαινε. Το ‘θελεν η ψυχή τους, το ‘θελε’ κι η δική μας ψυχή. Ετακιμιάζαμε…»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
*Η ομιλία έγινε στον εορτασμό αδελφοποίησης Χάλκης-Καρπάθου, από τον Σύλλογο Απανταχού Καρπαθίων (ΣΑΚ). Πειραιάς, 17/03/2017
**Ο «καρπάθικος σκοπός» που καταγράφει ο Boud Bovy με τον Μιχ. Μαλανδρή, είναι ένα συρματικό τραγούδι. Σχολιάζω, όμως, μια ηχογράφηση τέτοιου τραγουδιού, από τον Γιάννη Κλαδάκη. Πρόκειται για την παλαιότερη κατωχωρίτικη εκτέλεση, που αποδίδεται μόνο με το πρώτο αργό γύρισμα, εφόσον αυτό συντόνιζε και συντονίζει τον τελετουργικό βηματιστό Φουμιστό χορό, αλλά και τον βηματισμό των γαμήλιων πομπών. Με άλλα λόγια, απουσιάζουν τα τρία «γυρίσματα», οι τρεις συναρθρωμένες μελωδίες, που συνηθίζουν σήμερα σε όλη την Κάρπαθο και στα Κάτω χωριά, εκτός των δύο πιο πάνω περιπτώσεων.
***Το 1910 έρχεται στην Κάρπαθο με την χαλκητο-ολυμπίτικη οικογένειά του ο δάσκαλος και αργότερα παπάς, Χατζηαντωνιάδης.
****Το 1938, έρχονται αντίστοιχα κάποιοι Φανουράκηδες αφού έκτισαν το καμπαναριό του Αη Νικόλα στην Χάλκη, για να κτίσουν εκείνο της Παναγίας στην Ολυμπο και αργότερα της Παναγίας στην Βωλάδα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Βάσω Αντωνίου. «Η Χαλκη της Δωδεκανήσου». Ρόδος, 1997
——«»——- «Μουσικοχορευτικές παραδόσεις της Χάλκης». Πρόγραμμα «Λαϊκός Πολιτισμός και Χορός» Θεάτρου «Δόρα Στράτου». Αθήνα, 11/3/2004
Γκέφου- Μαδιανού Δήμητρα. Εννοιολογήσεις του Εαυτού και του Αλλου: ζητήματα ταυτότητας στην σύγχρονη ανθρωπολογική θεωρία. (στο) Ο Εαυτός και ο Άλλος. GUTENBERG, Αθήνα, 2006
Μαριγούλα Κρητσιώτου. Υλικό από έρευνα στην Απολακιά και Μονόλιθο, 2006-07
——-«»———– Διαχρονικές συζητήσεις με Γιάννη Κλαδάκη, Ροδίτη μουσικό.
—–«»——«Ο χορός στον πολιτισμό της Καρπάθου». Θέατρο, «Δόρα Στράτου», Αθήνα, 2003
Γιώργος Κωστάντζος, «Το μαντολίνο στις ελληνικές μουσικοχορευτικές παραδόσεις». Πρόγραμμα, «Λαϊκός Πολιτισμός και Χορός» Θεάτρου «Δόρα Στράτου». Αθήνα, 19/10/2007
——–«»——— Καταγραφή και επιμέλεια της μουσικής έκδοσης (cd), «Στην Χαλκη και στην Αλιμνιά». Αρχείο Ελληνικής Μουσικής, 2009.
Boad –Bovy. Τραγούδια των Δωδεκανήσων. Αθήνα, 1935
Bourdieu Rierre. Η αίσθηση της πρακτικής. Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2006