Μόλις ο προσκυνητής αντικρίσει το κάτασπρο εκκλησάκι πάνω στον πελώριο βράχο εντυπωσιάζεται και νομίζει ότι θα μιλήσει με τον Θεό. Από την Ελληνική μυθολογία γνωρίζουμε ότι στο πιο ψιλό βουνό της Ελλάδας κατοικούσαν οι Δώδεκα θεοί του Ολύμπου και στη πιο ψιλή κορυφή είχε ο Δίας τον θρόνο του. Στην Αγγλία και Γαλλία οι άνθρωποι αποδίδουν θρησκευτική σημασία στους τεράστιους βράχους, τους λεγόμενους Menhirs, που στέκονται όρθιοι κοιτάζοντας προς τον ουρανό.
Γράφει ο Μανώλης Κασσώτης
Επίσης από την Αγία Γραφή είναι γνωστή η ιερότητα που απέδιδαν οι Εβραίοι στις κορυφές των βουνών και των λόφων. Το κάστρο που έκτισαν οι Inkas του Peru στο Cusco στο ύψωμα Sacsayhuaman το αφιέρωσαν στον αετό, και στο ίδιο ύψωμα οι Ισπανοί τοποθέτησαν το τεράστιο άγαλμα Cristo Blanco (Λευκός Χριστός).
Στο Rio de Janeiro της Βραζιλίας οι Πορτογάλοι έστησαν στην κορυφή του βουνού Corcovado το τεράστιο άγαλμα Cristo Redento (Χριστός ο Λυτρωτής).
Στην Κέρκυρα, στην κορυφή του Αγγελόκαστρου είναι κτισμένο το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, το ίδιο και στην Κάρπαθο στην κορυφή του Κάστρου του Απερίου βρίσκεται το εκκλησάκι του Σταυρού. Είναι παραδείγματα που συνηγορούν ότι οι Καρπάθιοι θεωρούσαν ιερό τον βράχο στην χερσόνησο της Πατέλλας πάνω στον οποίο κτίστηκε το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής.
Το γεγονός ότι το εκκλησάκι είναι κτισμένο ψηλά σε βράχο, παραπέμπει σε «πανόπτες» θεούς και αγίους, που πρέπει να βρίσκονται ψηλά για νάχουν καλή εποπτεία του κόσμου. Ο Δίας στο πιο ψηλό σημείο του Ολύμπου, ο Θεός των Χριστιανών στα ουράνια. Παλαιότερα δεν υπήρχε εύκολη πρόσβαση στο εκκλησάκι, ο προσκυνητής έπρεπε να σκαρφαλώσει μέσα από τα βράχια. Είχες την εντύπωση ότι οι άνθρωποι που έκτισαν το μοναστήρι δεν ήθελαν να διαταράξουν την ιερότητα του βράχου.
Σύμφωνα με την παράδοση το αρχικό εκκλησάκι κτίστηκε προτού επικρατήσει η πειρατεία στην περιοχή. Ο βράχος πάνω στον οποίο κτίστηκε το εκκλησάκι ήταν μέσα στο χωράφι της Φωτουλιάς του Αντρέα Διακαντρά, ο οποίος έχαιρε μεγάλης εκτίμησης, διετέλεσε μουχτάρης (δήμαρχος) του Απερίου, και παντρεύτηκε την πρωτοκανακαρά του χωριού.
Η παράδοση αναφέρει ότι κάποια μέρα που η Φωτουλιά επισκέφθηκε το λιόφυτο της, που ήταν ένα γύρω από τον ιερό βράχο, είδε μέσα από τις πέτρες να βγαίνει φως, και όταν πήγε πιο κοντά βρήκε την εικόνα της Αγίας Κυριακής, που μπροστά της άναβε καντήλι. Τόπε σένα βοσκό που έβοσκε στην περιοχή, αλλά αυτός την κορόιδεψε λέγοντας: «άτε και σου που πιστεύγεις στα ξύλα» και με το ταγρά που κρατούσε έδωσε μια τσεκουριά στην εικόνα. Αμέσως η θάλασσα γύρω από την Πατέλλα κοκκίνισε και το κοπάδι του βοσκού χάθηκε.
Μόλις η Φωτουλιά γύρισε στο χωριό και διηγήθηκε το θαύμα στον άνδρα της, ο Διακαντράς αποφάσισε να κτίσει το σημερινό εκκλησάκι με την συνδρομή και άλλων Απεριτών. Με το καιρό η φήμη του μοναστηριού μεγάλωνε. Αργότερα οι απόγονοι της Φωτουλιάς: Φωτεινή Ποθητού, Σεβαστή Καμπουράκη και Φωτεινή Λεντή παραχώρησαν μέρη του χωραφιού τους όπου κτίστηκαν τα «κελιά της Παναγίας», ευρύχωρη αυλή, υδατοδεξαμενή, αποχωρητήρια και αργότερα parking.
Στα χρόνια του πολέμου, οι Ιταλοί άνοιξαν χωματόδρομο που οδηγούσε στην κορυφή της Πατέλλας που οχύρωσαν οι Γερμανοί. Μετά τον πόλεμο, με σκαλιστές πέτρες από τις Γερμανικές οχυρώσεις έφτιαξαν την πετρόσκαλα που διευκολύνει τους προσκυνητές να ανεβαίνουν στο εκκλησάκι, έκτισαν προστατευτικό τοίχο την νότια πλευρά του ιερού βράχου και μεγάλωσαν την αυλή του μοναστηριού.
Εκτός από Απερίτες και Πηγαδιώτες, που ανέκαθεν θεωρούσαν θαυματουργή και τιμούσαν την Αγία Κυριακή, και οι Μενεδιάτες έτρεφαν μεγάλο σεβασμό προς αυτήν. Κάθε πρωί που ξυπνούσαν και έστρεφαν το βλέμμα τους στην Ανατολή, αντίκρυζαν το εκκλησάκι να προεξέχει στην κορυφή του βράχου. Η ακόλουθη περικοπή Μενεδιάτικου νανουρίσματος φανερώνει τον σεβασμό τους προς την Αγία Κυριακή:
«κοιμήσου και παρήγγειλα λιβάνι και κανέλα
Να πα στην Άα Κυριακή απάνω στην Πατέλλα».
Το Τάμα
Μικρός αρρώστησα και η μάνα μου με έταξε στην Αγία Κυριακή. Από τότε άκουγα που μου έλεγε: «όταν θα μεγαλώσεις πρέπει να πηγαίνεις κάθε χρόνο μ’ ένα άρτο στην Χάρη Της». Όταν πια ήμουν δέκα χρονών, ήλθε ο καιρός να ξεπληρώσω το τάμα μου. Από την προηγούμενη, η μάνα μου έφτιαξε ένα μεγάλο άρτο, το τύλιξε μέσα σ’ ένα μποξά και βρήκε μια γειτόνισσα που θα πήγαινε αποβραδίς με το μουλάρι της στην Αγία Κυριακή.
Αργά το απόγευμα πέρασε η γειτόνισσα από το σπίτι μας, φόρτωσε τον άρτο πάνω στο μουλάρι και ξεκινήσαμε για την Αγία Κυριακή. Πήραμε τον δρόμο και μόλις φτάσαμε στην Δαματρία ακολουθήσαμε το μονοπάτι προς την Κατσούνα. Μπήκαμε μέσα στο πευκόδασος, περάσαμε από το Μέρτος και φτάσαμε στην κορυφή της Πατέλλας. Μόλις βγήκαμε από το δάσος βρεθήκαμε πάνω σ’ ένα πλάτωμα και χίλια μέτρα μπροστά μας αντίκρισα για πρώτη φορά το κάτασπρο εκκλησάκι πάνω στο βράχο. Σαν φτάσαμε πιο κοντά, η γειτόνισσα έδεσε το μουλάρι κάτω από ένα πεύκο, κατέβασε και κράτησε τον άρτο για να τον δώσει την άλλη μέρα στη μάνα μου και μ’ άφησε ελεύθερο: είχε ολοκληρώσει την αποστολή της.
Σαν έφτασα μπροστά στο πελώριο βράχο κοντοστάθηκα για να δω πως θα ανέβαινα. Σε λίγο ήλθαν και άλλοι προσκυνητές και ακολουθώντας τους σκαρφάλωσα μέσα από τα βράχια και βρέθηκα στο μοναστήρι γεμάτο προσκυνητές. Είδα τι έκαναν οι άλλοι, άναψα ένα κερί, φίλησα μια-μια τις εικόνες και είπα μια προσευχή. Αισθάνθηκα ανακούφιση, «ξεπλήρωσα το τάμα μου», σκέφθηκα και ησύχασα.
Βγήκα στη αυλή βλέποντας τους προσκυνητές που ερχόντουσαν στην εκκλησία, ξεχώρισα ένα παράλυτο κοριτσάκι εφτά-οκτώ χρονών που προσπαθούσε να περπατήσει με τα χέρια. Σε λίγο ήλθε ο παπάς, έκαμε τον εσπερινό και ακολούθησε ολονυκτία. Οι γυναίκες γονατιστές ζητούσαν την βοήθεια της Παναγίας, μαζί και το παράλυτο κοριτσάκι.
Οι άνδρες ήταν καθιστοί, ένα γύρω πάνω στη πεζούλα και οι πιο πολλοί κατάχαμα στην μικρή αυλή της εκκλησία. Παρέες-παρέες συζητούσαν για το ιστορικό του μοναστηριού και τα θαύματα της Παναγίας. Εγώ αμίλητος παρακολουθούσα τις συζητήσεις, πότε της μιας και πότε της άλλης παρέας και τις αποτύπωνα στο μυαλό μου.
Ξαφνικά, κατά τα ξημερώματα μέσα από την εκκλησία ακούστηκαν φωνές: «Παναγία μου», «Μεγαλόχαρη μου», «Αγία μου Κυριακή». Είχε συμβεί το θαύμα: το παράλυτο κοριτσάκιπερπάτησε. Μέσα από τη θάλασσα ανέβαινε ο «ασπιδοφόρος» ήλιος και η Αυγή έσερνε ήδη τα ρόδινα πέπλα της βάφοντας την Ανατολή: τέλειος συμβολισμός της ανθρώπινης αγαλλίασης και ελπίδας.
Όταν καλοξημέρωσε, καινούργιοι προσκυνητές άρχισαν να καταφθάνουν, δυο τρία μουλάρια στολισμένα με πολύχρωμα κιλίμια, φορτωμένα με τους άρτους και με κάποιο γέρο ή μικρό παιδί, δέκα με είκοσι άτομα. Οι περισσότεροι ερχόντουσαν από τον Αφιάρτη, τις Εξήλες, τις Κριθαρές, το Λάι, τον Βρουτσά, τη Βαθά και τ’ άλλα μετόχια των Μενετών και μερικοί Αρκασιώτες από τους Κατω(γ)ύρους. Οι Απερίτες κατέβαιναν την προηγούμενη με τα μουλάρια τους στο Ποσί, έμεναν στους στάβλους τους, και την επομένη πήγαιναν στην Αγία Κυριακή. Οι Πηγαδιώτες ερχόντουσαν με τα πόδια από το Μέρτος, όπως κι εγώ.
Σε κίνηση βρισκόντουσαν και τα τέσσερα ταξί που υπήρχαν στην Κάρπαθο, μετέφεραν νεοφερμένους Απερίτες από την Αμερική, που είχαν τα δολάρια. Καμιά εξηνταριά Πηγαδιώτες, οι πιο πολλοί παιδιά ήλθαν μ’ ένα Αγγλικό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Όλοι οι προσκυνητές, γύρω στις 2.000, ήταν συγκεντρωμένοι μέσα στην εκκλησία, έξω στην αυλή κι ένα γύρω από τον ιερό βράχο. Λίγο πιο πέρα κάτω από τα πεύκα ήταν δεμένα 200-300 μουλάρια.
Έγινε η λειτουργία μέσα στο εκκλησάκι και ακολούθησε η αρτοκλασία στην αυλή της εκκλησίας, γύρω στους 180 άρτους έφεραν οι προσκυνητές, φτιαγμένους από φρέσκο Καρπάθικο σιτάρι. Ακολούθησε η ύψωση των εικόνων στην αυλή των «κελιών», γύρω στις δέκα εικόνες της Αγίας Κυριακής έβγαιναν στον πλειστηριασμό. Οι πλειοδότες έπαιρναν την εικόνα στο σπίτι τους για ένα χρόνο και στην γιορτή της την ξανάφερναν για να ευλογηθεί και να ξαναμπεί στον πλειστηριασμό.
Μόλις τελείωνε η ύψωση των εικόνων οι προσκυνητές σκορπίζονταν σε ομάδες κάτω από τα πεύκα για να γευματίσουν και να ξεκουραστούν, προτού πάρουν τον δρόμο της επιστροφή, εγώ πήγα με το Αγγλικό στρατιωτικό αυτοκίνητο. Ο δρόμος ήταν στενός και δύσβατος, το αυτοκίνητο δεν μπορούσε να πάρει την στροφή. Στην κάθε στροφή κατεβαίναμε από το αυτοκίνητο από τον φόβο μη πέσουμε στον γκρεμό. Ο οδηγός πήγαινε τρεις τέσσερες φορές εμπρός- πίσω μέχρι να γυρίσει τη στροφή. Ξαναμπαίναμε στο αυτοκίνητο για να ξανακατέβουμε στην επόμενη στροφή. Αυτό συνέβη καμιά δεκαριά φορές, μόνο ένας γέρος που δεν άντεχε το ανέβα-κατέβα έμενε στο αυτοκίνητο με τον οδηγό.
Ένα Άλλο Θαύμα
Στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί οχύρωσαν το ύψωμα της Πατέλλας τοποθετόντας radar. Οι Γερμανοί υποψιάζονταν ότι τα συμμαχικά αεροπλάνα που βομβάρδιζαν το radar κανόνιζαν την πορεία τους βάση του μοναστηριού που φαινόταν από ψηλά. Κάποια μέρα, ο τότε δεκατετράχρονος Ανδρέας Χατζημιχάλης, που βοηθούσε στην Γερμανική κουζίνα, άναψε τα καντήλια της εκκλησία με λίγο λάδι που του έδωσε η μάνα του. Την νύχτα οι Γερμανοί είδαν να βγαίνει φως μέσα από την εκκλησία και νόμισαν ότι ήταν συνθηματικό για να κανονίζουν την πορεία τους τα συμμαχικά αεροπλάνα. Στην αρχή υποψιάστηκαν ένα αντιναζιστή Αυστριακό, αλλά ο Ανδρέας τους είπε την αλήθεια, τον επέπληξαν χωρίς να τον τιμωρήσουν.
Μετά από αυτό το συμβάν οι Γερμανοί αποφάσισαν να καμουφλάρουν το εκκλησάκι. Πήραν πηλό και τον ανακάτεψαν με μαύρη μουζά από τα καζάνια του μαγειρείου και μ’ αυτό το μείγμα έβαψαν το εκκλησάκι, αλλά το άλλο πρωί το εκκλησάκι κάτασπρο. Την επόμενη ξανάβαψαν το μοναστήρι και την νύκτα έβαλαν σκοπό να το φυλάει. Περασμένα μεσάνυκτα ο σκοπός είδε μια μαυροφόρα που άσπριζε το μοναστήρι και την πυροβόλησε, αλλά όταν πλησίασε βρήκε το μοναστήρι φρεσκοασπρισμένο και την γυναίκα άφαντη. Για τρίτη φορά οι Γερμανοί έβαψαν το μοναστήρι και έβαλαν φρουρό με τα ίδια αποτελέσματα. Οι Γερμανοί κατάλαβαν ότι πήγαινε χαμένος ο κόπος τους και δεν ξαναπείραξαν το εκκλησάκι. Οι τρύπες που άφησαν οι σφαίρες είναι και σήμερα ορατές.
Καινούργια Εποχή
Τα τελευταία χρόνια έγιναν αξιόλογα έργα στην Αγία Κυριακή για την εξυπηρέτηση των προσκυνητών με σεβασμό όμως στην ιερότητα του μοναστηριού και του φυσικού περιβάλλοντος. Μεταξύ των άλλων επεκτάθηκε η πετρόσκαλα και ενώθηκε με την αυλή των κελιών, οι ηλικιωμένοι προσκυνητές μπορούν να ανεβαίνουν στο εκκλησάκι για να προσκυνήσουν και να ανάψουν ένα κερί. Ένα γύρω από το ιερό βράχο, μέσα στις πέτρες, όπου υπήρχε λίγο χώμα, φύτεψαν σκίνους, σφάκες και άλλους αυτοφυείς θάμνους, και στο χωράφι που δώρισε η Φωτεινή Λεντή δημιουργήθηκε parking που εξυπηρετεί εκατοντάδες αυτοκίνητα την ημέρα της γιορτής. Σ’ αυτό το parking καταλήγει ο ασφαλτόδρομος που ενώνει το μοναστήρι της Αγίας Κυριακής με της Λαρνιώτισσας.
Οι Καρπάθιοι εξακολουθούν να τιμούν την Αγία Κυριακή, να συρρέουν στη γιορτή της και με σεβασμό συμμετέχουν στον αρχιερατικό εσπερινό και ανήμερα στην λειτουργία. Όμως πολλά άλλαξαν. Τα μουλάρια εξαφανίστηκαν από την Κάρπαθο, οι προσκυνητές δεν πηγαίνουν πεζοί στη Χάρη Της, αλλά με ιδιωτικά αυτοκίνητα. Οι άρτοι δεν γίνονται από φρέσκο Καρπάθικο σιτάρι αλεσμένο στον νερόμυλο ή στον ανεμόμυλο, ζυμωμένο στον καύκαλο και ψημένο σε πετρόκτιστο φούρνο με χλαδιά που έφερναν από τον βουνό, τον αγοράζουν από τον φούρνο φτιαγμένο από εισαγόμενο σιτάρι.
Όμως ο σεβασμός των ντόπιων και των ξενιτεμένων συνεχίζεται. Όπως και παλιά, πολλοί Καρπάθιοι ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια για να βρεθούν στην χάρη Της, να κάνουν τους γάμους τους και να βαφτίσουν τα παιδιά τους στο εκκλησάκι πάνω στον ιερό βράχο.
From above the rock supervises Saint Sunday
As soon as the pilgrim sees the white chapel on the huge rock, he is impressed and thinks that he will talk to God. From Greek mythology we know that the twelve gods of Olympus lived on the highest mountain of Greece and on the highest peak Zeus had his throne. In England and France people attach religious significance to the huge rocks, called Menhirs, which stand upright and face the sky. The sacredness that the Jews gave to the tops of mountains and hills is also known from the Holy Bible. The castle built by the Incas of Peru in Cusco on the hill of Sacsayhuaman was dedicated to the eagle, and on the same hill the Spaniards placed the huge statue of Cristo Blanco (White Christ). In Rio de Janeiro, Brazil, the Portuguese erected the huge statue of Cristo Redento (Christ the Redeemer) on top of Corcovado Mountain. In Corfu, on the top of Angelokastro, the small church of Saint George is built, likewise in Karpathos, on the top of the Castle of Aperi is the small church of the Cross. These are examples that show that the Karpathians considered the rock on the Patella peninsula on which the church of Saint Sunday was built to be sacred.
The fact that the church is built high on a rock, refers to “all-seeing” gods and saints, who must be up high to have a good supervision of the world. Jupiter at the highest point of Olympus, the God of the Christians in the heavens. Previously there was no easy access to the chapel, so the pilgrim had to climb through the rocks. You had the impression that the people who built the monastery did not want to disturb the sanctity of the rock.
According to tradition, the original church was built before piracy prevailed in the area. The rock on which the small church was built was in the field of Fotoulia of Andreas Diakantras, who was highly respected, he was the mukhtar (mayor) of Aperi, and married the great landowner of the village.
The tradition states that one day when Fotoulia visited her olive trees field, which was around the sacred rock, she saw light coming from the stones, and when she got closer, she found the icon of Saint Sunday, and in front of her was lighting an oil lamp. She told to a shepherd who was grazing in the area, but he mocked her by saying: “you too who believe in wood” and with his machete he holding gave an ax cut to the image. Immediately the sea around Patella turned red and the shepherd’s flock was lost.
As soon as Fotoulia returned to the village and narrated the miracle to her husband, Diakandras decided to build the current small church with the help of other Aperitans, and over time the reputation of the monastery grew. Later the descendants of Fotoulia: Fotini Pothitou, Sevasti Kambourakis and Fotini Lenti granted parts of the field where were built the “cells of Saint”, a spacious yard, water tank, toilets, and later parking.
During the war years, the Italians opened a dirt road leading to the hill of Patella which and the Germans fortified. After the war, with carved stones from the German fortifications, was built the stone staircase that makes it easier for pilgrims to climb up to the chapel and built a protective wall on the southern side of the sacred rock enlarging the monastery’s courtyard.
Apart from Aperitans and Pigadiotes, who always considered and honored Saint Sunday as miraculous, and the Menediates had great respect for her. Every morning when they woke up and turned their gaze to the East, they saw the little church protruding from the top of the rock. The following passage from Menediatians lullaby (in free translation) shows their respect for Saint Sunday:
“sleep and I ordered frankincense and cinnamon
To go to Saint Sunday above Patella”.
To pay my dues
When I was young, I got sick, and my mother asked for help from Saint Sunday. Since then, I heard her saing to me: “when you grow up you must go every year with a large bread to pay your dues to Her Grace”. When I was ten years old, it was time to pay back. From the previous day, my mother made a large bread, wrapped it in a decorated scarf and found a neighbor who would go in the evening with her mule to Saint Sunday.
Late in the afternoon the neighbor passed by our house, she loaded the bread on the mule, and we started for Saint Sunday. We took the road and once we reached Damatria we followed the path to Katsuna. We entered the pine forest, passed by Mertos and reached the top of Patella. As soon as we came out of the forest, we found ourselves on a plateau and a thousand meters in front of us I saw for the first time the white church on the rock. When we got closer, the neighbor tied the mule under a pine tree, took down and kept the bread to give it to my mother the next day, and released me: she had completed her mission.
When I arrived in front of the huge rock, I stopped to see how I would climb. Soon other pilgrims came and following them I climbed through the rocks and found myself in the monastery full of pilgrims. I saw what the others were doing, lit a candle, kissed the icons one by one and said a prayer. I felt a sense of relief, “I’ve paid my dues”, I thought and calmed down.
I went out into the courtyard and watched the pilgrims coming to the church, I singled out a paralyzed little girl of seven or eight years old who was trying to walk with her hands. In a little while the priest came, made vespers and the whole night prayers followed. The kneeling women were asking for the help of the Saint Sunday, together with the paralyzed little girl.
The men were sitting in groups on the sidewalk, but most were lying in the church’s small courtyard. They were discussing the history of the monastery and the miracles of Saint Sunday. I remained speechless listening to the conversations, sometimes of the one and sometimes of the other group, recording them in my mind.
Suddenly, at dawn, voices were heard from inside the church: “My Holy Mother”, “My great Lady”, “My Saint Sunday”. A miracle had happened: the paralyzed little girl walked. The “shield-bearing” sun was rising from the sea and the dawn was already drawing its rosy veils painting the East: perfect symbolism of human joy and hope.
When it dawned, new pilgrims began to arrive, groups of two or three mules decorated with colorful kilims, loaded with bread and some old man or a small child, ten to twenty people. Most of them came from Afiarti, Exiles, Krithares, Lai, Vrutsa, Vatha and the other countrysides of Menetes and some Arcasians from the Katogyri. The Aperitans came down with their mules to Possi the day before, and stayed in their stables, and the next day went to Saint Sunday. The Pigadiotes came walking from Mertos, just like me.
All four taxis in Karpathos were busy, carrying newly arrived Aperitans from America, who had the dollars. About sixty Pigadiotes, mostly children, came with an English military truck. All the pilgrims, around 2,000, were gathered inside the church, outside in the courtyard and around the holy rock. A little further, under the pine trees, were tied 200-300 mules.
The liturgy took place in the small church, followed by the blessing of bread in the church’s courtyard, about 180 large breads were brought by the pilgrims made from fresh Karpathian wheat. This was followed by the auction of the icons in the yard of the “cells”, ten icons of Saint Sunday were auctioned. Bidders would take the icon home for a year and on her feast day they would bring it back to be blessed and put it up for auction again.
As soon as the auction of the icons finished, the pilgrims dispersed in groups under the pine trees to dine and rest, before making their way back. I went with the English military truck. The road was narrow and difficult, the truck could not take the turn. At every turn we got out of the truck for fear of falling off the cliff. The driver went back and forth three to four times until he turned the corner. We were getting back into the car to get off at the next turn. This happened about a dozen times, only an old man who could not stand climbing up and down stayed in the car with the driver.
Another Miracle
During WWII, the Germans fortified Patella’s hill and installing a radar. The Germans suspected that the Allied planes bombing the radar were arranging their course based on the monastery seen from above. One day, then fourteen-year-old Andreas Hatzimichalis who was helping in the German kitchen, lit the church oil lamps with little oil given to him by his mother. At night the Germans saw a light coming out of the church and thought it was a signal for the allied planes to arrange their course. At first, they suspected an anti-Nazi Austrian, but Andreas told them the truth, they reprimanded him without punishing.
After this incident the Germans decided to camouflage the small church. They took clay and mixed it with black ashes from the cooking boilers and with this mixture painted the church, but the next morning the little church was white. The next day they repainted the church and at night they set up a guard. After midnight the guard saw a black woman whitewashing the church and shot her, but when he got closer, he found the church freshly whitewashed and the woman missing. For the third time the Germans painted the monastery and posted a guard with the same results. The Germans realized that their efforts were wasted and did not bother the little church again. The holes left by the bullets are still visible today.
New Era
In recent years, remarkable projects have been carried out on Saint Sunday to serve the pilgrims but respecting the sanctity of the monastery and the natural environment. Among other things, the stone staircase was extended and joined with the courtyard of the “cells”, elderly pilgrims can go up to the chapel to worship and light a candle. Around the sacred rock, in the stones where there was a little soil, they planted skins, sphagnum and other native bushes, and in the field donated by Fotini Lenti, a parking lot was created that serves hundreds of cars on the day of the celebration. The asphalt road that connects the monastery of Saint Sunday and Larniotissa ends at this parking lot.
The Karpathians still honor Saint Sunday, flock to its celebration and respectfully participate in the vespers and daily liturgy by the Metropolitan. But a lot has changed. Mules disappeared from Karpathos, pilgrims do not go to Her Grace on foot, but in private cars. The breads are not made from fresh Karpathian wheat milled in a watermill or windmill, fermented in wooded baskets and baked in a stone oven with chaff brought from the mountain, they buy them from the backing shops made from imported wheat.
But the respect of locals and compatriots continues. As in the past, many Karpathians travel thousands of miles to find themselves in Her grace, to have their weddings and to baptize their children in the small church on the holy rock.
Manolis Cassotis