Από τα ψυχικά και σωματικά βασανιστήρια που υπέστησαν οι γυναίκες στην εξορία το χειρότερο ήταν ο αποχωρισμός των παιδιών από τις μανάδες τους.
Η Μαριγούλα Μαστρολέων – Ζέρβα γράφει σχετικά στο βιβλίο «Εξόριστες: Χίος – Τρίκερι – Μακρονήσι», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 13. :
«Μια μέρα, το πρώτο δεκαήμερο του Ιούνη (σ.σ. 1948) ξυπνήσαμε το πρωί και είδαμε μια αλλιώτικη συμπεριφορά. Σε λίγο μπαίνει μέσα στο κτίριο ο διοικητής με τον Μπατζάρα και λέει: «Ολες οι μωρομάνες στο χολ, με τα παιδιά τους».
Μαζεύτηκαν κι άρχισε να τους λέει:
«Η μητέρα Ελλάδα αισθάνεται υποχρέωση απέναντι στα Ελληνόπουλα που κινδυνεύουν δίπλα στις μάνες Βουλγάρες που τα δηλητηριάζουν με τον κομμουνισμό, γι’ αυτό θα τα πάρουμε να τα περισώσουμε». Μόλις ακούστηκε αυτό, άρχισαν και τα πρώτα κλάματα των μεγάλων παιδιών που κατάλαβαν. Αρχισε η δραματική στιγμή. Παίρναν τα παιδιά από την αγκαλιά της μητέρας και τα φόρτωναν στα καμιόνια. Μπορείτε να φανταστείτε τη σκηνή αυτή; Από μέσα φώναζαν οι μάνες και από έξω φώναζαν και έκλαιγαν τα παιδιά. Οσο ήμαστε εξορία, ποτέ δεν έμαθαν οι μανάδες πού τα είχαν τα παιδιά τους. Τα είχαν πάει στα αναμορφωτήρια της Φρειδερίκης. Οταν βγήκαν οι μάνες, παιδεύτηκαν δύο και τρία χρόνια για να μπορέσουν να τα δουν.
Οι πρώτες εξόριστες έφτασαν στο στρατόπεδο της Χίου στις αρχές Μαρτίου του 1948. Ολες μαζί ήταν 94 γυναίκες και 17 μικρά παιδιά. Τον Ιούνιο του ’48 οι εξόριστες ‘γιναν 910 και τα παιδιά 44, ενώ 6 μήνες αργότερα οι γυναίκες έφτασαν τις 1.316 και τα παιδιά τα 52. Το στρατόπεδο ήταν στη δικαιοδοσία της Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής των νήσων του Αιγαίου. Διοικητής της Χωροφυλακής στη Χίο ήταν ο συνταγματάρχης Πλυτάκος και διοικητής του στρατοπέδου ο μοίραρχος Χρήστος Ζερβός. Ο Πλυτάκος λίγες φορές παρουσιάστηκε στις εξόριστες, αλλά εκείνες ένιωθαν την παρουσία του μέσα από τις διαταγές του, που, όπως γράφει η Αθηνά Κωνσταντοπούλου, «σκοπό είχανε να χειροτερεύσουν τη ζωή μας». Ο διοικητής του στρατοπέδου Ζερβός περιοριζόταν στο τυπικό μέρος των καθηκόντων του και την πραγματική διοίκηση ασκούσαν ο υποδιοικητής υπομοίραρχος Ν. Δήμου και ο ανθυπομοίραρχος Κ. Κουφόπουλος9. Η διοίκηση του στρατοπέδου ξεχώρισε 199 γυναίκες, τις οποίες χαρακτήρισε επικίνδυνες και τις μετέφερε σε ένα σχολείο λίγα μέτρα μακριά από το στρατόπεδο. Τις υπόλοιπες τις ταξινόμησε σε δύο κατηγορίες: Τις «Βουλγάρες» που ήταν συγγενείς ανταρτών και τις «Ρωσίδες» που θεωρούνταν κομμουνίστριες.
Οι εξόριστες στη Χίο ζούσαν σ’ ένα καθεστώς συνεχούς καταπίεσης που μέρα με την ημέρα γινόταν χειρότερο. Στόχος των αρχών ήταν να σπάσει το ηθικό τους και να τους αποσπάσει δήλωση μετανοίας. Στους θαλάμους στους οποίους έμεναν επικρατούσε συνωστισμός, οι εγκαταστάσεις υγιεινής ήταν άθλιες, νοσοκομειακή περίθαλψη δεν υπήρχε, το φαγητό ήταν άθλιο και το νερό λιγοστό. Προαυλίζονταν το πολύ τρεις ώρες την ημέρα, δεν είχαν καμία δυνατότητα ψυχαγωγίας, ενώ η ψυχολογική βία που ασκούνταν πάνω τους για την απόσπαση δήλωσης μετανοίας ήταν αφόρητη. Συνηθισμένες ποινές ήταν το κρατητήριο, η νηστεία, η στέρηση αλληλογραφίας. Βέβαια, για τη στέρηση της αλληλογραφίας οι αρχές του στρατοπέδου δε χρειάζονταν αφορμή. Γνώριζαν την ψυχολογική επίδραση που είχε στις εξόριστες το θέμα και δεν έχαναν ευκαιρία να κατακρατούν τα γράμματα, όπως και τα χρήματα, των θυμάτων τους κάνοντας την κατάστασή τους ακόμη πιο αφόρητη.
Πηγη https://www.e-prologos.gr