Όλυμπος Καρπάθου - Η Κιβωτός της Παράδοσης

Όλυμπος Καρπάθου - Η Κιβωτός της Παράδοσης

Κείμενο: Σταφυλάκης Γιώργος      στο www.taxidientos.blogspot.gr

Όλυμπος με το Κυμαρά,

και με τη Κυμαραία,

  ένας σκαφιάς σε χαίρεται,
  κι ενός βοσκού σφυραία.
 («Δάσκαλος» Παυλίδης Κομνηνός)
Στέκω ακίνητος πάνω σ’ εκείνο το ψηλό μπαλκόνι του Αιγαίου κι αγναντεύω το πέλαγος με μια επίμονη προσήλωση. Η προσοχή μου πότε συνοδεύει αδιάκοπα τις λευκές βελονιές του αφρού στο βαθυγάλαζο πανί και πότε ισορροπεί στο νήμα του ορίζοντα μαζί με εκείνα τα καπνισμένα σύννεφα. Πίσω και μπροστά μου η Όλυμπος, σαν μια παλάμη γαντζωμένη γερά στην πλαγιά του βουνού που αγωνίζεται να κρατήσει το βλέμμα πάνω από την κορυφογραμμή, έτσι που να βιγλίζει αιώνια προς τη θάλασσα.
Η ιδιαίτερη τοποθεσία του ονομαστού αυτού χωριού της Καρπάθου, οφείλεται στην ανάγκη των κατοίκων των αρχαίων πόλεων Νίσυρος και Βρυκούντα να μεταναστεύσουν σε ένα σημείο που θα τους παρείχε μια φυσική προστασία από τις αραβικές επιδρομές κυρίως κατά τον 8ο και 9ο  αιώνα. Οι δύο αυτές πόλεις μαζί με την Αρκεσία και το Ποτίδαιον ήκμασαν κυρίως μετά την έλευση των Δωριέων περίπου κατά το 1000 π.χ. , στοιχείο που δικαιολογεί και  τον χαρακτηρισμό ή ίσως και την ονομασία Τετράπολις  που αποδόθηκε στο νησί. Η ύπαρξη πολλών πηγών και η σχετικά μικρή απόσταση από την εύφορη έκταση της περιοχής της Αυλώνας ήταν δύο ακόμη λόγοι για την επιλογή της συγκεκριμένης θέσης στην πλαγιά του ψηλότερου βουνού της περιοχής.
Olymbos, Karpathos, Greece – Photo by Sotiris Lambadaridis
Το όνομα  Όλυμπος που πήρε ο νέος οικισμός που αναπτύχθηκε, προήλθε πιθανώς από την  αρχαία ονομασία του ορεινού όγκου, που ήταν κοινή κατά την αρχαιότητα για πολλά άλλα ψηλά βουνά στον Ελληνικό χώρο. Αργότερα το βουνό ονομάστηκε Αϊ Ηλίας από το εκκλησάκι που κτίστηκε στην κορυφή του.
Βρίσκομαι στην Όξω Καμάρα, τη συνοικία στην οποία κατοικούσε αποκλειστικά η ανώτερη κοινωνική τάξη των κανακαρέων. Η ονομασία αυτής της συνοικίας όπως και εκείνη του Μέσα Κάστρου, υποδηλώνουν την ύπαρξη οχύρωσης την οποία χρησιμοποιούσαν οι κάτοικοι για να προστατευθούν όταν αντιλαμβάνονταν την εμφάνιση πειρατικών πλοίων που κατευθύνονταν προς την περιοχή τους. Στην εσωτερική πλευρά της πλαγιάς του βουνού, αθέατο από τη θάλασσα, λες και φυτεύτηκε πάνω στην πέτρα το χωριό της Ολύμπου,σαν αποτύπωμα μιας  ατράνταχτης θέλησης για επιβίωση. Έτσι η Όλυμπος ρίζωσε βαθιά σε ένα τόπο απομονωμένο, δυσπρόσιτο και περιορισμένο, για να θρέψει μ’ αυτό της το ρίζωμα εκείνα τα μοναδικά χρώματα στους ανθούς της.
Το ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον που ζούσαν οι Ολυμπίτες τους ανάγκασε να μην αφήσουν τίποτα αδούλευτο γύρω τους και μέσα τους.  Αυτές οι συνθήκες καθόρισαν και την δική τους ιδιαιτερότητα, διαμόρφωσαν μια Ολυμπίτικη σκέψη και στάση ζωής που πολύ δύσκολα θα αντιληφθεί ο περιστασιακός επισκέπτης. Ανηφορίζω προς το «πλατύ» την κεντρική πλατεία του χωριού μπροστά από την εκκλησία της κοίμησης της Θεοτόκου. Σε αυτόν τον ανοιχτό χώρο που δεν ξεπερνάει τα εκατό τετραγωνικά μέτρα και όταν ο καιρός το επιτρέπει, γίνονται όλοι οι χοροί και τα γλέντια που γίνονται μετά από γάμους, βαφτίσεις, την Κυριακή της Αποκριάς, την Καθαρά Δευτέρα, την Λαμπρή Τρίτη (Τρίτη του Πάσχα ή Τρίτη της Διακαινησίμου), τον Δεκαπενταύγουστο κλπ.
Προσπερνώντας την εκκλησία, περιπλανιέμαι για λίγο στα στενά δρομάκια που σπάνια ξεπερνούν σε πλάτος το 1,5 μέτρο. Τα ασπρισμένα σπίτια με ένα ή δύο ορόφους, είναι δεμένα σφιχτά μεταξύ τους, έτσι που το δώμα του ενός να είναι η αυλή του άλλου. Τα περισσότερα από αυτά ερμητικά κλειστά και βουβά, ζωντανεύουν μόνο όταν κάποιες γιορτές φέρνουν πίσω για λίγες μέρες τους Ολυμπίτες από τις μεγάλες παροικίες της Βαλτιμόρης, της Ρόδου και του Πειραιά. Όλα τα υπόλοιπα με τις πόρτες τους μισάνοιχτες ώστε όλες οι φωνές, οι συζητήσεις, τα γέλια, τα κλάματα και οι μυρωδιές από τα φαγητά να ανήκουν σε όλους και να τους αφορούν όλους.
Δρασκελίζω μερικά σκαλιά και πλησιάζω μια ορθάνοιχτη πόρτα. Καλησπερίζω και συστήνομαι σε μια ηλικιωμένη γυναίκα που με κοιτάζει εξεταστικά από το εσωτερικό του σπιτιού. Η Μαγκαφούλα Χειράκη, καθηλωμένη στο κρεβάτι εδώ και μερικά χρόνια λόγω μιας ασθένειας, ζει με μια από τις κόρες της που τη  φροντίζει. Στέκομαι μπροστά της και της εξηγώ ότι θα ήθελα να μου μιλήσει για τη ζωή στην Όλυμπο όταν ακόμα δεν είχε αρχίσει το μεγάλο κύμα μετανάστευσης μεταπολεμικά. Όσο της μιλάω προσπαθώ συνεχώς να υπερβώ την ερευνητική της ματιά καθώς εκείνη μετράει τα λόγια και τις εκφράσεις του προσώπου μου, χωρίς να απαντάει, αλλά παρακινώντας με να συνεχίσω μέχρι να βγάλει το συμπέρασμα της για μένα. Κάποια στιγμή χαμογελάει. Καταλαβαίνω ότι είχα πάρει την πολυπόθητη έγκριση.
Όταν τη ρωτάω για τις δουλειές που έκαναν τότε, κουνάει περιστροφικά την παλάμη της στον αέρα, προσπαθώντας να σκεφτεί από πού ν’ αρχίσει. «Πήγαινε ο κόσμος στα τζώα, στα χωράφια, τ’ αμπέλια ,τις ελιές. Ελέθαμε το κριθάρι στο χερόμυλο, το ζυμώναμε, το φουρνίζαμε. Είχαμε κουκιά, φάα (φάβα),φακή, ροϊθια…Έτσι τζούσαν οι άνθρωποι εδώ στον ξερό τόπο. Ήντο γεροί τότε οι άνθρωποι. Σήμερα είναι ψεύτικοι. Εψευτίσαμε.»
http://noctoc-noctoc.blogspot.gr/2007/10/from-karpathos-to-karpasia.html
Σηκώνω τη φωτογραφική μηχανή και της ζητάω να τη φωτογραφίσω. Εκείνη ανασηκώνεται ακόμα περισσότερο, φτιάχνει λίγο τα μαλλιά της με νευρικές κινήσεις και ζητάει από τη θυγατέρα της να της δώσει το καβάϊ, το παραδοσιακό σκούρο ένδυμα που φορούν οι Ολυμπίτισες πάνω από την πουκαμίσα. Το ρίχνει γρήγορα πάνω της, τεντώνεται όσο πιο ψηλά μπορεί και με κοιτάζει με ένα αυστηρό και περήφανο ύφος σαν να μου δίνει το σύνθημα. Λίγο πριν την αποχαιρετήσω της ζητάω να μου πει κάποια από τις μαντινάδες του άντρα της, του Αντρέα Χειράκη, που όλοι στο χωριό τον θυμούνται για τον ιδιαίτερο τρόπο που τις τραγουδούσε. Αυτές που είπε τα τελευταία χρόνια της ζωής του διαισθανόμενος το τέλος που πλησίαζε είναι και οι πιο δραματικές.
Σαν αποθάνω θε να πω,
Του χάρου ένα ντζήτω,
Κι ας με θλιούσι τα βουνά,
Απού ζησα μαντζί τω.
Όταν άκουγα μια μαντινάδα, συχνά ζητούσα να μου την επαναλάβουν γιατί δυσκολευόμουν να καταλάβω αμέσως κάποιες λέξεις, εξαιτίας και του ιδιαίτερου τρόπου που αυτές προφέρονται. Η καθημερινή γλώσσα των Ολυμπιτών είναι πλούσια σε αρχαίες ελληνικές λέξεις όπως: σάκζω, ανεσκύλλω, εικάζω κλπ. Συχνοί είναι οι ασυνίζητοι τύποι όπως για παράδειγμα στις λέξεις: η αμυγδαλέα, η μηλέα, η λεμονέα ή  όπως: η δροσία, η μυρω(δ)ία. Άλλα χαρακτηριστικά είναι η διατήρηση της προφοράς των -λλ-, η αρχαία προφορά του -ζ- ως διπλού γράμματος π.χ. παίντζω, ντζήτω, η διατήρηση της προφοράς των ουρανικών κ, χ, γγ, γκ με απουσία του τσιτακισμού και ακόμα η αποβολή των μέσων β,γ,δ στην αρχή και μέσα στις λέξεις όπως π.χ (β)άλλω, (β)αφτίζω, (γ)υρίζω, (γ)υναίκα, (δ)ουλεύγω, ρο(β)ίθι, ανδρό(γ)υνο, παι(δ)ί κλπ. Γενικά, η διάλεκτος της Καρπάθου έχει πολλά κοινά στοιχεία με εκείνες των Δωδεκανήσων και της Κύπρου αλλά αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι ότι υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά στα ιδιώματα των διαφορετικών περιοχών του νησιού που όμοια της δεν παρατηρείται σε κανένα άλλο νησί της Ελλάδας. Το ιδίωμα της Ολύμπου αποτελεί μια απολύτως ξεχωριστή περίπτωση τόσο στην Κάρπαθο όσο και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Η γλώσσα αλλά και τα έθιμα της Ολύμπου είναι ο καμβάς πάνω στον οποίο αποτυπώθηκαν οι  πινελιές της ιστορίας του τόπου μέσα στους αιώνες. Η ρωμαϊκή κυριαρχία στην Κάρπαθο έφθασε κατά την περίοδο κατάκτησης της Ρόδου. Αργότερα, το νησί περνάει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τον Νικηφόρο Φωκά το 961, η Κάρπαθος μαζί με την Κάσο επανέρχονται υπό Βυζαντινή διοίκηση και αποτελούν το «Θέμα της Κρήτης». Η κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Φράγκους στα 1204 έχει σαν αποτέλεσμα η Κάρπαθος, η Ρόδος και η Κρήτη να περάσουν στον κρητικό ευγενή Λέοντα Γαβαλά, αργότερα στους Γενουάτες Μορέσκο, ξανά στον Κρητικό ευγενή Ανδρέα Κορνάρο στα 1306 και κατόπιν στην κατοχή των Ιπποτών του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη στα 1311 έως το 1315 που επανέρχεται η εξουσία των Ενετών με τον οίκο των Κορνάρων. Όπως και στα υπόλοιπα νησιά του Αιγαίου η Τουρκική κυριαρχία αρχίζει με την κατάληψη της Καρπάθου από τον στόλο του Χαϊρεντίν Βαραβαρόσσα στα 1537.
Από τα Ρωμαϊκά χρόνια έως και την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Κάρπαθος διατηρήθηκε σε μια σχετική απομόνωση καθώς η οικονομική και στρατηγική της σημασία δεν ήταν ιδιαίτερη. Έτσι, διατηρήθηκαν στοιχεία στο γλωσσικό ιδίωμα που πρέπει να σχετίζονται με τη διάλεκτο που υπήρχε πριν την καθολική εξάπλωση της ελληνικής κοινής. Η εντονότερη απομόνωση ενός ορεινού χωριού όπως η Όλυμπος δικαιολογεί όχι μόνο την επικράτηση στοιχείων της Δωρικής διαλέκτου στην γλώσσα των Ολυμπιτών αλλά και το «αρχαϊκότερο» άκουσμα της, που διαφοροποιείται από εκείνο των υπόλοιπων χωριών της Καρπάθου.
Βρίσκομαι πάλι να ανεβοκατεβαίνω σκαλιά και να ψάχνω το δρόμο μου μέσα στα δαιδαλώδη στενά δρομάκια του χωριού. Πού και πού συναντάω γυναίκες ντυμένες με το παραδοσιακό καβάϊ. Άλλες με χαιρετούν ευγενικά και άλλες μου σαϊτεύουν μια κλεφτή αυστηρή ματιά και μετά συνεχίζουν το δρόμο τους αμίλητες. Στην αυλή ενός σπιτιού ένας νεαρός άντρας ανακατεύει λάσπη και επιδιορθώνει ένα δαντελωτό μπαλκόνι. Για τους Ολυμπίτες λένε πως «έχουν χτίσει τον κόσμο όλο». Η σκληρή δουλειά για να μεταμορφώσουν την πέτρα και να  τιθασεύσουν το βράχο τους έδωσε τη γνώση και την εμπειρία ώστε γίνουν ονομαστοί τεχνίτες σε όλη την Ελλάδα. Δούλεψαν σε πολλά κοντινά νησιά , στην Θεσσαλονίκη, την Αθήνα και την Κρήτη, όπου εκεί ειδικά έχουν χτίσει πολλές εκκλησιές ανάμεσα τους και τον μεγαλοπρεπή ναό του Αγίου Μηνά του Ηρακλείου. Λέγεται ακόμα πως και το κτίριο της αγοράς των Χανίων είναι έργο Ολυμπιτών μαστόρων.
http://www.panoramio.com/photo/8431590
Ανηφορίζω ξανά προς τα ψηλότερα σημεία του οικισμού. Η αυλαία αρχίζει να ανοίγει ξανά και η εικόνα της ανοιχτής δυτικής θάλασσας μου αποκαλύπτεται αργά με τη συνοδεία της βουής του ανέμου που ολοκληρώνει μια τελετουργική παρουσίαση. Αριστερά και δεξιά, παραταγμένοι σε μια ανοδική πορεία προς τα ψηλότερα σημεία της ράχης του βουνού, στέκουν οι πεταλόσχημοι ανεμόμυλοι, σαν μαρμαρωμένοι φρουροί της μνήμης του παρελθόντος.
Το συγκεκριμένο είδος ανεμόμυλου με το πεταλοειδές σχήμα υπάρχει μόνο στην Κάρπαθο και στην Κρήτη. Αιχμαλωτίζοντας την δύναμη του ανέμου με τα πανιά του, κινεί ένα οριζόντιο άξονα και από εκεί κατακόρυφα, η κίνηση φτάνει στις μυλόπετρες. Σήμερα σχεδόν όλοι η ανεμόμυλοι της Ολύμπου έχουν εγκαταλειφθεί στην εκδίκηση του ανέμου και του χρόνου, αφοπλισμένοι από τα φτερά τους και από εκείνο το γόητρο που με τη  χρηστική και συμβολική τους αξία προσέδιδαν στους ιδιοκτήτες τους.
Σε αυτό το απομονωμένο ορεινό χωριό, η εκμετάλλευση της γης ήταν ο μόνος πόρος επιβίωσης και κατ’ επέκταση ο κύριος συντελεστής στη διαμόρφωση του κοινωνικού συστήματος. Άντρες και γυναίκες δούλευαν καθημερινά στα χωράφια κυρίως στην Αυλώνα αλλά και στον Άργο, την εύφορη περιοχή στο νησάκι Σαρία στα βόρεια της Ολύμπου και επέστρεφαν στο χωριό μόνο τα σαββατοκύριακα. Η πρόσβαση στη Σαρία γινόταν με καΐκια αλλά τα τελευταία χρόνια οι καλλιέργειες εκεί έχουν εγκαταλειφθεί. Το μόνο που έχει απομείνει είναι κάποιοι έρημοι στάβλοι (αγροτικά κτίσματα), αλλά και τα ερείπια στην θέση Παλάτια, όπου και βρισκόταν η αρχαία πόλη Νίσυρος, η οποία διατηρήθηκε ζωντανή έως ότου άρχισαν οι αραβικές επιδρομές.
Τα βυζαντινά μνημεία του 6ου περίπου αιώνα, όπως τα ερείπια της μεγάλης βασιλικής των Παλατιών και κάποια αραβικής τεχνοτροπίας θολωτά κτίσματα που χρονολογούνται πριν τον 10ο αιώνα, αποτυπώνουν τις ιστορικές εξελίξεις στην περιοχή. Το επίκεντρο όμως των αγροτικών δραστηριοτήτων των κατοίκων της Ολύμπου, βρισκόταν και βρίσκεται ακόμα στην περιοχή της Αυλώνας. Σ’ αυτό το εύφορο οροπέδιο αναπτύχθηκε σταδιακά ένας αγροτικός οικισμός 300 περίπου στάβλων, όπου μετοικούσε όλη σχεδόν η Όλυμπος την περίοδο του καλοκαιριού, τα χρόνια που η γεωργία και η κτηνοτροφία αποτελούσαν τις κύριες παραγωγικές δραστηριότητες.
«Ο κόσμος έφυγε από δω αφ’ ότου νοίξανε τα κράτη», είπε κάποια στιγμή η Μαρούκλα Μπαλασκά στη συζήτηση που είχα μ’ εκείνη και τον 90χρονο Νίκο Λεντάκη εκείνο το βροχερό απόγευμα που βρέθηκα στο στάβλο της οικογένειας Λεντάκη στην Αυλώνα. Εκείνος, με ζωηρό βλέμμα μου περιέγραφε μια εικόνα αφθονίας από το παρελθόν της Αυλώνας αναπολώντας ίσως και εκείνο τον πλούτο μιας νιότης που πέρασε. «Παλιά η ζωή ήταν καλή εδώ. Είχαμε μέλια, κρασιά, σφαχτά, τα πάντα. Τώρα πια δεν υπάρχουν άνθρωποι να ασχοληθούν.» Θυμόταν όμως και τις μεγάλες δυσκολίες εκείνης της ζωής, στις οποίες έπρεπε να έχει κανείς πολύ γερή κράση για να αντεπεξέλθει. «Κι είχαν όρεξη οι άνθρωποι κάθε βράϋ να κάμουν κι από ένα παιϊ !» συμπλήρωσε η Μαρούκλα με απόλυτη σοβαρότητα παρά το ότι το σχόλιο της ελάφρυνε λίγο την ατμόσφαιρα της συζήτησης. Ο μέσος αριθμός παιδιών για κάθε οικογένεια της Ολύμπου έφτανε τα 6 παιδιά, σε μια κοινωνία που αριθμούσε περί τους 1500 ανθρώπους, ίσως και περισσότερους, προπολεμικά.
Η βιωσιμότητα αυτού του πληθυσμού εξασφαλιζόταν από την σκληρή δουλειά για την εκμετάλλευση της γης και καθοριζόταν από την λειτουργία ενός αυστηρού κοινωνικού συστήματος που διατηρήθηκε και με την εύνοια κάποιων ιστορικών συνθηκών έως τις αρχές του 20ου αιώνα που άρχισε η σταδιακή απορρύθμιση του.
http://www.angelfire.com/super2/greece/karpathosholiday.html
«Οι έχοντες την γην έχουσι και τον λόγον!» ήταν η φράση που διατύπωνε την βασική αρχή αυτού του συστήματος, σύμφωνα με το οποίο οι ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων και πιο εύφορων εκτάσεων συγκέντρωναν στα χέρια τους και την εξουσία. Το χαρακτηριστικότερο  γνώρισμα αυτής της κυρίαρχης κοινωνικά ομάδας των κανακάρηδων ήταν το ότι αποτελούνταν κατά κανόνα από πρωτότοκα τέκνα και των δύο φύλων τα οποία όφειλαν την κοινωνική τους ανάδειξη στην κληρονομιά τόσο της οικονομικής όσο και της συμβολικής περιουσίας που μεταβιβαζόταν από γενιά σε γενιά. Οι κανακάρηδες κατείχαν σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα τις θέσεις εξουσίας στην κοινότητα, την συμμετοχή στον κλήρο, αλλά και το προνόμιο της μόρφωσης. Το ιδιαίτερο αυτό καθεστώς δεν απειλήθηκε από την τουρκική κυριαρχία στην περιοχή η οποία εκφραζόταν μόνο με την συγκομιδή των φόρων.
Με την χαλαρή επίβλεψη των Τούρκων η Όλυμπος συνέχισε να αυτοδιοικείται από τους Μουχτάρηδες, ένα τριμελές σώμα δημογερόντων που εκλεγόταν δια βοής κάθε δύο χρόνια. Τα προνόμια που παραχωρήθηκαν στην ανώτερη τάξη λειτούργησαν νομιμοποιητικά για την εξουσία της. Οι Κανακαραίοι ονομάζονταν τότε και φαρδυσκελάες  καθώς ξεχώριζαν από τις  χαρακτηριστικές βράκες από μπλε βαμβακερό ύφασμα αλλά και το φέσι που μόνον  αυτοί είχαν το δικαίωμα να φορούν.
Η συμμετοχή  της Καρπάθου στην επανάσταση του 1821, είχε σαν αποτέλεσμα την απελευθέρωση της μετά από δύο χρόνια, αλλά με το πρωτόκολλο του Λονδίνου στα 1830 και την αναγνώριση του νέου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους, τα Δωδεκάνησα δίνονται ξανά στην Τουρκία έως το 1912 που περιέρχονται στους Ιταλούς. Οι Ολυμπίτες όπως και όλοι οι κάτοικοι των Δωδεκανήσων, υποδέχτηκαν αρχικά τους Ιταλούς ως απελευθερωτές, πιστεύοντας τις υποσχέσεις τους για αυτονομία και σεβασμό στη θρησκεία τα έθιμα και τις παραδόσεις. Σταδιακά όμως η ιταλική διοίκηση έγινε καταπιεστικότερη καθώς αποκαλυπτόταν τα σχέδια για ολοκληρωτική ιταλοποίηση των νησιών, ειδικά μετά και από την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία. Η διαταγή της απογραφής του πληθυσμού στα 1922 προκάλεσε την έντονη αντίδραση και των κατοίκων της Καρπάθου. Μετά τις οργανωμένες κινητοποιήσεις διαμαρτυρίας στην Όλυμπο  ο τότε Δήμαρχος  Εμμανουήλ Σακέλλης παύεται και φυλακίζεται. Η προσάρτηση των Δωδεκανήσων στην Ιταλία το 1924 οδήγησε σε μεγαλύτερες παρεμβάσεις στην εκπαίδευση και την θρησκεία, ώσπου στα 1937 κλείνονται όλα τα ελληνικά σχολεία, απαγορεύεται η ελληνική γλώσσα και σταματά η χειροτόνηση νέων ιερέων.Η κατάσταση αυτή διατηρείται έως τα 1944 που τους Ιταλούς διαδέχονται οι γερμανικές δυνάμεις κατοχής.
Στα δύσκολα χρόνια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου η Όλυμπος συντηρούσε ολόκληρη την Κάρπαθο. Οι Ολυμπίτες καλλιεργούσαν κάθε σπιθαμή γης για να επιβιώσουν καθώς σύμφωνα με το λεγόμενο «αμάσο», η παραγωγή δεσμευόταν από τους Ιταλούς και διαμοιραζόταν σε όλο τον πληθυσμό του νησιού. Μετά το τέλος του πολέμου η Κάρπαθος περνάει σε αγγλική διοίκηση έως το Μάρτιο του 1947 που υψώνεται πια η Ελληνική σημαία στα Δωδεκάνησα. Αυτή η σημαία είχε υψωθεί με πολλούς τρόπους και με κάθε ευκαιρία πριν την επίσημη ένωση με την Ελλάδα.
Στεκόμουν μέσα στο μικρό εκκλησάκι του ευαγγελισμού της Θεοτόκου που συναντάει κανείς λίγο πριν φτάσει στην Όλυμπο, απορροφημένος από το θέαμα εκείνων των αγιογραφιών με την περίεργη τεχνοτροπία. Το βλέμμα μου σταμάτησε στη μορφή κάποιου απόστολου που κρατούσε στα χέρια του ένα ανοιχτό ευαγγέλιο. Στις σελίδες του αντί για γράμματα υπήρχε μόνο η ελληνική σημαία. Αυτές οι αγιογραφίες αλλά και άλλες τοιχογραφίες έγιναν στα 1937 από τον νεαρό Εμμανουήλ Ν. Παπαμανώλη ένα ξεχωριστό Ολυμπίτη αγωνιστή, που η αντιστασιακή του δράση είτε με το πινέλο είτε με το όπλο οδήγησε στην εκτέλεση του από τους Ιταλούς στα 1942 με την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας.
Λέγεται πως παρά το ότι τα θέματα της ζωγραφικής του εξαγρίωναν τους Ιταλούς, το ταλέντο του τους είχε εντυπωσιάσει τόσο που οι ίδιοι του είχαν προτείνει να πάει για σπουδές στην Ιταλία. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τον πόλεμο και την ένωση με την Ελλάδα και έως σήμερα η Όλυμπος συνεχίζει με το δικό της τρόπο να αντιστέκεται προσπαθώντας να διατηρήσει τις παραδόσεις της, ισορροπώντας ανάμεσα στην καθοριστική επίδραση της δύναμης του παρελθόντος και την απροσδιόριστη αμηχανία μπροστά στο μέλλον.
Έχω αντίκρυ μου τον ιερέα του χωριού και ακούω τις λεπτομερειακές περιγραφές του για το μοναδικό χρώμα που έχει το Πάσχα στην Όλυμπο και για τους εορτασμούς της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και του Αγίου Ιωάννη στη Βρουκούντα στις 15 και 29 Αυγούστου. Ο λόγος του είναι ακατάπαυστος, μ’ ένα ρυθμικό τόνο που επαναλαμβάνει ένα σταθερό μοτίβο.
Πριν τη μεγάλη εβδομάδα, ασπρίζονται όλα τα σπίτια και καθαρίζονται οι δρόμοι. Από την μεγάλη Δευτέρα έως την μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες πρέπει να έχουν τελειώσει τα κάθε είδους ψησίματα των διαφόρων τσουρεκιών και ψωμιών. Σε παλαιότερα χρόνια οι «αλαζάροι», ένα είδος ψωμιού  διακοσμημένο με ανάγλυφα σχέδια, δινόταν από την αγροτική οικογένεια σε εκείνη του σύντεκνου βοσκού και εκείνος έφερνε την επόμενη ημέρα κρέας και τυροκομικά είδη.
http://www.skaipatras.gr
Με τη συντεκνιά συνδεόταν η ανώτερη ταξικά ομάδα των γεωργών με εκείνη των βοσκών που βρισκόταν στο χαμηλότερο επίπεδο της κοινωνικής πυραμίδας. Αυτή η σχέση καθοριζόταν φυσικά από την ανάγκη να εξασφαλίσουν οι δύο πλευρές τα αγαθά που δεν παρήγαγαν αλλά και από ένα ευρύτερο φάσμα συμφερόντων τόσο με οικονομικό όσο και με συμβολικό υπόβαθρο. Ο βοσκός μπορούσε να έχει την άδεια να βόσκει τα ζωντανά του στα χωράφια του σύντεκνου γεωργού αλλά και να κερδίζει ένα μερίδιο γοήτρου καθώς συνδεόταν με μια οικογένεια κανακάρηδων. Από την άλλη μεριά ο γεωργός μπορούσε να έχει κάποιον «δικό του άνθρωπο» μέσα στην κοινωνική ομάδα των βοσκών και άρα κάποιο σύμμαχο σε τυχόν διενέξεις και διαφορές που συχνά είχαν να κάνουν με την καταστροφική για τις αγροτικές εκτάσεις βοσκή των ζώων. Αξιοσημείωτο είναι ότι η συντεκνιά, ξεκινούσε πάντοτε από πρόταση του αγρότη να βαφτίσει το παιδί κάποιου  βοσκού και ποτέ το ανάποδο. Έτσι, και την μεγάλη εβδομάδα, πρώτα η αγροτική οικογένεια προσέφερε τους «αλαζάρους» ή και άλλα αγροτικά προϊόντα, επιβεβαιώνοντας και ανανεώνοντας κάθε φορά την σχέση.
Ένα από τα στοιχεία που κάνουν το Πάσχα στην Όλυμπο τόσο ξεχωριστό είναι εθιμικές εκδηλώσεις την  Μεγάλη Παρασκευή. Οι γυναίκες του χωριού συγκεντρώνονται από το πρωί για να στολίσουν το επιτάφιο με φυσικά λουλούδια. Εκείνες που έχουν πρόσφατα κάποιο νεκρό στην οικογένεια, κρεμούν στον επιτάφιο στεφάνια πάνω στα οποία συχνά τοποθετούν μια  φωτογραφία του νεκρού ή κάποιο χαρτί με μοιρολόγια. Μετά το τέλος της πρωινής εκκλησιαστικής λειτουργίας και αφού οι άνδρες φύγουν, όλες οι γυναίκες συγκεντρώνονται γύρω από τον επιτάφιο. Στην αρχή κυριαρχεί μια ατμόσφαιρα σιωπής και προσμονής. Όλες ξέρουν ποια είναι εκείνη που δεν θα μπορέσει να συγκρατήσει τον πόνο της. Η ένταση αυξάνεται όλο και περισσότερο και συχνά μια κουβέντα αρκεί για αρχίσει ένα σπαρακτικό μοιρολόι που θα  τις παρασύρει και τις υπόλοιπες στον θρήνο.
Το βράδυ μετά τα εγκώμια γίνεται  η περιφορά του επιταφίου σε όλο το χωριό, και οι γυναίκες δίνουν ένα χαρτί με τα ονόματα των νεκρών τους, που ο παπάς μνημονεύει κατά τη διάρκεια της διαδρομής. Την πρώτη ανάσταση που γίνεται την νύχτα του μεγάλου Σαββάτου, ακολουθεί η δεύτερη, ή ανάσταση της αγάπης, που γίνεται το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα. Όλες οι γυναίκες έρχονται στην εκκλησία φορώντας το παραδοσιακό καβάϊ ή το σακκοφούστανο και εκείνες που είναι σε ηλικία γάμου έχουν περασμένη γύρω από το λαιμό την κολαϊνα, ένα μακρύ περιδέραιο με χρυσές λίρες.
«Το απόγευμα, τη δεύτερη ανάσταση, γίνεται  λειτουργία στην εκκλησία. Τότες θα φορέσεις τα ωραία σου στολίδια, τις κολαϊνες σου και θα πας να ποφανευτείς!» μου είχε πει η Μαρούκλα Μπαλασκά όταν μου περιέγραφε την παραδοσιακή ενδυμασία των γυναικών της Ολύμπου. Υπάρχουν δύο είδη παραδοσιακής φορεσιάς. Καθημερινά και τώρα πια μόνο οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες, φορούν την βράκα, την ποκαμίσα και από πάνω το καβάϊ (πανοφώρι), την ποέα (ποδιά) και την μαντίλα. Αυτή η φορεσιά αλλά στολισμένη με κεντήματα, φοριέται και από νεαρές κοπέλες στις γιορτές. Οι άγαμες νεαρές κοπέλες ή ακόμα κι εκείνες που έχουν παντρευτεί αλλά σχετικά πρόσφατα, φορούν το σακκοφούστανο, μια πολύχρωμη στολή που αποτελείται από το σάκκο (πανοφώρι), την φούστα, την ποδιά και το  κεντημένο με σχέδια λουλουδιών τεγρεμί (είδος μαντιλιού). Με αυτήν την ενδυμασία συνδυάζονται μόνο οι παντόφλες ενώ με το καβάϊφοριούνται κυρίως τα στιάνια (στιβάνια). Tις στολές τις κεντούν οι ίδιες οι γυναίκες προσπαθώντας πάντα να δημιουργήσουν σχέδια που θα εντυπωσιάσουν και θα συζητηθούν, καθώς στις γιορτές τίποτε δεν περνάει απαρατήρητο. Όλα τα ρούχα και τα υποδήματα φτιάχνονται μόνο στην Όλυμπο και με παραδοσιακά μέσα.
Συζητώντας με τον Γιάννη Πρεάρη που διατηρεί μαζί με τον πατέρα του το μοναδικό υποδηματοποιείο στην Όλυμπο, μαθαίνω για τις δυσκολίες μιας τέχνης που κινδυνεύει να εξαφανιστεί καθώς σήμερα παπούτσια αγοράζουν μόνο οι γυναίκες για τις παραδοσιακές τους στολές και αλλά κάποιοι τουρίστες. Εντυπωσιακό είναι ότι για τις ανάγκες σε δέρμα του υποδηματοποιείου λειτουργεί και ένα παραδοσιακό βυρσοδεψείο όπου κατά την διαδικασία επεξεργασίας χρησιμοποιούνται υλικά όπως, στάχτη, κεραμίδι, ασβέστης, σκόνη από βελανίδι και κόπρανα όρνιθας!
Το αποκορύφωμα των εορταστικών εκδηλώσεων την περίοδο του Πάσχα είναι την Λαμπρή Τρίτη (Τρίτη του Πάσχα). Στα έθιμα εκείνης της ημέρας συγκεντρώνονται οι παλαιότερες και πιο χαρακτηριστικές εκφράσεις της Ολυμπίτικης ζωής. Από νωρίς οι καμπάνες χτυπούν χαρμόσυνα και από την κεντρική εκκλησία της κοιμήσεως της Θεοτόκου ξεκινάει η λιτάνευση των εικόνων της Παναγίας, του Χριστού, του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου και του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Η περιφορά σταματάει για λίγο σε κάθε εκκλησάκι που βρίσκεται στην πορεία μιας κυκλικής διαδρομής, που ξεκινάει το πρωί από το κέντρο του χωριού για να καταλήξει πάλι εκεί τις απογευματινές ώρες.
Σε καθένα από τα μικρά εκκλησάκια ο ιερέας μνημονεύει τους ιδιοκτήτες τους και διαβάζει κάποιες ευχές με τις οποίες γίνεται μια επίκληση για βροχή, που ήταν ένα πολύτιμο αγαθό για τον αγροτικό πληθυσμό. Παρόμοια έθιμα κατά την εβδομάδα της διακαινησίμου υπάρχουν και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και πιθανόν συνδέονται με αρχαίες φυσιολατρικές τελετές.Τα γραφικά εκκλησάκια που βρίσκονται γύρω από την Όλυμπο είχαν χτιστεί από μία ή περισσότερες οικογένειες κανακάρηδων και ήταν ένα από τα σύμβολα του κοινωνικού τους γοήτρου. Σε αυτούς τους χώρους θάβονταν και οι νεκροί της οικογένειας, μέχρι το 1922 που καθιερώθηκαν τα δημόσια κοιμητήρια.
Η λιτανεία των εικόνων μετά τα τρία πρώτα εκκλησάκια της διαδρομής, σταματά στο νεκροταφείο του χωριού. Εκεί ο ιερέας μνημονεύει τους νεκρούς και διαβάζει το Χριστός Ανέστη πάνω από κάθε μνήμα. «Είναι μια μεταλαμπάδευση του Χριστός Ανέστη, για να ακουστεί και στους νεκρούς!» μου λεει ιερέας Γιάννης Διακογεωργίου, υπογραμμίζοντας το λόγο του με ένα ήρεμο χαμόγελο.
http://www.apn.gr/travel-maps/travel-articles/paradosiako-pasxa-sta-nisia-ton-dodekanison/
Στην Όλυμπο, οι νεκροί ποτέ δεν χάνονται από την κοινωνική και προσωπική ζωή των ανθρώπων. Με διάφορους τρόπους η παρουσία τους εξακολουθεί να υπάρχει αλλά και να καθορίζει τις σκέψεις και τις επιλογές των συγγενών και των απογόνων τους. Όταν ο μεγαλωμένος στην Κρήτη σημερινός γυμνασιάρχης του χωριού, Γιάννης Μπαλάνος, γύρισε στην Όλυμπο για να παντρευτεί και να τιμήσει έτσι την επιθυμία του Ολυμπίτη πατέρα του, ο ξεχωριστός μαντιναδολόγος Κωστής Κωσταντάρος του είχε πει σε ένα γλέντι:
Και αν αισθάνονται οι νεκροί,
Γιάννη τον ερχομό σου,
Μ’ αυτή σου την προτίμηση,
Κι αυτοί θα καμαρώσουν.
Οι πρόγονοι «ανασταίνονται» στην Όλυμπο μέσα από την εκπλήρωση ενός ιερού καθήκοντος και συναισθηματικού χρέους, που καθορίζει τα βαφτιστικά ονόματα των πρωτότοκων παιδιών νομιμοποιώντας έτσι τα κληρονομικά τους δικαιώματα. Ο γάλλος εθνολόγος Bernard Vernier στην πρόσφατα δημοσιευμένη  μελέτη του για το κοινωνικό σύστημα της Ολύμπου αναφέρει χαρακτηριστικά γι’ αυτήν την «ιδεολογία της ανάστασης»[1] : «Η κύρια λειτουργία του συστήματος ονοματοθεσίας, με βάση την ιδεολογία που το διέπνεε και η οποία “συνταύτιζε” τους πρωτότοκους με τους συνονόματους προγόνους τους, ήταν να κατοχυρώσει στην συνείδηση όλων και κυρίως στην συνείδηση των υστερότοκων, το αποκλειστικό δικαίωμα των πρωτότοκων στην πατρογονική κληρονομιά. Οι πρωτότοκοι γίνονταν έτσι εκπρόσωποι των γενών.»
Σύμφωνα με αυτό το σύστημα η κληρονομιά του ονόματος και κατ’ επέκταση της περιουσίας γινόταν με αμφιγραμμικό τρόπο, ώστε η πρωτότοκη κόρη παίρνοντας το όνομα της γιαγιάς από την μεριά της μητέρας να κληρονομεί την περιουσία της και ο πρωτότοκος γιος αντίστοιχα την περιουσία από τη μεριά του πατέρα. Τα επόμενα παιδιά αν υπήρχαν, έπαιρναν τα ονόματα του άλλου παππού και της γιαγιάς και σε κάποιες περιπτώσεις «ανάσταιναν» κάποιες θείες ή θείους ή το όνομα κάποιου από τους συγγενείς που έπρεπε να «αναστηθεί», για να εκπληρωθούν κάποιες υποχρεώσεις  ή στα πλαίσια στρατηγικών που στόχευαν σε οικονομικά, συμβολικά και άλλα οφέλη.
Το κανακαρίκι, δηλαδή το δικαίωμα των πρωτότοκων στην πατρογονική περιουσία καθόριζε την οικονομική και συμβολική τους εξουσία στην κοινότητα, εξασφαλίζοντας τους και την δυνατότητα να παντρευτούν, ενώ για τους ίδιους λόγους τα υστερότοκα παιδιά και κυρίως τα κορίτσια έμεναν συνήθως άγαμα και αναγκασμένα να δουλεύουν για τα πρωτότοκα και να εξαρτούνται τόσο οικονομικά όσο και συναισθηματικά από τα αυτά. Είναι σημαντικό να αναφερθεί πως αυτή η κοινωνική δομή καθορίστηκε βασικά από τον περιορισμό των πλουτοπαραγωγικών πηγών, καθώς εάν οι λίγες εύφορες εκτάσεις άρχιζαν να διαμοιράζονται κληρονομικά εξίσου σε όλα τα παιδιά από γενεά σε γενεά, απειλούνταν και η επιβίωση της κάθε οικογένειας αλλά και πλήττονταν η κοινωνική της θέση.
Η πορεία συνεχίζεται από εκκλησάκι σε εκκλησάκι, ενώ κατά τη διάρκεια της διαδρομής  μπορεί ο καθένας να σηκώσει κάποια εικόνα αφού πρώτα αφήσει τον «οβολό» του σε ένα ειδικό σακουλάκι. Φτάνοντας ξανά στο πλατύ, έξω από την εκκλησία της κοιμήσεως της Θεοτόκου, ακολουθεί η «ύψωση» των εικόνων. Πρόκειται για ένα πλειστηριασμό, σύμφωνα με τον οποίο την εναπόθεση της κάθε εικόνας μέσα στην εκκλησία την κάνει όποιος προσφέρει τα περισσότερα χρήματα. Την τελευταία χρονιά η εικόνα της παναγίας που θεωρείται και η σημαντικότερη, έφθασε το ένα εκατομμύριο δραχμές! Ακολουθεί το «τραπέζι της παναγίας» στον γυναικωνίτη με τη συμμετοχή, του ιερέα, των ψαλτών και εκείνων που δούλεψαν για την εκκλησία καθώς και όσων ύψωσαν τις εικόνες, ενώ έξω στο πλατύ αρχίζει σιγά σιγά η μουσική και ο χορός.
http://www.i-diadromi.com/2010/03/blog-post_3635.html
Το γλέντι της Λαμπρής Τρίτης μαζί με εκείνα που γίνεται τον δεκαπενταύγουστο και στις 29 Αυγούστου στον εορτασμό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στη Βρουκούντα, είναι τα μεγαλύτερα της χρονιάς καθώς συμμετέχει μεγάλος αριθμός μεταναστών από τις Ολυμπίτικες παροικίες της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Το εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη είναι μέσα σε μια σπηλιά, κοντά στην αρχαιολογική περιοχή της Βρουκούντας όπου βρίσκονται και οι περίφημοι λαξευτοί τάφοι που χρονολογούνται πριν τον 4ο π.χ. αιώνα. «Λένε ότι το εκκλησάκι δεν ήταν εκεί αλλά λίγο παραπάνω. Όμως κάθε πρωί έβρισκαν την εικόνα του αγίου μέσα στη σπηλιά! Οπότε αναγκαστικά, εφ’ όσον ο δοξασμένος ήθελε την σπηλιά……» μου είπε γέρνοντας ελαφρά το κεφάλι με νόημα ο παπά Γιάννης, εξηγώντας μου τον μύθο που δικαιολογεί την επιλογή της συγκεκριμένης τοποθεσίας.
Μέσα από τα πανηγύρια και τα γλέντια προβάλλονται με τον πιο ολοκληρωμένο τρόπο τα στοιχεία που συνθέτουν την ταυτότητα του Ολυμπίτη. Στο κέντρο της εκδήλωσης βρίσκονται τα όργανα και σε ένα κύκλο γύρω τους κάθονται οι άντρες οι οποίοι τραγουδούν μαντινάδες που προκύπτουν αυθόρμητα εκείνη τη στιγμή και έχουν συνήθως θέμα τους το καλωσόρισμα των Ολυμπιτών μεταναστών. Τα τραγούδια αυτά είναι κυρίως με 15σύλλαβο στίχο και σε αργό ρυθμό που δικαιολογεί την ονομασία συρματικά. Καθώς το κέφι ανεβαίνει αρχίζει ο αργόσυρτος  σιανός χορός  που σταδιακά γίνεται πιο γρήγορος για να φτάσει στον πάνω χορό που είναι ένα είδος σούστας που δεν απλώνεται όμως σε έκταση αλλά χορεύεται σχεδόν επιτόπου εξαιτίας του περιορισμένου χώρου. Ανάλογα το τραγούδι χορεύεται και ο ζερβός χορός σε 13σύλλαβο στίχο και ο γονατιστός χορός σε τροχαϊκό 8σύλλαβο ή 7σύλλαβο.
Ο πρώτος χορευτής, ο κάβος, είναι πάντοτε άντρας που θα πρέπει να έχει την ικανότητα να κάνει τα τσαλίμια δηλαδή τις ιδιαίτερες χορευτικές φιγούρες. Ο κάθε χορευτής έχει στο πλάι του από την αριστερή πλευρά μία ή περισσότερες γυναίκες, κυρίως νεαρές κοπέλες, ενώ οι μεγαλύτερες σε ηλικία βρίσκονται έξω από τον κύκλο των ανδρών και παρατηρούν αμίλητες τα τεκταινόμενα με πολύ αυξημένη προσοχή. Βλέπουν τα ρούχα και κρίνουν την μοναδικότητα και την πρωτοτυπία των κεντημάτων, την ομορφιά των κοριτσιών και τις λίρες που φορούν ως ένδειξη της προίκας και της περιουσίας τους αλλά και την ικανότητα των αντρών στο χορό και το τραγούδι.
Φωτ.: Μανώλης Χατζηβασίλης. http://www.agelioforos.gr
«Πήγαινε εκεί και πιάσε.» Θα πει η μάνα στη θυγατέρα της καθοδηγώντας την δίπλα σε ποιόν θα πάει μέσα στο χορό, έτσι ώστε να τεθεί σε εφαρμογή μια πολύ λεπτή στρατηγική που έχει στόχο είτε να διερευνήσει τις προθέσεις του γαμπρού που εκείνη έχει διαλέξει για την κόρη της είτε ακόμα και να αποπροσανατολίσει τους άλλους εάν δεν θέλει να αποκαλυφθούν ξεκάθαρα οι σκέψεις της. Ο γάμος είναι για την Όλυμπο το μεγαλύτερο κοινωνικό γεγονός και γύρω από αυτόν αναπτύσσονται πολύπλοκοι σχεδιασμοί και στρατηγικές που καθορίζονται από οικονομικά και κοινωνικά κριτήρια.
Μια οικογένεια κανακάρηδων θα συνδεθεί μόνο με εκείνη που διαθέτει ανάλογο οικονομικό και συμβολικό κεφάλαιο προσπαθώντας να αποφύγει κάθε τι που θα μπορούσε να «μολύνει τη γενιά της». Οι όποιες παρεκτροπές από τους κανόνες είχαν, περισσότερο κατά το παρελθόν, ένα πολύ σοβαρό αντίκτυπο στο γόητρο ειδικά των ανώτερων κοινωνικά οικογενειών οι οποίες βάσιζαν την θέση τους μέσα στην κοινωνία του χωριού, όχι μόνο στην ιδιοκτησία της γης και στην γενικότερη οικονομική τους επιφάνεια, αλλά και στο ακηλίδωτο όνομα της γενιάς τους. «Αν μείνει ρετσινιά, σε βρίζουν μέχρι το εγγόνι σου!» όπως μου είπε κάποιος.
Σε αυτά τα πλαίσια, το κλέψιμο ή το φίλημα αποτελούσε και μια τεχνική μέσα σε μια γενικότερη στρατηγική που είχε στόχο είτε να δημιουργηθούν τετελεσμένα γεγονότα είτε να πληγεί το όνομα μιας άλλης οικογένειας. Η αμφισβήτηση της απόφασης της οικογένειας και κυρίως της μάνας που σε αυτά τα θέματα είχε και έχει τον πρώτο λόγο, ήταν μια σοβαρή απειλή για τη λειτουργία του ιδιαίτερου κοινωνικού συστήματος κυρίως τα παλαιότερα χρόνια.
Όταν κάποτε ,πριν αρκετά χρόνια, μια κόρη δεν υπάκουσε στην εντολή της μητέρας της και κλέφτηκε με τον αγαπημένο της, εκείνη την έκανε «απόπαιδο», δηλαδή την αποκλήρωσε, και σαν ένδειξη αυτής της πράξης, έβαλε φωτιά στα ρούχα και τα κεντήματα που της είχε φτιάξει στην κεντρική πλατεία του χωριού για να γίνουν όλοι μάρτυρες αυτής της πράξης. Όταν αργότερα η κόρη αποφάσισε να δώσει το όνομα της μητέρας της στο πρώτο της παιδί, οι σχέσεις αποκαταστάθηκαν και η κόρη πήρε μέρος της κληρονομιάς, για να ολοκληρωθεί έτσι μια ανταλλαγή που διόρθωνε έτσι ένα κοινωνικό ατόπημα και επανέφερε την ισορροπία ικανοποιώντας τα οικονομικά και συμβολικά συμφέροντα των δύο πλευρών. Ακόμα και σήμερα ως ένα βαθμό ισχύει αυτό που λένε ότι «το γαμπρό τον ερωτεύεται πρώτα η μάνα και μετά η κόρη.» Έτσι, και τα τελευταία χρόνια, με την απόφαση των γονιών έχουν γίνει γάμοι που, λόγω βέβαια των διαφορετικών συνθηκών που επικρατούν σε σχέση με το παρελθόν, καταλήγουν συχνότερα σε αποτυχία.
Ο παραδοσιακός γάμος στην Όλυμπο έχει ένα ξεχωριστό χρώμα και ακολουθεί ένα συγκεκριμένο τυπικό. Από νωρίς οι φιλενάδες και οι συγγενείς της νύφης έρχονται στο σπίτι της για να της ευχηθούν και για να βοηθήσουν στις απαραίτητες ετοιμασίες του γαμήλιου τραπεζιού. Το απόγευμα, στο σπίτι του γαμπρού γίνεται το γλέντι του «ξεπορτίσματος» όπου με τη συνοδεία των μουσικών οργάνων λέγονται τραγούδια αφιερωμένα σ’ εκείνον και την οικογένεια του. Κάποια στιγμή όταν ακουστούν τρεις απανωτές τουφεκιές οι «λαλητάδες», δηλαδή η συνοδεία των μουσικών και των τραγουδιστών, συνοδεύουν το γαμπρό στην εκκλησία και κατόπιν οι ίδιοι φέρνουν και τη νύφη εκεί για να γίνει το μυστήριο. Μετά ακολουθεί το γλέντι στο δημοτικό μέγαρο, την αίθουσα εκδηλώσεων του χωριού που λειτουργεί τα τελευταία 30  χρόνια. Εκεί μέσα σε ένα χώρο που είναι στολισμένος  με διάφορα υφαντά και κεντήματα, που δείχνουν και την δεξιοτεχνία της νύφης, ακολουθεί ένα μεγάλο γλέντι που μπορεί να κρατήσει για μέρες!
http://www.radioolympos.gr
Περπατάω νευρικά στα έρημα στενοσόκακα της Ολύμπου μέσα στη νύχτα, έχοντας συντροφιά τα ξεπετάγματα του ανέμου που κατηφορίζει  σφυρίζοντας από τις βορειότερες γειτονιές. Φτάνω στο καφενείο του Αντώνη Ζωγραφίδη, την ώρα που εκείνος σκαλίζει με το μαχαίρι ένα κομμάτι ξύλο για φτιάξει μια τσαμπούνα, ώστε να δουλέψει και να πλάσει το σφύριγμα του ανέμου κατά πως εκείνος θέλει. Χρησιμοποιώντας ξύλο κυρίως καρυδιάς ή μουριάς και κατσικίσιο δέρμα για το ασκί, φτιάχνει το μουσικό όργανο που τον συντροφεύει περίπου 50 χρόνια τώρα, σε αμέτρητα γλέντια στην Όλυμπο και συναυλίες  εντός και εκτός της Ελλάδας. «Δεν υπάρχει άλλη διέξοδος διασκέδασης εδώ παρά το γλέντι.» μου λεει κάποια στιγμή και συνεχίζει περιγράφοντας μου σκηνές από γλέντια και περιστατικά που συνοδεύτηκαν από ευρηματικές μαντινάδες.
Σε αντίθεση με ότι ισχύει στην Κρήτη, η μαντινάδα στην Όλυμπο πρέπει να είναι αυθόρμητη και είναι αδιανόητο σε κάποιο γλέντι κάποιος να χρησιμοποιήσει μαντινάδα που έχει ειπωθεί ξανά. Η μαντινάδα εδώ φτιάχνεται στα πλαίσια ενός «διαλόγου» και ανάλογα την αφορμή ή την σκοπιμότητα μπορεί να είναι από επαινετική έως και σαρκαστική σε κάποιες περιπτώσεις. «Η μαντινάδα η καλή πρέπει να είναι εύστοχη» συνεχίζει ο Αντώνης Ζωγραφίδης πριν αρχίσει να μου μιλάει για κάποιους από τους τελευταίους μεγάλους μαντιναδολόγους που όλοι ακόμα θυμούνται το ταλέντο τους.
Η περίπτωση του Δασκάλου Κομνηνού Παυλίδη θεωρείται ξεχωριστή. «Ο Δάσκαλος δεν επιάνετο στις μαντινάδες γιατί τις έλεγε στον απάνω χορό, σε γρήγορο δηλαδή ρυθμό. Εκεί πρέπει σε λιγότερο από λεπτό να είναι η μαντινάδα έτοιμη!» Πολύ χαρακτηριστική είναι εκείνη που είχε πει την πρώτη επέτειο της 25ης Μαρτίου μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους γερμανούς.
Ένδοξη η πατρίδα μας,
Το ριζικό της το’ χει,
Να λέει πάντα στον εχθρό,
Μολών λαβέ και όχι.
Οι μαντινάδες δεν ακούγονται μόνο στα γλέντια αλλά δημοσιεύονται στις εφημερίδες «Βρυκούς» και «Φωνή της Ολύμπου» που εκδίδονται στις παροικίες της Ρόδου και του Πειραιά αντίστοιχα. Σε αυτές τις δύο παροικίες και στην Βαλτιμόρη των Η.Π.Α. βρίσκεται ο κύριος όγκος των μεταναστών της Ολύμπου. Το πρώτο κύμα μετανάστευσης στις αρχές του αιώνα με προορισμό κυρίως άλλα μέρη της Ελλάδας ,την Μικρά Ασία, και αργότερα την Περσία, το Μαρόκο, την Αίγυπτο και τις Η.Π.Α., ακολουθήθηκε από ένα δεύτερο μεταπολεμικά προς ξανά τις Η.Π.Α., την Αυστραλία και την Γερμανία.
Η μετανάστευση και η εισαγωγή της χρηματικής οικονομίας επηρέασαν έντονα τις βάσεις ενός κοινωνικού συστήματος που στηριζόταν στην ιδιοκτησία της γης. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπροσαρμοστούν οι κοινωνικές αξίες και αντιλήψεις καθώς αμφισβητήθηκε πλέον η ανωτερότητα των κανακάρηδων, να βρεθούν διέξοδοι στα υστερότοκα παιδιά και να ισχυροποιηθεί η οικιακή εξουσία της γυναίκας. Ο Bernard Vernier στο βιβλίο του αναφέρει ένα περιστατικό στις αρχές της δεκαετίας του ’20, που αποκαλύπτει τις διαστάσεις  της ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στους πλούσιους μετανάστες και τους κανακάρηδες.
Κάποιοι μετανάστες έκαναν έρανο για να ξαναχτιστεί το καμπαναριό της κεντρικής εκκλησίας του χωριού, βάζοντας όρο να καταργηθούν τα ιδιωτικά στασίδια και πλάκες, δηλαδή τις ξεχωριστές θέσεις που εντός της εκκλησίας κατείχαν οι πρωτότοκοι κανακάρηδες και κανακαρές και οι οποίες μεταβιβάζονταν κληρονομικά. Όταν το κοινοτικό συμβούλιο του χωριού αρνήθηκε να ικανοποιήσει αυτήν την απαίτηση τότε κάποιοι μετανάστες πήγαν την νύχτα στην εκκλησία και έσπασαν όλα τα στασίδια.
Έργο του Κωνσταντίνου Μάνου (Όλυμπος Καρπάθου, 1964)
Η απουσία των αντρών από το σπίτι για μεγάλα χρονικά διαστήματα  είχε σαν αποτέλεσμα η ήδη ισχυρή θέση της γυναίκας μέσα στο σπίτι να γίνει ισχυρότερη και να διευρυνθεί ο ρόλος της. Ένα απόγευμα στο εστιατόριο των Λεντάκηδων, έγινα μάρτυρας μιας πολύ ενδιαφέρουσας διαφωνίας ανάμεσα στην Μαρούκλα Μπαλασκά και την 20χρονη εγγονή της αδελφής της, Μαρίνα Λεντάκη. Η Μαρίνα ρώτησε, με έντονη φεμινιστική διάθεση, αν είναι σωστό ,αυτό που ακόμα και σήμερα βλέπει κανείς στην Όλυμπο, δηλαδή το να κουβαλάει η γυναίκα τα ξύλα και ο άντρας να προχωράει με άδεια χέρια. Η απάντηση της Μαρούκλας ήταν αφοπλιστική. «Η γυναίκα ήτανε υποχρεωμένη να πάει να κόψει φρύγανα να φέρει, να ζυμώσει, να ψήσει στο φούρνο, να ταΐσει τα παιδιά, κι ο άντρας να’ ναι άντρας, στο καφενείο του. Το’ χαμε εμείς οι Ολυμπίτισσες τον άντρα να τον’ εφυλάμε, δεν τον’ εζορίτζαμε πολύ!»
Την τελευταία βραδιά στην Όλυμπο δώσαμε ραντεβού με τον Κώστα Πλούσιο, τον γυμναστή του σχολείου, στο καφενείο του Φιλλιπίδη για μερικές αποχαιρετιστήριες τσικουδιές. Νωρίτερα είχα επισκεφθεί εκείνο το παλαιό οίκημα που φιλοξενεί, δεκαετίες τώρα, το δημοτικό και το γυμνάσιο της Ολύμπου. «Το σχολείο είχε παραμείνει ανέγγιχτο από τότε που το είχαν παραδώσει οι Ιταλοί. Οι όποιες βελτιώσεις έχουν γίνει μόλις τα τελευταία χρόνια.» Οι καθηγητές που διορίστηκαν στην Όλυμπο τον τελευταίο χρόνο κατάφεραν με προσωπική τους προσπάθεια να βελτιώσουν τις συνθήκες καταφέρνοντας ακόμα και να φέρουν στο σχολείο ηλεκτρονικούς υπολογιστές, ύστερα από έκκληση στον πρόεδρο της Βουλής των Ελλήνων και την άμεση δική του ανταπόκριση.
Στην Όλυμπο δεν φτάνουν ούτε εφημερίδες ούτε περιοδικά. Στην τηλεόραση τα τουρκικά κανάλια κυριαρχούν. Η Όλυμπος συνδέεται με την υπόλοιπη Κάρπαθο με  ένα χωματόδρομο μήκους 18 περίπου χιλιομέτρων που μόνο αγροτικό ή τζιπ μπορεί να περάσει. Τρόφιμα έρχονται κυρίως με ένα καράβι από την Κρήτη που περνάει δύο- τρεις φορές την εβδομάδα από το λιμάνι του Διαφανίου, του παραθαλάσσιου οικισμού στα ανατολικά της Ολύμπου που γνωρίζει ιδιαίτερη ανάπτυξη τα τελευταία χρόνια. «Πιστεύω ότι οι άνθρωποι που ζουν εδώ δεν έχουν καταλάβει ακόμα τον πλούτο που έχουν στα χέρια τους!» μου είχε πει νωρίτερα ο Κώστας. Ως τη στιγμή που τον ξανασυνάντησα στο καφενείο αναρωτιόμουν πως αλήθεια αντιλαμβάνονται οι Ολυμπίτες τον εαυτό τους και πως θα μπορούσαν να διαχειριστούν σωστά αυτήν την αναμφισβήτητη περιουσία της παράδοσης τους.
Συνεχίζουμε αυτήν την συζήτηση και κάποια στιγμή του αναφέρω πως όταν ζήτησα να επισκεφθώ την δημοτική βιβλιοθήκη της Ολύμπου, σταμάτησα μπροστά σε μια παλιά ξύλινη σκάλα που κρεμόταν κυριολεκτικά στον αέρα. Ο Κώστας με παροτρύνει να θέσω το θέμα ανοιχτά μπροστά στην «εκκλησία του δήμου» που όπως και σε κάθε άλλο χωριό της Ελλάδας βρίσκει την πιο αυθεντική της έκφραση μέσα σε κάποιο καφενείο. Όταν αποφασίζω να μιλήσω τελικά, αρχίζει μια έντονη συζήτηση για το θέμα που πολύ γρήγορα αποκτά μια πολιτική διάσταση.
Σε μια γωνιά του καφενείου κάθεται ο Robert, ένας μεσήλικας βέλγος με χαμηλά γυαλάκια και ένα διακριτικό κοτσιδάκι, ένας ρομαντικός άνθρωπος που μένει αρκετούς μήνες σε ελληνικά νησιά κάθε χρόνο, γράφοντας θεατρικά έργα που ανεβάζει στις Βρυξέλες με ένα ερασιτεχνικό θίασο. Το τελευταίο του έργο διαδραματίζεται στην Όλυμπο. Σηκώνεται μέσα στη φασαρία και μου δίνει ένα χαρτάκι. «Τι μου αρέσει στην Όλυμπος είναι αντίσταση για κοσμοπολιτισμό!» Χαμογελάω και τον κοιτάζω για να του δείξω ότι κατάλαβα. Εκείνος επιμένει και  σφίγγοντας τη γροθιά του και μου λέει με ύφος εμφατικό: «La resistance!…καταλαβαίνεις ;»
Η Όλυμπος ξεχωρίζει χωρίς να το θέλει, αντιστέκεται δίχως να το προσπαθεί. Και μένει ακόμα γαντζωμένη γερά πάνω στις δύσβατες κορφές του παρελθόντος της, βιγλίζοντας μ’ επιφύλαξη προς το ανοιχτό πέλαγος του μέλλοντος, για να αγναντέψει τους οιωνούς που πάντα προβάλλουν στον ορίζοντα, σαν μαύρα σαρακήνικα καράβια…
(Μέρος του άρθρου δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Γαιόραμα το 2002)


[1] «Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΓΕΝΕΣΗ ΤΩΝ ΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ-Πρωτότοκοι και Υστερότοκοι στην Κάρπαθο» Bernard Vernier, εκδ.Αλεξάνδρεια, 2001, σελ 83