"Το Φτερούι", μια ιστορία του Βασίλη Διακοβασίλη

"Το Φτερούι", μια ιστορία του Βασίλη Διακοβασίλη

Ποτέ δεν του άρεσαν οι πόλεις. Ειδικά οι μεγαλουπόλεις με τις αχανείς διαδρομές και τους ουρανοξύστες που σου κρύβουν τον ορίζοντα. Και στην τηλεόραση που τις έβλεπε, ενώ οι υπόλοιποι της παρέας εκστασιάζονταν αυτός μαζευόταν σφιχτά, σαν να προστάτευε τον εαυτό του από την πολυκοσμία, το ψυχρό φως των λαμπτήρων και την τραχύτητα της.

 Παιδί του χωριού ήταν, ενός μικρού ορεινού χωριού της Μακεδονίας, με ελάχιστους κατοίκους, κτηνοτρόφοι οι περισσότεροι, κάποιοι λίγοι ασχολούνταν και με την υλοτομία. Όλοι γνωρίζονταν μεταξύ τους, με το μικρό όνομα προσφωνούνταν όταν διασταυρώνονταν στα στενά σοκάκια, πολλές φορές χρησιμοποιούσαν και τα παρατσούκλια τους. Πολλούς τους ήξεραν μόνο με αυτό, το οποίο με την αναπάντεχη γλωσσική τους ευπλαστία, τους φόρτωναν απολύτως εύστοχα οι συγχωριανοί τους. Αυτόν, όλοι τον ήξεραν ως το “Φτερούι”.

 Μόνο όταν έφυγε από το χωριό του, τότε επιτέλους ευτύχησε να ακούσει το όνομά του, Νίκο τον έλεγαν, ολοκάθαρα να βγαίνει από τα στόματα των συνομιλητών του.
 Λιανός και αδύναμος ήτανε, καμιά σχέση με τα άλλα γεροδεμένα αγόρια του χωριού, φτερό στον άνεμο που συχνά πυκνά σήκωνε και τις πέτρες στην περιοχή τους, αυτός ήτανε το φτερό που σίγουρα με το πρώτο φύσημα θα χανόταν από εκεί, όλοι το ήξεραν, πρώτα πρώτα αυτός ο ίδιος, ότι δεν ήταν γεννημένος για να βιοποριστεί στη σκληρή ζωή του βουνού.
 Τα γράμματα ήταν η μόνη διέξοδός του, αυτά έβαλε στη ζωή του από νωρίς, αυτά ήταν το εισιτήριο του για να φτιάξει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Από το Γυμνάσιο ως το Λύκειο, και μετά στο Πανεπιστήμιο, παρέμενε κοντά στον τόπο του. Στο Οικονομικό πήγαινε με χαρά διότι έβλεπε ότι οι σπουδές που έκανε, του ταίριαζαν μα συγχρόνως δυσφορούσε με τη ζωή, που ήταν αναγκασμένος να υπομένει στην πόλη που σπούδαζε. Έμενε σε μία γκαρσονιέρα σε μια παλιά πολυκατοικία, κοντά στον Άη Δημήτρη, σ’ ένα στενό και ανήλιαγο δρόμο, όπου τα διπλοπαρκαρισμένα αυτοκίνητα καταλάμβαναν τα μαυρισμένα από το καυσαέριο πεζοδρόμιο. Όταν η κατάσταση έφτανε στο απροχώρητο και ένιωθε ότι ο αέρας που ανάσαινε δεν τον έφτανε, ανέβαινε το κλιμακοστάσιο κι έβγαινε στην ταράτσα, όπου από την μια πλευρά μπορούσε να δει τον Θερμαϊκό και στο βάθος, πέρα από την άχνα του Αξιού, τον ασπρισμένο Όλυμπο να στέκει αγέρωχος, όμορφος, στιβαρός. Καθόταν και τον χάζευε για ώρα μέχρι που ερχόταν και πάλι στα καλά του, η θέα του και μόνο είχε τη δύναμη να τον συνεφέρνει, θυμίζοντας του πως είναι να ζεις μέσα στην καθαρότητα της αμόλυντης ατμόσφαιρας.
 Πήρε γρήγορα το πτυχίο του και αμέσως μετά το στρατιωτικό βρήκε δουλειά στην Αθήνα, στο λογιστήριο μιας μεγάλης εταιρίας ως βοηθός στην αρχή. Τα λεφτά ήτανε καλά, φαινόταν ότι είχε συνηθίσει πια και την βουή της πόλης, όλα μια ιδέα είναι έλεγε ξεγελώντας πρώτα πρώτα τον εαυτό του. Όλα πήγαιναν καλά στη ζωή του, δεν άργησε να συνδεθεί και με μία κοπέλα που εργαζόταν κι αυτή στην ίδια εταιρία και μέχρι να το καταλάβει βρέθηκε παντρεμένος. Είχε προτείνει, μήπως και γινόταν ο γάμος στο χωριό του, αλλά εκείνη ήταν ανένδοτη, δεν ήταν τα βουνά τόπος κατάλληλος για να παντρευτούν, έτσι του είπε και έκλεισε η κουβέντα. Ακολούθησε και ο πρώτος τους γιός, μετά από λίγο έφτασε και η κορούλα τους, θα έλεγε κάποιος ότι ήταν ευτυχισμένος.
 Τα χρόνια περνούν γρήγορα, τα παιδιά του μεγάλωσαν, ήταν πια κι αυτά φοιτητές, στο χωριό δεν πήγαινε πια κανένας τους. Μικρά όταν ήταν, μπορούσε να πείθει και την γυναίκα και αυτά και να περνούν λίγες μέρες από τις διακοπές τους στο πατρικό του, όταν όμως έγιναν μαθητές του Γυμνασίου, αρνούνταν πεισματικά να τον ακολουθήσουν, ήθελαν διακοπές κάπου παραθαλάσσια ή να μένουν στην πόλη, δεν τους πείραζε έτσι σταμάτησε κι αυτός να πηγαίνει στο χωριό, τους ακολουθούσε στις επιλογές τους, ήθελε δεν ήθελε.
 Πριν από δύο χρόνια ο γιός του, απόφοιτος με Άριστα και με μεταπτυχιακό από το Οικονομικό των Αθηνών, βρήκε δουλειά στη Νέα Υόρκη, μια διεθνής εταιρία έψαχνε να εκπαιδεύσει στελέχη πάνω σε μια νέα πατέντα που είχε σχέση με την άυλη διακίνηση του χρήματος κι αυτός ήταν μέσα στις πρώτες επιλογές τους. Όλοι χάρηκαν για την ευκαιρία που του δινόταν από τα πρώτα κιόλας βήματα της επαγγελματικής ζωής του, μα δεν μπορούσαν να κρύψουν και την στενοχώρια τους καταλαβαίνοντας ότι θα τον έχαναν από κοντά τους, θα ζούσε πια σε ένα πολύ μακρινό μέρος, με γεμάτο εμπόδια τον δρόμο της επιστροφής στην Πατρίδα.
 Δεν άργησε κι αυτός να κάνει το ταξίδι στην Αμερική, ο γιός του φρόντιζε να τον προσκαλεί συνεχώς, ήθελε να τον επισκεφτεί, να του δείξει πόσο καλά περνούσε εκεί στα ξένα μέρη, πόσο γρήγορα πήρε την πρώτη του προαγωγή και πόσο πολύ τον εκτιμούσαν οι συνάδελφοι του.
 Από την πρώτη στιγμή που πάτησε εκεί το πόδι του, κάτι αλλόκοτο τον κατέτρωγε, τίποτε δεν τον ευχαριστούσε, όλα τα μεγάλα και θαυμαστά που έβλεπε του, όπου κι αν τον πήγε ο γιός του, όλα του φαίνονταν άνευ αξίας και ανούσια.
 Το πρωινό της πρώτης Κυριακής, έφτιαξαν καφέ και ο γιος του του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήραν το ασανσέρ και ανέβηκαν ως το τέρμα, κι από εκεί ακολούθησαν μια στενή σκάλα μέχρι που βγήκαν στην ταράτσα του ουρανοξύστη, που έμενε. Ακούμπησαν στο περβάζι με την κούπα του καφέ στα χέρια τους. Από τη μια μεριά ο πατέρας, που ο αγέρας του έπαιρνε τα μαλλιά που είχαν αρχίσει να γκριζάρουν και από την άλλη ο γιος με όλη την ικμάδα της νιότης του.
“Πώς σου φαίνεται από δω πάνω η Νέα Υόρκη, πατέρα;”
“Τι να σου πω παιδί μου, δεν βλέπω κάτι που να μου αρέσει. Εντυπωσιακό το θέαμα, δεν λέω, αλλά δεν μου αρέσει!”
“Τι δεν σου αρέσει, δηλαδή;”
“Κοίτα κάτω! Εκεί, στις λεωφόρους ανάμεσα στις πολυκατοικίες. Εκεί, που ο ήλιος δεν μπορεί να φτάσει και οι άνθρωποι καταντούν χλωμοί σαν άρρωστοι. Τώρα κοίτα πέρα, εκεί που οι ουρανοξύστες διακόπτουν την καθαρότητα και την συνέχεια του ουρανού. Αυτά βλέπω εγώ και να είσαι σίγουρος ότι σε κανέναν δεν αρέσουν.”
“Οι ανάγκες της εποχής, είναι αυτές, πατέρα. Δεν θαυμάζεις όμως την ικανότητα του Λαού, που έφτιαξε αυτό το θαύμα που βλέπεις μπροστά σου;”
“Αν τον θαυμάζω; Ναι! Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα. Σκέπτομαι εσένα που θα φας τα νιάτα σου εδώ, σε αυτό το τσιμεντένιο χάος, σε έναν ξένο τόπο και λυπάμαι.”
“Λυπάσαι για την πρόοδο που έχω πετύχει, για την ευκαιρία που μου δίνεται να φτιάξω την ζωή μου; Τι να σου πω, ρε πατέρα; Περίμενα ότι θα χαιρόσουν με την επιτυχία μου. Εγώ λυπάμαι!”
“Μην παρεξηγείς τα λόγια μου! Δεν είπα ότι δεν χαίρομαι με ότι έχεις πετύχει. Ίσα ίσα που είμαι πολύ περήφανος για την εξέλιξή σου. Αλλά, ειλικρινά δεν μπορώ να καταλάβω πως οι άνθρωποι επιβιώνουν σε μια τέτοια πόλη. Όλη την ημέρα κλεισμένοι μέσα στα γραφεία τους, δίχως κάπου να βγουν για να τους κτυπήσει λίγο το φως, ο καθαρός αέρας. Για να σου πω την αλήθεια, θα σε ήθελα κάπου κοντά μας, σε μια πιο ανθρώπινη πόλη, όπως την Αθήνα. Μέχρι τώρα την αντιμετώπιζα απαξιωτικά αλλά τώρα κατάλαβα ότι είχα άδικο. Η Αθήνα είναι ανθρώπινη, δεν έκρυψε τον ουρανό της όπως αυτοί εδώ. Αυτό με στενοχωρεί γιέ μου.”
“Το ξέρεις πατέρα, η χώρα μας δεν δίνει ευκαιρίες.”
“…”
“Αλλά δεν ξέρεις ποτέ, ίσως κάποια μέρα τα καταφέρω και επιστρέψω. Όλα είναι δυνατά.”
“Φτάνει να το θέλεις κι εσύ γιε μου. Τίποτε δεν πρόκειται να γίνει αν αφήσεις τη ζωή σου σαν φτερό να την πάρει ο άνεμος, προς όπου φυσά.”
“…”
“Πάμε κάτω, γιε μου! Φοβάμαι μην αρπάξω κανένα κρύο εδώ πάνω. Ότι ήταν να δω το είδα.”
(μετά από έναν χρόνο)
 Ο Νίκος έχει εγκαταλείψει την οικογένεια του, την Αθήνα που ζούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Λίγους μήνες μετά το ταξίδι του στην Αμερική επέστρεψε στο χωριό του. Οι δικοί του έχουν φύγει πια, το σπίτι τους εγκαταλειμμένο από καιρό, αλλά κάθε μέρα φτιάχνοντας από λίγο, το ανασταίνει και πάλι. Το βράδυ βγαίνει στο μοναδικό καφενείο του χωριού με την μαντεμένια σόμπα να καίει στην μέση κι ακούει τους ντόπιους. Κυρίως τους μεγαλύτερους, που ενθυμούμενοι ιστορίες αληθινές ή φανταστικές, θέλουν να τις διηγηθούν πριν αποχωρήσουν απ’  αυτόν τον κόσμο. Κάποιες φορές ζητούν κι από αυτόν να πει κάτι από την εμπειρία του στην μεγάλη πόλη – Νίκο τον φωνάζουν κι αυτοί πια, από σεβασμό για την απόφασή του, ξέχασαν το “Φτερούι” αλλά εκείνος αρνείται ευγενικά. Θέλει να ακούει, έχει ανάγκη να μαζέψει πίσω όλη την παρεξηγημένη σοφία του τόπου του, που ο χρόνος αδυσώπητα φρόντισε να χάσει. Αυτά που κάποτε απεχθανόταν σε αυτόν τον τόπο τώρα τα θεωρεί τα πιο σημαντικά απ’  όλα. Από την δουλειά του ήδη τον έχουν απολύσει. Ούτε τα ένσημα για σύνταξη δεν έχει μαζέψει ακόμη. Η γυναίκα του, του κλάφτηκε στο τηλέφωνο που την άφησε μόνη, στη συνέχεια του ούρλιαξε με οργή, μέχρι που στο τέλος τον σιχτίρισε για τα καλά και από τότε ούτε που ασχολήθηκε ξανά μαζί του. Τα παιδιά του προσπάθησαν να τον συνετίσουν, τα άκουγε σιωπηλός και στο τέλος τους έδινε την ευχή του λέγοντάς τους ότι αν ήθελαν να τον δουν ξανά, ήξεραν που θα τον βρούνε.
 Το “Φτερούι” που το σήκωσε κάποτε ο άνεμος και το πήρε μακριά από αυτά τα σκληρά μέρη, είχε βρει τον δρόμο και γύρισε στον τόπο που πάντα γνώριζε ως δικό του. Δεν ξέρει αν είναι ευτυχισμένος, δεν ξέρει για πόσο θα αντέξει μακριά από τους δικούς του, ούτε για πόσο θα του φτάσουν τα χρήματα που έφερε μαζί του ή αν θα επιχειρήσει να φτιάξει κάτι για να βιοποριστεί εκεί πάνω, τίποτε δεν έχει σίγουρο αλλά και ούτε κάνει σχέδια για το μέλλον. Απλώς τώρα του αρέσει που βρίσκεται εδώ, στο σπίτι που μεγάλωσε, μπροστά στο αναμμένο τζάκι ενώ έξω ο μανιασμένος κρύος αέρας σηκώνει τον κόσμο. Όχι όμως κι αυτόν.