karpathiakanea.gr

Ζωή Σαμαρά: Γιώργος Δελιόπουλος, «Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη», Εκδόσεις ΑΩ 2023

Ζωή Σαμαρά: Γιώργος Δελιόπουλος, «Αλιρρόη, το μηδέν στον καθρέφτη», Εκδόσεις ΑΩ 2023

Ηνέα ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή του Γιώρ­γου Δε­λιό­που­λουΑλιρ­ρόη, το μη­δέν στον κα­θρέ­φτη, προ­σεγ­μέ­νη, όπως όλες οι προη­γού­με­νες, με τις λέ­ξεις επι­πλέ­ον σμι­λε­μέ­νες να γεν­νούν ρυθ­μό, έν­νοιες, συ­ναι­σθή­μα­τα, με έμ­φα­ση στα δυ­σά­ρε­στα, που απο­κα­λύ­πτουν ωμά την επο­χή μας.

Ση­μα­ντι­κή η άρ­νη­ση –αν­θός σε φυ­τώ­ρια έπαρ­σης–, πο­λυ­σή­μα­ντο το μη­δέν – το μη-Εγώ που, αν και στρογ­γυ­λό άρα ολο­κλη­ρω­μέ­νο, χρειά­ζε­ται αντι­πρό­σω­πο για να εκ­φρα­στεί–, με απέ­ρα­ντο βά­θος η χρή­ση των ποι­η­τι­κών μέ­τρων, κα­θώς, χω­ρίς ωδί­νες, γεν­νούν τα σύν­θε­τα νο­ή­μα­τα.

Ο υπό­τι­τλος, το μη­δέν στον κα­θρέ­φτη, προ­ε­τοι­μά­ζει συ­νά­μα την επο­χή του μη­δε­νός (τρί­το μέ­ρος) και την επο­χή στον κα­θρέ­φτη (πέμ­πτο). Ζού­με σε τό­ση ομί­χλη που και ο ιδε­α­τός κα­θρέ­φτης της ζω­ής μας την αντα­να­κλά. Ένα κά­το­πτρο, εξάλ­λου, γυά­λι­νο ή υδά­τι­νο, στό­χο έχει να πολ­λα­πλα­σιά­ζει την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Αρ­χέ­τυ­πο, με­του­σιώ­νε­ται σε μυ­θι­κή πόρ­τα και ανοί­γει σε άλ­λο κό­σμο. Μέ­σα από κα­θρέ­φτη πέ­ρα­σε η Αλί­κη για να φτά­σει στη χώ­ρα των θαυ­μά­των.

Η ει­κό­να της ψυ­χής που τα­ξι­δεύ­ει με αντι­κα­το­πτρι­σμό εί­ναι πο­λύ πα­λιά και πη­γά­ζει από τον Πλά­τω­να. Στο ποι­η­τι­κό δρά­μα του Δε­λιό­που­λου πνέ­ει φι­λο­σο­φι­κός άνε­μος που θυ­μί­ζει επί­σης Πλω­τί­νο, με την ψυ­χή να εί­ναι η κο­ρύ­φω­ση των τριών οντο­λο­γι­κών βαθ­μί­δων –Εν, Νους, Ψυ­χή– και τον πλα­τω­νι­κό ου­ρα­νό να με­τα­να­στεύ­ει ακό­μη πιο μα­κριά, πά­ντα με αντα­νά­κλα­ση στη γη.

Στη μυ­θο­λο­γία ο Νάρ­κισ­σος βλέ­πει για πρώ­τη φο­ρά τον εαυ­τό του σε λί­μνη. Η Αλιρ­ρόη, πι­στή στο όνο­μά της –αλς + ροή–, επι­λέ­γει τη θά­λασ­σα, με την τε­ρά­στια έκτα­σή της, την ξέ­φρε­νη ροή της, τα απύθ­με­να βά­θη της, σύν­θε­τος ορι­σμός της ψυ­χής της. Νιώ­θει ότι εί­ναι αρ­κε­τά δυ­να­τή να δρα­πε­τεύ­σει από τα δε­σμά της. Ωστό­σο, για να το κα­τορ­θώ­σει η από­φα­σή της δεν μπο­ρεί πα­ρά να προ­έρ­χε­ται από τη θέ­λη­σή της. Η Αλιρ­ρόη-Ελί­ντα απευ­θύ­νε­ται στον ιψε­νι­κό ναυ­τι­κό (το όνο­μά της την ανά­γει επί­σης σε αδελ­φή του «αλιά­δη», του θα­λασ­σι­νού, στον σο­φό­κλειο Αί­α­ντα), όταν λέ­ει,

στα κύ­μα­τα με σύ­στη­σες […]
πρό­τει­να μό­νη μου το σώ­μα στον αφρό […]
δο­κί­μα­σα στα χεί­λη την αρ­μύ­ρα
σε απά­τη­τα ναυά­για περ­πά­τη­σα […]
ώσπου στο τέ­λος πνί­γη­κα.

Λί­γους στί­χους με­τά ερ­μη­νεύ­ει, απο­κτώ­ντας την αυ­το­δυ­να­μία της ως Αλιρ­ρόη, έστω και ως με­τα­φο­ρά, ή ακό­μη και νε­κρή:

κα­τά­δι­κή σου άγκυ­ρα
ως τα ρη­χά της άμ­μου.
(«Ως τα ρη­χά της άμ­μου», σ. 35)

Αρ­χέ­τυ­πο ζω­ής και θα­νά­του, η θά­λασ­σα οδη­γεί με το αγκά­λια­σμά της στην αρ­χή και το τέ­λος της ζω­ής, ενώ συμ­βο­λί­ζει το το­πίο όπου δρα το ασυ­νεί­δη­το. Και όταν αρ­γό­τε­ρα ακού­γε­ται η κραυ­γή της Αλιρ­ρό­ης, «μα­ταί­ως ψά­χνω στον αφρό λευ­κά πα­νιά» («η μπα­λά­ντα του βυ­θού», 46), ταυ­τί­ζε­ται με τη φω­νή τής Κυ­ράς της θά­λασ­σας. Η μπα­λά­ντα που ακού­γε­ται από τα βά­θη των υδά­των ανά­γε­ται σε μπα­λά­ντα μπλουζ, κα­θώς η αντι­η­ρω­ί­δα προ­σπα­θεί να ανα­τρέ­ψει την εξου­σία.

Με θρη­νη­τι­κό και μα­ζί διο­νυ­σια­κό ρυθ­μό, η μπα­λά­ντα-μπά­λος που επι­νο­εί ο Δε­λιό­που­λος, με ρί­ζες στην ποί­η­ση του Γαλ­λι­κού Με­σαί­ω­να, υμνεί την κρυ­φή δύ­να­μη της αντι­η­ρω­ί­δας του. Η απου­σία ομοιο­κα­τα­λη­ξί­ας βοη­θά τον ποι­η­τή να μην ξε­φύ­γει από την ανα­ζή­τη­ση της ορ­θής λέ­ξης (mot juste), πιο ση­μα­ντι­κή στην ποι­η­τι­κή ιδε­ο­λο­γία του από τη μνη­μο­τε­χνι­κή αρω­γή της επα­νά­λη­ψης.

Σε πέ­ντε επο­χές χω­ρί­ζει ο ποι­η­τής την ιστο­ρία της Αλιρ­ρό­ης του, συν­δέ­ο­ντας τις πέ­ντε γε­νιές των θνη­τών στο Έρ­γα και Ημέ­ραι του Ησιό­δου (χρύ­σε­ον, αρ­γύ­ρε­ον, χάλ­κειον, αν­δρών ηρώ­ων θεί­ον γέ­νος ή ημί­θε­οι, σι­δή­ρε­ον) και τις τέσ­σε­ρεις με­ταλ­λι­κές επο­χές στις Με­τα­μορ­φώ­σεις του Οβι­δί­ου. Και οι δύο ποι­η­τές της Αρ­χαιό­τη­τας αρ­χί­ζουν με τη γε­νιά των αρί­στων ή την άρι­στη επο­χή και κα­τα­λή­γουν στη σκλη­ρή για τον άν­θρω­πο γε­νιά/επο­χή του σι­δή­ρου. Ο Ησί­ο­δος, με την αι­σιο­δο­ξία που κά­πο­τε δι­καί­ως μας χα­ρα­κτή­ρι­ζε, εις πεί­σμα όλων των δει­νών, ανοί­γει πα­ρέν­θε­ση στη ροή προς την άβυσ­σο, για να δώ­σει μια αχτί­δα ελ­πί­δας. Ξα­νά, και ενώ ο ίδιος ζει στο σι­δή­ρε­ον γέ­νος, επεμ­βαί­νει στην αφή­γη­ση για να προ­βλέ­ψει ένα κα­λύ­τε­ρο μέλ­λον. Τί­πο­τε πα­ρό­μοιο στον Οβί­διο.

Η πα­ρακ­μή δεν μπο­ρεί να στα­μα­τή­σει. Έλ­λη­νας, ο ποι­η­τής μας υπο­κλί­νε­ται μπρο­στά στο σθέ­νος της ηρω­ί­δας του. Προς το τέ­λος του βι­βλί­ου του, ο Άν­θρω­πος πα­λεύ­ει ενά­ντια στο σι­δή­ρε­ον γέ­νος, που εί­ναι το στα­θε­ρό γνώ­ρι­σμα της αν­θρω­πό­τη­τας, σύμ­φω­να με τους δύο αρ­χαί­ους ποι­η­τές. Εί­ναι άκρως εν­δια­φέ­ρου­σα η επι­σή­μαν­ση ότι η ηρω­ί­δα πρέ­πει να πιά­σει «δου­λειά στα ξέ­να θαύ­μα­τα» (55). Προ­φα­νώς διαι­σθά­νε­ται πως μό­νο μέ­σα από τη ζωή και τη σκέ­ψη τού Άλ­λου θα ανα­στη­θεί σε Άν­θρω­πο, χω­ρίς πρώ­τα να σταυ­ρω­θεί.

Ας μου επι­τρα­πεί να προ­σθέ­σω –όπως γρά­φω σε βι­βλίο μου (Le Règne de Cronos), που κυ­κλο­φό­ρη­σε στο Πα­ρί­σι πριν από σα­ρά­ντα χρό­νια– ότι ενώ ο αρ­χαί­ος Έλ­λη­νας απο­νέ­μει όλη τη δύ­να­μη και την ευ­θύ­νη στον άν­θρω­πο, ο μι­μη­τής του, αντι­κα­θι­στώ­ντας τα γέ­νη αν­θρώ­πων με τις επο­χές τού Χρό­νου, το σκη­νι­κό μέ­σα στο οποίο δρα ο θνη­τός, βρί­σκε­ται πιο κο­ντά στη δι­κή μας κο­σμο­α­ντί­λη­ψη, με τον κα­θέ­να μας να απεκ­δύ­ε­ται συ­χνά τις ευ­θύ­νες του.

Οι πέ­ντε επο­χές της Αλιρ­ρό­ης –άρ­νη­ση, ορ­γή, μη­δέν, θλί­ψη, κα­θρέ­φτης– μοιά­ζουν με μή­νυ­μα στην αν­θρω­πό­τη­τα. Στους πρώ­τους στί­χους τής Άρ­νη­σης, η ηρω­ί­δα ανα­κα­λύ­πτει ότι εί­ναι φυ­λα­κι­σμέ­νη, αλ­λά μάλ­λον φυ­λα­κή της εί­ναι το σύ­μπαν ή η ίδια η ζωή (13). Δε­σμο­φύ­λα­κες τη χαι­ρε­τούν από συ­νή­θεια, κα­θώς αλ­λά­ζουν βάρ­δια. Αό­ρα­τοι θε­οί, οι δι­κα­στές, έχουν ήδη πά­ρει την από­φα­σή τους (33). Ίσως το πρό­βλη­μά της να ξε­κι­νά από το γε­γο­νός ότι πά­ντα κα­τορ­θώ­νει να εί­ναι αλ­λού, να ζει «σαν αντω­νυ­μία στους αιώ­νες» (38). Στην «Επο­χή στον κα­θρέ­φτη» ποιο εί­ναι το εσύ στο οποίο απευ­θύ­νε­ται η Αλιρ­ρόη; Φέρ­νει στο νου μας τον θα­λασ­σι­νό στην Κυ­ρά της θά­λασ­σας, το σύμ­βο­λο του πει­ρα­σμού που κα­τα­διώ­κει την Αλί­ντα και δεν την αφή­νει να ζή­σει στη στε­ριά.

Ένας στέ­ρε­ος στο­χα­σμός απαι­τεί μια εξί­σου ισχυ­ρή έκ­φρα­ση. Στο ποι­η­τι­κό δρά­μα του Γιώρ­γου Δε­λιό­που­λου, τα ποι­η­τι­κά μέ­τρα δεν εί­ναι αυ­το­σκο­πός, φορ­μα­λι­στι­κό έν­δυ­μα ανύ­παρ­κτου ή κοι­νό­το­που προ­βλη­μα­τι­σμού. Στο ποί­η­μα «η μπα­λά­ντα του βυ­θού» (46), ο ίαμ­βος επι­τα­χύ­νει το ρυθ­μό τής ζω­ής μας, ο κα­θέ­νας μας, ναυα­γός, φυ­λα­κι­σμέ­νος, ή ακό­μη κλει­σμέ­νος σε μπου­κά­λι, κο­μι­στής μη­νυ­μά­των, τα­ξι­δεύ­ει στο βυ­θό της θά­λασ­σας σαν να με­τα­φέ­ρε­ται με αστρα­πή. Το ίδιο μέ­τρο θα εμπο­δί­σει το Εγώ να κά­νει ανώ­φε­λες κι­νή­σεις: «για­τί να στρι­μω­χτώ με ξέ­να όνει­ρα;» («φτε­ρά στη βα­λί­τσα», 58). Οι τε­χνι­κές του στί­χου ανά­γο­νται σε μή­τρες που γεν­νούν υψη­λά νο­ή­μα­τα. Με αυ­τές ο ποι­η­τής ανα­δει­κνύ­ει το προ­νό­μιο της ποί­η­σης, που εί­ναι η τέ­χνη τής ερω­το­τρο­πί­ας τού ση­μαί­νο­ντος με το ση­μαι­νό­με­νο.

Ένα ξε­χω­ρι­στό βι­βλίο για τους ανα­γνώ­στες-αγω­νι­στές της ποί­η­σης.

πηγή hartismag.gr

1.6.2023