karpathiakanea.gr

Ζωή Σαμαρά: Άπτερα λόγια, ματαιωμένα όνειρα

Ζωή Σαμαρά: Άπτερα λόγια, ματαιωμένα όνειρα

Γιλά Μοσάεντ, «Αργοπορούν οι λέξεις». Εισαγωγή & μετάφραση Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη, εκδ. Μανδραγόρας 2024

Στην ποί­η­ση οι λέ­ξεις, όπως και τα όνει­ρα, συ­χνά φορ­τί­ζο­νται σε τέ­τοιο βαθ­μό που αυ­το­α­ναι­ρού­νται ως αφε­τη­ρία της ποι­η­τι­κό­τη­τας, ενώ δεν παύ­ουν να επι­κοι­νω­νούν μα­ζί μας. Η πο­λύ­ση­μη φύ­ση τους μας κρα­τά αιχ­μά­λω­τους μπρο­στά στη γοη­τεία τους.

Οι λέ­ξεις όντως αρ­γο­πο­ρούν (60), ωστό­σο, μό­νο οι λέ­ξεις –ως μή­νυ­μα, με­λω­δία, ει­κό­να– μπο­ρούν να μας ενώ­σουν με το όρα­μα που ανα­δύ­ε­ται μέ­σα από το ποί­η­μα.

Ακού­γε­ται σχε­δόν ανέ­φι­κτο σε όσους γνω­ρί­ζου­με ότι η ποι­ή­τρια Γι­λά Μο­σά­εντ το­πο­θε­τεί­ται ανά­με­σα σε δύο πο­λι­τι­σμούς και δύο ηπεί­ρους, για να γρά­ψει, και εί­ναι τό­τε που εμείς οι ανα­γνώ­στες της νιώ­θου­με ξα­νά μι­κρά παι­διά και ακού­με με απα­ρά­μιλ­λη προ­σο­χή, σαν να επι­στρέ­φου­με στην αρ­χή του Κό­σμου.
Με δύο μαύ­ρες σε­λί­δες ―που συμ­βο­λί­ζουν τη σιω­πή― και τρί­τη μία λευ­κή ―η σιω­πή ανά­με­σα στο Χά­ος και τη Δη­μιουρ­γία―, η ποι­ή­τρια χω­ρί­ζει την ποι­η­τι­κή της σύν­θε­ση Αρ­γο­πο­ρούν οι λέ­ξεις σε τρία μέ­ρη. Όσο και αν εί­ναι δι­πλά­σια η σκο­τει­νή ύλη, δεν εί­ναι αρ­κε­τά δυ­να­τή να ακι­νη­το­ποι­ή­σει τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα που αγκα­λιά­ζει τον ποι­η­τι­κό λό­γο μιας ορα­μα­τί­στριας. Η κραυ­γή του τί­τλου μάς υπεν­θυ­μί­ζει να μην επι­τρέ­ψου­με στα όνει­ρα να πα­ρα­μεί­νουν άλ­λο «αχρη­σι­μο­ποί­η­τα» (89).

Με­ρι­κές φο­ρές οι λέ­ξεις μού έρ­χο­νται τε­λεί­ως νε­κρές […]
Δεν ανα­πνέ­ουν στο χαρ­τί
 (27)

Δεν βρί­σκω χαρ­τί για να γρά­ψω (45)

Η φρά­ση «άπτε­ρες λέ­ξεις» (34), φα­νε­ρή, αλ­λά στο βά­θος πλα­νε­ρή, ανα­τρο­πή του ομη­ρι­κού «ἔπεα πτε­ρό­ε­ντα», με­τα­βάλ­λει σε συ­νώ­νυ­μα τα αντώ­νυ­μα επί­θε­τα. Εκεί­νη τη στιγ­μή υπο­ψια­ζό­μα­στε ότι θα ανα­στή­σει τις λέ­ξεις με ένα συ­ναί­σθη­μα, μια άλ­λη λέ­ξη, μια κραυ­γή. Και όμως, ένας παλ­μός της καρ­διάς της αρ­κεί. Μια ανά­σα ζω­ντα­νεύ­ει τις συ­γκι­νή­σεις της και ξα­να­δί­νει απρό­σμε­νη πνοή στην ποί­η­σή της.
Ξαφ­νι­κά οι «άδειες λέ­ξεις» (46) απο­κτούν το βα­θύ­τε­ρο νό­η­μά τους, χω­ρίς την ανά­γκη να ει­πω­θούν:

Εί­μαι δί­χως χώ­ρα
Δί­χως μη­τέ­ρα
Το μό­νο που μοι­ρά­ζο­μαι μα­ζί σας
εί­ναι οι λέ­ξεις
 (47)

Ανα­ρω­τιό­μα­στε ποιες λέ­ξεις μοι­ρά­ζε­ται μα­ζί μας και για­τί. Δύο πο­λύ ση­μα­ντι­κές, «άπα­τρις» και «ορ­φα­νή», ανά­γο­νται σε συ­νώ­νυ­μα, χά­ρη στο σχή­μα λό­γου της πε­ρί­φρα­σης. Δεν τις ονο­μά­ζει, τις ερ­μη­νεύ­ει, ού­τως ώστε να ση­μα­το­δο­τούν τη Με­γά­λη Μη­τέ­ρα, που κα­τέ­χει πε­ρί­ο­πτη θέ­ση στο ποι­η­τι­κό της βι­βλίο, στα αν­θρω­πι­στι­κά της ορά­μα­τα. Οι λέ­ξεις που επι­λέ­γει ή απο­φεύ­γει δεν εί­ναι πο­μπώ­δεις. Το συ­ναί­σθη­μα που προ­κα­λούν, με την πα­ρου­σία ή την απου­σία τους, μας οδη­γεί σε βα­θύ­τε­ρη ανά­γνω­ση.
Για την έλ­λει­ψη πα­τρί­δας, και άρα μη­τρι­κής γλώσ­σας, γρά­φει:

Δεν έχω κα­μιά γλώσ­σα πλέ­ον
Μό­νο όταν ένα μι­κρό που­λί
χτυ­πά στο νυ­σταγ­μέ­νο πα­ρά­θυ­ρό μου 
(30),

απο­δει­κνύ­ο­ντας ότι πά­ντα, και στη με­γα­λύ­τε­ρη συμ­φο­ρά, κου­βα­λά­με στην πλά­τη μας ένα σά­κο γε­μά­το με λέ­ξεις, όνει­ρα, ελ­πί­δες. Στη μι­σαλ­λο­δο­ξία τής γε­νέ­τει­ρας απα­ντά η δη­μο­κρα­τία της χώ­ρας υπο­δο­χής. Η Γι­λά Μο­σά­εντ αρ­χί­ζει, με μο­να­δι­κή επι­τυ­χία, να γρά­φει ποί­η­ση στα σου­η­δι­κά, συσ­σω­ρεύ­ει βρα­βεία, βρα­βεύ­ε­ται και στη Γαλ­λία, εκλέ­γε­ται, αν και από άλ­λη χώ­ρα, μέ­λος της Σου­η­δι­κής Ακα­δη­μί­ας, ναι, αυ­τής που απο­νέ­μει τα Βρα­βεία Νο­μπέλ Λο­γο­τε­χνί­ας.

Τα «ανο­νεί­ρευ­τα όνει­ρα» (32), όπως και τα «αχρη­σι­μο­ποί­η­τα» (89), με­τα­μορ­φώ­νο­νται σε ανε­ξά­ντλη­τα, πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται όταν ενώ­νουν δια­φο­ρε­τι­κές γλώσ­σες και πα­ρα­δό­σεις. Αντι­μά­χο­νται τη μο­να­ξιά, τη σιω­πή και το σκό­τος, τρεις λέ­ξεις και έν­νοιες που επα­νέρ­χο­νται, όταν η ποι­ή­τρια ορα­μα­τί­ζε­ται μια νέα Δη­μιουρ­γία. Κο­ντο­λο­γίς, η αδυ­να­μία μας μπο­ρεί να γί­νει η δύ­να­μή μας:

Εδώ υπάρ­χει μό­νο η σιω­πή
Λα­χτα­ρώ να μου επι­στρα­φεί η φω­νή
Θα επι­στρέ­ψει
πριν τον ολο­κλη­ρω­τι­κό ερ­χο­μό του σκό­τους
 (72)

Το Δά­σος, που παί­ζει πρω­τα­γω­νι­στι­κό ρό­λο στην ποι­η­τι­κή σύν­θε­ση, ανά­γε­ται σε σύμ­βο­λο της Με­γά­λης Μη­τέ­ρας. Εί­ναι συ­νά­μα η Ιστάρ (Βα­βυ­λω­νία), η Ίσις (Αί­γυ­πτος), η Γαία Μή­τηρ και η Δή­μη­τρα (Ελ­λά­δα), με­τα­ξύ πολ­λών άλ­λων θε­ο­τή­των της Αρ­χαιό­τη­τας.

Και ενώ «Η Μη­τέ­ρα γη υφαί­νει κή­πους» (90), συ­νει­δη­το­ποιού­με ότι τύ­χη αγα­θή έφε­ρε την ποι­ή­τρια-με­τα­φρά­στρια στη δεύ­τε­ρη χώ­ρα της Γι­λά Μο­σά­εντ, πώς, με πο­λύ απλό λό­γο, πι­στή στην ποί­η­ση που ανα­λαμ­βά­νει να απο­δώ­σει στην Ελ­λη­νι­κή, φτά­νει στα βά­θη τού νο­ή­μα­τος. Η Δέ­σποι­να Καϊ­τα­τζή-Χου­λιού­μη σπού­δα­σε ψυ­χο­λο­γία στη Σου­η­δία και ερ­γά­στη­κε σε δη­μό­σιες μο­νά­δες ψυ­χι­κής υγεί­ας της ίδιας χώ­ρας και στην Ελ­λά­δα, απα­σχό­λη­ση που την έφε­ρε πο­λύ κο­ντά στον άν­θρω­πο.

Τα άτι­τλα ποι­ή­μα­τα σε υπο­χρε­ώ­νουν να βρεις τον δι­κό σου τί­τλο, να ανα­συν­θέ­σεις και να εμπλου­τί­σεις το ποί­η­μα ως ανα­γνώ­στης δη­μιουρ­γός, να αλ­λά­ξεις τον βαθ­μό συ­ναι­σθη­μα­τι­κό­τη­τάς του σύμ­φω­να με τον πο­λι­τι­σμό από τον οποίο προ­έρ­χε­σαι. Η κα­λή ορ­γά­νω­ση, που σε προ­σκα­λεί να τη συ­νε­χί­σεις, γί­νε­ται προ­φα­νής χά­ρη στα τρία μέ­ρη του βι­βλί­ου και την επι­λο­γή των λέ­ξε­ων που τα κλεί­νουν κά­θε φο­ρά:

Εσύ στε­κό­σουν κά­τω από ένα αγου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο δέ­ντρο
Ψι­θύ­ρι­ζες
Τώ­ρα ξα­να­γεν­νιό­μα­στε
 (53)

Το τα­ξί­δι συ­νε­χί­ζε­ται
δί­χως λέ­ξεις
Με το χέ­ρι της φύ­σης
στην πλά­τη μου
 (73)

Άσε τις φω­τει­νές μνή­μες σου στο τρα­πέ­ζι
Και το τε­λευ­ταίο σου όνο­μα
 (100)

Και κλεί­νω με έναν εμπνευ­σμέ­νο ορι­σμό του ποι­η­τή και του ποι­ή­μα­τος, που ζω­ντα­νεύ­ει όλες τις λέ­ξεις και με­τα­τρέ­πει αμε­τά­κλη­τα τον ανα­γνώ­στη σε ποι­η­τή:

Κά­ποιες μέ­ρες
μοιά­ζω στις λέ­ξεις μου
τό­σο τρυ­φε­ρά
που δεν χρειά­ζο­μαι κά­ποιον κα­θρέ­φτη
 (95)

πηγή: hartismag.gr
4.1.2025