Ο ΑΦΟΥΣΗΣ ή ΑΝΤΡ(ε)ΑΣ
Η ιστορία του Αφούση που έζησε πριν από πολλά χρόνια στην Κάσο. Η ζωή του που έγινε μουσικός σκοπός, και πλέον τραγουδιέται σε όλη την Ελλάδα με ποικίλους τρόπους και όργανα. Όμως, ποια ήταν η αληθινή ιστορία του;
Η ιστορία ενός κατατρεγμένου από την τύχη ανθρώπου, που έκλεινε τελείως τα μάτια μπρος στα μεγαλεία και τις δόξες των ομοίων του. Του Αντρά (Αντρέα), του “παλλαρού”, του εγγράμματου νέου που όταν βίωσε τη σφαγή του πατέρα του σταμάτησε να κάνει τον δάσκαλο διαισθανόμενος την ελάττωση της διανοήσεως και της μνήμης του.
Ενδιαφερόταν μόνο για την λίγη εκείνη λιτή τροφή, που συνέλεγε από τη φύση ή που αγόραζε με τα μικρά και με όριο φιλοδωρήματα που δεχόταν, αρκετή για να κινείται ξένοιαστα στο τέλεια δικό του περιβάλλον. Συντροφιά του ο Λεονταρής ο πιστός του σκύλος και μοναδική του περιουσία τα όσα καπέλα του πρόσφερε η κάθε τόσο ειρωνεία των ανθρώπων. Σεμνότατος ο ίδιος, έζησε ήσυχα τις πιότερες μέρες του βίου του μέσα σε μια σπηλιά με μια κατάσκληρη πέτρα για προσκεφάλι.
Ξυπόλυτος, με τρύπιο παντελόνι που το βαστούσε στη μέση με μάλλινο ζωνάρι και ξέκουμπο πουκάμισο κυκλοφορούσε στους δρόμους του νησιού καυτηριάζοντας συστηματικά τις ελαττωματικές συνήθειες των συμπατριωτών του χρησιμοποιώντας συχνά κάποιες στερεότυπες φράσεις που ο ίδιος είχε πλάσει με την χαρακτηριστική λεπτότητα που τον διέκρινε και πρόσχημα την τρέλα του.
Κάποτε σε μια συγκέντρωση ο Αφούσης ήταν λίγο μεθυσμένος. Εζήτησε ένα τάλληρο κι όταν το έλαβε γύρισε προς τον πιο φιλάργυρο με το νόμισμα στην παλάμη βέβαιος για την απόφαση του αντικρινού και του πε:
– Άκου δω. Ή θα σου δώσω ένα τάλληρο και να σου φτύσω ή να μου δώσεις ένα τάλληρο να μη σου φτύσω
Ο Αφούσης ήταν εύθυμος, ολιγόλογος και βαθύτατα φιλοσοφημένος. Ένας τρυφερός, μοναχικός και με καλή καρδιά άνθρωπος που ποτέ δεν έβλαψε και δεν έδωσε αφορμή να τον αποστραφεί κανείς.
Τα παιδιά δεν τον άφηναν σε ησυχία αν πρώτα δεν τους έλεγε ένα παραμύθι. Ξεκινούσε να λέει μια γεμάτη ασυναρτησίες από την αρχή μέχρι το τέλος ιστορία την οποία σε κάθε πρόταση απότομα διέκοπτε μέχρι τα παιδιά να του ζητήσουν να συνεχίσει.
– Μια φορά το λέει, σαράντα δράκοι και σαρανταεπτά δρακόντισσες.
– Κι ύστερα, κι ύστερα
– Και περάσαν πάνω από τους κάμπους και αφού εγέννησαν εν το μεταξύ έμειναν μόνον 17
– Κι ύστερα, κι ύστερα…
Στα γλέντια όλοι τον ήθελαν στις παρέες γιατί προκαλούσε την ευθυμία με σύντομες ιστορίες και στίχους που ο ίδιος περίτεχνα ταίριαζε επιτόπου. Ένα τέτοιο μαντιναδάκι σώθηκε με κάποια δικά του δίστιχα τα οποία έγραψε όταν ερωτεύθηκε το Κατερινάκι.
Σαράντα κάτεργα ΄ρχουται
από την Αγγλιτέρα
την ωμορφιά σου κούσανε
και προξενιά σου φέρα
Όταν ένιωσε ότι ήρθε η ώρα του για τον άλλο κόσμο εγκατέλειψε τη σπηλιά του, χάθηκε από την πιάτσα και μπήκε σε ένα εγκαταλειμμένο σπίτι. Πρώτα τα παιδιά αναζήτησαν και βρήκαν τον γέρο πια Αφούση και τον μετέφεραν στο καφενείο του χωριού. Εκεί, το τελευταίο βράδυ της ζωής του, εκτός από μερικούς άντρες που του συμπαραστάθηκαν λέγεται ότι ήταν και πάνω από 20 γυναίκες. Ο γηραιότερος όλων αρχίνησε να σιγοτραγουδά κτυπώντας παλαμάκια.
Ο Αφούσης που είχε 40 πυρετό και στρωμένος καταμεσής της μεγάλης κάμαρας του καφενείου ζήτησε κι εκείνος να τραγουδήσει. Κι είπε με τον γλυκύτατο χαβά που τον ονόμαζαν “γιαέλι” την εξής μαντινάδα:
Σήμερον είμ’ ακόμ’ εδώ,
αύριον θα πεθάνω.
Και θα με πάρουν στο Χριστό
σαν ένα καπετάνο
Το πρωί ο Αφούσης πέθανε. Και πράγματι ποτέ στο παρελθόν ως και στις μέρες μας νεκρός δεν συγκέντρωσε τόσο κόσμο στο τελευταίο αποχαιρετισμό στη μικρή αυτή κοινότητα της Κάσου..