Ο χαμένος έρωτας και η πικρή ιστορία του Καρπάθιου Μπίρμπου και της όμορφης Γκίττε

Ο χαμένος έρωτας και η πικρή ιστορία του Καρπάθιου Μπίρμπου και της όμορφης Γκίττε

Στο βάθος του χρόνου οι ιστορίες των ανθρώπων σβήνονται, χάνονται σαν να είναι χάδια αγοραίου έρωτα, καμώματα στα ολόσβηστα φώτα.

γράφει ο Μανώλης Δημελλάς

Για τον Μπίρμπο και το δράμα του πρωτόγραψε ο αείμνηστος πατριώτης γιατρός και δεινός συγγραφέας Ηλίας Χωρατατζής έτσι κατάφερε να το διασώσει ή μήπως πρόκειται για μια φανταστική ιστορία; Ποιος άραγε μπορεί να ξέρει, βλέπεις όσο κι αν θωρρείς ανθρώπους τις καρδιές τους δε τις γνωρίζεις!

ο γιατρός Ηλίας Χωρατατζής

Ο Μπίρμπος λοιπόν, ένα παλικαράκι από την Κάρπαθο, τις γνωστές Μενετές, είναι που φάντασμα πια τριγυρνά και τραγουδά, εξομολογείται στον μπονέντη την ιστορία του και κάνει να λυγίζουν, να λιώνουν και τα σί(δ)ερα.

Βγήκε από την κοιλιά της μάνας του την δεύτερη δεκαετία του 1800, περίπου, ίσως λίγο πριν,  μπορεί λίγο μετά, όμως ακρίβειες δεν πολυχωρούν, ειδικά όταν η απόσταση σκεπάζει σα το πυκνό χιόνι, κάνει τα χρόνια να μοιάζουν με τσιγκάκια, εκείνα τα καπάκια των αναψυκτικών που και κανένα να χάσεις το πολύ-πολύ  να τραβήξεις κάποιο καινούριο να ρουφήξεις το ποτό και να το βάλεις στην σειρά με τα σκουριασμένα.

Ορφανός, από κείνα που ο πατέρας εξαφανίζεται σε άλλες πολιτείες, μετανάστης, ενώ η μάνα χάνεται στα θανατικά, σε αρρώστιες που η μόνη σίγουρη θεραπεία ήταν το νεκροκρέβατο.

Μεγαλωμένος με την γιαγιά, ένα παιδί, που στα πρώτα χρόνια η ζωή του είναι ένα γλήγορο παιγνίδι, ένα τραγούδι στις πάνω γειτονιές του χωριού, ένα τρέξιμο στα στραβά σοκάκια, ένα κυνηγητό από τον Καρακαλά μέχρι τη Ζόκλα.

Άκληρος όπως ήταν, δεν  έχει στο ήλιο μοίρα, αφού εκείνα τα χρόνια ο τυχερός είχε έστω ένα λώρο, ένα στενό κομμάτι γης, που με την σειρά της και με πολύ φροντίδα γεννούσε φαγητό, έκανε τους ανθρώπους να μη λιμοκτονούν και να τρώνε ο ένας τον άλλον.

Η γιαγιά του με δυο κότες, μια κατσίκα, με ξύλινο κουράγιο, σα τα χέρια της, τον μεγάλωσε, τον φρόντισε, κατάφερε να μην της πεθάνει από πείνα ή τις αρρώστιες που σέρνονταν σαν όμορφα κορίτσια και φιλούσαν τον αδύναμο στο στόμα.

Δυο χαρίσματα είχε ο μικρός, την άγρια ομορφάδα του νησιώτη και τη φωνή, που όποιος άκουγε έχανε το δρόμο του.

Αηδόνι, έτσι τον φώναζε το χωριό, δικαίως, αφού όλοι του ζητούσαν να τους τραγουδήσει, να κάμει τον άχρωμο γλυκειά μελωδιά, σκέτη ζάχαρη, γλύκισμα για τα ταλαιπωρημένα τους αυτιά.

Αδύνατος, πετσί και κόκκαλο, ξυπόλητος και μπαλωμένος, δε σκεφτόταν τίποτε πέρα από το τραγούδι.

Η γιαγιά του όμως έβλεπε το μέλλον, έβλεπε την φτώχεια που τότε δεν ήταν πιθανότητα μα σταθερή και μόνιμη σχέση, δεν έχανε ευκαιρία να προτρέπει τον μικρό Μπίρμπο στην μετανάστευση:

“Καένας τσίτσικας εν ήκαμε παιί μου καλιμέντο,

Τσ, εν έεμωσε με το τραούι τη τσοιλιά του…

Να σηκωθής να παις εμάι με τους μαστόρους,

Να μάθεις τσαι σου τέχνη, τσ΄ύστερα  να υρίσεις οπίσω

Να σε λαλήσω αμπρό, τσ΄απήιν ας αποθάνω…”

Δεν ήθελε και πολύ να ακολουθήσει το κύμα, έφευγαν άλλωστε ένα σωρό μαστόροι, άλλοι για την Κρήτη και άλλοι για την πρωτεύουσα, την Αθήνα, την ελεύθερη πια Ελλάδα.

Στα κρυφά του όνειρα δεν ήταν τα τούβλα, οι πέτρες και τα σί(δ)ερα,

η δική του λάσπη ήταν τα λόγια από τα τραγούδια, που έπαιρναν φωδιά στο λαρύγγι του, εγέμιζε ευωδιές τις λέξεις από τα ποιήματα που έψελνε.

Από την Αγία Τριάδα μέχρι τα Συβουλίσματα, είχε περπατήσει τραγουδιστά όλα τα πρώτα χρόνια, τώρα μέσα στο καϊκι για τον Πειραιά, έκλεινε τα μάτια και ονειρευόταν, τον κόσμο και τα χειροκροτήματα,τις ανθοδέσμες για τα τραγούδια του.

Δέκα μέρες ταξίδι, ένα σωρό νησιά, στάσεις, εμπορεύματα και κορμιά, γεμάτο, ξέχειλο το στενό σκάφος, ανέβαινε αγκομαχώντας προς τον Πειραιά. Τελευταία μεγάλη στάση η Σύρα, εκεί πια έμαθε για την μεγάλη ανοικοδόμηση, εκεί ο νεαρός Μπίρμπος, άκουγε για κτήρια, δρόμους,  τα μεγάλα πράματα της Αθήνας.

Ο Όθωνας, (Όττο φον Βίττελσμπαχ), ήταν επτά χρόνια στην εξουσία από τα εννέα (το 1830), που ήταν επίσημο, με βούλα από τις μεγάλες δυνάμεις, το Βασίλειο της Ελλάδας.

Έξω από τα σύνορα άφηνε το Βόλο, την Άρτα, όλα τα νησιά, εκτός της Εύβοιας, των Βορείων Σποράδων, των Κυκλάδων και των νησιών του Αργοσαρωνικού. Η Πελοπόννησος έπιανε το 44,9% της συνολικής έκτασης, η Στερεά το 40,9% και τα νησιά το 14,2%.

Μα η Αθήνα ήταν πιο σκληρή, από ότι φανταζόταν ο δεκαεπτάχρονος νεαρός, είμαστε γύρω στο 1839, όταν ο Μπίρμπος πατά το πόδι του στο λιμανάκι του Πειραιά, καμμιά διακοσαριά σπίτια, νεόκτιστα και αυτά, μέσα στην μπίχλα και την σκόνη.

Δεν έχει ακόμη ξεκινήσει να ξυρίζεται και ίσα που μισοφαινόταν ένα αχνό μουστάκι. Ο μπάρμπας του ο Σπύρος, ένας μακρινός συγγενής, ο μόνος που έχει να εμπιστεύεται ήταν αυστηρός.

-Υποσχέθηκα στην λαλά σου,  να σε προσέχω, να μην μπλέξεις με τίποτε χαλασμένους και σου κάμου ζημιά.

 Θα σε στείλω πίσω, εγώ, μάλιστα, τόσο κονομημένο, προκομένο,

 που θα θαμάξουν τα μάτια  τους.  Με την τσέπη σου να βράζει, θα πάρεις την καλύτερη του χωριού.

Η δουλειά δύσκολη, ο μικρός κουβαλούσε πέτρες από το ξημέρωμα μέχρι την δύση, μετά επέστρεφε σε ένα κατέλυμα, ζούσε με όλους τους εργάτες, ήταν κι ο μικρότερος, τον έστελναν για τα θελήματα. Έτσι μαθαίνει την Αθήνα πάνω στην μισή οκά χαλβά και τη ρετσίνα από τα Μεσόγεια.

Η ζωή τραβά δύσκολα, μια ασταμάτητη ανηφοριά, το κρέας κοστίζει 0,80-1,20 δρχ. η οκά που  είναι 1.280 gr. Πουλερικά 1,5-2,5 δρχ. το ένα. Λαχανικά 0,10-0,40 δρχ. η οκά. Φρούτα 0,20-0,50 δρχ. η οκά. Λάδι 1,40, ζάχαρη 1,70, τυρί 1,40, ψάρια 2,50, ρύζι 0,80, φιδές 0,90, ψωμί 0,30, γάλα 0,40, καφές 2,20, μέλι 3,00, βούτυρο 4,00, κρασί 0,40, λαρδί 2,50, ενώ ο μισθός του Μπίρμπου μόλις αγγίζει τις 20 δραχμές το μήνα.

Αυτό το νόμισμα μόλις έξι χρόνια νωρίτερα, τον Φλεβάρη του 1833, ήρθε έτοιμο, κομμένο από την Γερμανία, αντικαθιστώντας τον Φοίνικα του Καποδίστρια, αυτό κυλούσε στις τρύπιες τσέπες του κοσμάκη.

Δούλεψε βοηθητικός, δεν πιανόταν για εργάτης αυτός ο πιτσιρίκος, έτσι περίμενε τα μικρά φιλοδωρήματα από το τραγούδι του. Έβγαζε φωνή διαμάντι από μέσα του, πάλευε και έπνιγε τη σκόνη του μαρμάρου, τη φτώχεια, που τρύπωνε στα σωθικά και κατέλυε κάθε μικρό τους κύτταρο.

Κοντά στο χρόνο, είχε γίνει πια σωστό μαστοράκι, έβαζε και μακριά πανταλόνια, είχε θελαμώσει και το στομάχι από το φαί και το τραγούδι έβγαινε πια μοναχό του.

Ήταν Κυριακάδα όταν ο μπάρμπας του, ο Σπύρος, ψήνοντας φασούλες πάνω στη σόμπα, ανακοίνωσε πως κλείσανε μεγάλη δουλειά με το παλάτι. Χειμώνας, βαρύς καιρός με παστές σαρδέλες και ξεροτράχαλες κουλούρες, έκαναν την χαρά για την δουλειά σωστό πανηγύρι.

Το ξεκίνημα του 1840 βρήκε την ομάδα με δουλειά και ελπίδα.

Στην Πλάκα, καρακέντρο, εκεί που έμεναν  αξιωματικοί του Όθωνα, εκεί ανέλαβαν να φτιάξουν μια καινούρια μεγάλη οικοδομή.

Ο Χειμώνας όμως δύσκολος, δεν άφηνε τους εργάτες να δουλέψουν, δεν έπιαναν τα χέρια τους, άναβαν φωτιές για να τα ζεστάνουν πάνω στα ξύλα, εκεί τους τραγουδούσε κι ο Μπίρμπος, που οι ευκαιρίες για στάσεις παραήταν πολλές.

Στοίβα οι ακαμάτρες πέτρες, περιμένουν να μπούνε στην σειρά, όμως ο πάγος που δεν λέει να λιώσει και το τραγούδι του Μπίρμπου από την άλλη, σταματούν κάθε κίνηση, κάθε εργασία.

Προκαλούν ακόμη και τους περαστικούς διαβάτες να ταξιδέψουν

μέσα στην φωνή του.

Στο αντικρυστό από την οικοδομή, καινούριο διώροφο, μόλις έχει μετακομίσει η Γκίττε.

Η εικοσάχρονη Βαυαρή Μπριγγίτε, σύζυγος ενός από τους υψηλόβαθμους αξιωματικούς του Όθωνα, ακόλουθος στην φρουρά  του αντιβασιλέα, του οικονομολόγου Γκράινερ.

Τον Κάρολο, έτσι έλεγαν τον λοχαγό άντρα της, που και αυτού η μοίρα άλλαξε από την φωνή του Καρπάθιου, του Μπίρμπου.

Στην Αθήνα έφθασε πριν πέντε χρόνια, ωστόσο με την ενηλικίωση του Όθωνα άλλαξαν τα πόστα. Τα δυνατά χαρτιά με εντολή, ντιρεκτίβα, από την καρδιά των αποφάσεων, τον  βασιλιά της βαυαρίας. Βλέπουν πως η χώρα ετοιμάζεται να βυθιστεί και προετοιμάζουν το ξεκοίλιασμα και τον μαρασμό.

Ο Κάρλ, έφερε την Γκίττε ακριβώς μετά τον γάμο του Βασιλιά,

το 1837, παντρεύτηκαν στα γρήγορα, μα παιδιά ακόμη δεν είχαν ακόμη κάνει.

Από τη μια η καθημερινή δύσκολη επιτελική δουλειά του Καρόλου, το παλάτι έβραζε από τον επερχόμενο ξεσηκωμό. Από την άλλη η μικρούλα, η Γερμανίδα Γκίττε, που είχε το μυαλό της στους φτωχούς ιθαγενείς. Ερασιτέχνιδα ζωγράφος, ολημερίς στο μπαλκόνι, κάτω από την Ακρόπολη, έδινε τα ρέστα της με τα λευκά χεράκια της πνιγμένα μέσα στις χρωματιστές λαδομπογιές.

Που καιρός για παιδιά και μεγάλες φαμίλιες, άλλωστε ο χρόνος ήταν μπροστά για το ζευγάρι, που δεν σχεδίαζε να περάσει όλα τα χρόνια του στην σκόνη της μικρής Αθήνας.

Η μουσική τους έλλειπε, το πιάνο στο σπίτι ήταν καλοκουρδισμένο, έπιανε δουλειά σχεδόν κάθε βράδυ, μα ήταν μονάχη της, δίχως αγκαλιές και χάδια, ο ήχος όταν χτυπούσε στα αδειανά ντουβάρια, δεν συναντούσε ανθρώπινες ψυχές, σωριάζόταν παγωμένος και έκανε περισσότερο θόρυβο παρά γλυκό παιγνίδι στα αυτιά της.

Ένα πρωινό του Φλεβάρη το κρύο σκέπαζε στην Αθήνα, τόσο που οι εργάτες έστεκαν σα μαρμαρωμένα αγάλματα γύρω από την φωτιά, που πάσχιζε κι αυτή, με την σειρά της, ρουφούσε το οξυγόνο, αποτελειώνοντας τα ξύλα. Η φλόγα έβγαζε μονάχα χρώμα, η ζέστη πέθαινε στην αγκαλιά του ψύχους.

Η Γκίττε, είχε κόψει τα πολλά-πολλά με τα ανοιχτά παράθυρα, ήταν και το κρύο, κυρίως όμως οι τριγύρω εργάτες, που όταν την έβλεπαν σφύριζαν και της κρυφοχαμογελούσαν.

Έβαλε μοιραίο στοίχημα ο τραγουδιστής πως θα την ξεβγάλει στο παράθυρο, θα την κάμει να σταθεί μέσα στο κρύο για να τον ακούσει.

Η φωνή του Μπίρμπου, μοναχή της άναβε καρδιές, τραγουδούσε, σα να πέταγε πυρωμένα κούτσουρα στις σκιές της μνήμης.

Στο από μέσα του παραθύρου, η Γκίττε στα ζεστά, πασχίζει με κάρβουνα στα χέρια να κάμει το κρύο και την φτώχεια της Αθήνας πίνακα. Οι μάταιες μουτζαλιές της δίνουν και παίρνουν χρόνο. Εκεί, ήρθε ο ατελείωτος τράκος, εκείνη άνοιξε την μπαλκονόπορτα για να πιάσει το κρύο, με την φωνή του, ρουφιάνα μάγισσα, σαν να της πετά κατακέφαλα τις πέτρες που δεν έχτιζε, άγγιξε με τα χέρια της τα λόγια του.

Βγήκε και έψαξε το πρόσωπο, με το αυτί την αρχή, τον είδε. Αντίκρυσε τα μάτια του, τα χείλια του, δεν είδε τα βρώμικα ρούχα, το περιθώριο, την άκρη της ζωής, που στεκόταν ο νεαρός ολόδροσος Μπίρμπος.

Η Γκίττε από εκείνη τη μέρα, δεν έκλεινε παράθυρα στο σπίτι, ξυπνούσε νωρίς, χαράματα και περίμενε τους εργάτες, μόλις έπιανε το τραγούδι ο άγνωστος Έλληνας όλα έπαιρναν χρώμα, όλα ζωντάνευαν.

Μα ο Μενετιάτης με το κοντό μουστάκι, τα ανάκατα γεμάτα σκόνη πυκνά μαύρα μαλλιά, είχε την ίδια, ακριβώς την ίδια, σκέψη.

Τα μάτια τους όταν πρωτοτράκαραν, τον περασμένο Φλεβάρη,

του έβγαλαν ένα σφίξιμο στο σώμα, σαν να τέντωσαν όλες οι φλέβες γύρω από την καρδιά, όλες συνάμα, ζητούσαν αίμα, όλο το αίμα τραβήχτηκε, κάπου χάθηκε. Από τότε γύρευε την άγνωστη, λευκή, ξανθιά. Την Γκίττε, που ακόμη δεν ήξερε, ούτε και να προφέρει, το όνομα της.

Στους μήνες που περνούσαν όλοι τους επήραν χαμπάρι, εκείνος από κάτω, ακριβώς από πάνω η άλλη. Αντάλλασαν μονάχα ματιές, που λέγαν περισσότερες λέξεις από τους πιο βαριά ερωτευμένους ολάκερου του πάνω, του δικού μας κόσμου.

Στην παράδοση του κτηρίου, θλιμμένος έστεκε μονάχα ο Μπίρμπος, ήταν στα τελευταία μεροκάματα, στα μαζέματα των εργαλείων, όταν η οικονόμος της Γκίττε φώναξε τον αρχιεργάτη, κάτι του ψιθύρισε κι εκείνος φώναξε τον Καρπάθιο τραγουδιστή.

Θέλουν να σε γνωρίσουν οι ξένοι, ακούνε την σπουδαία, την ιδιαίτερη φωνή σου και θέλουν να δουν ποιός τους ξυπνά μνήμες από την πατρίδα τους.

Ο Μπίρμπος τα έχασε, μα πριν προλάβει να απαντήσει εκείνη του είπε πως τον περιμένει και τώρα ακόμη, η κυρά της.

Ο Μπίρμπος έφερε μια βόλτα το σπίτι, μα λιγδιασμένος, βρωμιάρης, με τα μπαλωμένα ρούχα της δουλειάς όπως ήταν, ντράπηκε, τόσο που την κοπάνησε.

Έφυγε από την δουλειά, σκαστός, πήγε στο τσαρδί τους. Έκαμε μπάνιο, Θεός να το κάμει. Λούστηκε με το κατσαρόλι και το κρύο νερό,  έβαλε ότι πιο καθαρό είχε και γύρισε πίσω, πάλι βιαστικά, εκεινού του φάνηκε αιώνας, οχι ένας, δυό, ίσως και τρείς αιώνες δρόμος.

Χτύπησε, ελαφρά, μα πριν προλάβει να γυρίσει και να φύγει, γεμάτος από ντροπή, άνοιξε η ξεκλειδωμένη πόρτα, η ίδια η Γκίττε, χαμογέλασε αμήχανα, φαινόταν στα μάτια το πάθος αλλά και η αμηχανία, το αναψοκοκκίνισμα για τις μύχες, καυτές σκέψεις.

Τα ελληνικά της λιγοστά, μα έφταναν για να πουν παινέματα για την φωνή του Μπίρμπου, να σπάσουν τον πάγο και να οργανώσουν στο άψε-σβήσε μαθήματα μουσικής, για εκείνον, που πήγαινε όπως του έλεγε συνεχώς η Γκίττε, χαμένος.

Κανόνισαν δυό φορές την εβδομάδα, τα απογέματα της Τρίτης και της Παρασκευής να του μαθαίνει μουσική. Νότες και άλλα μυστικά κόλπα που για εκείνον ήταν εντελώς άγνωστες ιστορίες.

Σε αντάλλαγμα θα της τραγουδούσε, με το πιάνο να παραβγαίνει μαζί του, θα γέμιζε καινούριους σκοπούς το αδειανό σπίτι της Γκίττε.

Η μοίρα όμως άλλα λογάριαζε για αυτούς, στο πρώτο άγγιγμα, εκεί μέσα στα βιβλία και τις ξεγραμμένες νότες, ηλεκτρίστηκαν, σαν να πέρασε από το ένα κορμί στο άλλο ένας χείμαρρος ενέργειας.

Την άρπαξε, τον άρπαξε κάπου χάνεται η πρωτιά, όλα έγιναν ένα.

Δεν υπήρχε ούτε Μπίρμπος μα ούτε και Γκίττε πια, ένα σώμα, μια ψυχή, έπαιρνε αίμα από δυό καρδιές.

Ο Βαυαρός αξιωματικός επέστρεψε από μια αποστολή και βρήκε την γυναίκα που κάποτε έλεγε πως ήταν δική του, πότε όμως δεν ήταν πραγματικά, τόσο φωτισμένη, τόσο όμορφη που τα έχασε, υποψιάστηκε αμέσως πως κάτι άλλαξε στην απουσία του.

Η μικροπαντρεμένη γυναίκα του, μιλούσε μόνο για τον τραγουδιστή της, τα Ελληνικά της είχαν γίνει περίφημα και δεν είχε απολύτως κανένα άλλο ενδιαφέρον.

Άφησε λίγο καιρό, την παρακολούθησε, επιβεβαίωσε τον σφοδρό έρωτα της με τον εφτακακόμοιρο Έλληνα.

Έψαξε και για αυτόν, είδε την κατάντια του, είδε πως ζούσε σε παραπήγματα, φτωχός ιθαγενής, ούτε άξιζε τον κόπο να ασχοληθεί με έναν τελευταίο κατατρεγμένο.

Γύρισε και την κλείδωσε μέσα, πήρε μέτρα, θαρρούσε πως μπορεί να πνίξει τον έρωτα, μπορούσε να κόψει το ποτάμι της αγάπης.

Στάθηκε μικρός και ανήμπορος μπροστά στο μεγαλείο της αληθινής ένωσης τους.

Η μικρή Γερμανίδα έγινε πιο μικρή, πήρε την κάτω βόλτα, μαράζωνε κάθε μέρα φυλακισμένη, στο εφτασφαλισμένο σπίτι της Πλάκας. Έπαψε ακόμη να δέχεται και τροφή, έκοψε το φαγητό και τα καταθλιπτικά επεισόδια δεν είχαν πια ξέφωτα.

Πήρε την απόφαση και την έστειλε στην Βαυαρία, εκεί οι γιατροί είναι ικανοί, οι συγγενείς θα σταθούν, η πατρίδα κάθε ανθρώπου άλλωστε είναι το γιατρικό του.

Ούτε έξι μήνες δεν άντεξε η Μπριγκίτε, έσβησε στα χέρια της μάνας της, στην αγκαλιά του απορημένου πατέρα της, που ποτέ δεν έμαθε για τον μάγο Μενετιάτη που μπήκε στην καρδιά της και την άρπαξε, την έκαμε παντοτινά δικιά του.

Ο  Μπίρμπος πάλι έφυγε από την Αθήνα, διώχθηκε σχεδόν με την βία από τους παλληκαράδες του Βαυαρού αξιωματικού.

Τον μπάρκαραν σε ένα βαπόρι, σαν τσουβάλι βγήκε στην Σάμο,

που έζησε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του.

Συνέχισε την δουλειά που είχε πρωτομάθει, οικοδόμες, πέτρες, λαξέματα, ατελείωτα κουβαλήματα που σταματημό δεν είχαν.

Βρήκε συντροφιά μια Σαμιώτισσα, μια αγρότισσα σιωπηλή και μετρημένη. Παντρεύτηκε, έκαμε οικογένεια, ποτέ δεν μίλησε για το παρελθόν του, ποτέ δεν ξαναγύρισε στην Κάρπαθο.

Ποτέ δεν ξανατραγούδησε. Δεν άφησε ξανά την καρδιά και το συναίσθημα του. Δεν ξαναμίλησε για το παρελθόν του, ώσπου περαστικός από το νησί, ένα άλλος Καρπάθιος, ένας σπουδαίος μουσικός τον αναγνώρισε.

Ο μουσικός Μιχάλης  Παζαρζής, που βρέθηκε στο νησί για έναν γάμο και είχε φέρει τη τσαμπούνα του, στάθηκε σε ένα καφενέ στο Βαθύ της Σάμου. Πάνω στον ναι και όχι, στην παραγγελιά του ελληνικού, διέκρινε το γεροντάκι, που μόνο στεκόταν στην ανοιχτωσιά, στην άπλα του μικρού μπαλκονιού, ολομόναχος, να χάνεται στο πέρασμα του ανέμου.

Δεν αμφέβαλλε, αμέσως γνώρισε την κορμοστασιά, την φυσιογνωμία, μα δεν ξεχνιούνται οι σπάνιοι, ιδιαίτεροι άνθρωποι όσα χρόνια κι αν τους καταπιούν.

Του φώναξε, μίλησαν σιγανά, ο Μπίρμπος το μόνο που του ζήτησε ήταν να μην αποκαλύψει την διαδρομή του.

Εκεί ο γέρος πια έγραψε με το τελευταίο του τραγούδι, έβαλε την μοιραία πινελιά της ζωής του. Πήρε την γυναίκα του και πήγαν να ακούσουν τον Καρπάθιο μουσικό.

Επάνω σε κείνο στο γλέντι γνώρισε μια Γερμανίδα, μια μικρή κοπέλα, περαστική από τον τόπο, από εκείνες με τα ξανθά μαλλιά και το ολόλευκο δέρμα.

Βαθιά μέσα στις κόγχες των ματιών του, έχοντας φρέσκια ξεθαμμένη μνήμη, την κουβέντα με τον συντοποίτη του, έφερε την ιστορία μπροστά.

Δεν έβλεπε πια την ξένη κόρη, στα μάτια του μπροστά, έστεκε η Μπριγκίτε του, η Γκίττε, η  γυναίκα που ήταν από πάντα δικιά του, ήταν από πάντα ένα κομμάτι της.

Σηκώθηκε, τράβηξε πάνω του τα όργανα, λύρα, λαούτο και τσαμπούνα. Όλα τα μάτια πάνω του, όλος ο κόσμος που ήξερε για τον μάστορα, τον Μπίρμπο που έσπαγε πέτρες και έχτιζε ίσιες πεζούλες, στάθηκε, μαγεύτηκαν όλοι από το τσάκισμα της φωνή, που δεν είχε σε τίποτε να κάμει με τα χρόνια του.

Δεν είναι συναίσθημα για λόγια, δεν γίνονται λέξεις οι ψυχές,

ούτε και η μικρές στιγμές πιάνονται.

Μοναχά κλάμα, δάκρυα,

που για άλλους ήταν ευτυχία, για άλλους ένας πόνος βουβός,

τεράστιος σαν βράχος, που στεκόταν στον ξερό λαιμό, παρόλο το κρασί, με το τραγούδι του Μπίρμπου έγινε τρεχούμενο, αλμυρό, στυφό νερό που βγήκε από τα μάτια, σαν πίδακας, σαν καταρράκτης, δίχως σταματημό, τρέχει και πνίγει κάθε κρυφό καημό.

Εκεί πάνω στην στροφή του τραγουδιού του, έχασε και τη δεύτερη γυναίκα, εκείνη που στεφανώθηκε, που έκαμε ταίρι, χωρίς ποτέ να της μιλήσει με τραγούδια, δίχως να  αγγίξει η παλάμη του τα σωθικά της.

Ήταν όμως γραφτό, έμελλε να φύγει, ακόμη και αυτή, με την φωνή του για οδηγό.

Παντρεύτηκε βλέπεις έναν σιωπηλό άγνωστο, έναν περαστικό εργάτη, μα βγήκε η ψυχή , σταμάτησε να κουδουνίζει η καρδιά της, πάνω στο πιο γλυκό τραγούδι του, στο πιο μεγάλο μυστικό του.

Τον Μπίρμπο δεν τον μελετά κανείς, μια κατάρα φαίνεται πως έγραφε η μαγική λαλιά του, στα χρόνια που κύλουν αδιάντροπα εμείς οι τυχεροί-άτυχοι δεν είμαστε κοντά στο παράξενο άκουσμα του.

Η φωνή, ο ήχος πάλι δεν χωρά περιγραφές, κάπου στο Αιγαίο τριγυρνά η ψυχή της Γκίττε ψάχνοντας, κρυφακούγοντας μάταια,

το σιγανό που φέρνει ο υγρός Πουνέντης.

Μα εκείνα τα χρόνια βγάζαν μάτια τα αυτιά, τα σωθικά κυκλώναν κορμιά και τα έριχταν στη κόλαση, σήμερα μικροί μυωπικοί νάνοι τα θέλω μας, ψάχνουν τον Μπίρμπο και την Γκίττε για να χαζέψουν όλα τα κρυφά τους  χάδια.

Μανώλης Δημελλάς

18.8.2024

πηγή Καρπαθιακά Νέα