ΜΗΝΑΣ ΑΛ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ: ΚΛΟΝΤ ΦΟΡΙΕΛ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

ΜΗΝΑΣ ΑΛ. ΑΛΕΞΙΑΔΗΣ: ΚΛΟΝΤ ΦΟΡΙΕΛ ΚΑΙ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ

Ο Πανηγυρικός Λόγος, με θέμα «Κλοντ Φοριέλ και Φιλελληνισμός», εκφωνήθηκε στην Αίθουσα Τελετών του Κεντρικού Κτηρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 25 Μαρτίου 2014 και δημοσιεύεται εδώ χωρίς βιβλιογραφικές αναφορές.
Πλήρες το κείμενο, αναθεωρημένο και συμπληρωμένο με την απαραίτητη βιβλιογραφία, θα δημοσιευθεί προσεχώς σε αυτοτελή έκδοση.

Συμπληρώνονται εφέτος (2024) 200 χρόνια από την έκδοση του πρώτου τόμου της πρώτης συστηματικής Συλλογής Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών από τον Γάλλο φιλέλληνα, λόγιο και ιστορικό της λογοτεχνίας Claude Fauriel. Η έκδοση του πρώτου τόμου της Συλλογής αυτής έγινε, στο Παρίσι, το 1824, κατά τη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων. Ο δεύτερος τόμος εκδόθηκε στην ίδια πόλη τον επόμενο χρόνο (1825).

Συμπληρώνονται όμως συγχρόνως και 190 χρόνια από τον θάνατο (1844) του Γάλλου εκδότη των δημοτικών μας τραγουδιών. Ο Φοριέλ είχε γεννηθεί στην πόλη Σαιντ‒Ετιέν (Saint‒Étienne) της επαρχιακής Γαλλίας το 1772.

Οι δύο αυτές επέτειοι, και κυρίως η πρώτη, φέρουν και πάλι στην επικαιρότητα τη σημασία του έργου του επιφανούς Γάλλου φιλολόγου και τη μεγάλη συμβολή, που είχε η έκδοση των δημοτικών τραγουδιών στην εξάπλωση του κινήματος του Φιλελληνισμού στον Ευρωπαϊκό χώρο, ενώ η Ελληνική Επανάσταση βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.

Η σημασία αυτών των επετείων δεν προσδιορίζεται μόνο από το μέγεθος του συγκεκριμένου προσώπου, αλλά, προπάντων, από το έργο και το εύρος της απήχησης, που είχε σε συνακόλουθα γεγονότα και κρίσιμες καταστάσεις. Και στην περίπτωση της Συλλογής η σημασία είναι εύλογη, αφού πρόκειται για τον ρόλο της στον εθνικό αγώνα της Απελευθέρωσης των Ελλήνων.

Η επετειακή αυτή αναφορά θα μπορούσε, ενδεχομένως, να είχε ευρύτερη αποδοχή στην επιστημονική κοινότητα ή και πέραν αυτής, αλλά η δυσμενής οικονομική πραγματικότητα, στα τελευταία χρόνια της Ελληνικής καθημερινότητας, σε συνδυασμό με την καταιγιστική πολιτική επικαιρότητα, παρέσυρε την ανάδειξη τέτοιων γεγονότων. Έτσι η μνήμη τους περιορίζεται αποκλειστικά σε έναν ευάριθμο κύκλο ενδιαφερομένων, οι οποίοι ενίοτε οδηγούν και σε νέες συναφείς αναζητήσεις.

Εδώ, αφού δώσω μια σύντομη σκιαγραφία του Φοριέλ, θα επιχειρήσω να παρουσιάσω συγκεντρωτικά και χρονολογικά το ιστορικό της έκδοσης, να αναδείξω τη μέχρι σήμερα υποδοχή του έργου και συγχρόνως να αξιολογήσω την απήχηση και τον ρόλο, που έπαιξε στη διάδοση του κινήματος του Φιλελληνισμού στην Ευρώπη.

* * *
Ο Κλοντ Φοριέλ σπούδασε αρχικά στο Κολλέγιο των Ορατοριανών στην πόλη Τουρνόν και αργότερα στο αντίστοιχο ίδρυμα της Λυόν. Σημαντικός σταθμός στην εκπαίδευσή του στάθηκε η πεντάμηνη φοίτησή του (Ιανουάριος ‒ Μάιος 1795) στην Ecole Normale. Διακρινόταν για μια φυσική άνεση στην εκμάθηση ξένων γλωσσών. Έτσι έμαθε τις περισσότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες και ενδιαφέρθηκε για τη φιλοσοφία των Στωικών. Παράλληλα εντάχθηκε στην ομάδα των διανοουμένων, που έλαβαν το όνομα ιδεολόγοι, επειδή και ο ίδιος ασχολήθηκε με την επιστήμη των ιδεών. Πνεύμα ευρύ και εγκυκλοπαιδικό, μελετούσε πολλά και ταυτόχρονα.

Γύρω στα 1810 το κεντρικό θέμα των αναζητήσεών του γίνεται η ποίηση του Μεσαίωνα, η γένεση και η εξέλιξή της, με κύριο σημείο αναφοράς τη μελέτη της Προβηγκιανής ποίησης και της ιστορίας της Νότιας Γαλλίας.

Η μόρφωσή του, όπως υπογραμμίζει ο Σέρβος μελετητής του Miodrag Ibrovać, «εκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τη λογοτεχνία καθεαυτή, προς την ιστορία, τον πολιτισμό, τη φιλολογία και τη λαογραφία του συνόλου των νεολατινικών λαών, ώς τις περιοχές τις φαινομενικά μακρινές της Ανατολής και της Ινδίας. Αυτός ο αξιαγάπητος και αισθαντικός στωικός, όπως τον ονόμασε ο Charles Augustin Sainte‒Beuve (1804-1869), ήταν αντάξιος των ουμανιστών του 16. αι.».

Κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης (1789) προσέγγισε πολιτικά τους Δημοκρατικούς. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και το 1799 διορίσθηκε ιδιαίτερος Γραμματέας του Υπουργού της Αστυνομίας Ζοζέφ Φουσέ, αλλά παραιτήθηκε μετά από λίγα χρόνια.

Έγινε καθηγητής της Έδρας Γλωσσών και Λογοτεχνιών της Μεσημβρινής Ευρώπης στη Σορβόνη το 1830 και το 1836 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Επιστημών και Γραμμάτων του Παρισιού.
Συνέγραψε την τετράτομη «Ιστορία της Μεσημβρινής Γαλατίας κατά την κυριαρχία των Γερμανών κατακτητών» (1836), ενώ, μετά θάνατον, εκδόθηκαν τα βιβλία του «Ιστορία της Προβηγκιανής Ποίησης» (1846, τρείς τόμοι) και «Ο Δάντης και οι απαρχές της Ιταλικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας» (1854).
* * *
Πώς όμως και γιατί ο Φοριέλ ενδιαφέρθηκε για τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια και την έκδοσή τους, παρά το γεγονός ότι δεν επισκέφθηκε ποτέ την Ελλάδα; Η απάντηση στο ερώτημα έχει τη δική της προϊστορία και αυτή θα παρουσιάσω αμέσως παρακάτω.
Στο τελευταίο τέταρτο του 18. αι., και συγκεκριμένα το 1774, εκδίδεται το βιβλίο του Γερμανού Johann Gottfried Herder (1744-1803), το οποίο επανεκδίδεται, σε σύντομο χρονικό διάστημα (1778‒1779) σε δύο τόμους με Γερμανικά λαϊκά τραγούδια και άλλων λαών.

Κατά τον Herder, τα τραγούδια αυτά εκφράζουν όλο τον λαό. Είναι οι «Φωνές των λαών στα τραγούδια», τα οποία, κατά τον συλλογέα, πρέπει να ακούγονται και όχι να διαβάζονται. Στη συνέχεια εκδίδονται συλλογές για άλλα λαογραφικά θέματα, όπως τα Γερμανικά παραμύθια των Αδελφών Grimm (1812) και μια άλλη συλλογή επίσης Γερμανικών τραγουδιών, που συγκρότησαν το 1805 οι Achim von Arnim (1781-1831) και Clemens Brentano (1778-1842), με τίτλο Das Knaben Wunderhorn (= Το μαγικό κεφάλι του αγοριού ‒ και δεύτερη έκδοση 1808).
Οι τρεις αυτές συλλογές τραγουδιών και παραμυθιών θεωρούνται ως η αφετηρία του λαογραφικού ενδιαφέροντος στην Ευρώπη, το οποίο ξεκινάει από τη Γερμανία.

Μέσα σ’ αυτή λοιπόν την ατμόσφαιρα των πρώτων λαογραφικών αναζητήσεων αρχίζει και το ενδιαφέρον για τον Ελληνικό λαϊκό πολιτισμό. Έτσι μπορούμε να πούμε, ότι, ειδικότερα, η επαφή του Ευρωπαϊκού κοινού με τα Ελληνικά δημοτικά τραγούδια ξεκινά αμυδρά από τη δεκαετία 1804‒1814, με την πρώτη απόπειρα συλλογής Ελληνικών τραγουδιών να καταγράφεται το 1804 από τον Γαλλόφωνο λόγιο, Ελβετό την καταγωγή, Charles Léornard de Sismondi (1773-1842). Το ενδιαφέρον του Sismondi για τα Ελληνικά τραγούδια οφειλόταν κυρίως σε έναν φιλελεύθερο κοσμοπολιτισμό, στην ανάγκη να διευρυνθεί ο ορίζοντας της Ευρωπαϊκής παιδείας και να αναδειχθεί ένα νέο, ελπιδοφόρο έθνος, πλάι στα ήδη υπάρχοντα.

Μέσα από τα τραγούδια αυτά, όπως σημείωσε ο Αλέξης Πολίτης, ο Sismondi «τους Νεοέλληνες αναζητούσε, όχι τη λαϊκή ποιητική». Το σχέδιό του όμως για την έκδοση των Ελληνικών τραγουδιών δεν πραγματοποιήθηκε.
Την πενταετία 1800‒1805 ο Γάλλος περιηγητής F. C. H. L. Pouqueville (1770-1838) και ο Πρώσσος διπλωμάτης J. L. S. Bartholdy (1779-1825) αποθησαυρίζουν και αυτοί λαϊκά τραγούδια, δίνοντας δείγματα του είδους.
Την απόπειρα του Sismondi για μια συλλογή Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών θα ακολουθήσει η προσπάθεια του Γερμανού Werner von Haxthausen (1780-1842), που ετοιμάζει σχετική έκδοση από το 1815, η οποία όμως θα δημοσιευθεί μόλις το 1935.
Οι παραπάνω τάσεις και προσπάθειες για την έκδοση Ελληνικών τραγουδιών, σε συνδυασμό με το θερμό αίσθημα των φιλελλήνων για τον Ελληνικό Απελευθερωτικό Αγώνα, ήταν ο σημαντικός παράγων στην προπαρασκευή και έκδοση της πρώτης συστηματικής, και με επιστημονικά κριτήρια, Συλλογής Ελληνικών Δημοτικών Τραγουδιών από τον Κλοντ Φοριέλ.

Η έκδοση αυτή θα αποτελέσει σταθμό, τόσο στη φιλολογική όσο και στην πολιτική ιστορία των επαναστατικών χρόνων και θα ασκήσει έντονη επίδραση στο ρεύμα του Φιλελληνισμού.
Πράγματι η έκδοση αυτή είναι ένα φιλολογικό έργο υψηλής ποιότητας, από τους πιο σημαντικούς σταθμούς τόσο της φιλολογικής όσο και της πολιτικής μας ιστορίας των επαναστατικών χρόνων, καθώς λειτουργεί και στα δύο αυτά επίπεδα, στο θεωρητικό ‒ φιλολογικό και στο συγκεκριμένο ιστορικό ‒ πολιτικό επίπεδο της Ελλάδας του 1824.

Η εκτενέστατη εισαγωγή του, όπως παρατήρησε ο Αλέξης Πολίτης, είναι «σοφή και χρήσιμη ακόμα και σήμερα, με θερμό φιλελληνικό παλμό», μπορεί να αποτελέσει ένα εξαιρετικό παράδειγμα του τι σημαίνει «συνολική αντιμετώπιση ενός λαού, με άξονα τη γλώσσα του», κατά την εύστοχη επισήμανση της Άλκης Κυριακίδου ‒ Νέστορος (1935-1988).
Ο Φοριέλ εξέδωσε συνολικά περίπου 200 τραγούδια «τα μετέφρασε σε έξοχη πρόζα» και τα συνόδευσε με εξαιρετικά σχόλια.

Γράφει συγκεκριμένα στον εισαγωγικό του λόγο, για να αναδείξει την αξία των τραγουδιών: «Οι Νεοέλληνες έχουν και μιαν άλλη ποίηση (…) μια ποίηση λαϊκή με όλη τη σημασία και το πλάτος της λέξης, άμεση και γνήσια έκφραση του εθνικού χαρακτήρα και του εθνικού πνεύματος, που κάθε Έλληνας την εννοεί και την αισθάνεται με αγάπη, μόνο και μόνο επειδή είναι Έλληνας, πατά το χώμα και αναπνέει τον αέρα της Ελλάδας ∙ μια ποίηση τέλος πάντων που ζει, όχι μια τεχνητή ζωή στα βιβλία, συχνά φαινομενική μόνο, παρά μέσα στον λαό τον ίδιο, και από τη συνολική ζωή του λαού. Αυτή η ποίηση αποτελείται εξ ολοκλήρου από τραγούδια σαν και αυτά που περιέχονται στη συλλογή ετούτη».

Γενικά ο πολυσέλιδος εισαγωγικός λόγος (Discours prèliminaire) του πρώτου τόμου (137 σελίδες), μας δίνει μια σχεδόν ολοκληρωμένη εικόνα του Νεοελληνικού πολιτισμού. Εδώ ο Φοριέλ αναδεικνύει το μέγεθος της σημασίας των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, αναφέρεται στα είδη τους, σημειώνει τη σχέση τους με τα αρχαιότερα, μιλάει για τη ζωή των νεώτερων Ελλήνων που αγωνίζονται για την ελευθερία τους και κάνει αναφορές για τους αρματολούς και κλέφτες. Τους αντιμετωπίζει με θαυμασμό, προσπαθεί, παράλληλα, να εξηγήσει την ιδιαιτερότητα του φαινομένου, στηριζόμενος σε ιστορικά αίτια, στον θεσμό του αρματολισμού. Αναφερόμενος ειδικά στα κλέφτικα, υποστηρίζει ότι «μια ολοκληρωμένη συλλογή κλέφτικων τραγουδιών (…) θα ήταν μια σημερινή Ιλιάδα της Ελλάδας, που θα ήταν άξια να σταθεί δίπλα στην παλιά, ακόμα και από ποιητική άποψη».

Είναι άλλωστε γνωστό, ότι τα κλέφτικα τραγούδια προσείλκυσαν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον Ελλήνων και ξένων συλλογέων σε όλη τη διάρκεια του 19. αι., με αποτέλεσμα «η σημασία της λέξης “κλέφτικο” να απλωθεί σε τέτοιο βαθμό, που να καλύπτει συχνά όλα τα είδη των δημοτικών τραγουδιών.
Ακολουθεί η δημοσίευση 45 τραγουδιών με τη Γαλλική μετάφρασή τους. Στον δεύτερο τόμο δημοσιεύει ακόμη άλλα 90 τραγούδια (συμπεριλαμβάνονται και 71 δίστιχα). Σε κάθε τραγούδι προηγείται εισαγωγικό σημείωμα, που αναφέρεται στην προέλευση του κειμένου, στη ζωή του ήρωα, στη χρονολογία και σε τυχόν προγενέστερες δημοσιεύσεις.
Στη Συλλογή αυτή δημοσιεύεται και ο «Ὓμνος εἰς Ἐλευθερίαν» του Διονυσίου Σολωμού από τον εκδότη του έργου, χωρίς ωστόσο προσυνεννόηση με τον επιμελητή Φοριέλ.
Όλα τα τραγούδια που συγκέντρωσε και δημοσίευσε ο Φοριέλ προέρχονται από την προφορική παράδοση.

Γράφει σχετικά: «Ο αρχικός πυρήνας των ποιημάτων που αποτέλεσαν τη συλλογή αυτή, προέρχεται από τον διάσημο γιατρό Κοραή, που τα είχε χαρίσει στον κ. Κλονάρη ∙ ֹαπό αυτόν πήρα αντίγραφα με τη μεσολάβηση του κ. Πίκκολου, καθηγητή τώρα στην Κέρκυρα. Μερικά από τα πιο αξιόλογα ποιήματα, μου τα κοινοποίησαν οι κ. κ. Haze και Μουστοξύδης.

Τα περισσότερα μου τα έδωσαν ή μου τα έστειλαν από διάφορα μέρη Έλληνες που ήξεραν με πόση χαρά και προθυμία είχα καταπιαστεί με τη συγκρότηση μιας συλλογής». Ο Φοριέλ ταξίδεψε μόνο στη Βενετία και την Τεργέστη, για να συγκεντρώσει τραγούδια από τους Έλληνες που έμεναν εκεί, χωρίς όμως να βρει αρκετά.

Ο Σωκράτης Κουγέας (1877-1966), σε βιβλιοκρισία του για τη συλλογή του Haxthausen, που εκδόθηκε τελικά, όπως ήδη ανέφερα, πριν από τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, επισήμανε ότι, αν κάποιος μπορούσε να παρακολουθήσει τη γένεση της Συλλογής του Φοριέλ μέχρι την αρχική της προέλευση, θα μπορούσε να θεωρήσει ως αφετηρία της τη συλλογή του Haxthausen.

Στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγει και ο Αλέξης Πολίτης έχοντας ως ισχυρό δεδομένο την αναμφισβήτητη αρχειακή συγγένεια που παρουσιάζουν κάποια τραγούδια και στις δύο συλλογές. Πιστεύει μάλιστα, ότι ήδη από το 1816, ένα αντίγραφο της συλλογής Haxthausen βρισκόταν στο Παρίσι και ότι το αντίγραφο αυτό αποτέλεσε για τη συλλογή του Φοριέλ τον πρώτο πυρήνα ή τουλάχιστον ένα μέρος του.

Ο Φοριέλ, που έχει την αίσθηση της εκφραστικής δύναμης της δημοτικής γλώσσας, εκδηλώνει την προτίμησή του γι’ αυτή και σέβεται τα κείμενα, όπως παραδίδονται από τον λαό. Ως προς τη μετάφραση των κειμένων στη Γαλλική γλώσσα, σημειώνω ότι τον ενδιέφερε ιδιαίτερα η πιστή απόδοση του νοήματος.

Η Συλλογή του Φοριέλ, μετά την έκδοσή της, μεταφράστηκε στην Αγγλική, Γερμανική, Ρωσική και Ιταλική (ένα τμήμα) γλώσσα. Τη Γερμανική μετάφραση, που είναι και η καλύτερη, την έκανε (1825) ο Wilhelm Müller (1794-1827), ο οποίος υποστήριζε με θέρμη τον αγώνα των Ελλήνων.
Η Γερμανική μετάφραση είχε το ευχάριστο αποτέλεσμα το Ελληνικό δημοτικό τραγούδι να κινήσει το ενδιαφέρον του Γερμανικού κοινού. Μάλιστα ο πολύς Γιόχαν Βόλφγκανγκ Γκαίτε (1749-1832) έγραψε για το έργο του Φοριέλ:

«Τὸ ἀναγγελθέν ἔργον Chants populaires de la Grèce moderne δημοσιεύθηκε καὶ οἱ γείτονές μας [Γάλλοι] μᾶς ξεπέρασαν, ἐκεῖ ὅπου ἐμεῖς οἱ Γερμανοὶ ψηλαφούσαμε πρὸ ἐτῶν ἣδη» [αναφέρεται στη Συλλογή Haxthausen]. Με επαινετικά σχόλια αναφέρεται επίσης και για τον εισαγωγικό λόγο του έργου σε επιστολή του στον H. Meyer.
* * *
Η Συλλογή του Φοριέλ κυκλοφορεί στο Παρίσι στις πιο κρίσιμες στιγμές του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων και προκαλεί τον ενθουσιασμό στο λόγιο Ευρωπαϊκό κοινό. Η απήχηση ήταν άμεση και μεγάλη. Αποτέλεσε φιλολογικό γεγονός και ιδιαίτερα εθνικό για τους Έλληνες. Έγινε πολύ γρήγορα γνωστή και σε άλλες χώρες, προσείλκυσε την προσοχή των λογίων και ενίσχυσε τη συμπάθειά τους προς το Ελληνικό Έθνος, που αγωνιζόταν για την Ελευθερία του.

Η λόγια Ευρώπη εντυπωσιάσθηκε από αυτούς τους ποιητικούς θησαυρούς, που γοήτευσαν τον Γκαίτε και, αναμφισβήτητα, άσκησαν καθοριστική επίδραση στο κίνημα του Φιλελληνισμού. Το ενδιαφέρον του Ευρωπαϊκού κοινού για τα λαϊκά ποιητικά δημιουργήματα ήταν έντονο. Είχε προηγηθεί, λίγα χρόνια πριν (1814), στη Βιέννη, η Συλλογή Σερβικών δημοτικών τραγουδιών από τον Vuk Stefanović Karadžić (1787-1864), η οποία επίσης είχε συγκλονίσει το λόγιο αναγνωστικό κοινό. Στην έκδοση της Συλλογής αυτής σπουδαία ήταν η συμβολή του Σλοβένου Βαρθολομαίου Kopitar (1780-1844), εφόρου της αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης.
Ενθουσιώδεις κριτικές γράφτηκαν σε πολλές εφημερίδες.

Με τον ίδιο ενθουσιασμό η έκδοση θα γίνει αποδεκτή από τον πρώτο εκδότη των Γερμανικών παραμυθιών (1812) Jacob Grimm (1785-1863), τον διάσημο Γάλλο συγγραφέα Σταντάλ (ψευδώνυμο του Marie Henri Beyle: 1783-1842) και άλλους επιφανείς λογίους της εποχής. Πολλά τραγούδια της Συλλογής αναδημοσιεύτηκαν ή μεταφράστηκαν σε ανθολογίες, φιλελληνικά ημερολόγια και στον Ευρωπαϊκό Τύπο.

Αμέσως μετά την κυκλοφορία του πρώτου τόμου (1824), ο Γάλλος ποιητής Νεπομισέν Λεμερσιέ (Népomucème Lemercier: 1771-1840) παρέφρασε ορισμένα (39) από τα τραγούδια σε Γαλλική στιχουργική και τα εξέδωσε στο Παρίσι, την ίδια κιόλας χρονιά, με τίτλο Chants héroiques des montagnards et matelots grecs. Στην εισαγωγή του αναφέρεται στην αξία αυτών των τραγουδιών και, παράλληλα, εκφράζεται με συμπάθεια για την αγωνιζόμενη Ελλάδα. Εξαίρει την απλότητα της γλώσσας των τραγουδιών, τη ζωηρότητα των διαλόγων, τη γοητεία των παρομοιώσεων, τις ηχηρές προσωποποιήσεις.

Η μετάφραση είναι ελεύθερη, αλλά πρέπει να σημειωθεί ότι δεν υπάρχει πάντοτε σαφής κατανόηση του Ελληνικού κειμένου. Το βιβλίο αυτό θα εκδοθεί το επόμενο έτος (1825) και στο Βέλγιο, με το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο αλλά σε μικρότερο σχήμα.
Το 1825 επίσης, ο Λεμερσιέ εκδίδει και δεύτερο, συμπληρωματικό τόμο, με παραφράσεις 20 τραγουδιών, τα οποία συνοδεύει με σημειώσεις και κριτικές παρατηρήσεις, όπου, ορισμένες φορές, εκφράζει την αντίθεσή του προς τα γραφόμενα του Φοριέλ. Στο τέλος του τόμου δημοσιεύεται και μετάφραση Ελληνικού παραμυθιού, με τίτλο Rodia, παραλλαγή της Σταχτοπούτας.

* * *
Αλλά ποιες ήταν οι τύχες των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Φοριέλ στην απελευθερωμένη και μικρή Ελλάδα, και ποιες μετά τους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913), που επέφεραν προσαρτήσεις και νέων Ελληνικών εδαφών;
Πρώτος ο Κερκυραίος κριτικός της Επτανησιακής Σχολής (κυρίως), μεταφραστής και πολιτικός Ιάκωβος Πολυλάς (1825-1896), το 1859, στα «Προλεγόμενά» του των «Ευρισκομένων του Διονυσίου Σολωμού», παρατήρησε ότι ο εθνικός μας ποιητής εμψυχώθηκε από τη Συλλογή των τραγουδιών του Φοριέλ και τον Εισαγωγικό του Λόγο, όπου ετόνιζε, ότι η Νεοελληνική γλώσσα έχει στέρεο και ομοειδή χαρακτήρα και είναι η ωραιότερη των Ευρωπαϊκών γλωσσών.
Σύντομη μνεία της Συλλογής γίνεται και από τον Στίλπωνα Κυριακίδη (1887-1964) στην πρώτη έκδοση (1922) του βιβλίου του «Ελληνική Λαογραφία, Μέρος Α΄: Μνημεία του Λόγου», πρώτου συστηματικού λαογραφικού εγχειριδίου στην Ελληνική βιβλιογραφία, όπου σημειώνονται τα εξής:

«Πρώτη σπουδαία συλλογὴ εἶναι ἡ τοῦ Γάλλου Fauriel, δημοσιευθεῖσα κατὰ τὸ 1824 μετὰ γαλλικῆς μεταφράσεως τῶν κειμένων. Ἡ συλλογή αὓτη διατηρεῖ καὶ σήμερον ἀκόμη τὴν ἀξία της διὰ τὴν μακρὰν εἰσαγωγήν, ἡ ὁποία προτάσσεται, καθὼς καὶ δι’ ἃλλας σπουδαιοτάτας παρατηρήσεις τοῦ Γάλλου συγγραφέως καὶ ἐρευνητοῦ».

Δύο χρόνια αργότερα, και συγκεκριμένα στις 28 Ιουλίου 1924, ο μεγάλος μας ποιητής Κωστής Παλαμάς (1859-1943), στο σύντομο επετειακό άρθρο του σε Αθηναϊκή εφημερίδα για το χρυσό ιωβηλαίο της Συλλογής του Φοριέλ, υπογράμμισε τη σπουδαιότητά της, την ανταπόκριση που είχε στις Ευρωπαϊκές χώρες και την εξαιρετική συμβολή της στα πλαίσια κυρίως του «φιλολογικού» φιλελληνισμού.

Ο ίδιος, με την οξυδέρκεια που τον διέκρινε, επανέλαβε παλαιότερη απόφανσή του (σε ομιλία του το 1905), σύμφωνα με την οποία, «ο Φοριέλ ξεδιπλώνοντας τις ομορφιές και χρυσοπλέκοντας το εγκώμιο της εθνικής περιφρονημένης γλώσσας μας, πρέπει να στέκεται στην ίδια την κορφή για μας με τον Λόρδο Μπάιρον».
Δεν μπορώ παρά να προσθέσω ακόμη και το ακόλουθο παράθεμα που αξίζει να το ακούσετε επίσης, από το Παλαμικό κείμενο: «Αν χρωστούμε κάποια ζωή, κίνηση, πρόοδο, και κάποια περηφάνια για μιαν αναγέννηση, και με όλα τα εμπόδια, και κάποια ελπίδα μιας μελλόμενης προκοπής που όλο ν’ ανεβαίνῃ προς τα ύψη, (βλέπω πάντα προς την τέχνη του Λόγου που ο κύκλος της όλος τετράπλατος), το χρέος τούτο πρώτο του κίνητρο έχει τα τραγούδια του Φωριέλ. Από εκείνο πηγάζουν αξεχώριστα και διακλαδώνονται το έργο του Σολωμού και το έργο του Ψυχάρη με όλα της τα παρεπόμενα, ἡ σύγχρονη ποίηση ̶ όταν κανείς από περιωπής τη θεωρήσῃ ̶ άξια τιμής και αγάπης ̶ αυτός ο πεζός λόγος κάθε φορά που, καλά κακά, αγωνίζεται να θεμελιώσῃ κάτι στη γλώσσα, δηλονότι στην έκφραση του τραγουδιού του Φωριέλ».

Στο τέλος της ίδιας χρονιάς (22 Δεκεμβρίου 1924), ο καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής Σίμος Μενάρδος (1872-1933) έδωσε διάλεξη στον Φιλολογικό Σύλλογο «Παρνασσός», όπου, με αφορμή τα εκατόχρονα της έκδοσης, αναφέρθηκε σ’ αυτή, ετόνισε εμφαντικά τη σημασία της και επισήμανε την απήχηση που είχε για την αγωνιζόμενη Ελλάδα στην Ευρώπη. Ο Μενάρδος, αφού παραθέτει γνώμες επιφανών Ευρωπαίων λογίων και επιστημόνων για την αξία της Συλλογής, υπογραμμίζει και τα εξής: «Τοιουτοτρόπως ὁ Γάλλος σοφὸς ἔγινε ἀφορμὴ νὰ γνωσθοῦν, νὰ μεταφρασθοῦν, καὶ ν’ ἀγαπηθοῦν τὰ τραγούδια μας εἰς τὰς πέντε κυριωτάτας γλώσσας, Γαλλιστὶ, Αγγλιστὶ, Γερμανιστὶ, Ρωσιστὶ καὶ Ιταλιστὶ. Ἁλλ’ ἐπειδὴ εἰς τὰς μεταφράσεις ταύτας παρετίθετο καὶ τὸ Ἑλληνικὸν κείμενον, ἐγίνετο πλατύτερα γνωστὴ καὶ ἡ δημοτικὴ μας γλῶσσα, ὄχι πλέον ὡς γλῶσσα βάρβαρος, ἀλλὰ καθώς τὴν ἐξετίμα ὅσον θὰ ἲδωμεν πρῶτος καὶ προπάντων ὁ Φωριέλ. Ἁλλὰ συγχρόνως καὶ κυρίως ἐγίνετο γνωστὴ ἡ εὐγενικὴ καὶ μαρτυρικὴ ψυχὴ τοῦ δυσμοίρου λαοῦ τοῦ τότε μαχομένου καὶ ἀγωνιζομένου τὸν ὑπὲρ πάντων ἀγώνα, καὶ κάτι σπουδαιότερον, ἀπεδεικνύετο ὲπιστημονικῶς ἡ ἀρχαιότης τῶν τραγουδιῶν καὶ μετ’ αὑτῆς ἡ καταγωγὴ τῶν ἐπαναστατῶν, ὡς μόνων κληρονόμων τῆς Σπάρτης καὶ τῶν Ἀθηνῶν, ὅ,τι δηλ. ἰσχυρίζοντο ὁ Ὑψηλάντης καὶ ὁ Μαυρομιχάλης. Θὰ συνομολογήσετε, Κύριοι, ὅτι φιλελληνικωτέρα προπαγάνδα ἦτο ἀδύνατον νὰ ἐπινοηθῆ, εἶναι δὲ βέβαιον ὅτι κανείς τῶν τότε ζώντων δὲν ἠδύνατο νὰ τὴν ἐκτελέση ἐγκυρότερον τοῦ Φωριέλ». Η διάλεξη αυτή δημοσιεύθηκε αυτοτελώς, αλλά δεν έχει αξιοποιηθεί ιδιαίτερα από την υπάρχουσα βιβλιογραφία.

Σημειώνω ακόμη ότι το 1955 μεταφράσθηκε ένα απόσπασμα του εισαγωγικού λόγου από τη φιλόλογο Δήμητρα Μπεζαντέ και δημοσιεύθηκε στη «Νέα Εστία».
Μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και συγκεκριμένα το 1956 δημοσιεύεται στην Επετηρίδα του Λαογραφικού Αρχείου η σημαντική μελέτη του Δημητρίου Πετρόπουλου (1906-1979) για τη Βιβλιογραφία των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Εκεί αναφέρεται αναλυτικότερα στη Συλλογή του Φοριέλ, υπογραμμίζοντας, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Δὲν ἦτο εἰδικὸς ἑλληνιστὴς ὁ Fauriel∙ ἀσχολούμενος ὅμως μὲ τὰς νεωτέρας εὐρωπαϊκὰς φιλολογίας καὶ δὴ τὴν προβηγκιανήν, καὶ γνωρίζων πολλὰς γλώσσας, κατενόει τὴν ἐκφραστικὴν δύναμιν τῶν διαλέκτων καὶ εἶχεν βαθεῖαν ἐκτίμησιν πρὸς τὰς αὐθορμήτους λαϊκὰς ἐκδηλώσεις. Αἱ γνώσεις καὶ αἱ ἀσχολίαι του αὗται ὑπῆρξαν ἰσχυρὸν ἐφόδιον καὶ προπαρασκευὴ διὰ τὴν κατανόησιν τῆς ἀξίας τῶν ἑλληνικῶν δημοτικῶν τραγουδιῶν, τὰ ὁποῖα καὶ ἡρμήνευσε μὲ πολλὴν πρωτοτυπίαν. Εὶς ταῦτα εὑρίσκει ὄχι μόνον τὰς χαρακτηριστικὰς ἐκδηλώσεις τῆς νεοελληνικῆς ζωῆς, ἀλλὰ καὶ μεγάλης ἀξίας τεκμήρια διὰ τὴν μελέτην τῆς ζωῆς τῶν ἀρχαιοτέρων Ἑλλήνων. Κατὰ διάφορον τρόπον οἱ πρὸ αὐτοῦ ὲρευνηταὶ ἔβλεπον τὴν Ἑλλάδα καὶ τὰ προβλήματά της. Ἐπὶ τέσσαρας καὶ πλέον αἰῶνας, λέγει, οἱ σοφοὶ τῆς Εὐρώπης δὲν ὡμίλουν περὶ Ἑλλάδος, εἰμὴ μόνον διὰ νὰ θρηνήσουν τὴν ἀπώλειαν τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ. Διέτρεχον τὴν χώραν, διὰ νὰ θαυμάσουν τὰ ἐρείπια, τὴν κόνιν τῶν πόλεων καὶ τῶν ναῶν, ἀποφασισμένοι ἐκ τῶν προτέρων νὰ μείνουν ἐκστατικοὶ πρὸ τῶν ὑπολειμμάτων, καὶ τῶν πλέον ἀμφιβόλων, τοῦ τί ὑπῆρξε πρὸ 3.000 ἐτῶν καὶ ἀδιαφοροῦντες διὰ τὰ 7-8 ἑκατομμύρια τῶν νεωτέρων Ἑλλήνων. Καὶ δὲν εἶναι μόνον ὃτι οὓτω περιεφρόνουν τοὺς νέους Ἓλληνας, ἀλλά παρέβλεπον καὶ σημαντικὰ ζωντανὰ τεκμήρια, ἃτινα θὰ ἠδύναντο νὰ τοὺς βοηθήσουν εἰς τὴν γνῶσιν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς ζωῆς».

* * *
Το 1956, επίσης, εμφανίζεται στην Ελλάδα, η πρώτη έκδοση της Συλλογής του Φοριέλ, μεταφρασμένη, όπως είναι γνωστό, από τον φιλόλογο Απόστολο Χατζηεμμανουήλ, με εισαγωγή του καθηγητή Νίκου Βέη (1883-1958), και τίτλο «Δημοτικά τραγούδια της συγχρόνου Ελλάδος». Από την έκδοση αυτή οι Έλληνες γνώρισαν την πρώτη συστηματική Συλλογή Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που είχε θαυμάσει όλη η Ευρώπη. Γι’ αυτό ο Νίκος Βέης στο εισαγωγικό του κείμενο παρατηρεί:

«Τὰ Ἑλληνικὰ δημοτικὰ τραγούδια ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ φιλολόγου φιλέλληνος Κλαυδίου Φωριέλ ἔλαβον τὴν πρέπουσαν εἰς αὐτὰ λαμπρὰν θέσιν ἐν τῇ λογοτεχνίᾳ, ὁ δὲ ἐπιφανὴς συλλέκτης προσέθηκεν εἰς ἑαυτὸν διά τῆς ἐργασίας του ταύτης καὶ ἰδιαίτερον ἔπαινον».
Έπρεπε όμως να περάσουν εκατόν εβδομήντα πέντε χρόνια από την έκδοση του Φοριέλ και άλλα σαράντα τρία από την πρώτη έκδοση του έργου στην Ελλάδα, δηλαδή το 1999, για να κυκλοφορηθεί νέα (δίτομη) Ελληνική έκδοση από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

Την έκδοση επιμελήθηκε, με γνώση και σύγχρονα φιλολογικά κριτήρια, ο καθηγητής Αλέξης Πολίτης.
Στον πρώτο τόμο περιέχονται τα εκδομένα τραγούδια «δίχως τις διορθωτικές επεμβάσεις του Φοριέλ», ενώ στον δεύτερο περιέχονται 275 ανέκδοτα δημοτικά τραγούδια, τα οποία ο επιμελητής εντόπισε διάσπαρτα σε Γαλλικά Αρχεία διάφορων εποχών, πριν από το 1823 και μετά το 1826. Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνονται, επίσης, σε Παράρτημα, 23 Γαλλικές μεταφράσεις τραγουδιών.
Η δίτομη αυτή (και μνημειώδης) έκδοση του Αλέξη Πολίτη υπογραμμίζει την ανάγκη να συγκροτηθεί ένα ενιαίο corpus των καταγραμμένων δημοτικών τραγουδιών, καθώς η Συλλογή του Φοριέλ είναι η παλαιότερη καταγραφή.

Ο Πολίτης, υιοθετώντας μια μεθοδολογική κατάταξη, με βάση τις μικρότερες «συλλογές» τραγουδιών, ανιχνεύει βήμα – βήμα την καταγραφή, με απώτερο σκοπό να ανασυγκροτήσει όσο το δυνατό γίνεται πιο πειστικά αυτή τη διαδικασία.

Και αυτό το επιτυγχάνει δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στα κάθε λογής σχόλια, τα οποία ο Φοριέλ και οι συνεργάτες του σημείωναν στα περιθώρια των κειμένων ή και σε αποκόμματα, καθώς και στις παραλλαγές στίχων, που ενδεχομένως απορρέουν από την ίδια την προφορική παράδοση, όπως επίσης και στα ανέκδοτα τραγούδια με τις διαφορετικές καταγραφές τους

* * *
Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι η έκδοση του Φοριέλ δεν είναι μια απλή καταγραφή και παρουσίαση των δημοτικών μας τραγουδιών στη διάρκεια του Απελευθερωτικού Αγώνα των Ελλήνων. Η έκδοση εγκαινιάζει τη μελέτη, αλλά και γενικότερα την έρευνα της δημοτικής ποίησης.

Η γλώσσα των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά τους, οι ιστορικές αρχές, το κοινωνικό και πνευματικό περιβάλλον, όπου δημιουργήθηκαν και ως ένα μέτρο εξακολουθούν μέχρι σήμερα να λειτουργούν, αντιμετωπίσθηκαν από τον Φοριέλ με υποδειγματικό τρόπο.

Η Συλλογή αυτή απέδειξε ακόμη, κατά τον Γάλλο συγγραφέα και φιλέλληνα Roger Milliex (1913-2006), ότι «το Ελληνικό Έθνος δεν πολεμάει μόνο με απαράμιλλο αρχαιοπρεπές θάρρος, αλλά έχει κιόλας πίσω του, εδώ και μερικούς αιώνες, μια πλούσια αν και σχετικά πρόσφατη παιδεία που εκφράζεται στη λαϊκή του γλώσσα – ξέρουμε ότι ο νεαρός Σολωμός θα αντλήσει ενθάρρυνση στο μεγάλο εγχείρημά του από τη διδαχή του Φοριέλ – έναν πραγματικά καθημερινό νεοελληνικό πολιτισμό».

Ο Φοριέλ στο έργο του, με οξυδέρκεια, αλλά και πλούσιο συναίσθημα, επισημαίνει ότι «το λαϊκό και παραδοσιακό κομμάτι της ποίησης δεν είναι από εκείνα τα ολοκληρωμένα έργα, όπου ο ποιητής έχει φροντίσει όλα να τα πει, όλα να τα περιγράψει, να μην αφήσει τίποτα για τη φαντασία του άλλου. [Τα δημοτικά τραγούδια] δεν είναι παρά σκίτσα, αλλά σκίτσα, όπου κάθε γραμμή φανερώνει κάποιες πτυχές, ζωντανεύει κάτι, κι όπου ο χρωματισμός εντυπωσιάζει με, κι εγώ δεν ξέρω τι, τοπικές αποχρώσεις, όπου νιώθεις το αντιφέγγισμα ενός ουρανού και ενός κλίματος ευλογημένου».

Η έκδοση όμως των Ελληνικών δημοτικών τραγουδιών του Φοριέλ είχε ακόμη ένα σπουδαιότατο ρόλο στον Αγώνα των Εξεγερμένων Ελλήνων. Η Συλλογή και οι αλλεπάλληλες μεταφράσεις της στις σημαντικότερες Ευρωπαϊκές γλώσσες συνέβαλαν, όπως σημείωσα ήδη, στη στήριξη του κινήματος του Φιλελληνισμού, αφού είχε μεγάλη επίδραση στους πνευματικούς κύκλους της Ευρώπης, οι οποίοι, με τη σειρά τους, επηρέασαν το ιστορικό αυτό ρεύμα της εποχής.

Ο Φιλελληνισμός, που ως όρος παρουσιάζεται για πρώτη φορά το 1781 από τον Ιώσηπο Μοισιόδακα, δεν ήταν μόνο μια μεγάλη ηθική, αλλά και υλική δύναμη, που συνετέλεσε ποικιλοτρόπως στην αίσια έκβαση του Αγώνα των Ελλήνων.

Και είναι οφειλόμενο χρέος η αναγνώριση ότι ένα μέρος της δύναμης αυτής εσφυρηλάτησε ο «μεγάλος πνευματικός φιλέλληνας» Κλοντ Φοριέλ με την έκδοση των δημοτικών μας τραγουδιών, όπως άλλωστε έχει επισημανθεί και στη σχετική βιβλιογραφία. Γι’ αυτό πρέπει, καταλήγοντας, να επαναλάβω τη θέση του Παλαμά ότι ο Φοριέλ πρέπει για μας τους Έλληνες να βρίσκεται στην ίδια κορυφή με τον Λόρδο Μπάιρον. Και βέβαια αξίζει να τιμηθεί, έστω και αργά από το Πανεπιστήμιο και την Ελληνική Πολιτεία.

18.8.2024

Καρπαθιακά Νέα